Ερωτήματα για το 1821 – Ποια ήταν η στάση της Εκκλησίας έναντι της επανάστασης;

Η κατανόηση των αντιδράσεων της εκκλησιαστικής ηγεσίας, ιδιαίτερα δε του Πατριαρχείου, προϋποθέτει την υπογράμμιση του γεγονότος πως η ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτέλεσε βασικό συνομιλητή και πυλώνα της οθωμανικής εξουσίας

Η Εκκλησία, είτε σε θεσμικό επίπεδο, είτε σε επίπεδο προσώπων, τα οποία βρίσκονταν σε διαφορετικές ιεραρχικές σχέσεις από τον πατριάρχη ως τον απλό ιερέα, διαδραμάτισε αδιαμφισβήτητα κομβικό ρόλο τόσο στη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, όσο και κατά την προετοιμασία και εξέλιξη των επαναστατικών γεγονότων, ρόλο εξαιρετικά πολυσχιδή και αντιφατικό.

Η κατανόηση των αντιδράσεων της εκκλησιαστικής ηγεσίας, ιδιαίτερα δε του Πατριαρχείου, προϋποθέτει την υπογράμμιση του γεγονότος πως η ιεραρχία της Ορθόδοξης Εκκλησίας αποτέλεσε βασικό συνομιλητή και πυλώνα της οθωμανικής εξουσίας. Ήδη ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής, μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, σε μια επίδειξη realpolitik έσπευσε να αναγνωρίσει στον Πατριάρχη και συνολικά στην ορθόδοξη εκκλησία το θεσμικό ρόλο της εκπροσώπησης των ορθοδόξων της αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από εθνοτικές ή γλωσσικές διαφορές. Οι διάδοχοί του σουλτάνοι κράτησαν και με μικρές διαφοροποιήσεις ενίσχυσαν αυτή την προνομιακή, αν και ανισότιμη και ενίοτε επισφαλή θέση του Πατριαρχείου ως προς την κεντρική εξουσία, η οποία όμως ήταν αδιαμφισβήτητη προς τους ορθόδοξους ραγιάδες, που συχνά υφίσταντο από τους ομόδοξους “προστάτες” τους απομύζηση που δεν είχε να ζηλέψει σε τίποτε εκείνη των αλλόθρησκων αφεντάδων τους.

Είναι από την άλλη απαραίτητο να αναγνωρίσει κανείς ότι η εκκλησία συνέβαλε στη διατήρηση στοιχείων που θα μετέτρεπαν εθνοτικά χαρακτηριστικά σε πρώτη ύλη της εθνογενετικής διαδικασίας στους επόμενους αιώνες, όπως η ελληνική γλώσσα και γενικότερα η εκπαίδευση. Η τελευταία, ειδικά στους πρώτους αιώνες μετά την άλωση, ιδίως πριν τον 18ο, ήταν σχεδόν αποκλειστικά εκκλησιαστική υπόθεση, έστω και σε ένα απολύτως στοιχειώδες ως επί το πλείστον επίπεδο (τα λεγόμενα κολυβογράμματα), γεγονός που αποτέλεσε εξάλλου και τη βάση για το θρύλο του “κρυφού σχολειού”. Η εκπαίδευση αυτή ωστόσο ήταν αμιγώς θρησκευτικού χαρακτήρα, ενώ οι τάσεις εκκοσμίκευσης της παιδείας, όπως και η αναβίωση της σύνδεσης με την ελληνική αρχαιότητα, που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής ιδέας, έβρισκε σταθερά αντίθετη την εκκλησία. Είναι ενδεικτικό πως με εγκύκλιό του, ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’, καταφερόταν ενάντια στην “απροσφυή και ανάρμοστο”. Οπότε η όποια “εθνική” συμβολή της εκκλησίας, μπορούμε να πούμε ότι σε μεγάλο βαθμό έγινε ακούσια, αν όχι ενάντια στις εκπεφρασμένες θελήσεις της κεφαλής της.

Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, ιεράρχες πρωτοστάτησαν σε πρώιμες -αποτυχημένες- εξεγέρσεις κατά των Τούρκων, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Α’ μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571 και ο μητροπολίτης Τρίκκης Διονύσιος Φιλόσοφος (ή Σκυλόσοφος, όπως τον έλεγαν οι εχθροί του) στη Θεσσαλία το 1611. Κινήματα τα οποία δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν εθνικά, αποτελούν όμως, ιδιαίτερα στην περίπτωση του Διονυσίου, ένα δείγμα συντονισμού μεμονωμένων υψηλόβαθμων κληρικών – ο Τρίκκης καθαιρέθηκε από το Πατριαρχείο λόγω του ότι παρακρατούσε το χαράτσι και τα δοσίματα προς το σουλτάνο και το Φανάρι χάριν της εξέγερσης- με καταπιεσμένα αγροτικά στρώματα.

Όλα αυτά δεν αναιρούν ασφαλώς ότι η στην πλειονότητά της, η ηγεσία της εκκλησίας με προεξάρχον το Πατριαρχείο, ήταν κάθετα αρνητική σε οποιαδήποτε ριζοσπαστική ή γενικότερα εξεγερτική διάθεση των μαζών, που άρχισε να γίνεται πιο έντονη μετά τα Ορλοφικά του 1770, προσφεύγοντας συχνότατα στην ανώτατη ποινή που προβλεπόταν για τα ανυπάκουα μέλη του ποιμνίου, δηλαδή τον αφορισμό.

Αντίστοιχο ήταν το μένος και κατά του Διαφωτισμού και γενικότερα της κοσμικής παιδείας, παρόλο που – ή ίσως ακριβώς επειδή – η γοητεία τους δεν άφηνε ανέγγιχτο και τμήματα του μεσαίου και ανώτερου κλήρου. Σφοδρά πυρά συγκέντρωσε φυσικά και η Γαλλική Επανάσταση, με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμο, να διαπιστώνει τελεσίδικα πως “Αι περί ελευθερίας καιναί διδασκαλίαι ως απαδούσαι εις την θείαν γραφήν και την αποστολικήν διδασκαλίαν είνε άρα αξιομίσητοι”.

Υπό αυτό το πρίσμα, η αντίδραση της κορυφής της ορθόδοξης ιεραρχίας στα επαναστατικά γεγονότα του 1821 κινήθηκε στην πεπατημένη. Έτσι λοιπόν, ο Γρηγόριος Ε’, θα αφορίσει όχι, μία, αλλά δύο φορές τους επαναστάτες, αρχικά περιλαμβάνοντας τους ορθοδόξους της Ουγγαροβλαχίας, με κύριο αποδέκτη του αφορισμού βέβαια τον Υψηλάντη, και κατόπιν το σύνολο του ποιμνίου της αυτοκρατορίας. Η πρώτη εγκύκλιος κάνει λόγο για “αχαριστία (…) συνωδευμένη και με πνεύμα κακοποιόν και αποστατικόν εναντίον της κοινής ημών ευεργέτιδος και τροφού, κραταιάς και αηττήτου βασιλείας” που «εμφαίνει και τρόπον αντίθεον”. Ενώ οι εμπνευστές της Επανάστασης στηλιτεύονται ως “συμπράκτορες φιλελεύθεροι” που “επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστεγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας”. Στο επόμενο κείμενο, όλοι οι εμπλεκόμενοι στον ξεσηκωμό θα χαρακτηριστούν μεταξύ πολλών άλλων “Κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και άλυτοι μετά θάνατον, και τω αιωνίω υπόδικοι αναθέματι”. Οι προσπάθειες απολογητών του πατριάρχη και αρκετών αστών ιστορικών να αποδώσουν τους αφορισμούς σε κάποιου είδους “κίνηση τακτικής” ή απλώς “προϊόν δυσβάσταχτης πίεσης” από το σουλτάνο, παραβλέπουν ότι το περιεχόμενό τους δε συνιστά παρέκκλιση, αλλά φυσική συνέπεια μιας ιδεολογικής και θεσμικής πορείας πρακτικά αδιάσπαστης από την Άλωση και μετά. Η προβαλλόμενη ως “αντεπιχείρημα” δραματική εκτέλεση του Γρηγορίου Ε’ δι’ απαγχονισμού, δεν αναιρεί τίποτε από τα παραπάνω, αφού ο πατριάρχης δεν τιμωρήθηκε για τις επαναστατικές του διαθέσεις, αλλά αντιθέτως γιατί δεν κατάφερε να τις καταπνίξει αποτελεσματικά στον πληθυσμό με τον έλεγχο του οποίου είχε επιφορτιστεί από το σουλτάνο προσωπικά. Για να το πούμε κάπως χοντροκομμένα, τιμωρήθηκε ως αποτυχημένος υφιστάμενος, όπως τόσοι και τόσοι εκπρόσωποι του οθωμανικού κρατικού μηχανισμού στην μακραίωνη πορεία του.

O αντίκτυπος του αφορισμού φαίνεται πως είχε κάποια επίδραση σε περιοχές απομακρυσμένες ή καλύτερα ελεγχόμενες από την κεντρική εξουσία, όπως η Θεσσαλία, η Κρήτη ή η Μακεδονία, δεν κατέστειλε όμως στο ελάχιστον την ορμή των επαναστατών στις βασικές εστίες του επαναστατικού ξεσηκωμού. Επιπλέον, μια σειρά μεμονωμένοι μεσαίοι και ανώτεροι κληρικοί συμμετείχαν με το όπλο στο χέρι υπέρ της Επανάστασης στην περιοχή τους, όπως ο Άνθιμος Γαζής στη Θεσσαλία, ο μητροπολίτης του νησιού Κύριλλος Αγραφιώτης Β’ στη Σάμο και φυσικά ο Παπαφλέσσας στο Μοριά, που ως γνωστόν θυσιάστηκε στη μάχη στο Μανιάκι. Όσο για τον Παλαιών Πατρών Γερμανών, πέρα από τα μυθεύματα για λάβαρα στην Αγία Λαύρα, είχε αρχικά ιδιαίτερα επιφυλακτική στάση έναντι της Επανάστασης στο Μοριά, επιτιθέμενος μάλιστα με ανοίκειες εκφράσεις στον Παπαφλέσσα κατά τη Συνέλευση των προεστών της Πελοποννήσου στη Βοστίτσα (Αίγιο) το Γενάρη του 1821. Μόνο μετά το ξέσπασμα των απελευθερωτικών επιχειρήσεων και τη δημιουργία τετελεσμένων σε μια σειρά πόλεις της Πελοποννήσου, ευθυγραμμίστηκε κι ο ίδιος με το ασυγκράτητο πια επαναστατικό ρεύμα. Σαφώς πιο εκτεταμένη ήταν  η στήριξη και η συμμετοχή του κατώτερου κλήρου στην Επανάσταση, ο οποίος ως επί το πλείστον, δε διακρινόταν ιδιαίτερα στον τρόπο ζωής και στις αντιξοότητες που είχε να αντιμετωπίσει από το εξεγερμένο πια ποίμνιό του.

Η στάση ωστόσο της επίσημης Εκκλησίας διευκόλυνε τους υπό διαμόρφωση κρατικούς σχηματισμούς στα επαναστατημένα εδάφη να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τις εκκλησιαστικές δομές, ενώ μόλις τρία χρόνια μετά την ίδρυση του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, το 1833 η βαυαρική βασιλεία, με πρωταγωνιστικό τον ρόλο του εκκλησιαστικού της συμβούλου Θεόκλητου Φαρμακίδη, αποφάσισε την απόσχιση της Εκκλησίας της Ελλάδος από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με τη δημιουργία του αυτοκέφαλου που κρατάει ως σήμερα.

Δείτε εδώ όλα τα “Ερωτήματα για το 1821”

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: