Κομμουνιστική Πρωτοβουλία Κύπρου: 13ωρη εργασία – Ποιος θα μας σώσει από τους σωτήρες;
«Η τεράστια αντίσταση των Ελλήνων εργαζομένων και εργατικών συνδικάτων απέναντι στο νομοσχέδιο που προωθείται από την Ελληνική κυβέρνηση (…) μας θυμίζει το μέγεθος της οπισθοχώρησης του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος στη δική μας χώρα, το οποίο αδυνατεί να αντιπαρατεθεί με μαχητικότητα απέναντι στην καλά σχεδιασμένη επίθεση της καπιταλιστικής εξουσίας.»
Η τεράστια αντίσταση των Ελλήνων εργαζομένων και εργατικών συνδικάτων απέναντι στο νομοσχέδιο που προωθείται από την Ελληνική κυβέρνηση με το οποίο επιδιώκεται να ενσωματωθούν “παρεκκλίσεις” της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2003/88 για την οργάνωση του χρόνου εργασίας που επιτρέπουν έως και 78 ώρες εργασίας τη βδομάδα, δηλαδή 13ωρη δουλειά σε 5ήμερη ή 6ήμερη βδομάδα, μας θυμίζει το μέγεθος της οπισθοχώρηση του εργατικού και συνδικαλιστικού κινήματος στη δική μας χώρα, το οποίο αδυνατεί να αντιπαρατεθεί με μαχητικότητα απέναντι στην καλά σχεδιασμένη επίθεση της καπιταλιστικής εξουσίας.
Οι πρόνοιες της Οδηγίας 2003/88 έχουν ήδη ενσωματωθεί στο κυπριακό δίκαιο μέσω του Περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμου του 2002 (63(I)/2002), ο οποίος ψηφίστηκε από την Κυπριακή Βουλή με την ομόφωνη ψήφο όλων των κυπριακών αστικών κομμάτων το 2002. Αν εξετάσει κανείς τα πρακτικά της συνεδρίας της Ολομέλειας της Βουλής στις 16 Μαϊου του 2002 μπορεί να διαπιστώσει την ταχύτητα και τις συνοπτικές διαδικασίες με τις οποίες ψηφίστηκε ο Νόμος. Ο εν λόγω Νόμος ενσωμάτωνε την Οδηγία 93/104/ΕΚ σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, την οποία ήρθε να αντικαταστήσει στη συνέχεια η Οδηγία 2003/88 με πανομοιότυπες πρόνοιες.
Στην Κύπρο λοιπόν, με τη συναίνεση συντεχνιών και κομμάτων, εδώ και 23 χρόνια, έχουν ενσωματωθεί οι πρόνοιες που καθορίζουν επιτρεπόμενο εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας τις 48 ώρες συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών, με περίοδο αναφοράς τους τέσσερις μήνες. Αυτό σημαίνει ότι ένας εργοδότης ανάλογα με τις ανάγκες του και τις διακυμάνσεις του όγκου εργασίας θα μπορούσε για παράδειγμα να αυξήσει τις ώρες εργασίας για την περίοδο αναφοράς, για τους πρώτους 2 μήνες στις 60 ώρες και τους επόμενους 2 στις 30 ώρες τον μήνα.
Η μόνη ελάχιστη προστασία που παρέχεται είναι η συνεχής ελάχιστη ανάπαυση 24 ωρών ανά βδομάδα και η ελάχιστη διάρκεια 11 συνεχόμενων ωρών ανάπαυσης ανά εικοσιτετράωρο (από αυτό το ελάχιστο επίπεδο ανάπαυσης προκύπτει η δυνατότητα για εργασία μέχρι και 13 ώρες την ημέρα στον ίδιο εργοδότη). Ο αντιδραστικός αυτός νόμος περαιτέρω προνοεί ότι το ανώτατο επίπεδο εργασίας των 48 ωρών την εβδομάδα δύναται να μην εφαρμοστεί νοουμένου ότι ο εργαζόμενος «συναινεί» (το λεγόμενο «opt-out»), λες και μπορεί να υπάρξει ελεύθερη συναίνεση των εργαζομένων στα ωράρια λάστιχο και την εντατικοποίηση της εργασίας του. Ο δε χρόνος από και προς την εργασία ή τα διαλείμματα δεν συνυπολογίζονται στον εργάσιμο χρόνο.
Αξίζει περαιτέρω να σημειωθεί ότι δυνάμει του περί Διαφανών και Προβλέψιμων Όρων Εργασίας Νόμου του 2023 (25(I)/2023), ο οποίος ενσωματώνει την Ευρωπαϊκή Οδηγία (ΕΕ) 2019/1152 για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην ΕΕ και ψηφίστηκε επίσης από όλα τα κόμματα ρυθμίζει την παράλληλη απασχόληση εργοδοτουμένου σε δύο ή περισσότερους εργοδότες, χωρίς ο χρόνος εργασίας να υπολογίζεται ενιαία, κανονικοποιώντας έτσι την εργασία σε πολλούς εργοδότες και ρίχνοντας το μπαλάκι στον εργαζόμενο να «επιλέξει» να εργαστεί σε 2 ή 3 εργοδότες για να τα βγάλει πέρα και να έχει ο ίδιος την ευθύνη για την ελάχιστη ημερήσια ανάπαυση του.
Για όσους προτρέχουν να ισχυριστούν ότι στην Κύπρο δεν εφαρμόζονται ακραία ωράρια εργασίας, τα στατιστικά στοιχεία διαψεύδουν αυτούς τους ισχυρισμούς. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για το 2024, το 10% των εργαζομένων στη χώρα μας ηλικίας 20 με 64 ετών εργάζεται πάνω από 49 ώρες την εβδομάδα στην κύρια εργασία του, κάτι που σε πενθήμερη βάση μεταφράζεται σε σχεδόν 10 ώρες την ημέρα. Πρόκειται για το δεύτερο ψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ.
Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσονται και οι πρόνοιες του διατάγματος για τον κατώτατο μισθό. Το διάταγμα δεν καθορίζει την ωριαία αλλά μόνο την μηνιαία αμοιβή των εργαζομένων (εκτός από συγκεκριμένα επαγγέλματα για τα οποία εφαρμόζονται ωριαίες αμοιβές) χωρίς αναφορά στα ωράρια ή πληρωμή υπερωριών με αποτέλεσμα ο μηνιαίος μισθός που προβλέπεται να μην ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες ώρες εργασίας.
Όσα συμβαίνουν στη χώρα μας είναι όσα συμβαίνουν στην ΕΕ και σε ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο. Με την αύξηση των ωρών εργασίας, ο εργαζόμενος εργάζεται περισσότερο, παράγει περισσότερο χωρίς να πληρώνεται υπερωριακά. Η διαρκής προσπάθεια του κεφαλαίου να απορρυθμίσει περαιτέρω τον εργάσιμο χρόνο, να επεκτείνει το απλήρωτο μέρος της δουλειάς, αυξάνοντας τον χρόνο εργασίας και εντατικοποιώντας την εργασία, είναι αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας του καπιταλισμού, προϋπόθεση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων και παραγωγής κέρδους για τον εργοδότη.
Η ευκολία με την οποία ενσωματώνονται όλες οι αντιδραστικές επιταγές της ΕΕ των μονοπωλίων στην Κύπρο με νόμους όλων των κυβερνήσεων και αστικών κομμάτων αποτελεί ηχηρό καμπανάκι κινδύνου για την εργατική τάξη της Κύπρου αλλά ταυτόχρονα και μήνυμα για την ανάγκη ανασύνταξης του εργατικού – συνδικαλιστικού κινήματος στον τόπο μας σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Η απορρύθμιση του χρόνου εργασίας συνιστά ζήτημα κρίσιμης σημασίας και θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως πεδίο σφοδρής σύγκρουσης από τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα, απέναντι συνολικά στο κεφάλαιο, στις πολιτικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντά του και στο ίδιο το εκμεταλλευτικό σύστημα, που αποτελεί τη ρίζα του προβλήματος και τον στόχο που πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο της οργανωμένης αντεπίθεσης των εργαζομένων μέσα από τους αγώνες τους για καλύτερες συνθήκες εργασίας, μείωση του εργάσιμου χρόνου, ουσιαστικές αυξήσεις μισθών, πλήρη καταβολή ΑΤΑ, υγιεινές και ασφαλείς συνθήκες εργασίας.
Κομμουνιστική Πρωτοβουλία Κύπρου