Από τη μια …και από την άλλη

Με το ισχυρό παράδειγμα του Κ. Πελετίδη, δημάρχου της τρίτης μεγαλύτερης πόλης, φαίνονται στον ορίζοντα πιθανές και πραγματοποιήσιμες αλλαγές στον τρόπο άσκησης της πολιτικής στο περιορισμένο τοπικό επίπεδο, ακόμα και στα πλαίσια της καπιταλιστικής διαχείρισης. Ο Κ. Πελετίδης που κατά γενική παραδοχή εργάζεται για το συμφέρον του λαού της Πάτρας, είναι κομμουνιστής με συγκροτημένη πολιτική αντίληψη που εκπορεύεται από το ΚΚΕ.

Από τη μια, στα  Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, με ένα βίντεο του κομμουνιστή δημάρχου Κώστα Πελετίδη πληροφορούμαστε για το πώς ένα Ολυμπιακό Ακίνητο, όπως το Παμπελοποννησιακό στάδιο, έγινε ξανά λειτουργικό μετατρέποντάς το σε ένα από τα καλύτερα και μεγαλύτερα ανοιχτά κέντρα αθλητισμού στην Ελλάδα, με σωστή διαχείριση και αξιοποίηση των ολυμπιακών  εγκαταστάσεων, βάζοντας «στο κέντρο της προσοχής μας τις ανάγκες των ανθρώπων και των παιδιών μας». Και από την άλλη, το θέμα του ΟΑΚΑ με την πολιτική απόφαση της κυβέρνησης  για αναστολή λειτουργίας του κεντρικού σταδίου και του ποδηλατοδρομίου λόγω στατικής ανεπάρκειας των στεγάστρων Καλατράβα, με τα τραγελαφικά που πληροφορούμαστε, για απώλεια του εγχειριδίου για τη συντήρησή του, το χτίσιμό του με άδεια πέργκολας  ή τις  αποκαλύψεις για έλλειψη οποιασδήποτε συντήρησής του  κλπ. Κι αυτή η αντιπαράθεση προτεραιοτήτων και επιλογών, όπως αποτυπώνονται στις πολιτικές δράσεις γύρω από τα  δυο στάδια, συμπυκνώνει τις διαφορές ανάμεσα στους δυο κόσμους που για άλλη μια φορά, με τις αυτοδιοικητικές εκλογές, αναδεικνύονται.   

Το παράδειγμα του δήμαρχου της Πάτρας, Κ.Πελετίδη, δείχνει ότι σ’ ένα βαθμό μπορεί να γίνει και η τοπική αυτοδιοίκηση ένας  τομέας της δημόσιας ζωής όπου η κομμουνιστική αριστερά μπορεί να κριθεί και στα έργα της, φέρνοντας τη διαφορά. Αποδεικνύει ο Κ. Πελετίδης με το έργο του ότι και στον καπιταλισμό μπορεί να βελτιωθεί, σ’ ένα βαθμό, με οργανωμένη και συντονισμένη δράση που κινητοποιεί μάζες, η ποιότητα ζωής των λαϊκών στρωμάτων, όταν ξέρεις ποιος είναι ο αντίπαλος. Οι αντικειμενικές βέβαια δυνατότητες  σίγουρα  είναι περιορισμένες, στενότατες μάλιστα. Ισχνοί και σε μεγάλο ποσοστό δεσμευμένοι από ανελαστικές δαπάνες προϋπολογισμοί, εξάρτηση από χορηγήσεις κρατικές ή από πόρους που η κεντρική εξουσία έχει καθορίσει και η τοπική αυτοδιοίκηση θα πρέπει να εξασφαλίσει. Και συγχρόνως αποκαλύπτεται και το πραγματικό πρόσωπο της καπιταλιστικής διαχείρισης σε κάθε επίπεδο και τομέα, όταν ακόμα και για τα αυτονόητα για τη βελτίωση της ζωής των δημοτών χρειάζονται αγώνας και κινητοποιήσεις συνεχείς, γιατί πάντα σε ένα τέτοιο περιβάλλον κάθε λαϊκή κατάκτηση είναι εφήμερη χωρίς τη συνεχή υπεράσπισή της. Γι’ αυτό και είναι αποτέλεσμα αγώνα η διεύρυνση των περιθωρίων για να υπάρχουν πρωτοβουλίες που μπορεί να προωθούν τη διάδοση μιας άλλης αντίληψης για τη δημοτική διαχείριση, που να προτείνει, να μεθοδεύει και να πετυχαίνει  τη συμμετοχή των  πολιτών στην από κοινού  επεξεργασία  της τοπικής πολιτικής, που να  δείχνει συγκεκριμένους τρόπους για την εξυπηρέτηση του κοινωνικού συμφέροντος. 

Την κυρίαρχη εξουσία, όμως, αυτό που την ενδιαφέρει σχετικά με την τοπική αυτοδιοίκηση είναι η δημιουργία ισχυρών διοικητικά και επιχειρησιακά οργανισμών, αφού τα πάντα, και η τοπική αυτοδιοίκηση, αντιμετωπίζονται ως επιχειρήσεις με εστιασμό στην ανάλυση κόστους -οφέλους. Στη διάρκεια είκοσι χρόνων, από το 1997 ως το 2018, με τις  αυτοδιοικητικές μεταρρυθμίσεις με το πρόγραμμα «Καποδίστριας» το 1997, «Καλλικράτης» το 2010, «Κλεισθένης» το 2018, η πολιτική ηγεσία των διαφόρων κομμάτων εξουσίας διακήρυττε ότι επεδίωκε τη βελτιστοποίηση της δημόσιας διοίκησης στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης με αναγκαστικές συνενώσεις υπαρχόντων μικρών δήμων και κοινοτήτων σε μεγαλύτερους.  Η φιλοσοφία της νέας αρχιτεκτονικής της τοπικής αυτοδιοίκησης ήταν η δημιουργία λιγότερων, αλλά μεγαλύτερων δήμων, για να καταστούν οι δήμοι φορείς ανάπτυξης των τοπικών κοινωνιών και διοικητικά κέντρα. Κι έτσι περιορίζεται αρκετά ο αντικειμενικός παράγοντας της προσωπικής σχέσης,  όπως και η δυνατότητα να έχει λόγο ο ίδιος ο πολίτης να αποφασίζει για θέματα του οικείου ζωτικού του χώρου. Η πορεία των νόμων της αυτοδιοίκησης δίνει την εντύπωση πως είναι μια εξελικτική και δυναμική διαδικασία για μεγαλύτερη αποκέντρωση αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση. Αυτή  η μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από την κεντρική διοίκηση προς την τοπική αυτοδιοίκηση, χωρίς αντίστοιχη πρόσθετη χρηματοδότηση από το κράτος στους ΟΤΑ,  δεν γίνεται τόσο για να έρχονται οι πολίτες σε αμεσότερη επαφή με την κρατική διοίκηση μέσω της αυτοδιοίκησης και  για να ελέγχουν τις κατανομές των πόρων,  όσο για να συγχέονται οι αρμοδιότητες και να επιμερίζονται οι ευθύνες. Το είδαμε στις πλημμύρες στο Θεσσαλικό κάμπο, όπου ο ρόλος του περιφερειάρχη Κ. Αγοραστού φαίνεται να είναι να απορροφήσει όλη την οργή των κατοίκων μένοντας στο απυρόβλητο ο ίδιος ο πρωθυπουργός,  ο οποίος, ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες,  κατανέμει κονδύλια και αρμοδιότητες, όπως έκανε με τα αντιπλημμυρικά έργα  που ανακοίνωσε ότι θα τα αναλάβει ένας ανεξάρτητος φορέας διαχείρισης υδάτων. 

Κι αν πολλοί υποψήφιοι θέλουν να διακηρύσσουν την ανεξαρτησία τους από τα κόμματα, προβάλλοντας μια υποκριτική απολιτικότητα, αυτό δεν σημαίνει και ότι  αληθεύει και ότι στην πραγματικότητα δεν εξουσιοδοτούνται από το καπιταλιστικό κράτος ν’ ασκήσουν τον έλεγχο του σε τοπικό επίπεδο. Περιφερειάρχες και δήμαρχοι είτε έχουν πάρει ρητά το χρίσμα του υποψήφιου από τα αστικά κόμματα είτε όχι, στην πράξη προωθούν πολιτικές επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας, αφού εξάλλου περιφέρειες και δήμοι λειτουργούν στο πλαίσιο της κρατικής πολιτικής.

Με το ισχυρό παράδειγμα όμως του Κ. Πελετίδη, δημάρχου της τρίτης μεγαλύτερης πόλης, φαίνονται στον ορίζοντα πιθανές και πραγματοποιήσιμες αλλαγές στον τρόπο άσκησης της πολιτικής στο περιορισμένο  τοπικό επίπεδο, ακόμα και στα πλαίσια της καπιταλιστικής διαχείρισης. Ο Κ. Πελετίδης που κατά γενική παραδοχή θεωρείται ένας δήμαρχος που εργάζεται για το συμφέρον του λαού της Πάτρας, είναι κομμουνιστής με συγκροτημένη πολιτική αντίληψη που εκπορεύεται από το ΚΚΕ. Τα χαρακτηριστικά της δράσης του είναι  και χαρακτηριστικά κομμουνιστικής συμπεριφοράς. Έτσι,  η αφοσίωση στην υπόθεση της εργατικής τάξης είναι η αδιαπραγμάτευτη σταθερά στην πολιτική του δραστηριότητα, ενώ η κατοχή αξιώματος δεν μετασχηματίζεται σε νομή του κρατικού μηχανισμού προς ίδιον όφελος ούτε αυτονόμηση από τις κοινωνικές δυνάμεις που τον στηρίζουν, αποτελώντας παράδειγμα συνέπειας κομμουνιστικού λόγου και κυβερνητικής πράξης. Κι αν οι  πάλαι ποτέ ονομαζόμενοι αριστεροί και σοσιαλιστές στην Πάτρα συσπειρώνονται με τη δεξιά  εναντίον του ή ριζοσπάστες αντικαπιταλιστές τον εγκαλούν για αποδοχή αστικής στρατηγικής στη πόλη είναι γιατί θα πρέπει να δικαιωθεί η  ανυπαρξία εναλλακτικής λύσης που υποτάσσει έναν λαό στη μοίρα που του επιφυλάσσει η κυρίαρχη εξουσία ή το πολύ πολύ τον αναλώνει σε θεωρητικές συζητήσεις. Γιατί θα πρέπει να απαξιωθεί το ΚΚΕ, το οποίο δεν ζητά εκχώρηση του δικαιώματος εκπροσώπησης του λαού υποσχόμενο λύση των προβλημάτων του ερήμην του, αλλά αντίθετα τον καλεί σε οργάνωση και πάλη ενάντια στις αντιλαϊκές πολιτικές.  

Και γι’ αυτό και στις αυτοδιοικητικές εκλογές η υπερψήφιση των υποψηφίων στους κατά τόπους συνδυασμούς  της Λαϊκής Συσπείρωσης, που στηρίζεται από το ΚΚΕ, σημαίνει  μεγαλύτερα εμπόδια για να μην εφαρμόζεται και μέσα από τα τοπικά κρατικά όργανα πολιτική υπέρ των μεγαλοεπιχειρηματιών, σημαίνει προϋποθέσεις αγωνιστικής κινητοποίησης, σημαίνει   ενίσχυση της φωνής των λαϊκών στρωμάτων. 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: