Η υπερηφάνεια της εργατικής τάξης
Μετά από δεκαετίες απόλυτης επικράτησης του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και της αντίστοιχης προπαγάνδας, η κυρίαρχη τάξη, που έχει μόνιμα εγκαταστήσει πίσω από την πρόσοψη μιας ψευδώς ισότιμης δημοκρατίας την εξουσία των καπιταλιστικών συμφερόντων, δεκαετία την δεκαετία αποκαλύπτει όλο και πιο αποθρασυσμένα τις περιφρονητικές της παρεμβάσεις στον κόσμο της εργασίας.
Μετά από δεκαετίες απόλυτης επικράτησης του καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και της αντίστοιχης προπαγάνδας, η κυρίαρχη τάξη, που έχει μόνιμα εγκαταστήσει πίσω από την πρόσοψη μιας ψευδώς ισότιμης δημοκρατίας την εξουσία των καπιταλιστικών συμφερόντων, δεκαετία την δεκαετία αποκαλύπτει όλο και πιο αποθρασυσμένα τις περιφρονητικές της παρεμβάσεις στον κόσμο της εργασίας.
Από το πολιτικό προσωπικό της αντιμετωπίζεται το ζήτημα της εργασίας και των εργαζομένων μόνο για να καταγγελθεί ο υπερβολικά προστατευτικός χαρακτήρας του εργατικού κώδικα ή η αντίσταση ορισμένων …συμπεριφορών των εργαζομένων που δεν επιτρέπουν την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς. Αξιοθρήνητο εγχώριο παράδειγμα ο υπουργός Υγείας Α. Γεωργιάδης που χαρακτηρίζει «συμμορία της μιζέριας» τους εργαζόμενους στο ΕΣΥ που διαμαρτύρονται για την κατάρρευσή του. Ανεύθυνοι, παρασιτικοί, οπισθοδρομικοί είναι κάποιοι από τους χαρακτηρισμούς που ζωγραφίζουν την εικόνα των εργαζομένων. Τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, σχεδόν καθολικά, δεν δίνουν άλλη ορατότητα στον εργαζόμενο εκτός από μια καρικατούρα του και του επιτρέπουν να παραπονιέται για 30 δευτερόλεπτα σε ένα ρεπορτάζ ειδήσεων. Ολοένα επιβάλλονται νέες διαιρέσεις στον εργαζόμενο κόσμο με κατηγοριοποιήσεις με όρους αντίθεσης, όπως εργαζόμενοι και άνεργοι, εγχώριοι και μετανάστες που διαλύουν την εργατική τάξη. Οι κυρίαρχες πολιτικές έχουν στραφεί προς το άτομο, για να προωθήσουν και ιδεολογικά τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης με βάση την ατομική αξία και πληθαίνοντας τις διαιρέσεις των εργαζομένων με κριτήρια το φύλο, τη φυλή, τον εργοδότη, την αξία κλπ.
Οι εργαζόμενοι δεν θα πρέπει να νιώθουν ότι είναι ένα ενιαίο σύνολο και το σύμβολο του εργάτη που παράγει κάτι συγκεκριμένο, για κάποιο σκοπό, αντικαταστάθηκε από εργαζόμενους διασκορπισμένους, χωρίς τόπο ή χώρο, χωρίς σκοπό, που παράγουν μόνο κέρδος. Το παλιό αίσθημα του εργαζόμενου ότι ήταν χρήσιμος στην κοινωνία μέσω της συμβολής του στην αλυσίδα παραγωγής, αυτή η υπερηφάνεια ότι συμμετέχει κι εξαρτάται απ’ αυτόν η παραγωγή των προϊόντων δεν υπάρχει πια. Η σύγχρονη εργατική τάξη χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία μισθών, αλλά και από μεγάλη ετερογένεια εμπειριών και αγώνων.
Επειδή η παραδοσιακή αντίληψη για τον εργάτη είναι εστιασμένη στους βιομηχανικούς εργάτες, η κατανόηση των νέων μορφών εργασίας είναι προϋπόθεση για να αντιληφθούμε την ποικιλομορφία της σύγχρονης εργατικής τάξης, που δεν φορά απαραίτητα την εργοστασιακή φόρμα και δεν έχει μουτζουρωμένα χέρια. Συνεπώς, οι δεσμοί ενότητας μέσα σε αυτή την εργατική τάξη είναι δύσκολο να συλληφθούν πραγματικά μπροστά σε αυτό το πλήθος πραγματικοτήτων που συνυπάρχουν ή συγκρούονται, που το κάνει πιο δύσκολο το γεγονός ότι τα όρια μεταξύ των εργατών και των υπαλλήλων και αυτοαπασχολουμένων είναι συχνά πορώδη και ασταθή. Επιπλέον, οι διαδικασίες που είναι εγγενείς στην παγκοσμιοποίηση οδήγησαν σε κινήσεις μετεγκατάστασης και, επομένως, σε μια μαζική αποβιομηχάνιση τις μητροπόλεις του καπιταλισμού που καθοδηγούνται όλο και περισσότερο από την κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Κι έτσι μοιάζει δύσκολο ν’ αναγνωρίσουμε μια ομοιότητα συνθηκών, μια κοινή μοίρα που τρέφεται από ένα κοινό αίσθημα ότι οι εργαζόμενοι ανήκουν σε κάτι ενιαίο, στην εργατική τάξη. Πολλοί θεωρούν την λέξη εργάτης ως προσβολή, γι’ αυτό έχουν επινοηθεί όλοι αυτοί οι αγγλόφωνοι, κενοί περιεχομένου, χαρακτηρισμοί θέσεων εργασίας, ενώ ένας σημαντικός αριθμός που εργάζεται σε μικρές επιχειρήσεις ταυτίζεται με τους εργοδοτικούς προβληματισμούς. Κι όλο αυτό συντελεί σε απώλεια της αίσθησης κοινής δράσης στον κόσμο της εργασίας κι επομένως σε αποδιοργάνωση των αντιπροσωπευτικών οργάνων των εργατών.
Η υποτίμηση της εργασίας των εργατών, η αποδυνάμωση της συλλογικής αντίστασης, η κρίση της συνδικαλιστικής και πολιτικής μαχητικότητας, η άνοδος των ρατσιστικών εντάσεων σε ένα πλαίσιο μαζικής ανεργίας και αυξανόμενης επισφάλειας, φαίνεται ότι αλλάζει την πραγματικότητα της εργατικής τάξης. Πολλοί εργάτες σήμερα απομακρύνονται από τους παλιούς τρόπους συμπεριφοράς και από ορισμένες μορφές κοινωνικότητας κοινές της εργατικής τάξης, προσπαθώντας να αποστασιοποιηθούν από ό,τι τους εντάσσει στην εργατική τάξη. Το ευρέως διαδεδομένο αίτημα που αξιώνει την κατανομή πόρων και την κοινωνική ανέλιξη με βάση την ατομική αξία οδηγεί σε κοινωνικές πρακτικές και δραστηριότητες που παλιότερα προορίζονταν για άλλες τάξεις. Αυτή όμως η αυξανόμενη επιρροή του αξιοκρατικού μοντέλου είναι λιγότερο απόδειξη της βελτίωσης της θέσης τους και περισσότερο έκφραση της άρνησής τους να υιοθετήσουν μια καθαρά εργατική ταυτότητα, σφυρηλατημένη μέσα από μακροχρόνιους αγώνες, που τώρα όμως υποτιμάται, προκειμένου να επιβληθεί μια πιο συνάδουσα με την κυρίαρχη τάξη εικόνα τους.
Τις τελευταίες δεκαετίες, με τις αλλαγές των εργασιακών σχέσεων, και μέσα από ανελέητη προπαγάνδα, έχοντας εσωτερικεύσει τον μύθο του ατόμου που ανελίσσεται κοινωνικά με τις δικές του προσπάθειες, μεγάλη πλειοψηφία εργαζομένων θυσιάζει πολύ συχνά την ταξική αλληλεγγύη στην απατηλή ελπίδα της ατομικής επιτυχίας και αποδέχεται την αποτυχία της ανέλιξής της ως συνέπεια της κρίσης για την έλλειψη φιλοδοξίας ή ευφυΐας. Η αξιολόγηση έχει καθιερωθεί ως μοντέλο για την αιτιολόγηση αποφάσεων, καθοδηγεί τη συμπεριφορά εργοδοτών και γίνεται εργαλείο για τη διαχείριση των εργαζομένων, εκμαιεύοντας τη συναίνεσή τους. Ο μύθος της αξιοκρατικής κοινωνίας στην οποία οι ικανότεροι και αφοσιωμένοι άνθρωποι μπορούν να επιτύχουν την επίτευξη των πλέον επιθυμητών, υπεύθυνων και καλώς επιβραβευμένων θέσεων εργασίας θέλει να πείσει για τα υψηλά ποσοστά κοινωνικής κινητικότητας και να αποσυνδέσει οποιαδήποτε συσχέτιση μεταξύ της ταξικής προέλευσης και του προορισμού. Η αξιοκρατία, ένα ελκυστικό και επιφανειακό ιδεώδες, χρησιμοποιείται από τους καπιταλιστές για να συγκαλύψει τις ανισότητες της ταξικής κοινωνίας. Γι’ αυτό και ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης ανοίγοντας τη συζήτηση για άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων με αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος, την αιτιολόγησε συνδέοντας την αξιοκρατία με την απόδοση στο Δημόσιο και την καλή λειτουργία του.
Επιπλέον, κοντά στ’ άλλα, η αξιολόγηση απόδοσης στους χώρους εργασίας και η προώθηση προσωπικών φιλοδοξιών μπορεί να συμβάλλει στην απώλεια της υπερηφάνειας της εργατικής τάξης, με πολλούς τρόπους. Προτάσσοντας δείκτες που ευνοούν εταιρικά συμφέροντα ή ιεραρχώντας επαγγέλματα μειώνεται η εκτίμηση για επαγγέλματα που κάποτε αποτελούσαν τον πυρήνα της ταυτότητας της εργατικής τάξης. Δίνοντας προτεραιότητα σε μετρήσεις όπως παραγωγικότητα ή καινοτομία υποτιμούνται άλλες δεξιότητες, όπως τεχνικές, παραδοσιακές της εργατικής τάξης. Συνδέοντας την αξιολόγηση με την αξιοκρατία ταυτίζεται ουσιαστικά η παραμονή σε εργατικές θέσεις με αποτυχία ανόδου στην κοινωνική κλίμακα. Εστιάζοντας επομένως η αξιολόγηση στην ατομική απόδοση χρησιμοποιείται στην πραγματικότητα σαν μέσο διάρρηξης της αλληλεγγύης, αυξάνοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων.
Κι έτσι φαίνεται μεγάλο μέρος της εργατικής τάξης, σε καινούργιες μορφές εργασίας, να βαυκαλίζεται με την ελπίδα της κοινωνικής ανέλιξης και της προσωρινότητας της θέσης εργασίας που απαξιώνεται από την κυρίαρχη ιδεολογία, για να μην είναι αυτονόητη η οργάνωσή της σε συνδικάτα ούτε η ταξική της συνειδητοποίηση. Η οποία κυρίαρχη ιδεολογία με όλες τις φωνές της θέλει να αποσυνδέσει τη νέα εργατική τάξη από την κληρονομιά εκείνης της γενιάς εργατών που ήταν οργανωμένοι σε συνδικάτα, ήταν πολιτικά συγκροτημένοι και είχαν σφυρηλατήσει το φρόνημά τους στους κοινωνικούς αγώνες. Η αναδρομική βέβαια και εν πολλοίς αναχρονιστική ψευδαίσθηση μιας χρυσής εποχής των εργατών εξωραΐζει την πραγματικότητα του εργάτη που ήταν πάντα σε μια κατάσταση που υπέφερε, σε μια κατάσταση υποκείμενη στην αναγκαιότητα. Γιατί αν τώρα φαίνεται οι εργάτες σταδιακά να στερούνται τα όργανα του αγώνα τους, όμως και παλιότερα, για να έχουν στη διάθεσή τους ένα συσσωρευμένο πολιτικό κεφάλαιο, χρειάστηκαν το κόμμα της εργατικής τάξης και τα συνδικάτα ν’ αγωνιστούν και να ματώσουν για δεκαετίες. Τα ταξικά συνδικάτα και το κόμμα της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό, έχουν αναλάβει το βάρος της οικοδόμησης της ταξικής συνείδησης, της συμμετοχής των εργαζομένων σε κοινές αξίες, της εκπροσώπησης των εργατικών αιτημάτων σε εργοδότες και αστικό κράτος.
Μέσα από το Κομμουνιστικό Κόμμα και τα ταξικά σωματεία, η σύγχρονη εργατική τάξη των διανομέων ή των αμέτρητων εποχικών υπαλλήλων κληρονομεί την υπερηφάνεια του να είναι κανείς εργάτης, τη συλλογική ελπίδα, ένα σύνολο πολιτιστικών πόρων, οργανώσεις όπου αναφέρεται με περηφάνια η λέξη εργάτης, την ταξική συνειδητοποίηση. Για να συνεχιστεί στις νέες συνθήκες η παράδοση του βαθιά πολιτικοποιημένου κόσμου της εργασίας, που χτισμένος μέσα από αγώνες καθιστά δυνατή τη διατήρηση και την επιβεβαίωση ενός αυτοσεβασμού και μιας υπερηφάνειας στον εργατικό κόσμο. Έτσι θα γίνει δυνατή η συλλογική υπεράσπιση της τάξης, περιορίζοντας την οικονομική και πολιτιστική κυριαρχία της αστικής τάξης, η υποστήριξη της ταξικής ταυτότητάς τους που δίνει στους εργάτες όπλα για να αντιμετωπίσουν την περιφρόνηση που οι πιο προνομιούχες κοινωνικές ομάδες τους δείχνουν πάντα. Ώστε να διατηρείται ορατή η αντίθεση του κόσμου των άλλων, των εκμεταλλευτών του εργατικού κόσμου, και του κόσμου της εργατικής τάξης, χωρίς ψευδεπίγραφες προσδοκίες για ίσες ευκαιρίες στην κοινωνική κινητικότητα. Για να γίνει η εργατική τάξη, όντας η πιο εκμεταλλευόμενη, η πιο αποξενωμένη, ιστορικός παράγοντας του ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Εικόνα: Έργο του Βάλια Σεμερτζίδη