Το Τέρας και τα Φλιπεράκια

Ο τσακωμός, τσακωμός· όμως όλη μέρα μαζί ο Πετρής κι ο Αργύρης: στο κολύμπι, στο ψάρεμα, στη μπάλα, στο ποδήλατο, στο παιχνίδι στο σπίτι, στις εξερευνήσεις στα λοφάκια και στους ελαιώνες….Όμως εκείνο το καλοκαίρι συνέβη κάτι που άλλαξε τη ρουτίνα των παιδιών…

Βρε Τέρας! Δε σου έχω πει να μη μαλώνεις με τον Αργύρη! Γιατί το βάρεσες το παιδί;

Δεν το βάρεσα, ρε μάνα… από το λαιμό τον έπιασα!

Το «Τέρας» ήταν ο Πετρής· ένα αδυνατούλικο, μικροκαμωμένο πιτσιρικάκι. Ο Αργύρης, ο καλύτερός του φίλος, τον συντρόφευε στις καλοκαιρινές διακοπές.

Βρε, κόντεψες να τον πνίξεις! Αν δεν σε τραβάγαμε…!

Του ’χω πει εκατό φορές, όταν παίζω μόνος με το ποδοσφαιράκι μου –για το επιτραπέζιο λέω, με τις φιγούρες των ποδοσφαιριστών πάνω σε ελατήρια, ωραιότατο, δεν ξέρω αν το προλάβατε!– να μη με πειράζει! Όλη μέρα παίζουμε μαζί, θέλω κι εγώ λίγο να παίξω μονάχος μου!

Και ήταν αυτός λόγος να τον πιάσεις από το λαιμό; Μα δεν σε ακούμπησε το παιδί!

Ερχόταν και μου τράβαγε πάλι και πάλι το ποδοσφαιράκι! «Αργύρη, μη το κάνεις αυτό! Θα σε πιάσω από το λαιμό!» Του το ’πα! Ε, μια, δυο, τρεις, νευρίασα και τον έπιασα από το λαιμό!

Η αλήθεια είναι πως η μητέρα του Αργύρη φοβήθηκε λιγάκι από την αντίδραση του Πετρή. Για ένα διάστημα δεν άφηνε το γιο της να πηγαίνει δίπλα να παίξει. Μα ο Αργύρης το ’σκαγε και πήγαινε, γιατί ήξερε καλά πως ο Πετρής τον αγαπούσε. Εξακολούθησε, λοιπόν, να τον πειράζει, κι εκείνος να συγκρατιέται, χωρίς να αποπειραθεί δεύτερη «δολοφονική αποπειρα».

Ο τσακωμός, τσακωμός· όμως όλη μέρα μαζί ο Πετρής κι ο Αργύρης: στο κολύμπι, στο ψάρεμα, στη μπάλα, στο ποδήλατο, στο παιχνίδι στο σπίτι, στις εξερευνήσεις στα λοφάκια και στους ελαιώνες. Μόνο το μεσημεράκι γύριζαν σπίτι για φαγητό και λίγη ξεκούραση· έβραζε ο τόπος εκείνες τις ώρες. Μα μόλις δρόσιζε, μπράφ! Έξω πάλι.

Πού πάτε, βρε διαβόλια, από τώρα! Κοιτάχτε, κακομοίρηδές μου, μη γυρίσετε νύχτα πάλι! Και μακριά από το αμπέλι του κυρ-Παύλου! Θα σας τσακίσει άμα σας πιάσει, και καλά θα σας κάνει!

Όμως εκείνο το καλοκαίρι συνέβη κάτι που άλλαξε τη ρουτίνα των παιδιών.

Στο παραθαλάσσιο χωριουδάκι, όπου μέχρι πριν από λίγο καιρό ερχόταν το φορτηγό με τον πάγο για τα ψυγεία των ντόπιων και των λιγοστών παραθεριστών, εισέβαλε η μοντέρνα εποχή με τα θαύματα της τεχνολογίας: τα φλιπεράκια!

Απέναντι από το σπίτι των παιδιών, στην άκρη της χωμάτινης πλατείας, ο κυρ-Παντελής, με το επιχειρηματικό του δαιμόνιο, είχε μετατρέψει το μαγαζί του σε όλα μαζί: φούρνο, μπακάλικο, μεγαλοψιλικατζίδικο, καφενέ. Κι αν ήσουν καλός πελάτης, σου τηγάνιζε και κανένα κεφτέ ή καμιά μαρίδα. Βερεσέ δεν έδινε ποτέ· κι αν σου περίσσευαν ρέστα από εικοσάρικο ή δεκάρικο, τα γύριζε στα πιτσιρίκια με τσίχλες του πεντάλεπτου.

Αυτός λοιπόν έφερε τα πρώτα ηλεκτρονικά παιχνίδια: δύο φλιπεράκια, ένα Pac-Man κι ένα Space Invaders. Έτσι το μαγαζί του έγινε και… ουφάδικο! Μια πατέντα να σκεφτόταν για τηλεόραση σε μεγάλη οθόνη, θα το ’κανε mall και Village Cinemas μαζί!

Κι όμως, και μόνο με τα φλιπεράκια, τράβηξε την πιτσιρικαρία μικρή και μεγάλη. Στην αρχή, ο Πετρής κι ο Αργύρης στάθηκαν διστακτικοί. Κοιτούσαν με κάποιο φόβο τα παράξενα μηχανήματα, αλλά και με μιαν έλξη που δεν τους άφηνε. Με τις ώρες παρακολουθούσαν τους μεγάλους να παίζουν. Ώσπου, μετά από συνεχή γκρίνια, τους έδειξαν κι εκείνους πώς παίζεται.

Τότε μαγεύτηκαν: από τους ήχους, από τα χρώματα, από την προσπάθεια να περνούν τη μια πίστα μετά την άλλη. Μπήκαν στον κόσμο του παιχνιδιού και χάθηκαν. Ο χρόνος δεν υπήρχε· μόνο το όριο των δεκαρικών (για δραχμές μιλάμε, έτσι;).

Ο Αργύρης, λίγο από τις απειλές του πατέρα, λίγο από τις αγροτικές δουλειές όπου τον τραβούσε η μάνα, ξέκοψε από τα φλιπεράκια. Ο Πετρής, όμως, δεν ξεκόλλαγε με τίποτα. Ούτε φοβέρες, ούτε καλοπιάσματα τον έπιαναν. Τα παράτησε όλα: κολύμπι, ψάρεμα, ποδήλατο, εξερευνήσεις. Κατρακύλησε σε τέτοιο σημείο που εγκατέλειψε τη λατρεμένη του μπάλα και εφημερίδα.

Για την παραλία τραβούσε· στα φλιπεράκια έφτανε. Για ψωμί τον έστελναν στον πάνω φούρνο· στα φλιπεράκια τον έβρισκαν. Για τον παππού, που ψάρευε στη μεγάλη εξέδρα· στα φλιπεράκια κατέληγε!

Τουλάχιστον τώρα δεν τον ψάχνουμε ολημερίς σε όλο το χωριό, ξέρουμε πού είναι! έλεγε το Ρουλί, η μικρότερη από τις δύο μεγαλύτερες αδερφές του.

Συνεδρίαζε κάθε μέρα η «διευρυμένη ολομέλεια» της Κεντρικής Επιτροπής οικογένειας και γειτόνων, ψάχνοντας λύση. Στις πρώτες συνεδριάσεις κλήθηκε και ο άμεσα ενδιαφερόμενος, μα ποτέ δεν παρευρέθη. Έπαιζε στο ουφάδικο.

Τέλος, σε μαραθώνια συνεδρίαση του Πολιτικού Γραφείου, εξουσιοδοτήθηκε η πρώτη γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής –η μητέρα του Πετρή, η Φωτεινή– να δώσει λύση.

Για κάτσε κάτω, βρε Πετρή, να πούμε δυο κουβέντες.

Γρήγορα όμως, μάνα, γιατί ο Αντώνης μ’ έχει ξεφύγει δυο πίστες!

Α, γεια σου! Τι θα κάνουμε μ’ αυτή την κατάσταση;

Ποια κατάσταση;

Με το ότι τα ’χεις παρατήσει όλα και όλους για τα φλιπεράκια. Το βρίσκεις σωστό; Κάθε μέρα περνάνε οι φίλοι σου και ρωτάνε «πού είναι ο Πετρής». Δε νοιάζεσαι που σε αποζητούν;

Ε, καλά ρε μάνα, λίγο ακόμα… και μόλις ξεπεράσω τους άλλους δυο πίστες, θα σταματήσω!

Καλά κρασιά! Κάθε βδομάδα, εδώ κι ένα μήνα, το ίδιο μου λες!

Κοίτα, θα σου πω δυο κουβέντες. Κάτσε, σκέψου τες, και πράξε όπως νομίζεις. Μωρό δεν είσαι. Από αυτή την ιστορία, ποιος κερδίζει; Εσύ; Όχι. Οι φίλοι σου θα βαρεθούν να σε ψάχνουν, θα τους χάσεις. Τα αδέρφια σου το ίδιο. Θα μείνεις μόνος, εσύ και τα μαραφέτια σου. Χάνουν κι οι δικοί σου, που δε θα σε ’χουν για παρέα. Όλοι χάνουν.

Ένας μόνο κερδίζει: η αμερικάνικη εταιρεία που φέρνει αυτά τα μηχανήματα. Σκέψου τι θα γίνει αν όλα τα παιδιά κάνουν αυτό που κάνεις εσύ: να παρατήσουν τα πάντα και να παίζουν ώρες ατέλειωτες. Χασούρα για όλους, κέρδος μόνο για την εταιρεία. Και, πρόσεξε: δεν είναι μόνο τα λεφτά. Θέλουν να φτιάξουν παιδιά χαζά και αποβλακωμένα. Γιατί αν τρως όλη σου τη μέρα μπροστά σε παιχνίδια, χωρίς φίλους, χωρίς μπάλα, ποδήλατο, ψάρεμα, χωρίς εφημερίδα… δεν χαζεύεις; Αυτό θέλουν οι Αμερικάνοι: αποβλάκωση και κέρδη. Μετά φτιάχνουν όπλα και κάνουν κουμάντο στον κόσμο.

Αυτά είχα να σου πω. Σκέψου και κάνε ό,τι θες.

Ο Πετρής δεν σήκωνε το «κάνε αυτό»· ήθελε εξήγηση με παραδείγματα κι επιχειρήματα. Η μάνα του το ήξερε. Του τσίγκλησε το φιλότιμο, του χτύπησε και τη χορδή της αδικίας.

«Βρε, πώς με έπιασαν κορόιδο! Χάνω τους φίλους μου και βοηθάω τους Αμερικανούς να μας αποβλακώσουν!»

Την άλλη κιόλας μέρα, κατά το απογευματάκι, όταν μαζευόταν η πιτσιρικαρία στην πλατεία απέναντι στου κυρ-Παντελή, ο Πετρής έφερε ένα καφάσι από μπύρες, το έστησε στην άκρη, ανέβηκε πάνω και, μικροσκοπικός μα φωνακλάς, άρχισε:

Ρε κουτορνίθια! Πάτε να παίξετε μπάλα! Αυτά τα φλιπεράκια τα φέραν οι Αμερικάνοι να σας αποβλακώσουν! Έτσι κάνουν κουμάντο στον κόσμο! Κάτω οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές!

Ρε Πετρή; τον σκούντηξε ο Αργύρης πλάι του.

Έλα ρε, τι;

Τι είναι ιμπεριαλιστές;

Οι Αμερικάνοι είναι, ρε!

Ναι, κατάλαβα. Ιμπεριαλιστές, τι είναι;

Είναι… είναι ο Αντώνης, ρε, που με το χαρτζιλίκι του μάζεψε πολλές μπίλιες και μας βαράει να πάρει και τις δικές μας!

Ναι, αλλά ο Αντώνης δεν είναι Αμερικανός!

Βρέθηκε σε δύσκολη θέση ο Πετρής· η λενινιστική θεωρία δεν ήταν το φόρτε του.

Μάναααα!

Έλα, παιδάκι μου, τι φωνάζεις;

Ιμπεριαλιστές είναι μόνο οι Αμερικάνοι;

Κι εδώ που τα λέμε, εκατό και πλέον χρόνια μετά τον ορισμό του θείου Βλαδίμηρου, οι κομμουνιστές του κόσμου ακόμη να συμφωνήσουν ποια κράτη είναι και ποια δεν είναι ιμπεριαλιστικά. Μύλος! Οπότε μπορούμε να δικαιολογήσουμε και τον Πετρή μας για την άγνοιά του.

Κάθε καλοκαίρι οι γονείς του τον έπαιρναν μαζί με τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια του για διακοπές. Σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριουδάκι, στον Κορινθιακό, από τη μεριά της Βοιωτίας, κάτω από τη σκιά του Ελικώνα.

Πανέμορφο το χωριό, καταπράσινο, γεμάτο ελιές, πεύκα, λεύκες και ευκάλυπτους. Τα δέντρα έφταναν ως τη θάλασσα με τα κρυστάλλινα νερά. Σπιτάκια με μποστάνια και κηπάκια, αγιόκλημα, νυχτολούλουδα, γαριφαλιές. Το δειλινό έβγαινες κι ο τόπος μοσχοβολούσε.

Βέβαια, εκείνον τον καιρό, όταν έβγαινε το δείλι ο Πετρής, οι μυρωδιές που τον ζάλιζαν ήταν από καραβίδες, χταπόδια και συναγρίδες στα κάρβουνα. Σαμιαμίδι αυτός, γύριζε το χωριό εκατό φορές τη μέρα. Πού να μείνει τροφή στο στομάχι!

Τι έγινε, Πετρή; Άδειασε πάλι ο κυρ-Στομάχης;

Ναι, ρε μάνα, κι άρχισε να φωνάζει!

Για να σας δω ντε! Αν ο δικός σας Στομάχης διαμαρτυρόταν συνεχώς, θα ’χατε κέφι για τα αρώματα της γαρυφαλλιάς;

Μεγαλώνοντας εκτίμησε κι ο Πετρής τις ευωδιές της φύσης. Αλλά πέρα από τα άνθη και τα ψητά, το χωριουδάκι είχε και τους ανθρώπους του: ψαράδες κι αγρότες, καλοσυνάτους και φιλόξενους, μα και με παραξενιές.

Είχε και πανέμορφες ξύλινες και μεταλλικές εξέδρες στην παραλία, όπου άραζαν οι βάρκες. Εκεί έκαναν τις βουτιές τους και ψάρευαν οι πιτσιρικάδες με πετονιές και καλάμια. Έδιναν ξεχωριστό, γραφικό χαρακτήρα οι εξέδρες, ώσπου τις έφαγε η μαρμάγκα της τουριστικής ανάπτυξης… τρομάρα μας!

Κι είχε ανάγκη ο Πετρής τις διακοπές του, γιατί —άμα σας πω τι τράβαγε στην κωμόπολη όπου ζούσε, με τους φίλους του— θα αγανακτήσετε!

Αντρέας Κατσιμίχας

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: