Μπρε Μαγκιόρε: “Λάθος να θεωρούμε “λαϊκό” το φτηνό τραγούδι με στόχο το κέρδος”

Το σχήμα ”Μπρε Μαγκιόρε” φιλοξενεί σήμερα η στήλη μας με τρία νεαρά αγόρια να βρίσκονται στις επάλξεις της αθηναϊκής διασκέδασης. Ελάτε να τους γνωρίσουμε και να ακούσουμε τι έχουν να μας πουν.

 

Τρία ξεχωριστά παιδιά με χιούμορ, ταλέντο και όρεξη μας συνοδεύουν με τις φωνές και τα μουσικά τους όργανα στις εξόδους μας στα μικρά συνοικιακά μαγαζιά της Αθήνας. Ο Κωστής, ο Κωνσταντίνος και ο Παναγιώτης είναι ”Οι Μπρε Μαγκιόρε”, το σχήμα που αποτελείται απο δύο μπουζούκια και έναν κιθαρίστα και μας υπόσχονται ρεμπέτικες βραδιές με κέφι και ζωντάνια.

Πριν την ένωση του σχήματος, πώς ξεκίνησε ο καθένας σας να ασχολείται με την μουσική;

Κωσταντίνος: Ας ξεκινήσει ο μεγαλύτερος του σχήματος, ο Κωστής Κατσίμπρας…

Κωστής: Τέλεια! Θα ‘χω την χαρά να μιλήσω για Καρρά! Στο σπίτι μου κανείς δεν άκουγε ρεμπέτικη μουσική. Ο πατέρας μου στο φουλ άκουγε Καρρά, Χριστοδουλόπουλο, Βασιλείου..

Κωνσταντίνος: Αυτά καταγράφονται να ξέρεις…

Κωστής: Και εγώ τα ακούω πλέον..Η μητέρα μου ήταν πιο έντεχνο/ροκ φάση.. Διάφανα κρίνα .. Ξύλινα σπαθιά..Μουσικά δεν τα βρήκαν ποτέ, αλλά σαν οικογένεια δε μας απασχόλησε ιδιαίτερα. Κάποια στιγμή με έστειλαν να μάθω πλήκτρα στο Ωδείο, γύρω στα 8 μέχρι τα 10 μου. Για πολλά χρόνια φαγωνόμουν για κιθάρα, αλλά δεν έπειθα τους γύρω μου, γιατί όλοι πίστευαν πως θα την παρατήσω όπως τα πλήκτρα.

Συναντώ εκεί γύρω στην εφηβεία ένα φίλο, τον οποίο έπρηξα να μου μάθει κιθάρα και με τα πολλά ξεκινήσαμε να παίζουμε. Δημιουργήσαμε και ένα γκρουπάκι στο οποίο παίζαμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά αν ρώταγες τότε θα λέγαμε:ροκ ελληνικό/ξένο. Μετά ξεκίνησα και λίγο μπάσο γιατί δεν είχαμε μπασίστα στο γκρουπάκι και είπα να πάω.. Κράτησε περίπου 2 χρόνια, όχι σε σταθερή βάση.. Παίξαμε 4 φορές live και περισσότερο ήμασταν σε πρόβες.

Σα φοιτητής βρήκα για πρώτη φορά άτομα που έπαιζαν πιο λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια στα Ψαχνά Ευβοίας. Μ’ άρεσε σαν άκουσμα και βρήκα ένα φίλο ο οποίος είχε ένα παρατημένο μπουζούκι και ξεκίνησα να παίζω. Ε, έγινε …Μετά από αυτό δεν είχε επιστροφή..

Κωστής  Κατσίμπρας

Δε θα ξαναγύριζες ποτέ στο έντεχνο/ροκ είδος;

Κωστής: Δεν με χαλά να ξαναγυρίσω, αλλά δε νομίζω πως θα το κάνω. Έπαθα με αυτό το είδος ένα κλικ το οποίο δεν το ένιωσα με το προηγούμενο. Βρισκόμενος μέσα πλέον σε ρεμπετοπαρέες, φτιάξαμε σαν φοιτητές ένα συγκρότημα σε πολύ αρχάριο επίπεδο και ξεκινήσαμε να παίζουμε σε ένα μαγαζί έξω απο την Χαλκίδα.

Πώς ήταν αυτή η πρώτη επαφή με το πάλκο;

Πολύ ωραία..αποτυχία ήταν … Πήγαμε να παίξουμε εγώ κιθάρα και οι άλλοι φίλοι μπουζούκι και μπαγλαμά σε καλοκαιρινό μαγαζί μέσα στο καταχείμωνο. Δεν πατούσε κανένας. Μπροστά σε μια παραλία.. Την έτρωγε το αγιάζι και δε στεκόσουν πουθενά. Κράτησε ένα τρίμηνο και την επόμενη σεζόν κλείσαμε σε ένα άλλο μαγαζί στην Χαλκίδα. Υπόγειο με βαρέλια και με τοιχογραφίες του Σπαθάρη στους τοίχους.

Υπάρχει κάποια περίοδο του ρεμπέτικου που λέτε ότι παίζω με την ψυχή μου;

Κωστής : Η περίοδος ’45-’55. Νομίζω πως μιλά περισσότερο σε μένα και ο αγαπημένος μου συνθέτης είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης. Κινήθηκε τόσο προπολεμικά και μεταπολεμικά στο ρεμπέτικο τραγούδι. Εξελίσσει το ρεμπετικο τραγούδι. Είναι βασικός συντελεστής στο λαϊκό τραγούδι.

Κωνσταντίνος: Θα συμφωνήσω και ως μπουξουξής σχετικά με την περίοδο ’45 -’55. Είναι εποχή που το μπουζούκι ανθίζει πραγματικά και έχεις παιχτικά πολλά πράγματα να μελετήσεις πάνω στο όργανο. Δεν υποτιμώ τους προπολεμικούς, αλλά αν πεις πως είσαι μπουζουξής, εκείνη η περίοδος είναι πιο πλούσια τεχνικά.

Παναγιώτης: Στην αρχή μ’ άρεσε το προπολεμικό και είχα πολύ κόμπλεξ να πάω πιο ”λαϊκά” όπως έλεγα, αλλά όσο προχωρώ ακούγοντας και παίζοντας αυτό το είδος, ανακάλυψα και ανακαλύπτω πράγματα από όλες τις περιόδους που μ’ αρέσουν. Όταν έχεις ξεκινήσει να παίζεις προπολεμικό, τα άλλα τα ακούς λίγο -πολύ σαν ανάλαφρα. Το είχα στο μυαλό μου σαν κάτι μεταξύ φλωριάς και αλητείας.

Κωνσταντίνε πώς ξεκίνησε η δική σου επαφή με την μουσική;

Από τη μητέρα μου, η οποία ήταν πιανίστρια. Κλασικές σπουδές στο πιάνο και στο σπίτι είχαμε ακούσματα πάνω στην κλασική μουσική και η μόνη ελληνική μουσική του σπιτιού ήταν Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Γκάτσος, Ξαρχάκος.. Πολύ αξιόλογα μουσικά κομμάτια, τα οποία μέχρι και σήμερα μ’ αρέσουν. Ξεκίνησα το πιάνο από έξι ετών ως τα 13 περίπου.. Μεγάλη πίκρα η μητέρα μου τότε που σταμάτησα, αλλά ευτυχώς όταν ξανασχολήθηκα με τη μουσική χάρηκε..

Κωνσταντίνος Χριστόπουλος

Της κακοφάνηκε που αντί για πιάνο έπιασες το μπουζούκι;

Όχι, γιατί την απασχολούσε περισσότερο να ασχοληθώ γενικά με την μουσική και της άρεσε και το μπουζούκι σαν μουσικό όργανο. Δεν το θεώρησε ποτέ υποδεέστερο. Μουσική να΄ναι. Προσωπικά δε μου πήγαινε έτσι και αλλιώς το πιάνο .. Δεν το είχα..

Έπιασα μπουζούκι πρώτη φορά στα 15 μου, αλλά πιο πολύ στο χάζεμα παρά στη μελέτη, μου άρεσε να το πιάνω κάπου κάπου και να παίζω αυτά τα 10 τραγούδια που ήξερα.

Στα 21 έγινε το μεγάλο κλικ μέσα μου και άρχισα να το ψάχνω όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα να γίνει πλέον η καθημερινότητά μου .

Παναγιώτη το δικό σου ξεκίνημα στην μουσική πώς ήταν;

Παναγιώτης: Στα 12 χρόνια μου ξεκίνησα κιθάρα. Ήθελα ηλεκτρική κιθάρα, αλλά με σπρώξανε στην κλασική, όπου έφτασα ως το πτυχίο και έκτοτε δεν έχω ασχοληθεί. Δεν είχαμε ιδιαίτερα ρεμπέτικα ακούσματα στο σπίτι..Έπαιζε απο Χατζιδάκι ως Ζαγοραίο. Γενικά έχω ακούσει και παίξει πολύ πανκ, χάρντκορ, μέταλ.

Βρεθήκαμε με τον Κωνσταντίνο και ξεκινήσαμε να παίζουμε ρεμπέτικα σε καφενεδάκια στην αρχή..

Κωνσταντίνος: Είχαμε πλήρη άγνοια και του επιπέδου μας και του ρεπερτορίου που έπρεπε να παίξουμε και πώς επρεπε να παρουσιαστούμε σε ένα μαγαζί σαν παίχτες. Σιγά σιγά μπήκαμε στο νόημα.

Η ”Αγία Τριάδα” του ρεμπέτικου

Καταλαβαίνετε πλέον πότε σε ένα μαγαζί θα πάει καλά η συνεργασία και πότε όχι;

Κωνσταντίνος: Στην Αθήνα λίγο πολύ ξέρουμε, όσοι κάνουμε αυτή την δουλειά, τα στέκια που στηρίζουν αυτή την μουσική. Ξέρουμε τώρα τι θα γίνει όπου και αν πάμε..

Πώς ενωθήκατε εσείς οι τρείς σε σχήμα και φτιάξατε τους ”Μπρε Μαγκιόρε”;

Παναγιώτης: Πριν 4 χρόνια παίζαμε εγώ, ο Κωνσταντίνος, και ένα παιδί που δεν είναι πλέον στο σχήμα, ο Παναγιώτης, που έπαιζε μπαγλαμά και ήταν και ο νονός του σχήματος που σκέφτηκε το ”Μπρε Μαγκιόρε”.

Παναγιώτης Κοτταράς στην κιθάρα.

Η σκέψη να βάλετε και δεύτερο μπουζούκι στο σχήμα πώς προέκυψε;

Κωνσταντίνος: Θα μπορούσαμε να είχαμε ψάξει πάλι για μπαγλαμά ή για ένα άλλο μουσικό όργανο. Ωστόσο μας άρεσε περισσότερο αυτός ο μπουζουκίστικος ήχος που έβγαινε μπροστά.

Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια με το σχήμα;

Κωστής: Προς το παρόν μας αρέσει που βρισκόμαστε και παίζουμε σε πρόβες και σε μαγαζιά. Προσπαθούμε παιχτικά να βάζουμε στα κομμάτια το δικό μας ήχο, αλλά δεν έχουμε κάτι στα σκαριά για να βγάλουμε π.χ ένα δίσκο.

 

Πώς βλέπετε αυτή την ”αναβίωση” της ρεμπέτικης μουσικής σήμερα;

Κωστής : Είναι ευχάριστο να βλέπεις τόσα παιδιά να μαθαίνουν, να παίζουν και να ακούν ρεμπέτικη μουσική στις μέρες μας. Αυτό ”ο χαμός” έχει να κάνει με την εποχή μας, που ακόμα και το πιο μικρό μαγαζί θα ψάξει να βρει ένα σχήμα για να παίξει και ότι το ρεμπέτικο τραγούδι παραμένει ένα λαϊκό άκουσμα, με την έννοια πως μιλά στην καρδιά του λαού και παραμένει επίκαιρο.

Παναγιώτης: Γίνεται πάντως προσπάθεια να αναβιωθεί το ρεμπέτικο τραγούδι και εκτός επανεκτελέσεων, από σημερινά ρεμπέτικα σχήματα. Αρκετοί γράφουν τραγούδια καινούργια στους παλιούς ‘δρόμους’ σήμερα.

Κωνσταντίνος: Όπως ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου ας πούμε ..

Κώστης: Δεν θα τον έβαζα το Θανάση Παπακωνσταντίνου στο ρεμπέτικο τραγούδι, αλλά στο έντεχνο περισσότερο…Οι μισές λέξεις που χρησιμοποιεί αν πας στην Βαρβάκειο να παίξεις τραγούδι του θα σε κοιτάνε .. Δεν φτάνει να θυμίζει ρεμπέτικο είτε παιχτικά είτε στιχουργικά, θα πρέπει να υπάρχει και μια λαϊκότητα..Να είναι προσεγγίσιμο στο πολύ κοινό δηλαδή…

Σήμερα το λαϊκό τραγούδι έχει γίνει συνώνυμο του αρμόνιου και του μπασο-τύμπανο στις μεγάλες πίστες συμμερίζεστε αυτή την άποψη ότι το λαικό τραγούδι έχει ταυτιστεί περισσότερο με αυτό ;

Κωστής: Ότι έχουν κυκλοφορήσει πολλά τέτοια τραγούδια και τα ονομάζουμε λαϊκά δεν σημαίνει πως είναι. Έχουν μια μανιέρα που συνθέτονται και ένα τρόπο που καταναλώνονται από τον ακροατή. Αν μείνουν, όσα μείνουν, τότε θα δούμε και πόσο μιλούν στο λαό, είναι δηλαδή, δημοφιλή στους περισσότερους. Με αυτή την έννοια που λες το λαϊκό τραγούδι ταυτίζεται με το ”φθηνό” τραγούδι που έχει συγκεκριμένους στόχους, το κέρδος και ακροατές. Λανθασμένα κατ’ εμέ θεωρείται λαϊκό.

Κωνσταντίνος: Επίσης, ο όρος «λαικός» με την αρνητική του χροιά υπήρχε κάποτε και για το ρεμπέτικο τραγούδι. Όσοι άκουγαν άλλη μουσική, όπως ευρωπαϊκά κ ελαφρά, σνόμπαραν το ρεμπέτικο, αλλά σήμερα όλοι τρέφουν ένα σεβασμό γι’ αυτό. Δεν πιστεύω πως το λαικό τραγούδι ταυτίζεται με τα τραγούδια της μεγάλης πίστας.. Συμφωνώ εδώ με τον Κωστή. Πραγματικό λαϊκό τραγούδι είναι αυτό που ακούει ο περισσότερος κόσμος και διασκεδάζει. Κάποτε υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα στην «λόγια» μουσική και στην λαική μουσική, γιατί υπήρχε μια προσπάθεια να ερμηνεύονται τα πάντα με μια ταξικότητα. Τώρα μέσα σε ένα μαγαζί δε θα δεις τόσες αποκλίσεις..

Ταξικές διαφορές σε εκείνους που ακούν ρεμπέτικη μουσική δε θα βρεις. Κάποτε ήταν οι εργάτες και οι λούμπεν που άκουγαν ρεμπέτικο, αλλά στην σημερινή εποχή νομίζω ότι δεν υπάρχει θέμα ταξικότητας στην μουσική γενικά.. Ακόμα και οι μουσικές κουλτούρες που κάποτε υπήρχαν και διαμόρφωναν διαφορετικά ”στρατόπεδα” έχουν εκλείψει.. Με κοιτάς και σκέφτεσαι τίτλο clickbait ” Κωνσταντίνος Χριστόπουλος ”Υπερτιμημένος ο Καρλ Μαρξ. Το λαικό τραγούδι δεν είναι ταξικό” (γέλια)

Παναγιώτης: Κανόνισε να μας νομίζουν για τίποτα φιλελεύθερους Χριστόπουλε..

Μια που μιλάμε για τάξεις .. Να βάλω λίγη τάξη στην συζήτηση η οποία είναι ευχάριστη, αλλά ξεστρατίζει. Καταφέρνετε να επιβιώνετε μέσω αυτής της δουλειάς;

Κωστής: Δουλεύω 10 χρόνια σαν μουσικός, χρειάστηκε ένα καλό διάστημα για να στηριχθώ οικονομικά αυτόνομος. Χρειάζεται να τρέξεις, να βρεις τα κατάλληλα μαγαζιά, να γνωρίσεις τι παίζει στην πιάτσα απο συναδέλφους και να έχουμε ο ένας τον άλλον στο νου του να καλύψουμε ανάγκες και συναδέλφους.

Παναγιώτης: Αυτό που παίζει σε αυτή την δουλειά πολύ είναι τα κομμένα μεροκάματα. Να κλείνουν μαγαζιά γρηγορότερα απ’ ό,τι ανοίγουν. Είχα κλείσει δουλειά για Σάββατα και μέσα σε 2 μήνες έκλεισε το μαγαζί. Αν δεν μπει κόσμος σου λέει ο μαγαζάτορας ”μην παίξεις”. Γιατί έφυγα απο το σπίτι μου και ήρθα; Για να με δεις; Τι να του πεις..

Κωνσταντίνος: Υπάρχουν γενικά πολύ αερητζήδες.. όπως σε όλα τα επαγγέλματα. Πάμε ψυλλιασμένοι στα μαγαζιά και όχι ”αέρα πατέρα”, όπως όταν ήμασταν πιο πιτσιρικάδες. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη να δουλέψεις και δεν μπορεί να έχεις αυταπάτες πως όλα θα πάνε καλά, όταν γνωρίζεις εκ των προτέρων από άλλους ό,τι εκεί δεν είναι καλά.

Τι σας εκνευρίζει από όλα όσα κάνουν κάποιοι στο μαγαζί ;

Κώστης: Το να κοιτάνε συνέχεια τα κινητά τους. Θέλω να τους τα πιάσω απο τα χέρια και να τους πω ”Δε θα στείλει άκουσε με.. Βασικά άκουσε με, παίζω”.

Κωνσταντίνος: Ε, η φασαρία είναι νομίζω η κορυφή. Ειδικά στις δουλειές χωρίς ήχο.

Να κλείσουμε με κάτι που θέλετε να πείτε στους αναγνώστες της Κατιούσας;

Παναγιώτης : Καλή πρόοδο και όλα καλά θα πάνε.. Βασικά, όχι ξέρουμε πως τα πράγματα δεν πάνε ποτέ καλά.

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: