Έχουμε τόσα πολλά και ωραία να χάσουμε; – Vulnerant omnes, ultima necat

Δε θα μας σώσει κανένας ηγέτης και καμιά έτοιμη λύση. Όσο οι ίδιοι φοβόμαστε τον εαυτό μας και τους γύρω μας, τόσο θα υπάρχουν άτομα που θα εισπράττουν από τον φόβο μας. Όσο δεν εμπιστευόμαστε τη δυναμική των εαυτών μας και των μαζών, τόσο θα εμπιστεύεται και ο εαυτός μας και οι μάζες τα λάθος πρόσωπα και τις λάθος πολιτικές.

Κάποτε σ’ είδα στο πέρασμα του αιώνιου κόμβου, στο καιρό του τρόμου και τ’ αλλόκοτου φόβου, να διπλώνεσαι, ν’ ανησυχείς και να τρομάζεις, και πριν καλάρουν οι μέρες το σκασμό να βγάζεις.

Οι ιστορίες χτίζουν την ανθρωπότητα, μικρές σταγόνες στον ωκεανό. Υπάρχουν όμως διαφορετικές ιστορίες: οι ιστορίες των από πάνω και οι ιστορίες των από κάτω. Οι πρώτες γίνονται συνήθως έθνη, κράτη, βασίλεια, επίσημα βιβλία. Οι δεύτερες συνήθως περνούν στο επίπεδο του μύθου, της παράδοσης, του παραμυθιού, της παρανομίας πολλές φορές, χάνονται και μας κρυφοκοιτάζουν κάπου από το περιθώριο. Μια παροιμία από κάποια ιστορία αναφέρει ένα αίνιγμα: vulnerant omnes, ultima necat, τουτέστιν όλες πληγώνουν, η τελευταία σκοτώνει. Το αίνιγμα αναφέρεται στις ώρες. Θα  μπορούσε να ήταν όμως και πολλά άλλα: οι ιστορίες, οι επιλογές, οι μη επιλογές. Και συνήθως για κάποιο περίεργο λόγο οι ώρες και οι ιστορίες που είναι πιο απειλητικές είναι αυτές που γίνονται το βράδυ. Γνωστή είναι και η μόνιμη ατάκα των χρυσαυγιτών ότι οι καλύτερες δουλειές γίνονται νύχτα. Αλλά δεν είναι μόνο οι χρυσαυγίτες. Τις προηγούμενες μέρες βράδυ πέρασε πάλι μια ρύθμιση από την κυβέρνηση που επαναφέρει ένα ανενεργό νομοσχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ για το πώς θα εξετάζονται οι ιατρικές ειδικότητες.

Στην παρούσα ιστορία όμως δε θα μας απασχολήσει το τι λέει αυτό το νομοσχέδιο και γιατί επανέρχεται τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, εν μέσω πανδημίας. Θα μας απασχολήσει όμως το γιατί επανήλθε με αυτό τον τρόπο, ως αφορμή για σκέψη. Γιατί όχι, θα μπορούσε να πει κάποιος. Και όντως δεν είναι φυσικά παράνομο. Και φυσικά είχαν κάθε δικαίωμα να το κάνουν. Το πολιτικό σύστημα που επικρατεί δίνει κάθε δικαίωμα στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία να νομοθετεί χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τη γνώμη των πολιτών που αφορά η νομοθεσία. Αυτοί έχουν ερωτηθεί μια φορά, περίπου κάθε τέσσερα χρόνια. Άλλοθι; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Το ζήτημα είναι ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι μόνο η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται για την όποια γνώμη των ειδικευόμενων γιατρών, αλλά ότι βασικά δεν ήθελε καν να προλάβουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι να μάθουν ότι έρχεται μια αλλαγή που τους αφορά. Όμως αυτό αφορά την πλευρά της κυβέρνησης. Μιας κυβέρνησης η οποία έχει κάνει ξεκάθαρο πως ακόμα και μέσα στην πανδημία έχει κάθε πρόθεση να υποβαθμίσει το σύνολο των δομών υγείας, ώστε να της παραδώσει στον ιδιωτικό τομέα. Και μαζί με αυτές ετοιμάζεται να παραδώσει και τους ειδικευόμενους.

Πού μπορεί να καταλήξει αυτό; Δε θέλει αρκετή φαντασία. Αρκεί να δει κάποιος το τι έχει γίνει στον κλάδο των δικηγόρων, κυρίως των νέων. Από μια κατάσταση μαθητείας / εργασίας (ασκούμενοι) με όλο και λιγότερες απολαβές έφτασαν σε μια κατάσταση μαθητείας / απλήρωτης εργασίας με μηδενικές απολαβές. Και μέσα σε όλα η πρωτοποριακή έμπνευση για την εφεύρεση του συνεργαζόμενου επαγγελματία, στην πράξη υπάλληλου χωρίς δικαιώματα και με απολαβές ανά κομμάτι, πολύ κατώτερες από την πραγματική εργασία. Και τώρα σκεφτείτε τι ακριβώς έγινε κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Σιγά-σιγά εργαζόμενοι γιατροί από τις δημόσιες δομές υγείας μετακινούνται σε ιδιωτικές με όρους επίταξης, εισάγεται η πληρωμή με μπλοκάκι και οι πολύ περιορισμένου χρόνου συμβάσεις εργασίας. Και σιγά σιγά θα δρομολογηθεί και η ιδιωτικοποίηση των ειδικοτήτων. Η κατάληξη αναφέρθηκε πριν. Και πάλι όμως αυτή είναι η σκοπιά της κυβέρνησης. Το ερώτημα είναι ποια είναι η σκοπιά των άμεσα ενδιαφερομένων, των ειδικευόμενων δηλαδή.

Σίγουρα όποιος και όποια έχει ζήσει στον χώρο αυτό και έχει συναναστραφεί με εργαζόμενο και δη ειδικευόμενο, γνωρίζει ότι υπάρχει περίσσευμα γκρίνιας, στενοχώριας και δακρύων. Και απογοήτευσης. Κάτι αντίστοιχο ενδεχομένως θα υπάρξει και τώρα: νεύρα δίπλα στα ωράρια χωρίς ρεπό, στη λάντζα, στην ένταση, στην απώλεια του προσωπικού χρόνου. Όμως η γκρίνια, τα νεύρα, η ένταση, όσο θεμιτά και λογικά συναισθήματα και αν είναι, έχουν ένα κακό: δεν αλλάζουν τίποτα, όπως και δεν άλλαξαν τόσα χρόνια, ούτε τα ρεπό έδωσαν (αν και νομικά προβλέπονται), ούτε αλλαγή στους μισθούς έφεραν, ούτε θέσεις άνοιξαν. Άρα το πραγματικό ερώτημα παραμένει. Τι γίνεται τελικά από την πλευρά των ειδικευόμενων, και όχι μόνο. Τι γίνεται από την πλευρά των μηχανικών, των δικηγόρων, των δασκάλων, των ανέργων, των αγροτών. Γιατί ας είμαστε ειλικρινείς, από το 2008 και μετά είναι ξεκάθαρο πως τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Και είναι επίσης ξεκάθαρο ότι κανείς από αυτές τις κατηγορίες δεν έκανε κάτι για να το ανατρέψει. Άδικο; Όχι και τόσο. Μπορεί να συμμετείχαν σε εγχειρήματα αλληλεγγύης, μπορεί να στήριξαν τον εαυτό τους και τους φίλους τους, μπορεί να ψήφισαν ένα ΟΧΙ, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν αποτελεί προσπάθεια ανατροπής.

Έτσι σκηνοθετούν το σήμερα άκριτοι κοσμοκράτορες βαρέθηκα τα έγκυρα είναι όλοι προβοκάτορες που πιάνονται απ’ το φόβο σου και φτιάχνουν ιστορίες κι ενάντια στους άπιστους στήνουν σταυροφορίες από χορτασμένους με το ίδιο ήθος και παράστημα που θα εξοντώνουν, όσα τους μοιάζουν άσχημα έτσι κι εγώ αφού σκιάζεσαι ξανά σε φτύνω ψάχνω λοιπόν ότι φοβάσαι για να γίνω

Και τι είναι η ανατροπή; Κάποτε στις πορείες είχαμε λήξει ότι δεν είναι εκπομπή. Και τι είναι; Είναι πρόγραμμα; Σίγουρα το πρόγραμμα ρήξης είναι κάτι που μετράει: ποιες είναι οι βασικές του αρχές, ποιοι είναι οι άξονες δράσεις του, ποιοι είναι οι στόχοι του, σε ποιους και ποιες απευθύνεται. Και μιας και μιλάμε για αριστερά, η αριστερά από την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης (από όπου και άρχισε να χρησιμοποιείται το όνομα αριστερά) έχει ένα συγκεκριμένο στόχο: την ανατροπή κάθε καθεστώτος καταπίεσης και την άρση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Κάποιοι αυτό το ονόμασαν κομμουνισμό. Αλλά δεν έχει σημασία και τόσο το όνομα. Η αλήθεια είναι πως βασικά με το όνομα ξεκινάει και ένα μπέρδεμα: ένα (μεγάλο κομμάτι είναι η αλήθεια) της αριστεράς θεωρεί πως το όνομα είναι επαρκές για να σε εμπιστευθεί ο κόσμος. Και μάλιστα όσους περισσότερους επιθετικούς προσδιορισμούς βάλεις πριν το αριστερά τόσο περισσότερο πειστικός θα είσαι. Και φυσικά όλος αυτός ο συλλογισμός είναι λάθος. Και εδώ έρχεται το θέμα του τι ακριβώς έχει η αριστερά να πει, το οποίο αποτελεί και το πρόγραμμα. Εδώ έρχεται άλλη μια σύγχυση. Άλλο πρόγραμμα, άλλο στόχοι δράσεις. Οι στόχοι δράσης μπορεί να είναι και απλώς αμυντικοί, να επικεντρώνονται δηλαδή στο να εμποδίζουν την ψήφιση ή εφαρμογή συγκεκριμένων νομοσχεδίων. Σίγουρα και αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι, αλλά εξίσου σίγουρα αυτό δεν αποτελεί πρόγραμμα. Το πρόγραμμα ουσιαστικά συγκροτείται από τα στοιχεία εκείνα με τα οποία θα αντικατασταθούν οι πολιτικές τις οποίες η αριστερά θέλει να ανατρέψει. Αυτό ουσιαστικά περιλαμβάνει τα οράματα για όλα τα ζητήματα, από την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό, τη δικαιοσύνη, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τα δικαιώματα. Αλλά και από μόνο του όλο αυτό μπορεί να γίνει πεδίο βολονταρισμού ή γενικόλογων διατυπώσεων, κάτι το οποίο οδηγεί στο ερώτημα του τι κάνει ένα πρόγραμμα ρεαλιστικό. Είναι η κοστολόγησή του; Αν βγαίνουν δηλαδή τα λεφτά; Αν ήταν μόνο αυτό όμως γιατί δεν υπάρχει έστω και ένα κυβερνητικό πρόγραμμα (τα οποία είναι όντως όλα κοστολογημένα αναλυτικά) το οποίο να έχει εφαρμοστεί;

Και κάπου εδώ έρχεται και το πλαίσιο εφαρμογής ενός προγράμματος, μαζί με το ζήτημα του σε ποιους απευθύνεται. Γιατί για να είναι ρεαλιστικό ένα πρόγραμμα, δε μπορεί να απευθύνεται σε όλους, κάποιοι θα κερδίζουν και κάποιοι θα χάνουν. Ακριβώς επειδή οι οικονομικές δυνατότητες είναι πεπερασμένες, χρειάζεται ιεράρχηση, το οποίο σημαίνει επιλογή. Το παλιό κλασσικό με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις δηλαδή. Μπορεί λοιπόν ένα πρόγραμμα του οποίου η κοστολόγηση είναι με βάση τις ανάγκες της πλειοψηφίας να είναι υλοποιήσιμο εντός μιας αντιδραστικής ένωσης όπως για παράδειγμα η Ευρωπαϊκή Ένωση; Είναι υλοποιήσιμο χωρίς να θίγει τα συμφέροντα των πολυεθνικών και του μεγάλου κεφαλαίου, τα οποία εκπροσωπεί και η ΕΕ; Μια εύκολη απάντηση είναι όχι. Και επειδή ακριβώς είναι μια εύκολη απάντηση, δεν είναι και κάτι που έχουν σκεφτεί λίγοι. Υπάρχει άραγε και άλλο πρόγραμμα, πρόγραμμα διεξόδου και μετάβασης; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Όπως επίσης δεν υπάρχει και ακριβώς πρόγραμμα για την εξέλιξη μιας επαναστατικής ή εξεγερσιακής διαδικασίας. Γιατί όμως; Είναι γιατί δε χρειάζεται; Μάλλον όχι, καθώς μια συγκροτημένη πρόταση όχι μόνο για το γιατί, αλλά και για το πώς θα γίνουν όλα αυτά, θα μπορούσε να είναι πολύ πιο πειστική. Μια πάλι απλή απάντηση, είναι γιατί κανείς δεν το ζητάει αυτή τη χρονική στιγμή.

Έτσι επανερχόμαστε στην αρχή του άρθρου. Εφόσον οι ειδικευόμενοι για παράδειγμα δεν κάνουν μια ξεκάθαρη κίνηση ενάντια σε ένα νομοσχέδιο, τότε πώς ακριβώς και γιατί να ψάξουν για ένα διαφορετικού τύπου πρόγραμμα; Και ποια είναι η θέση της αριστεράς; Να τους πει τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν; Μήπως αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν από μόνοι τους; Ή μήπως η αριστερά που ψάχνει να προτείνει είτε σωτήρες, είτε ινστρούκτορες δεν έχει καμία ελπίδα να δημιουργήσει ένα μαζικό κοινωνικό ρεύμα; Γατί πολύ απλά δεν εμπιστεύεται τον κόσμο στον οποίο απευθύνεται, ότι μπορεί να κάνει και καμία φορά σωστές επιλογές από μόνος του. Βέβαια ένα άλλο ερώτημα είναι αν το πιστεύουν καλά καλά οι ίδιοι αυτό. Και πιθανότητα, εκτός από μια μικρή μερίδα, δεν το πιστεύουν. Γιατί παρά τους αγώνες που έχουν δώσει, παρά το ανάστημα που επέδειξαν σε μια καταστροφική και μαύρη δεκαετία, παρά την κατάρτισή τους, δεν έχουν καταφέρει να πιστέψουν στις πραγματικές δυνατότητες του εαυτού τους. Βασικά έχουν καταφέρει να φοβούνται τόσο τον πραγματικό εαυτό τους, ώστε να προσπαθούν να βρουν έναν επίδοξο ηγέτη ή κόμμα να του αναθέσουν τη λύση των προβλημάτων τους. Φυσικά όμως έτσι δε γίνεται δουλίτσα. Μπορεί να βγαίνουν τόνοι φυλλαδίων, μπορεί να βγαίνουν άπειρες ομιλίες, μπορεί να ξεχειλίζει η αυταρέσκεια του κάθε αριστερού, αλλά ο κόσμος όσο φοβάται τον εαυτό του, θα μένει άπραγος και τα προγράμματα κενά γράμματα.

Ευθύνονται μόνο οι πολίτες για αυτό; Σίγουρα όχι. Ευθύνεται και η αριστερά, κυρίως οι πιο κυβερνητικές και οι πιο αριστερίστικες εκφράσεις της, που δε μπορούν να εμπιστευθούν τον κόσμο ή ακόμα χειρότερα να προσπαθούν εκτός από το να τα λένε, να τα κάνουν. Μα μπορούν όμως όλα αυτά να γίνουν στον καπιταλισμό; Ένα σύστημα βέβαια δεν εμφανίζεται ξαφνικά όταν καταρρέει το προηγούμενο. Η καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας δεν εμφανίστηκε με τη λήξη της Γαλλικής Επανάστασης, είχε ήδη γίνει ηγεμονική ως τρόπος σκέψης και πράξης από πριν, και για αυτό βασικά νίκησε. Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να ελπίζουμε σε νησίδες σοσιαλισμού στο σήμερα; Όχι, καθώς γύρω γύρω Σάββατο, στη μέση Κυριακή δεν υπάρχει. Αυτό όμως δε σημαίνει πως δεν μπορούν να υπάρχουν υποδείγματα και εστίες που θα αμφισβητούν τον κυρίαρχο τρόπο σκέψης στο σήμερα. Με πιο απλά λόγια είναι ζωτικής σημασίας όσοι και όσες δεν καλύπτονται από τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας, να οργανώνονται για να δημιουργούν ένα άλλο, σε σωματεία, σε επιτροπές αγώνα, σε δίκτυα αλληλεγγύης, σε πολιτιστικούς συλλόγους. Και εκεί όσοι και όσες αριστεροί και αριστερές μπορούν να πείθουν ότι όντως είναι κάτι διαφορετικό. Και αντίστοιχα όλα αυτά δε μπορούν να γίνουν ούτε κάτω από μια γερασμένη συνδικαλιστική γραφειοκρατεία όπως αυτή της ΓΣΕΕ, ούτε μόνο μέσα από τον πατερναλισμό πλατφόρμων.

Εν κατακλείδι όσο η κυβέρνηση κινείται νύχτα και τη μέρα δεν κινείται κανείς από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, τόσο δε θα αλλάζει τίποτα, τόσο η κοινωνία θα καταρρέει. Και από αυτό δε θα μας σώσει κανένας ηγέτης και καμιά έτοιμη λύση. Όσο οι ίδιοι φοβόμαστε τον εαυτό μας και τους γύρω μας, τόσο θα υπάρχουν άτομα που θα εισπράττουν από τον φόβο μας. Όσο δεν εμπιστευόμαστε τη δυναμική των εαυτών μας και των μαζών, τόσο θα εμπιστεύεται και ο εαυτός μας και οι μάζες τα λάθος πρόσωπα και τις λάθος πολιτικές. Εκτός από τις ώρες λοιπόν, σκοτώνουν και οι τελευταίες επιλογές, οι τελευταίες ψήφοι, οι τελευταίες εξεγέρσεις. Το ζήτημα είναι ποιον θα σκοτώσουν: τον εαυτό μας και τη δημιουργικότητά μας ή τους από πάνω και την καταπίεση που ασκούν; Μπορούμε να περιμένουμε τον παράδεισο όπως τον εννοεί ο καθένας και να ζούμε μέσα σε μια κόλαση, ή μπορούμε να δημιουργήσουμε τη δυαδική μορφή εξουσίας που θα οικοδομεί τους όρους για την εξυπηρέτηση των αναγκών μας στο σήμερα; Ποιος ξέρει; Όλοι και όλες ενδεχομένως. Αρκεί να τολμήσουν να κάνουν κάτι για αυτό. Εξάλλου έχουμε τόσα πολλά και ωραία να χάσουμε;

Τι άλλο (Τι άλλο) φοβάσαι, πες μου, και θα γίνω (τι άλλο φοβάσαι, πες μου και θα γίνω) κι ας έχω (τα πιο ωραία εγώ να χάσω) τόσα πολλά κι ωραία να χάσω. (Έχω τόσα πολλά και ωραία… να ΧΑΣΩ;) Κι ούτε στιγμή (κι ούτε στιγμή σου λέω, ούτε στιγμή) μη ρωτάς τι θα απογίνω, (μη ρωτάς για μένα φοβισμένε, μη ρωτάς) μου φτάνει (αλήθεια… μου ΦΤΑΝΕΙ!) που δε γουστάρω να ησυχάσω (που είμαι εδώ και θέλω τη βολή σου να χαλάσω – πες μου, τι άλλο φοβάσαι!) Τι άλλο. (τι ΑΛΛΟ!) φοβάσαι πες μου (και θα γίνω), Πες μου τι άλλο φοβάσαι, Active Member

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: