Στους εξόριστους της Γυάρου
“Κι αν κοιμηθούν τα πέλαγα
Κι οι πέτρες οι ακύμαντες αν λιώσουν
Κι ο ήλιος ο ακάθιστος αν σβήσει
Η μυστική σου περηφάνια ρωγμή θα υψωθεί
Στον όλεθρο του κόσμου.”

Δρόμος πυρακτωμένου αστεριού
δροσίζει του πέλαγου την πληγή
με το πικρό νερό της λήθης
αλέθοντας πέτρες κι αλέθοντας ψυχές
ολόρθες στο τάμα που σινιάλο περιμένει.
Ξάγναντα στο πέλαγο μόνο οι γλάροι
καταπίνουν τη βουή του σύννεφου
κι ασκούνται στο μοιρολόι του βράχου
καθώς ο ήλιος ο ακάθιστος στο ριζικό του.
Δίψα ως μέσα στα κόκκαλα _ ο χρόνος ασάλευτος
λες κι έγινε ένα με το σάλιο που νερό δεν το ακουμπάει.
Τη νύχτα αμίλητοι, θλιμμένοι μαντατοφόροι οι βράχοι
και κάθε αυγή το φως πώς δραπετεύει απ’ τις σχισμές τους
και χύνεται ακούραστο, αγέννητο, πρωτόπλαστο
χαράζει του ιδρώτα σου τη γήινη τρυφεράδα
έτοιμο να μαρτυρήσει τα μαρτύριά σου.
Κι εκείνη η σιωπή που αχός φτάνει
απ’ την ηλικία σου την παιδική
θέατρο σκιών μπρος στο βασανιστή σου
έτοιμη ν’ αντιλαλήσει τις πληγές σου.
Κι αν κοιμηθούν τα πέλαγα
Κι οι πέτρες οι ακύμαντες αν λιώσουν
Κι ο ήλιος ο ακάθιστος αν σβήσει
Η μυστική σου περηφάνια ρωγμή θα υψωθεί
Στον όλεθρο του κόσμου.
Ευαγγελία Κούρτη