“Ένα παρδαλό μάτσο ανοησίες” – Η αλήθεια πίσω από τις “Ζωές των άλλων”

Ο συγγραφέας που ενέπνευσε τους δημιουργούς του αντικομμουνιστικού μπλοκμπάστερ αποκαλύπτει πόση σχέση (δεν) έχουν τα τεκταινόμενά της ταινίας με τη ζωή του.

Είναι λίγες οι γερμανικές ταινίες που έκαναν πραγματικά διεθνή καριέρα την τελευταία 20ετία τουλάχιστον, και μόνο τυχαίο δεν είναι πως δύο από αυτές καταπιάνονται με τη ΓΛΔ. Η πρώτη ήταν το “Goodbye Lenin”, μια γλυκόπικρη ταινία, προφανώς όχι φιλοσοσιαλιστική, αλλά αρκετά τίμια δεδομένων των συνθηκών, και η δεύτερη “Οι Ζωές των άλλων”, που θυμίζουμε ότι ήταν και αφορμή για το πρώτο ραντεβού της Νίκης Κεραμέως. Δεν είναι μυστήριο γιατί η ταινία θα άρεσε στην ίδια και τους ομοϊδεάτες της απανταχού της γης, αφού ήταν η κινηματογραφική επιβεβαίωση όλων των στερεοτύπων που είχαν για την “άλλη Γερμανία”: Σκοτεινοί πράκτορες της Στάζι, παρακολούθηση παντού, ελευθερόφρονες καταπιεσμένοι καλλιτέχνες, τρόμος, ζόφος και μιζέρια. Στην επίδραση της ταινίας συνέβαλε και το γεγονός πως προβλήθηκε ως εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα. Μάλιστα, στην πρεμιέρα το Δεκέμβρη του 2006, υπήρχε ρητή αναφορά στο συγγραφέα και δραματουργό Κρίστοφερ Χάιν και εκφράζονταν ευχαριστίες στο πρόσωπό του για τη συμβολή του. Η αναφορά αυτή αφαιρέθηκε σχεδόν αμέσως κι ως εκ τούτου έμεινε άγνωστη στο ευρύ κοινό. Μέχρι πέρσι περίπου, όταν ο ίδιος ο Χάιν επέλεξε για πρώτη φορά να μιλήσει δημόσια για τους λόγους που ζήτησε την αφαίρεση της μνείας στο πρόσωπό του, χαρακτηρίζοντας την ταινία “ένα παρδαλό μάτσο ανοησίες” που ελάχιστη σχέση είχε με τη ζωή του στη ΓΛΔ. Ο Χάιν κάθε άλλο παρά φιλικά προσκείμενος ήταν στο σοσιαλιστικό καθεστώς, όπως γίνεται φανερό και στο κείμενό του, ως εκ τούτου η κριτική του δεν εκκινείται από ιδεολογικά κίνητρα, αλλά από τις οφθαλμοφανείς διαστρεβλώσεις ή και εντελώς φανταστικές προσθήκες κι επινοήσεις του έργου:

Παραλίγο να γινόμουν διάσημος σε όλο τον κόσμο, αλλά ένας σχολαστικισμός δικής μου ευθύνης το επέτρεψε. Όταν είσαι μυγιάγγιχτες, δηλαδή μάλλον “ψείρας” παρά ανέμελος, χάνεις συχνά τις ωραιότερες ευκαιρίες της ζωής σου. Ένα πρωί μιας καλοκαιρινής μέρας το έτος 2002 μου τηλεφώνησε ο Ούλριχ Μίε, φίλος μου ηθοποιός, με τον οποίο μερικές φορές συνεργαζόμουν επαγγελματικά. Με ρώτησε, αν μπορούσε να με συναντήσει μαζί με έναν σκηνοθέτη, που είχε μερικές ερωτήσεις. Δέχτηκα και τρεις μόλις ώρες αργότερα εμφανίστηκε ο φίλος μου ο Μίε με έναν πολύ νέο και πολύ ψηλό άνδρα, που ο Ούλριχ μου σύστησε ως σκηνοθέτη.

Πήγαμε σε ένα υπαίθριο εστιατόριο με κήπο κοντά στο σπίτι μου, παραγγείλαμε φαγητό και ποτά, ο σκηνοθέτης έβγαλε στιλό και ένα μπλοκ από την τσάντα του και με ρώτησε αν μπορούσε να ξεκινήσει τις ερωτήσεις. Του έγνεψα ναι, αφού γι’ αυτό είχαμε βρεθεί και με παρακάλεσε να του περιγράψω την τυπική ζωή ενός τυπικού θεατρικού συγγραφέα στη ΓΛΔ, γιατί στόχος του ήταν να γυρίσει μια ταινία για έναν τυπικό δραματουργό στη ΓΛΔ. Γέλασα δυνατά και είπα πως δεν υπήρχε τυπική ή κανονική ζωή, πολλώ δε μάλλον τέτοιου είδους δραματουργός. Με κλισέ δε θα πήγαινε μπροστά, καλύτερα να περιοριζόταν σε έναν συγγραφέα και να τον περιγράψει με ακρίβεια και όλες τις πτυχές του. Τότε με παρακάλεσε, να του πω λίγα για τη ζωή μου, όπως και έκανα.

Τέσσερις ώρες καθόμασταν στο ηλιόλουστο ρεστοράν κι εγώ μιλούσα, ο Ούλριχ άκουγε, ο σκηνοθέτης σημείωνε κάποια πράγματα και είπε τελικά, ότι μου χρωστάει ανείπωτη ευγνωμοσύνη. Τώρα πια ήξερε για τη ζωή στην Ανατολική Γερμανία, ήξερε τι γινόταν σε αυτή τη δικτατορία, τον είχα βοηθήσει αποφασιστικά. Τέσσερα χρόνια μετά έλαβα μια πρόσκληση για την πρεμιέρα μιας ταινίας, στην οποία ο φίλος μου ο Ούλριχ έπαιζε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Εξεπλάγην, όταν είδα το όνομά μου να εμφανίζεται στην αρχή και να με ευχαριστούν για τη συνεργασία μου. Την επόμενη μέρα μετά την πρεμιέρα έγραψα ένα γράμμα στο σκηνοθέτη και απαίτησα να μην αναφερθεί το όνομά μου στην αρχή, γιατί η ζωή μου ήταν άλλη από αυτή που παρουσιάζεται στις “Ζωές των άλλων”.

Ο σκηνοθέτης ξαφνιάστηκε και παραξενεύτηκε, μου εξήγησε ότι το μόνο που ήθελε ήταν να δηλώσει δημόσια την ευγνωμοσύνη του. Δεν αποδέχτηκε τις ενστάσεις μου για την ταινία, ένα μελόδραμα δεν χρειαζόταν απλά να ακολουθεί την αλήθεια, αλλά κυρίως τους νόμους του σινεμά. Όλα όσα του είχα αφηγηθεί μερικά χρόνια πριν, τα είχε ανακατέψει σε ένα πολύχρωμο κουβάρι και τα συνέθεσε εκ νέου με δραματικά ή μάλλον μελοδραματικά αποτελεσματικό τρόπο. Δεν έγιναν μεν έτσι τα πράγματα, αλλά έτσι έκαναν πολύ μεγαλύτερη εντύπωση.

Ο ήρωας της ταινίας γράφει ένα άρθρο για αυτοκτονίες στη ΓΛΔ, που προορίζει για μια δυτικογερμανική εφημερίδα, κάτι που αμέσως εξέλαβα ως υπονοούμενο για το δικό μου λόγο κατά της λογοκρισίας το 1987. Δε με ενοχλούσε που ο ήρωας μιλούσε για ένα άλλο πρόβλημα του κράτους. Η αλλαγή ήταν τελείως άχρηστη και για μένα ακατανόητη, αλλά αμφότερα, τόσο η λογοκρισία όσο και η αυτοκτονία ήταν τόσο ακανθώδη θέματα στη ΓΛΔ, που κανονικά δε γινόταν να μιλήσεις δημόσια γι’ αυτά.

Αλλά το ότι ο πρωταγωνιστής πρέπει να ετοιμάσει συνωμοτικά τη δουλειά του, να τη γράφει σε μια θεατρικά κρυμμένη γραφομηχανή, ότι βγάζει με μεθόδους πράκτορας το χειρόγραφο στη δύση, ότι εκείνος, που είναι λέει από τους διασημότερους συγγραφείς της χώρας, παρακολουθείται μαζί με την επίσης πολύ διάσημη φίλη του από τη Στάζι που τους πιέζει με απειλητικές για τη ζωή τους διαθέσεις, όλα αυτά είναι ένα παρδαλό μάτσο ανοησίες.

Ασφαλώς, η Στάζι είχε βάλει κρυφά κοριούς στο διαμέρισμά μου για εννιά περίπου μήνες, όπως είχα αναφέρει στο σκηνοθέτη εκείνη την καλοκαιρινή μέρα, γιατί είχα μπει στο στόχαστρό της λόγω μιας διανομής προκηρύξεων. Αλλά τότε ήμουν φοιτητής και ήταν η δεκαετία του ’60. Τη δεκαετία του ’80 τα πράγματα είχαν αλλάξει. Το κράτος δεν μπορούσε απλά να ελέγξει καταπιέζοντας τους υπηκόους του, οι αιτήσεις μετανάστευσης αύξαναν, πολλοί καλλιτέχνες με κύρος αποχαιρετούσαν τη χώρα για πάντα, τα σύνορα γίνονταν πιο ανοιχτά.

Όχι, “Οι Ζωές των άλλων” δεν περιγράφουν τη δεκαετία του ’80 στη ΓΛΔ, η ταινία είναι μια ιστορία για αγρίους, που παίζει σε κάποια μυθική χώρα, συγκρίσιμη με τη Μέση Γη του Τόλκιν. Ο άρχοντας των δαχτυλιδιών ήθελε με ένα παραμύθι να περιγράψει τον πραγματικό κόσμο, ήθελε να είναι μια αλληγορία, όπου ο Σάουρον ο απαίσιος αντιπροσώπευε το Στάλιν και ο Σάρουμαν, ο άντρας των πονηρών σχεδίων, αντιπροσώπευε το Χίτλερ, ενώ τα ελεύθερα έθνη αντιπροσώπευαν τους δυτικούς συμμάχους.

Η ζωή μου κύλησε πολύ διαφορετικά. Αλλά η αλήθεια αυτή είναι ακατάλληλη για μελόδραμα. Για να πετύχει την επίδρασή του, χρειάζεται κάτι ασπρόμαυρο, ευγενείς ήρωες και σατανικούς κακούργους. Ο σκηνοθέτης προφανώς θύμωσε πολύ με την επιθυμία μου, να διαγραφεί το όνομά μου από τους τίτλους, ποτέ δεν ξανανέφερε ότι μου είναι ανείπωτα ευγνώμων. Αντ’αυτού αφηγείται έκτοτε πως εμπνεύστηκε για την ταινία του από τη βιογραφία και τους αγώνες του Βολφ Μπίρμαν. Αυτό είναι φυσικά εντελώς ανόητο, γιατί από το Μπίρμαν είχε αφαιρεθεί η υπηκοότητα δώδεκα χρόνια πριν, άρα δεν μπορούσε τα κρίσιμα χρόνια της διάλυσης του κράτους και την εποχή που διαδραματίζεται η ταινία να ζούσε στη χώρα. Αλλά διστάζω να ονομάσω ψέμα την παρουσίασή του. Αφού ξέρω, ότι πλάι στην αλήθεια υπάρχει μια μελοδραματική αλήθεια και πρόσφατα και τα εναλλακτικά γεγονότα. Ο Χέγκελ έλεγε πως όλα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα και πρόσωπα διαδραματίζονται δυο φορές. Ο Μαρξ πρόσθεσε σε αυτό: την πρώτη φορά ως τραγωδία, την άλλη ως φάρσα. Αυτό που πρέπει να φέρω βαρέως είναι ότι επαναλαμβάνεται και μια νεανική ανοησία και μάλιστα ως παρωδία.

Γιατί δέκα χρόνια μετά από αυτή την πρεμιέρα ένας καθηγητής Γερμανικής Φιλολογίας μου είπε πως συζήτησε το λόγο μου ενάντια στη λογοκρισία το 1987 με τους φοιτητές του. Οι φοιτητές των ρώτησαν, πόσα χρόνια φυλακή μπήκε ο συγγραφέας του κειμένου αυτού. Ο καθηγητής απάντησε πως δεν μπήκε φυλακή. Τότε οι φοιτητές του είπαν, πως το φυλλάδιο γράφτηκε μετά το 1989, δηλαδή μετά τις αλλαγές. Όχι, απάντησε ο καθηγητής, ο ίδιος προσωπικά είχε διαβάσει αυτό το λόγο ήδη από το 1987. Αδύνατον, επέμεναν οι φοιτητές, δεν μπορεί να ήταν έτσι, το ήξεραν, αφού είχαν δει την ταινία “Οι Ζωές των άλλων”. Οι δρόμοι τους, όπως μου είπε ο καθηγητής, χώρισαν ταραγμένα μετά από εκείνο σεμινάριο.

Η ταινία έγινε παγκόσμια επιτυχία. Είναι αδιέξοδο για μένα, να θέλω να αντιπαραβάλλω την ιστορία της ζωής μου σε αυτή. Θα πρέπει να προσαρμόσω τις αναμνήσεις μου στο σινεμά. Γιατί όταν και η τραγωδία γίνεται φάρσα και τελικά παρωδία, έτσι κι αλλιώς όλα θα καταλήξουν ως μελόδραμα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: