Μπόμπιρας: Μαντέμι – Για ένα εργατικό “ατύχημα”

Ό,τι δε χωρά στις επίσημες στατιστικές του κράτους, χωράει στους στίχους ενός τραγουδιού.
Γιατί θέληση αδαμάντινη ψυχή από μαντέμι
η φλόγα της ζωής σε κράμα ανίκητο το δένει!

ο τέταρτο κομμάτι από το EP “Κοιλάδα του Γκρίζου”

Produced by Το Σφάλμα
Στίχοι, Ερμηνεία: Μπόμπιρας
Μουσική Επιμέλεια: Το Σφάλμα, Μπόμπιρας
Ενορχήστρωση φυσικών οργάνων: Τζίνα Καρδιόλακα

Φλάουτο: Δημήτρης Λιάσκος
Πιάνο: Τζίνα Καρδιόλακα
Ηλεκτρικό Μπάσο: Βαγγέλης Τσιμπλάκης
Τσέλο: Δήμητρα Κεκεδάκη
Scratches: Crash Override

Προγραμματισμός: Το Σφάλμα, Μπόμπιρας
Mixing & Mastering: Το Σφάλμα

Εικονογράφηση: Δήμος Στάθης
Επιμέλεια βίντεο: Ηλίας Στάθης, Κωνσταντίνος Μαδαρός

Κουπλε 1ο
Φαιά ουσία, εκεί που έχει νόημα ξοδεύω
τη σκέψη μου μαζεύω γύρω γύρω δεν χαζεύω
γιατί οι ιδέες και στίχοι με τύχη φτιάχνουν διαμάντια
κομμάτια να ακούς / να μεγαλώνει ο νους

ιδανικά κι αξίες αγίες δεν παζαρεύω
το μέλλον παλεύω διεκδικώ δεν ζητιανεύω
αποφεύγω να βαδίζω πλάι πλάι με την κατάντια
τύπους σιχαμερούς που φέρνουν τάσεις για εμετούς

όχι μάγκα μου δεν γράφουν ότι ζούνε/ με συγχωρείς
αυτοί προβάλουν έναν τρόπο ζωής
πως να σταθείς όταν βρεθείς σε στροφές καταστροφές
διέξοδο ψάχνεις μα δεν σε πάνε εκεί που θες

ηχογραφούν για χρυσά οι μεν και οι δε για την σαπίλα
το σάπιο περιθώριο τη ζωή μες στη σκατίλα
κοιτάς το ίδιο νόμισμα από μια άλλη πλευρά
αυταπάτες για ανέσεις που οδηγούν στην συμφορά…

Ρεφρέν
Έχουν λυσσάξει να κάνουν, την πόλη Βαλτιμόρη
καημό έχουν να δουν τις γειτονιές μας φαβέλες
όσο κι αν σπρώχνουνε να μπει το περιθώριο με το ζόρι
στα όνειρα τους παίζουν μπάλα, με δανεικές φανέλες

Κουπλέ 2ο
Κλεισμένοι μες στους τοίχους, μας κάναν φίλους
με το trash και την ξεφτίλα υποκουλτούρα και σαπίλα
κι οι ραπάδες μπερδεμένοι χαμένοι από την τιβί
νομίζουν πως το ζουν στην ανατολική ακτή

σε όλα τα κλιπς μοστράρουν βέρια μαχαίρια
γίναν ξεφτέρια στο να σπρώχνουν, όμως δεν μάθανε να χώνουν
λέγε λέγε κάτι μένει κι η κοινότητα υπομένει
δεμένη στη ανοχή, είναι συνενοχή!

Μία σκηνή που πάντα κράταγε δυο μέτρα και δυο σταθμά
μέσα στο βόθρο μια παρέα με τα σκατά
ισαποστάκιδες παρτάκιδες φασέοι που δείχνουν μοιραίοι
μπροστά στις κάμερες το παίζουν ωραίοι

διόλου τυχαίο η κουλτούρα της πρέζας μας κατακλύζει
λαός να γονατίζει τίποτα να μην ελπίζει
ολομέτωπα χτυπάνε στην καρδιά και στο νου
στα θεμέλια αυτού του κόσμου είναι η ρίζα του κακού

Κουπλέ 3ο
Είχα πει πως δεν θα γράψω για ένα σάπιο συνάφι
γιατί συνάδει με λεγόμενα που επόμενα θα πάνε στράφι
όμως στο δρόμο μου απάνω τους σκοντάφτω γι’ αυτό
είναι νομίζω σωστό / τέλος να μπει στο κρυφτό

παιδάκια χολέρα, σηκώσαν παντιέρα
τώρα στο ραπ θέλουν να κάνουν καριέρα
φοράν κουκούλες μας το παίζουν μπαμπούλες όμως σκατούλες
φλωράκια που μαζεύουνε στο instagram καρδούλες

στασίδι έχει το κάθε αρχίδι τον ανεβάσαν στο σανίδι
καλύτερα στη μούγκα να ‘χε μείνει
μου την δίνει που είναι αλώβητοι κανείς πια δεν τους κρίνει
και γράφουν χωρίς σέβας, χωρίς καμιά ευθύνη

είναι φθηνοί όλο τα ίδια γκάνια ντρόγκια αλητεία
βγάζουν φράγκα τάκα τάκα νταλαβέρια στην πλατεία
στα ντίλια κάνουν φλεξ θέλουν να γίνουνε Λεξ
μα ό,τι χτίζουν θα δουν να πέφτει όπως η Ρικομέξ!

Ρεφρεν
Έχουν λυσσάξει να κάνουν, την πόλη Βαλτιμόρη
καημό έχουν να δουν τις γειτονιές μας φαβέλες
όσο κι αν σπρώχνουνε να μπει το περιθώριο με το ζόρι
στα όνειρα τους παίζουν μπάλα, με δανεικές φανέλες

-.-

Το πέμπτο κομμάτι από το EP “Κοιλάδα του Γκρίζου”

Produced by Το Σφάλμα
Στίχοι, Ερμηνεία: Μπόμπιρας
Μουσική Επιμέλεια: Το Σφάλμα, Μπόμπιρας
Ενορχήστρωση φυσικών οργάνων: Τζίνα Καρδιόλακα

Φλάουτο: Δημήτρης Λιάσκος
Πιάνο: Τζίνα Καρδιόλακα
Ηλεκτρικό Μπάσο: Βαγγέλης Τσιμπλάκης
Τσέλο: Δήμητρα Κεκεδάκη
Scratches: Crash Override

Προγραμματισμός: Το Σφάλμα, Μπόμπιρας
Mixing & Mastering: Το Σφάλμα

Εικονογράφηση: Δήμος Στάθης
Επιμέλεια βίντεο: Ηλίας Στάθης, Κωνσταντίνος Μαδαρός

Στίχοι

Είναι νωρίς θαμπά τα τζάμια / από την υγρασία
πρωινά καλοκαιριού / μα εδώ είναι ακόμα κρύα
το αμάξι του παρκάρει τους δικούς του χαιρετάει
και με γοργό βηματισμό στο πόστο του τραβάει
είναι μια μέρα σαν τις άλλες/ μια ακόμα στο σφαγείο
τσιγκέλια και κοτόπουλα μαχαίρια και στα δύο
κομματιασμένα μέρη στήθη μπούτια στο πανέρι/
άντερα και σωθικά μέχρι το μεσημέρι
μόλις που έχει φέξει, λίγο πριν τις έξι
και ο Κάππα μπρος στη μηχανή κι αυτό το πρωί
πρωτοπόρος σωματείου μαχητής της ζωής
ακόμα ένας της γενιάς μας ήρωας αφανής
ξεροσταλιάζει με τις ώρες με το χέρι βάζει βγάζει
και το ρημάδι αχόρταγα συνέχεια ουρλιάζει
χώσε χώσε η μαλακία κάποια στιγμή στουμπώνει
εκείνος να ιδρώνει αυτό δεν λέει να ξεμπουκώνει
σπρώξε σπρώξε τράβα τράβα αυτό εκεί να κρατά
και ξαφνικά το γάντι πιάνεται και μέσα το ρουφά!
Δεν είχε καν καπάκι ούτε προστατευτικά
ποιος τα γαμάει αυτά να βγαίνει γρήγορα η δουλειά
άντερα και χέρι τα έκανε μια χαψιά
γύρο από όλα με πατάτες για μια αδίστακτη κοιλιά

άντερα και χέρι τα έκανε μια χαψιά
γύρο από όλα με πατάτες για μια αδίστακτη κοιλιά….

Με το ζερβό βρίσκει τον τρόπο να κλείσει την μηχανή
πονάει πολύ και προσπαθεί σιγά σιγά να αντιληφθεί
τι ακριβές του έχει συμβεί σε ποιο κακό όνειρο το ζει
αυτό που αντικρύζει θα ‘πρεπε να τον τσακίσει
μια πετσέτα του τυλίγει πρέπει να φύγει
κι όλοι τον κοιτούν σα χάνοι που βοήθεια οι ρουφιάνοι
αυτοί θα πούλαγαν τομάρι και ψυχή για ένα εικοσάρι
(σάπιοι μέχρι το μεδούλι αιώνια θα μείνουν δούλοι)
τέσσερις ώρες και στο χέρι του αυτή η βρωμοπετσέτα
ματωμένη περιμένει του χεριού την ειμαρμένη
με τούτα και με κείνα / τον φέρνουν στην Αθήνα
να βρεθεί ο χειρουργός, όσα ακόμα είναι καιρός
αυτοί όμως μπερδέψανε τον Κάππα με τις κότες
και βιαστήκαν να κόψουνε κι αυτόν όπως τις πρώτες
ΕΙΣΤΕ ΤΡΕΛΟΙ! ακούστηκε μια φωνή
είναι παιδί αυτό το χέρι είναι καθήκον να σωθεί
στο χειρουργείο / λίγο μετά τις δύο
παλεύουν να το σώσουν – φτάνω νοσοκομείο…

Φορούσε ένα χαμόγελο όταν τον φέραν μέσα
πονούσε προφανώς πως θα γινόταν αλλιώς
κοντά του ο πατέρας του καλοσυνάτος βράχος
ακόμα αναρωτιότανε πως έγινε το λάθος
μα ποιο λάθος όλοι ξέρανε ποια ήταν η αλήθεια
και πάσχιζε ο Κοτοπουλάς για μια σιγή σα τάφος
η πρώτη νύχτα ήρθε /και αυτή ρε δεν ξεχνιέται
ο πόνος και το βάσανο το στέρνο να πετιέται
κι όταν ο Κάππα κάλμαρε κάποια στιγμή το βράδυ
κατάφερε και έγειρε πάνω στο μαξιλάρι
όπως λοιπόν κοιμότανε η πεταλούδα φεύγει
ξεκόλλησε απ’ το χέρι του στο πάτωμα του πέφτει
κάνει μέσα στον ύπνο του να σκύψει να την πιάσει
και εγώ ρωτάω τι έγινε και αν είναι όλα εντάξει
μου λέει μέσα σε πυρετό για την αφέλειά μου
“σκύβω γιατί μου έπεσε η αξιοπρέπεια μου”

Οι μέρες του περνάγανε γινότανε περδίκι
και έκανε τον ξερότοπο με βράχια νέο σπίτι
κοπελιά και φιλαράκια, στο θάλαμο αστειάκια
μουντιάλ σε μια οθόνη στα κρυφά μπύρες σουβλάκια
στο μεταξύ μάχη για το τι θα βγει
μ’ όλη αυτή την ιστορία έγκλημα και τιμωρία
αυτοί τώρα φυσάγανε και αυτό που να κρυώσει
κι ας βρήκε ο αφεντικός τρόπο να κουκουλώσει
ένα ήταν το στοίχημα / αυτός να σπάσει
απ’ το δίκιο να παραιτηθεί και επιτέλους να σκάσει
άθελα του σφυρηλάτησε έναν άνθρωπο απ’ ατσάλι
με θέληση απ’ αδάμαντα ψυχή από μαντέμι
και ακόμα αν με ακούς και θες να μάθεις τι μένει
πως είναι πια το χέρι του και πως τα καταφέρνει
(λοιπόν) όταν ανάρρωσε γύρισε στη δουλειά
μα εκείνοι αρνήθηκαν να πάει εκεί που ήταν παλιά
φοβισμένοι πιο πολύ λιγότερο με ντροπή
μετράγαν τον αντίκτυπο και την επιρροή
έχει μια κούκλα στο πλευρό του και φίλους αγαπημένους
δεμένους δεσμοί με αίμα τους κρατάνε ενωμένους
το χέρι του δεν έφτιαξε ποτέ στο αρχικό
όμως με κόπο και με τρόπο έγινε λειτουργικό
όσα του στέρησαν στο χέρι /αυτός το πήρε μπόι
και το μυαλό δουλεύει σαν ελβετικό ρολόι

Γιατί θέληση αδαμάντινη ψυχή από μαντέμι
η φλόγα της ζωής σε κράμα ανίκητο το δένει!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: