Ερωτήματα για το 1821 – Ήταν “προδότης” ο Οδυσσέας Ανδρούτσος;

Ο Ανδρούτσος διαισθανόταν τις ευκαιρίες που προέκυπταν σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο μέσα από μια επανάσταση εθνική και αστική, προσπαθώντας παράλληλα να διασφαλίσει τη θέση του σε ένα πολλά υποσχόμενο, αλλά αβέβαιο για τον ίδιο και το κοινωνικό του στρώμα μέλλον.

Ήταν πρωί της 5ης Ιούνη 1825 (17 με το νέο ημερολόγιο), όταν το φως της μέρας αποκάλυπτε το πτώμα ενός από τους διασημότερους οπλαρχηγούς της Ρούμελης, πάνω στο λιθόστρωτο του ναού της Αθήνας Νίκης. Ήταν το άψυχο σώμα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, λίγα μέτρα κάτω από τη φυλακή του, το Φράγκικο Πύργο (Γουλά), που έστεκε στην Ακρόπολη ως το 1875, όταν το ήδη κυρίαρχο νεοκλασικιστικό πνεύμα παρέσυρε στο διάβα του πρακτικά όλα τα μη αρχαιοελληνικά κατάλοιπα στον Ιερό Βράχο. Εκεί είχε περάσει ο Ανδρούτσος βασανιστικά τους δυο τελευταίες μήνες της σύντομης μα πολυτάραχης ζωής του, κρατούμενος του άλλοτε συνεργάτη του και φρουράρχου της Ακρόπολης, Ιωάννη Γκούρα, που είχε φροντίσει, μάλλον τεχνηέντως, να λείπει από την Αθήνα τη μέρα του θανάτου.

Το “λιοντάρι της Γραβιάς”, είχε φύγει με τη ρετσινιά του “Τουρκοδυσσέα”, όπως βεβαίωνε και η ιατροδικαστική έκθεση του Ιταλού γιατρού που υπέγραψε τη νεκροψία, καταλήγοντας πως “τα δε θραύσματα […] επέφεραν αυτοστιγμεί τον θάνατον, άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος”.  Η νεκροψία αυτή ήταν ήταν μόνο η πρώτη πράξη της σκευωρίας που παρουσίαζε το θάνατο Ανδρούτσου ως αποτέλεσμα αποτυχημένης απόπειρας διαφυγής και χρειάστηκαν δεκαετίες για να αποκατασταθεί η αλήθεια, που όλοι υποψιάζονταν και κάποιοι, όπως ο Μακρυγιάννης, κατήγγειλαν άνοιχτα, δηλαδή πως ο φυλακισμένος οπλαρχηγός είχε δολοφονηθεί, κατά πάσα πιθανότητα κατόπιν εντολών του Γκούρα.

Μόλις το 1898, ένας δικηγόρος έδωσε στη δημοσιότητα τη μαρτυρία ενός από τους φρουρούς του Ανδρούτσου τη μοιραία νύχτα, όπου το σκοτάδι ήταν βαθύ κι έξω ψιλόβρεχε. Γύρω στα μεσάνυχτα και κάτι, τέσσερις άνδρες, ανάμεσά τους ο Γιάννης Μαμούρης, πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα στο Χάνι της Γραβιάς. Ήρθαν στο κελί του οπλαρχηγού ζητώντας από το φρουρό να πάει να κοιμηθεί. Τότε ακούστηκε ο ήχος των αλυσίδων, ακολουθούμενος από τη βροντερή φωνή του Ανδρούτσου, που φώναξε “ωρέ ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σας εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μ’ λύνετε το ένα μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λέν; Αυταίς εδώ τις σαπιοκοιλιαίς δεν τις συνερίζομαι, μα συ μωρέ Γιάννη [Μαμούρη] γιατί;”. Ακολούθησε συμπλοκή, αφού ο ιδιαίτερα σωματώδης και γεροδεμένος Οδυσσέας δεν ήταν ούτε με τις αλυσίδες εύκολος αντίπαλος για την ομάδα των τεσσάρων φονιάδων. Το άλλο πρωί, ο φρουρός που είδε τους δράστες να βγάζουν από το κελί το πτώμα, βρήκε έναν πάσσαλο και σπασμένη τριχιά πάνω του και δίπλα το σώμα του Ανδρούτσου, με πρησμένο στόμα, γεμάτο μώλωπες και σημάδια από γρατσουνιές.

Πώς όμως έφτασε σε αυτό το άδοξο τέλος ένας τόσο προβεβλημένος πρωταγωνιστής της Επανάστασης, στιγματισμένος με τη στάμπα του συνεργάτη των Τούρκων; Η πορεία του είχε ξεκινήσει, όπως και τόσων ακόμα προβεβλημένων μορφών του αγώνα, ανάμεσά τους ο Αθανάσιος Διάκος, ο Ιωάννης Κωλέττης, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και πολλοί ακόμα, στην αυλή του Αλή Πασά, γεγονός στο οποίο οι αντίπαλοι του Οδυσσέα απέδιδαν την αγάπη του στις μηχανορραφίες και τη διαβόητη σκληρότητά του, στοιχεία όμως που καθόλου δεν έλειπαν από πλειάδα αγωνιστών που ουδεμία σχέση είχαν με τον πασά των Ιωαννίνων. Για τις υπηρεσίες του στον Αλή ο Ανδρούτσος ανταμείφθηκε με το αρματολίκι της Λειβαδιάς, μιας ιδιαίτερα ισχυρής πόλης της Στερεάς εκείνη την εποχή. Μετά την εξέγερση του πασά κατά της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας, ο Ανδρούτσος κατέφυγε στα βρετανοκρατούμενα Επτάνησα, για να επιστρέψει το Μάρτη του 1821, στο ξέσπασμα της Επανάστασης, στην πρώτη γραμμή ως διοικητής της Ανατολικής Ρούμελης.

Μετά από τη θρυλική του νίκη στη Γραβιά το Μάη του 1821, ο Ανδρούτσος καθιερώθηκε ως ένας από τους πιο δραστήριους και ικανούς στρατιωτικούς ηγέτες της Επανάστασης, την επόμενη χρονιά όμως κατηγορήθηκε από την υπό διαμόρφωση επαναστατική κυβέρνηση για μια σειρά ήττες στην Υπάτη (τότε Πατρατζίκι) και την Αγία Μαρίνα. Η κεντρική διοίκηση απέστειλε τον Ιούνη του 1822 δυο αντιπροσώπους της για χαλιναγωγήσουν τον Ανδρούτσο, εκείνος όμως τους σκότωσε, είτε επειδή πίστευε πως θα τον σκότωναν, είτε επειδή αυτό ήταν μια καλή πρόφαση για να τους βγάλει από τη μέση.

Λίγο καιρό αργότερα ωστόσο, ο Ανδρούτσος φάνηκε να ανακτά το κύρος του και διορίστηκε φρούραρχος της Ακρόπολης των Αθηνών, σε μια ιδιότυπη δυαρχία με το πρωτοπαλίκαρό του το Γκούρα, ολοένα και λιγότερη βιώσιμη. Η ολοφάνερη προτίμηση της κυβέρνησης στον Γκούρα, με αποκορύφωμα το δεύτερο εμφύλιο πόλεμο τον Αύγουστο του 1824, όταν και ο τελευταίος στάλθηκε στην Πελοπόννησο για να πολεμήσει κατά της συμμαχίας Κολοκοτρώνη και τοπικών προκρίτων, επισφραγίστηκε με το διορισμό του Γκούρα στη θέση του αρχηγού των στρατοπέδων της Ανατολικής Στερεάς.

Από τις αρχές του 1825, ο Ανδρούτσος αποκομμένος από χρηματοδότηση και πολεμοφόδια, προχώρησε σε συμφωνία με τους Οθωμανούς, μια πρακτική γνωστή από την προεπαναστατική εποχή ως “καπάκια”. Για τους απολογητές του Ανδρούτσου, επρόκειτο απλώς για μια κίνηση τακτικής, ενώ για τους επικριτές του απόδειξη προδοσίας του Αγώνα. Σε κάθε περίπτωση, ο Οδυσσέας και όσοι άνδρες του είχαν απομείνει, ηγήθηκε ομάδας τετρακοσίων Οθωμανών κατά των δυνάμεων του Γκούρα που στάλθηκε να τον αντιμετωπίσει στην Ανατολική Στερεά. Οι Οθωμανοί δεν εμπιστεύονταν ιδιαίτερα τον Ανδρούτσο, έχοντάς τον υπό στενή επιτήρηση. Εκείνος τους ξέφυγε προφασιζόμενος αναγνωριστικές επιχειρήσεις εδάφους, αποφασίζοντας να παραδοθεί στον Γκούρα, ευελπιστώντας πιθανότατα σε μια διαπραγμάτευση της επανένταξής του στο κυβερνητικό στρατόπεδο.

Ο Ανδρούτσος δεν ήταν φυσικά ο μοναδικός οπλαρχηγός της Στερεάς και όχι μόνον, που κινήθηκε στη γκρίζα ζώνη μεταξύ συνεργασίας με τις οθωμανικές αρχές και σύγκρουσης μαζί τους, αφού τα καπάκια ήταν κάτι σύνηθες για τους αρματολούς της περιοχής, πριν και μετά τον ξεσηκωμό. Ανδρωμένος σε ένα προνεωτερικό περιβάλλον, ο Ανδρούτσος διαισθανόταν τις ευκαιρίες που προέκυπταν σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο μέσα από μια επανάσταση εθνική και αστική, προσπαθώντας παράλληλα να διασφαλίσει τη θέση του σε ένα πολλά υποσχόμενο, αλλά αβέβαιο για τον ίδιο και το κοινωνικό του στρώμα μέλλον. Την ίδια ώρα, η ίδια η επαναστατική διαδικασία επιδρούσε στις συνειδήσεις όσων συμμετείχαν, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Καραϊσκάκη, ο οποίος, μετά από χρόνια δισταγμών, αμφιταλαντεύσεων και συμφωνιών με τους Οθωμανούς, πέρασε μετά την άλωση του Μεσολογγίου οριστικά στο επαναστατικό στρατόπεδο, επισφραγίζοντας με τον ηρωικό, όσο και αμφιλεγόμενο ως προς τους δράστες του θάνατο, την ένταξή του σε αυτό που θα αποκρυσταλλωνόταν ως εθνικό πάνθεο στο πρώτο σύγχρονο ελληνικό κράτος. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει φυσικά, αν η πορεία του Ανδρούτσου θα ήταν παρόμοια, ή αν οι προσκολλήσεις στο προεπαναστατικό status quo θα εξακολουθούσαν να τον ωθούν σε επιλογές ενάντια στη φορά του ρολογιού της ιστορίας. Οι παλινδρομήσεις του δεν μπορούν να κατανοηθούν έξω από το πλαίσιο μιας μεταιχμιακής εποχής, όπου το παλιό δεν είχε πεθάνει και το καινούριο μόλις γεννιόταν.

Δείτε εδώ όλα τα Ερωτήματα για το 1821

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: