Κωνσταντίνος Γκούβας: Η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο, μπορεί όμως να μας ενθαρρύνει

Ταξιδεύουμε στην Θεσσαλονίκη και συναντάμε τον μουσικό Κωνσταντίνο Γκούβα. Συνομιλούμε μαζί του για το ρεμπέτικο στην Συμπρωτεύουσα, την μουσική του πορεία και την κατάσταση που επικρατεί στα μαγαζιά την εποχή του κορωνοϊού.

Ο Κωνσταντίνος Γκούβας κατάγεται απο τον Βόλο. Ζει και εργάζεται σαν μουσικός τα τελευταία 12 χρόνια στην Θεσσαλονίκη. Σαν φοιτητής έκανε τα πρώτα του βήματα ως πιανίστας περνώντας στην λαϊκή μουσική και το μπουζούκι μαγεμένος από το ρεμπέτικο τραγούδι. Λάτρεψε την ρεμπέτικη μουσική και μέχρι σήμερα δεν έχει σταματήσει να την μελετά και να την ανακαλύπτει.

Κύριο ‘’ορμητήριο’’ του και χώρος δουλειάς του, τα τελευταία χρόνια, είναι η ταβέρνα “Χατζή Μπαχτσέ” όπου μαζί με την Ζωή Τσινιάρη και τον Μανώλη Πορφυράκη (από το συγκρότημα Πλήρης Ντάξει)  διασκεδάζουν τους Θεσσαλονικείς με ποιοτική ρεμπέτικη μουσική και πολύ καλή κουζίνα.

Το “Χατζή Μπαχτσέ”  δεν είναι ένα απλό μαγαζί με μουσική και φαγητό. Μεταμορφώνεται  και σε “σκηνή θεάτρου”,  όπου ανεβαίνουν μουσικές παραστάσεις. Δεν χρειάζονται πολλά πράγματα για να παραγάγεις πολιτισμό. Αρκεί το μεράκι, το ταλέντο και η όρεξη να ασχοληθείς πραγματικά με αυτό που αγαπάς και να το δίνεις απλόχερα στους ανθρώπους που έρχονται να περάσουν λίγες ώρες ξεγνοιασιάς, αφήνοντας πίσω τα προβλήματα τους. Αυτό που κάνουν τα παιδιά εκεί μέσα δείχνει σεβασμό και ειλικρινή αγάπη απέναντι σε κάθε σταγόνα ιδρώτα που έχει ρίξει πάνω στην εργασία του ο πελάτης, και όχι μια επιτηδευμένη “όμορφη ατμόσφαιρα”.

Δεν χρειάζονται μεγάλα σκηνικά και αμφίβολοι χορηγοί για να δημιουργηθεί πολιτισμός, αλλά ψυχή και αλήθεια σε αυτό που προσφέρεις.

Ο Κωνσταντίνος είναι πρόεδρος στο Παράρτημα της Θεσσαλονίκης του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου και ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για όσα συμβαίνουν στο κλάδο των συναδέλφων του το τελευταίο χρονικό διάστημα. Μας μιλά για την κατάσταση στη νυχτερινή Θεσσαλονίκη, αλλά δεν παραλείπει να αναφερθεί και στους εργαζόμενους της μέρας, που εξίσου πλήττονται από την πανδημία. Η διαίρεση των εργαζόμενων σε προνομιούχους και μη είναι ένα πολιτικό τρικ της κυβέρνησης, με σκοπό ο κάθε κλάδος να νιώθει μόνος και ευάλωτος απέναντι στην πανδημία. Κατάσταση η οποία δεν ισχύει όπως είδαμε στην μεγάλη συμπαράσταση του λαού, τόσο στις κινητοποιήσεις του σωματείου το περασμένο Μάιο, αλλά και στις σε άλλες κινητοποιήσεις σωματείων.

 

Πώς έρχεσαι πρώτη φορά σε επαφή με την μουσική; Τι μουσική θυμάσαι να παίζει στο σπίτι σας καθώς μεγαλώνεις στο Βόλο;

Ο πατέρας μου έπαιζε από την παιδική του ηλικία πιάνο. Είχε φτάσει μέχρι το πτυχίο, οπότε οι πρώτες μελωδίες που άκουσα ως παιδί ήταν κλασική μουσική. Τον θυμάμαι να παίζει πιάνο. Είναι από τις πρώτες εικόνες που ΄χω στην μνήμη μου, όταν τον φέρνω στο νου μου. Αναμενόμενο σαν παιδί να επηρεαστώ και να θέλω να ακολουθήσω “τα βήματα του”, μαθαίνοντας πιάνο και ο ίδιος. Παράλληλα μέσα στο σπίτι υπήρχε και η ελληνική έντεχνη μουσική μαζί με τους “κλασικούς” Έλληνες συνθέτες, τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη.

Σε τι ηλικία ξεκίνησες ο ίδιος να μαθαίνεις πιάνο;

Από τα 6-7 μου χρόνια έως τα 14. Μετά μπήκε η εφηβική μου επαναστατικότητα στην μέση και άρχισα λίγο να μην είμαι τόσο πειθαρχημένος στην μελέτη μου. Το πιάνο και ειδικά το κλασικό ρεπερτόριο ζητά πολλή μελέτη και πολλή πειθαρχία. Ζητά συγκεκριμένο τρόπο εκτέλεσης των κομματιών και όλο αυτό είναι ασύμβατο με την εφηβεία που επιθυμεί πιο “σκληρά” ροκ ακούσματα.

Δεν το παράτησα αμέσως σαν μουσικό όργανο. Έκανα και ένα πέρασμα στα 16-17 μου να παίζω έντονα τις συνθέσεις του Θάνου Μικρούτσικου με τον οποίο είχα παθιαστεί. Υπήρχε μια ένταση στο παίξιμο του, η οποία κατάφερνε να εκφράσει σε μεγάλο βαθμό και τον δικό μου εφηβικό αναβρασμό εκείνη την εποχή. Σιγά σιγά με έφερε πιο κοντά στους ελληνικούς ήχους. Μέσω εκείνου γνώρισα τους ποιητές μας. Μέσω των μελοποιήσεων, ήρθα πιο κοντά με την “λαϊκή” μεριά των Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, γνώρισα για πρώτη φορά τον Τσιτσάνη και από εκεί άνοιξε ένας εντελώς νέος, καινούργιος και αδοκίμαστος δρόμος προς το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και το ρεμπέτικο.

 

Αυτή η μετάβαση από το πιάνο στο μπουζούκι πώς προέκυψε;

Μπουζούκι από κοντά δεν είχα δει μέχρι τα 19 μου χρόνια. Σαν παιδί είμαι σίγουρος πως και να άκουγα τον ήχο του δε θα κατάφερνα να τον ξεχωρίσω. Δεν πηγαίναμε σε μπουζούκια σαν οικογένεια, δεν είχα επαφή με τη νύχτα.

Όταν ήρθα ως φοιτητής στην Θεσσαλονίκη, για να αυξήσω το εισόδημα μου, το οποίο εξατμίζεται όταν ζεις μόνος σου για πρώτη φορά μέχρι να μάθεις να το διαχειρίζεσαι σωστά, βρέθηκα να παίζω πιάνο σε διάφορα μαγαζιά μαζί με φίλους μου.

Κάποια στιγμή, φέρνει ένας από αυτούς ένα ξεχαρβαλωμένο μπουζούκι τετράχορδο, το οποίο εμείς το κουρδίζαμε ως κιθάρα για να μπορέσουμε να το προσομοιώσουμε αρχίσαμε να παίζουμε και ρεμπέτικο ρεπερτόριο. Σιγά -σιγά άρχισε να μ’ αρέσει παραπάνω από ό,τι θα έπρεπε και αποφάσισα να το σκαλίσω λίγο παραπάνω σαν όργανο.

Αγόρασα ένα καινούργιο και άρχισα να το μελετώ μόνος μου. Είχα και το θράσος να πάω να παίξω, πριν ακόμα καλά -καλά το μάθω.

Τι ήταν αυτό που σε τράβηξε στην ρεμπέτικη μουσική και αποφάσισες να “τα εγκαταλείψεις όλα” για χάρη της;

 

Σαν είδος μουσικά είναι αρκετά πλούσιο. Έχει πολλές καταβολές από Δύση και Ανατολή. Αυτό το σμίλεμα που συντελέστηκε στον Πειραιά την δεκαετία του ‘20, τόσο από μουσικής, όσο και από λαογραφικής άποψης μου κέντρισε το ενδιαφέρον. Μέσα από το ρεμπέτικο τραγούδι μαθαίνεις την ιστορία σου, τις συνήθειες των προγόνων σου, τους καημούς τους, τις χαρές τους, την καθημερινότητα τους. Μέσα από το ρεμπέτικο τραγούδι εκφράζεται η λαϊκή ψυχή. Εκφράζεται ο φτωχός μεροκαματιάρης, ο εργάτης του εργοστασίου, ο μικρο-έμπορος, ο παραβατικός, ο μάγκας, μια πληθώρα ανθρώπων και επαγγελμάτων. Είναι σαν να ανοίγεις ένα παράθυρο στο παρελθόν, αλλά ταυτόχρονα να καταλαβαίνεις πως αυτό έχει συνέχεια και στο σήμερα.

Η  γλώσσα του ρεμπέτικου τραγουδιού μπαίνει κατευθείαν στην καρδιά των απλών ανθρώπων μέχρι και σήμερα. Εκφράζει τον έρωτα, την απόρριψη, τον χωρισμό, το μαράζι, την φτώχεια, την ανεργία, την αδικία προσωπική και κοινωνική πράγματα που μέχρι σήμερα όλοι μας βιώνουμε. Οι άνθρωποι δε που τα έγραφαν, δεν ήταν λόγιοι, αλλά το ίδιο μεροκαματιάρηδες με εκείνους που τους άκουγαν. Το πρωί ήταν και οι ίδιοι χασάπηδες, μπακάληδες, εργάτες  και μέσα από τα προσωπικά τους βιώματα έγραφαν 2-3 στίχους με απλές λέξεις που συναγωνίζονται σε νόημα και βάθος ακόμα και το πιο μορφωμένο ποιητή. Για τα ίδια θέματα άλλωστε έγραφαν ο καθένας από το δικό του μετερίζι.

Μαζί με τον μουσικό και λαογραφικό πλούτο που φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι υπάρχει και αυτή η εργατική του καταβολή που κουμπώνει με την δική μου ιδεολογία  σαν άνθρωπο και δεν μπορούσα να το αγνοήσω σαν είδος.

 

Ωστόσο, ένας άνθρωπος που έχει μεγαλώσει μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον ακουστικά είναι εύκολο να προσαρμοστεί μέσα σε ένα άλλο είδος;

Δεν αντιμετώπισα δυσκολία. Σίγουρα έχω μεγαλύτερες απαιτήσεις από τους στίχους. Υπάρχουν ρεμπέτικα τραγούδια που δεν μ’αρέσουν στιχουργικά, αλλά υπάρχουν και τα τραγούδια του Μητσάκη που για μένα είναι άρτια. Αγγίζουν τα όρια της ποίησης. Πολλοί ρεμπέτες πειραματίστηκαν με την γλώσσα και έφτιαξαν δικές τους λέξεις. Δε μιλώ για την αργκό που από μόνη της είναι ολόκληρη παράλληλη γλώσσα της εποχής, εννοώ πραγματική λεξιπλασία από ρεμπέτες ακριβώς όπως την συναντάμε στους ποιητές. Δεν θα τα ζυγίσω ποιο είναι πιο “όμορφο” ή “αληθινό” και τα δυο φέρουν ποιότητες απαράμιλλες μεταξύ τους. Το αφήνω στην στιγμή και στην διάθεση του καθένα.

 

Υπάρχει μια συγκεκριμένη περίοδο του ρεμπέτικου/λαϊού που εμμονικά παίζεις όπως ορισμένοι στο χώρο ή δεν έχεις τέτοια κολλήματα;

 

Για μένα υπάρχει η καλή και η κακή μουσική. Δεν μπορώ να πω πως ένα τραγούδι του ΄90 είναι κακό και μόνο εκείνα που βγήκαν προπολεμικά είναι τα καλά τραγούδια και θα παίζω μόνο αυτά. Δεν έχω τέτοια κόμπλεξ.

 

Σήμερα το λαϊκό τραγούδι πως το βλέπεις στιχουργικά; Υπάρχει η ίδια ποιότητα και ευαισθησία όπως παλιότερα;

 

Μεμονωμένα βλέπεις να γράφονται διαμάντια.Η εποχή μας δυστυχώς εκτιμά περισσότερο την ποσότητα, παρά την ποιότητα στα τραγούδια. Ξέρουν τι πουλά στο κοινό και φροντίζουν να το παραγάγουν  πολλαπλώς, αδιαφορώντας για το αν μείνει μέσα στο χρόνο ή όχι. Φτιάχνουν τραγούδια με σκοπό την πώληση, την αγορά,να βγει το γρήγορο “hit”, δεν ενδιαφέρονται οι εταιρίες να βρουν δημιουργούς.

Υπάρχουν ποιητές, τραγουδιστές, μουσικοί, στιχουργοί και συνθέτες και στο σήμερα, αλλά κανείς δεν τους ψάχνει ή δεν τους δίνει βήμα ή χώρο για να γράψουν μουσική και στίχο. Επιθυμούν εκείνον που θα σκύψει το κεφάλι, θα εκτελέσει συγκεκριμένες εντολές ώστε να βγει κάτι πιασιάρικο.

Σαφέστατα και παλιότερα έβγαιναν κακά τραγούδια σωρηδόν, όμως υπήρχε χώρος και χρόνος να βγουν τραγούδια μέσα από τις ψυχές των ανθρώπων και κυρίως να ακουστούν, χωρίς να υπάρχει αποκλεισμός, ώστε να προωθήσουν κάποιον άλλον.

Δεν έχει αλλάξει όμως και η νοοτροπία του ακροατή; Δηλαδή υπάρχουν πλέον τόσα τραγούδια στο ίντερνετ που δεν υπάρχει χρόνος να σου εντυπωθεί κάποιο περισσότερο από ένα άλλο, ενώ τότε στις γειτονιές ήταν άλλοι ρυθμοί..

Σαφώς. Η σύγχρονη κοινωνία είναι διαφορετική και έχει μάθει να τρέχει πίσω από πράγματα. Παλιότερα, αγοράζαμε CD’s, τα ακούγαμε, τα ξανακούγαμε, διαβάζαμε τους στίχους. Τώρα με ένα κλικ έχεις πρόσβαση παντού αυτό όμως σου στοιχίζει, γιατί δυσκολεύεσαι να επικεντρωθείς και να εκτιμήσεις το πραγματικά καλό τραγούδι.

Από την άλλη βέβαια το ίντερνετ βοηθά και την διάσωση πολλών παλιών τραγουδιών, αλλά και στο να γίνονται γνωστοί νέοι καλλιτέχνες που είναι αποκλεισμένοι από τα συμβατικά ΜΜΕ. Για όλα υπάρχει ένα κόστος βέβαια.

Πως ήταν η πρώτη φορά που ανέβηκες στο πάλκο να παίξεις ο ίδιος;

Πριν το ντεμπούτο στο γενικό κοινό, υπήρχε το προσωπικό παίξιμο στην παρέα. Από το πρώτο έτος, μαζί με φίλους πίναμε και παίζαμε μεταξύ μας, λέγοντας ό,τι μας απασχολούσε εκείνο το διάστημα. Κάποια στιγμή, ήμασταν σε ένα μαγαζί και μας πρότειναν αν θέλει κάποιος να σηκωθεί και να παίξει μουσική και όπως ήμασταν και ψιλομεθυσμένοι ανεβήκαμε εμείς πάνω και παίξαμε 2-3 τραγούδια.

Μας προτάθηκε απο το μαγαζί να παίξουμε αν θέλουμε κάποια μέρα. Εμείς ενθουσιαστήκαμε. Βάλαμε κάτω τα τραγούδια που ξέραμε τότε. Όσα ξέραμε και πήγαμε. Δυο κιθάρες και ένα πιάνο. Στην πορεία μέσα στο εξάμηνο φέρνει το μπουζούκι ο φίλος μου, αλλά μετά απο λίγο σταματάμε να παίζουμε εκεί και μας γίνεται μια πρόταση από μια ταβέρνα. Λέμε ναι, πάμε.

Παίζαμε μπουζούκι, όπως να ‘ναι, πότε ο ένας πότε ο άλλος. Ξέραμε 50 τραγούδια, τα τελειώναμε και πάλι από την αρχή. Πολύ θράσος. Ήμασταν και 20χρονοι. Η πρόοδος  ωστόσο ήταν μεγάλη μέσα σε ένα χρόνο. Δεν ήμασταν τόσο χάλια.

 

Μπήκα στην διαδικασία να το μελετήσω και μέσα σε ελάχιστο διάστημα ήμουν έτοιμος.

Να μιλήσουμε για τις σταθερές σου συνεργασίες στο χώρο; Υπήρξαν ή υπάρχουν σχήματα στα οποία βρισκόσουν ή βρίσκεσαι μέσα σε αυτά;

Έχω παίξει σχεδόν με τους περισσότερους στην Θεσσαλονίκη και με κάποιους συνεχίζω να παίζω τακτικά. Σταθερά σχήματα με την έννοια να υπάρχει ένα όνομα δεν είχα ποτέ. Στο ρεμπέτικο τραγούδι συνήθως γράφουμε τα επώνυμά μας, αν και τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιούν και ονόματα μόνο για καλλιτεχνικούς λόγους αν θέλει κάποιο σχήμα να βγάλει δίσκο.

Ξεκίνησα με τα παιδιά τα πρώτα 4 χρόνια σταθερά με τους φίλους μου τον Γιάννη και τον Παντελή. Το 2011, σταματήσαμε γιατί τα παιδιά έφυγαν απο Θεσσαλονίκη και παράλληλα εγώ είχα βρει κάποια άκρες με άλλους μουσικούς . Έπαιζα για δυο χρόνια με το Χρήστο Κόσμα, ντουέτο και όπου βρισκόταν μεροκάματο. Με εκείνον έμαθα ουσιαστικά τη δουλειά και πώς θα παίζω σωστά.

Λίγο πριν φύγω φαντάρος το 2013, πάω και παίζω στο καλοκαιρινό “Χατζή Μπαχτσέ” και όταν γυρίζω αποφασίζω πως θέλω να ασχοληθώ με την μουσική και με αυτό το επάγγελμα. Προς μεγάλη μου τύχη η Ζωή Τσινιάρη, μου πρότεινε μια αντικατάσταση για ένα μήνα ενός μπουζουξή στο “Χατζή Μπαχτσέ” και άρχισα να παίζω με την Ζωή και τον Μανώλη Πορφυράκη. Από το Σεπτέμβρη του 2014 μέχρι και σήμερα είμαι εκεί.

Έχω παίξει πολύ και με τους “Los Rebellos” και για 2-3 χρόνια με την Ελένη Μπουσμαλή ως μπουζουξής και συμμετείχα και στο δίσκο της.

 

Πως ήταν η πρώτη εμπειρία να μπαίνει σε στούντιο ηχογράφηση;

Ήταν τρομερή εμπειρία. Είδα με άλλο τρόπο την μουσική. Σαν παίχτης σε πάλκο πολλές φορές μπορεί να σου ξεφύγει κάτι ή να το παίξεις κάπως θολό. Δε σκαλώνεις. Συνεχίζεις πάνω σε αυτό. Στην ηχογράφηση δεν είναι έτσι. Πρέπει να παίζεις καθαρά και στρωτά, οπότε έμαθα να πειθαρχώ πάνω σε αυτό.

Θα έμπαινα πάλι με πολλή χαρά σε δίσκους φίλων μου αν μου το ζητήσουν. Το θεωρώ άκρως τιμητικό άσχετα αν είμαι καλός ή κακός παίχτης.

 

Θα ΄θελες να έφτιαχνες κάτι δικό σου;

Αυτό το νιώθω λίγο μακρινό. Δεν έχω δημιουργήσει κάτι ακόμα.

Το φοβάσαι ή δεν έχεις βρει ακόμα το κατάλληλο χρόνο;

Δεν είναι θέμα χρόνου.Είναι θέμα ικανότητα στην σύνθεση. Μου βγαίνει πιο εύκολα να βγάλω ένα κομμάτι στο πιάνο παρά στο μπουζούκι. Στο μπουζούκι ό,τι έχω γράψει, δεν το θεωρώ αδιάφορο, αλλά είμαι σε ένα στάδιο που ό,τι γράφω μου θυμίζει κάτι άλλο. Δε με ολοκληρώνει μέχρι στιγμής.

Εκτός από μουσικός είσαι και δάσκαλος μουσικής. Πώς είναι αυτή η εμπειρία να βρίσκεσαι πλέον στην άλλη θέση;

Η μουσική για μένα πρέπει να συνδυάζει μελέτη και διασκέδαση. Προσπαθώ να μην είμαι αυστηρός με τους μαθητές μου σε σημείο να θυμίζω κάτι από το Ωδείο στο οποίο πήγα ο ίδιος. Θέλω να κάνω τους μαθητές μου να αγαπήσουν την μουσική και το μουσικό όργανο που παίζουν. Δίνω μαθήματα πιάνου, κιθάρα, μπουζούκι .. Μέχρι ένα επίπεδο που μπορώ να τους πάω.

Μαθαίνω στους μαθητές μου να εκφράζονται μέσα από τη μουσική. Αν κάποιος θέλει να πάρει ένα πτυχίο δεν μπορώ να τον βοηθήσω πρέπει να πάει σε ένα Ωδείο.

Πως είναι η σημερινή κατάσταση στην Θεσσαλονίκη τη νύχτα μετά την πανδημία;

Η Θεσσαλονίκη σαν πόλη έχει ανεργία και την ημέρα και το βράδυ. Πολλά μαγαζιά έχουν κλείσει. Ο κόσμος βγαίνει, αλλά βγαίνει πιο συντηρητικά από πριν. Το ρεμπέτικο τραγούδι έχει παράδοση στην Θεσσαλονίκη, αλλά όχι στα επίπεδα του Πειραιά, παρότι ήταν μεγάλο λιμάνι και δέχτηκε και εκείνη πρόσφυγες. Η Θεσσαλονίκη από τη δεκαετία του ’50 μεχρι και το 2000 είχε κυρίως λαϊκά, αλλά τα περισσότερα μαγαζιά που έπαιζαν τέτοια έχουν κλείσει από την πρώτη οικονομική κρίση.

Όταν ξεκίνησα στην Θεσσαλονίκη πριν 10-15 χρόνια οι πενηντάρηδες δεν γνώριζαν από ρεμπέτικο τραγούδι. Άκουγαν το “Πίνω και μεθώ” και καπάκι ζητούσαν το “Αγριολούλουδο”. Ακούγεται παράδοξο, αλλά η Θεσσαλονίκη δεν ακολούθησε τον Πειραιά ή την Πάτρα στην παράδοση του ρεμπέτικου τραγουδιού, κάτι που τα τελευταία χρόνια νιώθω πως τείνει να αλλάξει.

Το “Χατζή Μπαχτσέ” είναι από τα λίγα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης που παίζουν αμιγώς ρεμπέτικη μουσική και προσπαθούμε να στήσουμε γύρω από τη μουσική αυτή και μικρές μουσικές παραστάσεις.

Πριν περάσουμε στις μικρές παραστάσεις στο “Χατζή Μπαχτσέ”, θέλω να σταθούμε στις  δυο μεγάλες αφιερωματικές παραστάσεις στις οποίες συμμετείχες αυτή την χρονιά. Η μια ήταν στην μνήμη της Στέλλας Χασκίλ, ρεμπέτισσα της Θεσσαλονίκης εβραικής καταγωγής και η άλλη ήταν για τον ρεμπέτη Γιώργο Μητσάκη..

Θα μιλήσω πρώτα για το αφιέρωμα στην Στέλλα Χασκίλ το οποίο παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Θεσσαλονίκης παρότι, ενδεχομένως, να μην είναι ιδιαιτέρως γνωστή ρεμπέτισσα τους περισσότερους αναγνώστες. Θα το κάνω για δυο λόγους : Πρώτον, γιατί θεωρούμε το ρεμπέτικο ανδρική υπόθεση και είναι. Οι περισσότεροι ρεμπέτες ήταν άνδρες, ωστόσο δίπλα τους πέρασαν και αρκετές γυναίκες. Ελάχιστες από αυτές κατάφεραν να γίνουν γνωστές και να αφήσουν ηχογραφημένα τραγούδια. Οι περισσότερες δεν  μπόρεσαν λόγω της συντηρητικής εποχής να μακροημερεύσουν στα πάλκα. Αποσύρονταν λόγω οικογένειας συνήθως. Νομίζω πως είναι άδικο να μην μνημονεύονται οι γυναίκες και μην βγαίνει στην επιφάνεια η συνεισφορά τους μέσα στο ρεμπέτικο τραγούδι.

Δεύτερον, η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη όπου το εβραϊκό στοιχείο υπήρχε έντονα μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι η ιστορία αυτής της πόλης, είναι κομμάτι της πόλης αυτής και όπως απάντησα και πιο πριν, βλέπουμε πως μέσα από το ρεμπέτικο τραγούδι φαίνεται το ψηφιδωτό των λαών που βρέθηκαν στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Υπήρχαν Εβραίοι, Τούρκοι, Αρμένιοι, Έλληνες, Σλάβοι σε αυτή την πόλη και όλοι έδωσαν από κάτι. Όσο και αν έχει ξεπέσει η Θεσσαλονίκη νιώθεις στον αέρα αυτή την ενέργεια, αυτόν τον συγκερασμό από λαούς, από κουλτούρες. Μέσα από το αφιέρωμα στην Στέλλα Χασκίλ ήρθα πιο κοντά σε αυτή την ενέργεια αν και  ήταν λίγα τα τραγούδια που έχουν διασωθεί από εκείνη.

Πώς σαν έγινε η πρόταση σαν σχήμα “Χατζή Μπαχτσέ” να παίξετε σε αυτή την παράσταση;

΄

Η Ζωή δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από την Αθήνα όπου την ενημέρωσαν πως ένας μπουζουξής από το Ισραήλ, ο Τόμερ Κάτς είχε κάνει ένα αφιέρωμα εκεί για την Στέλλα Χασκίλ και επιθυμούσε να ανέβει στην Θεσσαλονίκη μια ακόμα παράσταση. Μας προτάθηκε να συμμετασχουμε και δεχτήκαμε με πολλή χαρά και τιμή. Μαζί με το γνωστό σχήμα του μαγαζιού τραγούδησε και μια μαθήτρια μου, η οποία τραγουδούσε ισπανικά και πορτογαλικά τραγούδια, τα οποία είναι πολύ κοντά στην σεφαραδίτικη διάλεκτο, διάλεκτο την οποία μιλούσαν οι Εβραίοι της Ευρώπης και της Θεσσαλονίκης εκείνη την εποχή. Προσθέσαμε μαζί με τα τραγούδια της Χασκίλ και σεφαραδίτικα τραγούδια της εποχής και ανεβάσαμε ένα ωραίο αφιέρωμα στην μνήμη της στο Μέγαρο Μουσικής της Θεσσαλονίκης το Νοέμβριο του 2019 και το τρέξαμε και στην “Πριγκιπέσσα” και στο ραδιόφωνο.

Να μιλήσουμε για την θεατρική παράσταση αφιερωμένη στο Γιώργο Μητσάκη, στην οποία συμμετείχες ο ίδιος την ίδια περίπου περίοδο..

Ήταν ένα θεατρικό το οποίο είχε γράψει ο Αριστογείτονας. Το είχε παρουσιάσει πριν μερικά χρόνια στην Καβάλα και επιθυμούσε να το φέρει στην Θεσσαλονίκη πριν το κατεβάσει στην πρωτεύουσα, επειδή για λίγα χρόνια ο Μητσάκης είχε ζήσει εδώ. Εκείνη την περίοδο τρέχαμε σαν τους παλαβούς.

Η ιδιαιτερότητα αυτής της παράστασης ήταν πως ήμασταν και εμείς πάνω στην σκηνή με τους ηθοποιούς.Ένα μεγάλο κομμάτι της σκηνής μας άνηκε.

 

Πως ήταν αυτές οι δυο εμπειρίες για σένα;

Αν και είχαν πολύ τρέξιμο, κούραση και άγχος ώστε να βγει ένα άρτιο αποτέλεσμα ήταν εμπειρίες που θα θυμάμαι σε όλη μου την ζωή. Έμαθα πολλά πράγματα, είχα την τιμή να παίξω σε χώρους όπως το Μέγαρο.Ελπίζω να ‘χω ξανά τέτοιες ευκαιρίες.

Σε μικρότερη κλίμακα της έχεις καθότι στο “Χατζή Μπαχτσέ” δημιουργείτε και οι ίδιοι μικρές παραστάσεις και αφιερώματα..

 

Χάρης την Ρούλα Φωτιάδου την θεία της Ζωής η οποία είναι και ηθοποιός έχουμε στήσει δυο παραστάσεις στο χώρο του “Χατζή Μπαχτσέ”. Η μια ήταν “Η Αστέρω” και η άλλη παράσταση ήταν αφιέρωμα στην Σωτηρία Μπέλλου. Δυστυχώς η τελευταία παράσταση δεν παίχτηκε πολύ εξαιτίας του κορωνοϊού και άλλων τραγικών γεγονότων που ακολούθησαν στην συνέχεια. Ελπίζουμε από Σεπτέμβρη να μπορέσουμε να την ανεβάσουμε και πάλι.

Η πόλη καταγωγής σου είναι ο Βόλος, πώς και δεν επέστρεψες  στην πόλη σου ώστε να ασχοληθείς με το ρεμπέτικο;

 

Ο Βόλος είναι μια μικρογραφία της Θεσσαλονίκης. Έχει παράδοση στο λαϊκό τραγούδι και ελάχιστη στο ρεμπέτικο. Θα “θελα πάρα πολύ να γυρίσω στο Βόλο και να είμαι μόνιμα εκεί, αλλά δεν είναι εφικτό. Οι ταβέρνες που θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν ένα ρεμπέτικο σχήμα έχουν κλείσει. Αν υπάρχουν είναι ελάχιστες.Τα τσιπουράδικα δεν χρειάζονται μουσική. Το φαγητό και το τσίπουρο είναι αρκετό για να περάσει ο άλλος καλά.

 

Μακάρι να υπήρχε δυνατότητα να γυρίσω μόνιμα, αλλά δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν πιστεύω πως θα συμβεί.

Κλείνοντας θα ΄θελα να σε ρωτήσω πώς είναι τα πράγματα στο κλάδο σήμερα στην Θεσσαλονίκη;

Η Θεσ/νικη λογω και του Πανεπιστημίου τα τελευταία χρόνια βγάζει καταπληκτικούς μουσικούς κατά την άποψη μου. Βλέπεις παιδιά 20-22 χρονών να κατέχουν την τεχνική και να εμβαθύνουν στο ρεπερτόριο με ταχύτατους ρυθμούς, κάτι που θεωρώ εξαιρετικά ελπιδοφόρο. Από κει και πέρα μαγαζιά για να στηρίξουν όλους τους μουσικούς που υπάρχουν στην πόλη δυστυχώς δεν υπάρχουν. Γίνονται πολλά λάιβ σε μικρούς χώρους, χωρίς σταθερότητα όμως. Ευελπιστώ τα πράγματα να αλλάξουν σύντομα γιατί ο κλάδος με τα χρόνια προβλήματα που υπάρχουν, δεν ξέρω αν θα μπορέσει να συνεχίσει να υφίσταται με τους σημερινούς όρους.

Τι θα συμβούλευες ένα νέο παιδί  το οποίο ξεκινά τώρα σαν μουσικός να παίζει στα μαγαζιά; Τι πρέπει να προσέξει  και που πρέπει να εστιάσει την προσοχή του ώστε να “κερδίσει” χρόνο και να μην κάνει λάθη που θα του “φάνε” χρόνο;

Να μελετάει, να ακούει και να έχει όρεξη. Να κοινωνικοποιείται μουσικά και να έχει πάντα ανοιχτά αυτιά και μάτια. Οι όροι της δουλειάς δεν είναι πάντα εύκολοι, αλλά με μεράκι, στοχοπροσήλωση και μελέτη νομίζω πως μπορεί να αντεπεξέλθει.

 

Τι θα ‘θελες να πεις στους αναγνώστες της Κατιούσας;

Η τέχνη δεν αλλάζει τον κόσμο, μπορεί όμως να μας ενθαρρύνει και να μας εμπνεύσει να τον αλλάξουμε. Καλούς αγώνες!

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: