Οι ΚΟΒ του ΠΚΚ (μπ.) ως πτυχή των σχέσεων κοινωνίας κράτους στην ΕΣΣΔ του μεσοπολέμου: η περίπτωση του εργοστασίου Πουτίλοφ-Κίροφ στο Λένινγκραντ

Η μελέτη της κομματικής ιστορίας μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο υποκατάστατο μιας θεωρίας της ΕΣΣΔ ως κοινωνικού σχηματισμού, καθώς μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την επαναστατική διαδικασία στην πράξη, από την έναρξή της μέχρι την επιβράδυνση και την τελική ανατροπή της.

Η ιστορική αποτίμηση της Οκτωβριανής Επανάστασης ως κομβικού γεγονότος της σύγχρονης ιστορίας συνδέεται στενά με την εξέταση της Σοβιετικής Ένωσης ως κοινωνικο-πολιτικού σχηματισμού. Ο λόγος είναι προφανής. Στο βαθμό που οι επαναστάσεις ορίζονται ως ταχείες και ριζικές κοινωνικο-πολιτικές μεταβολές, συνολικοί δηλαδή μετασχηματισμοί των βασικών δομών ενός κοινωνικού σχηματισμού, είναι λογικό να μελετώνται τα προϊόντα τους ως κλειδιά για την κατανόηση των ίδιων των επαναστάσεων.

Λόγω λοιπόν του συγκεκριμένου χαρακτήρα της Οκτωβριανής ως επανάστασης εργατικής, αλλά και της Μαρξιστικής ιδεολογίας των μπολσεβίκων καθοδηγητών της, σημαντικό μέρος του ερευνητικού ενδιαφέροντος για την ιστορία της ΕΣΣΔ έχει στραφεί στις εργασιακές σχέσεις και γενικότερα στην βιομηχανική ιστορία. Στην ανακοίνωσή μου θα σταθώ στο πιο ιδιαίτερο ίσως χαρακτηριστικό των σοβιετικών βιομηχανικών σχέσεων, δηλαδή το λεγόμενο επιχειρησιακό τρίγωνο. Ο όρος «Τρίγωνο» (треугольник) πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον σοβιετικό τύπο της μεσοπολεμικής περιόδου για να περιγράψει την συμβιωτική σχέση μεταξύ της διεύθυνσης, της εργοστασιακής επιτροπής (δηλαδή του συνδικαλιστικού σωματείου) και της Κομματικής Οργάνωσης Βάσης μιας δοσμένης επιχείρησης. Πιο συγκεκριμένα, στην ομιλία μου θα εστιάσω στον ρόλο της Κομματικής Οργάνωσης ως βασικού μεσολαβητή στις σχέσεις εργασίας-διεύθυνσης και επομένως ως προϋπόθεσης για την ίδια την ύπαρξη του τριγώνου αυτού. Θα υποστηρίξω ότι η δραστηριότητα των ΚΟΒ αποτελούσε βασικό χαρακτηριστικό των σχέσεων κοινωνίας κράτους της μεσοπολεμικής Σοβιετικής Ένωσης και επομένως μια από τις βασικότερες θεσμικές παρακαταθήκες της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Πιο συγκεκριμένα, θα αναπτύξω τρεις βασικούς ισχυρισμούς. Πρώτον, ο σχηματισμός του τριγώνου δεν είχε ως αποτέλεσμα την καταστολή των εργατικών διεκδικήσεων, αλλά την πολιτικοποίησή τους, καθώς η παρουσία της κομματικής οργάνωσης βάσης (ΚΟΒ) στο εργοστάσιο είχε ως αποτέλεσμα την έκφραση των συγκρούσεων μεταξύ διοίκησης και εργαζομένων στο εσωτερικό της. Δεύτερον, η σύσταση και η δομή της ΚΟΒ αλλά και το ιδεολογικό περιεχόμενο της συνολικής πολιτικής του κομμουνιστικού κόμματος, είχαν ως αποτέλεσμα την μετατροπή της σε μόνιμο όργανο αντιπολίτευσης απέναντι στην διοίκηση του εργοστασίου. Σε περιόδους όξυνσης της πολιτικής ζωής της χώρας, η αντιπαράθεση ΚΟΒ και διοίκησης μπορούσε να προκαλέσει και την επέμβαση των οργάνων ασφαλείας. Τρίτον, η ηγεσία γνώριζε την κατάσταση που επικρατούσε στη βάση του κομματικού μηχανισμού, αλλά ποτέ δεν πήρε ουσιαστικά μέτρα περιορισμού της δύναμης των ΚΟΒ σε βάρος των διοικήσεων, τόσο για ιδεολογικούς λόγους όσο και για λόγους πραγματισμού.

Η εμπειρική βάση των ισχυρισμών αυτών είναι το αρχειακό υλικό της ΚΟΒ του μηχανουργικού εργοστασίου Κίροφ (πρώην Πουτίλοφ και Κόκκινος Πουτιλοβίτης) που φυλάσσεται στο Κεντρικό Κρατικό Αρχείο Ιστορικών και Πολιτικών Ντοκουμέντων της Πετρούπολης, το πρώην Αρχείο της Κομματικής Οργάνωσης Λένινγκραντ. Θα επιστρέψω σύντομα στα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά αυτής της περιπτωσιολογικής μελέτης, δηλαδή στη μεθοδολογία και τη λογική της επιλογής της. Θα ήθελα πρώτα όμως να πω εισαγωγικά δυο λόγια για την πορεία σύστασης του τριγώνου κατά τη διάρκεια της επανάστασης και του πρώτου μισού της δεκαετίας του ’20.

Η Διαμόρφωση του Τριγώνου

Οι εργοστασιακές επιτροπές αναδείχθηκαν ως μορφές οικονομικής πάλης των εργατών κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίστοιχα όργανα είχαν λειτουργήσει και κατά τη διάρκεια της πρώτης Ρωσικής Επανάστασης το 1905. Τον Φεβρουάριο του 1917, την περίοδο δηλαδή της τελικής κρίσης της τσαρικής απολυταρχίας, οι επιτροπές των εργοστασίων του Πέτρογκραντ, της Μόσχας και των άλλων βιομηχανικών κέντρων έπαιξαν κομβικό ρόλο στη οργάνωση και την μαζικοποίηση διαδηλώσεων, απεργιών και άλλων κινητοποιήσεων. Η απεργία του Πουτίλοφ, που την εποχή εκείνη λειτουργούσε σχεδόν αποκλειστικά σαν εργοστάσιο παραγωγής πολεμικού υλικού για το πυροβολικό, ήταν ο καταλύτης για την εκκίνηση των μαζικών κινητοποιήσεων στην πρωτεύουσα που οδήγησαν τελικά στην παραίτηση του τσάρου Νικολάου του Β’ από τον θρόνο.

Μετά τα γεγονότα της Επανάστασης του Φλεβάρη οι εργοστασιακές επιτροπές παρέμειναν εν ενεργεία, περιορίζοντας όμως την δράση τους σε οικονομικά ζητήματα. Σταμάτησαν δηλαδή διεκδικούν άμεσο λόγο στη διοίκηση των επιχειρήσεων. Αυτό γιατί την άνοιξη του ’17 στις επιτροπές επικρατούσαν ρεφορμιστικά σοσιαλιστικά κόμματα όπως οι Μενσεβίκοι, με αποτέλεσμα τα όργανα αυτά να κρατήσουν στάση ευμενούς ουδετερότητας, αν όχι καθαρής υποστήριξης απέναντι στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Βραχυπρόθεσμα, αυτή η γραμμή ήταν αρκετά αποτελεσματική. Μέχρι των Μάη της ίδιας χρονιάς, η Ένωση των Βιομηχάνων του Πέτρογκραντ συμφώνησε στην θέσπιση του 8ώρου και αποδέχθηκε διαδοχικές αυξήσεις των ονομαστικών μισθών που έφτασαν το 50%. Το βάθος όμως της οικονομικής κρίσης στο οποίο είχε περιέλθει η Ρωσία μετά από 3 χρόνια ολοκληρωτικού πολέμου απέκλειε οποιαδήποτε προοπτική μακροπρόθεσμης κοινωνικής ειρήνης. Ο πολεμικός υπερπληθωρισμός και οι ελλείψεις βασικών αγαθών εξανέμιζαν τις αυξήσεις, ενώ οι διοικήσεις των ήδη υπερχρεωμένων επιχειρήσεων άρχισαν να σκληραίνουν τη στάση τους.

Έτσι, από το Μάη του ’17 η ταξική γραμμή του Κόμματος των Μπολσεβίκων άρχισε να πλειοψηφεί στις επιτροπές. Στο Πουτίλοφ, ήδη από τον Μάρτη, επικεφαλής της εργοστασιακής επιτροπής είχε εκλεγεί ο μπολσεβίκος τορναδόρος Αντόν Εφρέμοβιτς Βασίλιεφ. Μέσα στο καλοκαίρι και ειδικά μετά τον Ιούνιο, οι πλήρως ριζοσπαστικοποιημένες πια επιτροπές ήρθαν σε ολοκληρωτική ρήξη με την Προσωρινή Κυβέρνηση και τα Κόμματα που την στήριζαν, δρώντας ως βασικοί οργανωτικοί πυρήνες της αποτυχημένης εξέγερσης του Ιουλίου. Ένα μήνα μετά οι Κόκκινες φρουρές, τα ένοπλα τμήματα των εργοστασιακών επιτροπών, απέκρουσαν το πραξικόπημα του στρατηγού Κορνίλοφ, εκθέτοντας έτσι την πλήρη χρεωκοπία της Προσωρινής Κυβέρνησης, της οποίας την ασφάλεια φαίνονταν πια να εγγυώνται μόνο οι πολιτικοί της αντίπαλοι. Η συντριπτική επιρροή των μπολσεβίκων στις επιτροπές και μέσω αυτών στα σοβιέτ και τις Κόκκινες Φρουρές, έκαναν δυνατή την εξέγερση του Οκτώβρη και την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εξουσίας.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση μπορεί έτσι να θεωρηθεί το κορυφαίο επίτευγμα της δραστηριότητας των εργοστασιακών επιτροπών. Ταυτόχρονα όμως, άλλαξε και τη φύση της λειτουργίας τους. Έχοντας πια τον κρατικό μηχανισμό στο πλάι τους, οι επιτροπές επέκτειναν τις αρμοδιότητες τους μέχρι και τον καθορισμό των επιχειρησιακών διοικήσεων. Έτσι, τον Δεκέμβρη του 1917, η επιτροπή του Πουτίλοφ διόρισε τον Βασίλιεφ διευθυντή του εργοστασίου.

Αρχικά, οι εκλεγμένες διοικήσεις κατάφεραν να διαχειριστούν επιτυχώς τις βιομηχανικές επιχειρήσεις. Καθώς όμως η οικονομική κρίση βάθαινε και τον πόλεμο με τη Γερμανία διαδέχθηκε ο Ρωσικός εμφύλιος, οι εργοστασιακές επιτροπές δεν μπόρεσαν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες τις στρατιωτικής οικονομίας. Το Μάρτιο, σε ομιλία του στην Πανρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, ο Επίτροπος Εργασίας Αλεξάντρ Σλιάπνικοφ, διαπίστωσε ότι οι εργοστασιακές επιτροπές που έπαιρναν μέτρα για την βελτίωση της παραγωγικότητας ανακαλούνταν από τους εργάτες.

Ως απάντηση σε αυτή την τακτική, οι επιτροπές στις οποίες πλειοψηφούσαν οι μπολσεβίκοι εργάτες αρνούνταν να διαλυθούν, με την υποστήριξη των ανώτερων συνδικαλιστικών οργάνων. Οι εργοστασιακές διευθύνσεις, αποτελούμενες τώρα από έμπιστους κομμουνιστές διευθυντές πλαισιωμένους από ειδικούς, ανέκτησαν την ανεξαρτησία τους από τις επιτροπές μετά από σχετικό διάταγμα του Επιτροπάτου Εργασίας. Έτσι ήδη από τα μέσα του 1918 άρχισαν να διαμορφώνονται οι δύο βασικοί πυλώνες των σοβιετικών βιομηχανικών σχέσεων. Από τη μια μεριά η διεύθυνση, υπόλογη απέναντι στο βιομηχανικό τραστ στο οποίο υπαγόταν η επιχείρηση και μέσω αυτού στο αντίστοιχο κυβερνητικό όργανο. Από την άλλη, η εργοστασιακή επιτροπή ως πρωτοβάθμιο επιχειρησιακό σωματείο, το οποίο υπαγόταν στις αντίστοιχες κλαδικές δευτεροβάθμιες δομές και μέσω αυτών, στο Πανενωσιακό Κεντρικό Συμβούλιο των Συνδικάτων της ΕΣΣΔ, που από το 1933 και έπειτα εκτελούσε λειτουργίες υπουργείου εργασίας.

Οι σχέσεις μεταξύ αυτών των δύο πλευρών κάθε άλλο παρά εύκολες ήταν. Παρά την ένταξη τους στον κρατικό μηχανισμό, οι εργοστασιακές επιτροπές παρέμειναν φορείς αντι-διευθυντικών αντιλήψεων που είχαν τις ρίζες τους στην προεπαναστατική περίοδο. Ο τύπος της εποχής αναφέρει συχνά περιστατικά προπηλακισμών και βίας ενάντια στους αστικής καταγωγής ειδικούς, ονομάζοντας αυτό το φαινόμενο ειδικοφαγία (спецеедство). Το κλίμα αυτό ήταν σε ένα βαθμό αποτέλεσμα των δύσκολων οικονομικών συνθηκών της μετεμφυλιακής περιόδου, αλλά και των υποκειμενικών αντιλήψεων μεγάλης μερίδας των ειδικών που απέφευγαν να συνδιαλλαγούν με τους θεσμούς εργατικού ελέγχου που είχαν αναπτυχθεί στην σοβιετική βιομηχανία υπό την ευθύνη των εργοστασιακών επιτροπών, όπως για παράδειγμα τα συνέδρια παραγωγής. Οι βάσεις του σοβιετικού κρατικού μηχανισμού στο εργοστάσιο είχαν έτσι το δύσκολο έργο να συμβιβάσουν την οικονομική με την εργατική και κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης, μέσα στο πλαίσιο της μικτής οικονομίας της περιόδου της Νέας Οικονομικής Πολιτικής.

Το επιχειρησιακό τρίγωνο αναπτύχθηκε ως απάντηση σε αυτή την πρόκληση. Τι ακριβώς συνέβη; Το τρίγωνο δεν ήταν ένα συγκεκριμένο θεσμικό όργανο με καθορισμένες αρμοδιότητες. Επρόκειτο περισσότερο για μια σειρά από πρακτικές, οι οποίες σταδιακά εξαπλώθηκαν σε όλη τη βιομηχανία. Τα στοιχεία δείχνουν ότι από τις αρχές της ΝΕΠ και ύστερα, προκειμένου να αποφεύγονται ή τουλάχιστον να ελαχιστοποιούνται οι τριβές μεταξύ εργατών και διεύθυνσης, οι κομμουνιστές που είχαν θέσεις στις εργοστασιακές επιτροπές και τη διεύθυνση, μαζί με στελέχη που είχαν καθαρά κομματικά καθήκοντα, προσυμφωνούσαν ζητήματα που είχαν να κάνουν με την οικονομική ζωή του εργοστασίου. Έτσι για παράδειγμα, σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής των μισθών, η εργοστασιακή επιτροπή είχε έγκαιρη ενημέρωση προκειμένου να συλλέξει πόρους για την υποστήριξη των εργατών. Παρομοίως, η διεύθυνση μάθαινε έγκαιρα για προβλήματα εργασιακής ασφάλειας, εξοπλισμού ή και προβληματικής συμπεριφοράς συγκεκριμένων στελεχών της.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι η Κομματική Οργάνωση Βάσης της επιχείρησης αποτελούσε εδώ όχι μόνο μία πλευρά του τριγώνου, αλλά και το πλαίσιο αυτού. Η συνεννόηση μεταξύ συνδικαλιστών και διευθυντών γινόταν στη βάση της κομματικής τους ιδιότητας. Ως κομμουνιστές με καθήκον να προωθούν την πολιτική του Κόμματος στο χώρο ευθύνης τους, όφειλαν να βρίσκουν λύσεις στις αντικειμενικές δυσκολίες πάνω στις οποίες σκόνταφτε αυτή η πολιτική. Τα παραγωγικά ζητήματα μιας επιχείρησης διαθλώντο έτσι μέσα από το πρίσμα της κομματικής πολιτικής, του προγράμματος των μπολσεβίκων και της Μαρξιστικής-Λενινιστικής τους ιδεολογίας. Αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η πολιτικοποίηση των βιομηχανικών συγκρούσεων αλλά και της παραγωγικής διαδικασίας γενικότερα.

Η ΚΟΒ Κόκκινου Πουτιλοβίτη-Κίροφ

Ας περάσουμε τώρα στην περίπτωση της ΚΟΒ του Πουτίλοφ, που θα αποτελέσει και το εμπειρικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα εξετάσουμε την εξέλιξη των σοβιετικών βιομηχανικών σχέσεων στο υπόλοιπο της μεσοπολεμικής περιόδου. Η επιλογή περίπτωσης έγινε με βάση δύο κριτήρια.

  1. Το μέγεθος και τη σημασία της επιχείρησης. Το εργοστάσιο Πουτίλοφ είχε όπως είδαμε ένδοξη επαναστατική ιστορία, ενώ κατά την περίοδο της εκβιομηχάνισης ήταν από τις πρωτοπόρες τεχνολογικά επιχειρήσεις, παράγοντας τον μεγαλύτερο αριθμό τρακτέρ, αλλά και αρμάτων μάχης αργότερα, στη χώρα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το εργοστάσιο παρήγαγε πολλά έγγραφα στα πλαίσια της λειτουργίας του, με αποτέλεσμα να μας έχει αφήσει μεγάλο όγκο πραγματολογικού υλικού για την μελέτης της ιστορίας του, κάτι που ισχύει επίσης και για την κομματική του οργάνωση. Η ΚΟΒ ήταν μία από τις 17 ανάμεσα σε 1,800 στην πόλη του Λένινγκραντ που αριθμούσε σταθερά πάνω από χίλια μέλη, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1930 έφτασε και τις 3,000. Επίσης η σημασία και η διασημότητα του εργοστασίου σήμαινε ότι βρισκόταν υπό την στενή επίβλεψη ανώτερων οργάνων. Όλα τα γεγονότα που θα αναφερθούν παρακάτω λάμβαναν χώρα με πλήρη γνώση των ανώτερων κλιμακίων του κράτους και του Κόμματος.

  2. Η υψηλή κομματική πυκνότητα. Η ΚΟΒ του εργοστασίου δεν ήταν μόνο μεγάλη σε απόλυτο μέγεθος, αλλά και σε σχέση με το συνολικό εργατικό δυναμικό, κυμαινόμενη σταθερά γύρω στο 14%, με μέσω όρο στο Λένινγκραντ μόλις το 5%. Επρόκειτο δηλαδή για μια ιδιαίτερα δυναμική οργάνωση πράγμα που μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε τη λειτουργία της σε ευνοϊκές συνθήκες.

Το συγκεκριμένο υλικό που θα παρουσιάσω προέρχεται από τις γενικές συνελεύσεις και τις συνδιασκέψεις της ΚΟΒ σε τρεις κομβικές για τη βιομηχανία στιγμές της μεσοπολεμικής περιόδου. Αυτές είναι η ύστερη περίοδος της ΝΕΠ στα τέλη της δεκαετίας του ’20, η περίοδος ολοκλήρωσης του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου και εκκίνησης του Δεύτερου, καθώς και η στροφή στην πολεμική οικονομία στα πλαίσια του Τρίτου Πενταετούς. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των ιστορικών στιγμών αποτελεί η εισαγωγή μέτρων για την ενίσχυση της εργασιακής πειθαρχίας, οξύνοντας έτσι τις εντάσεις μεταξύ της διεύθυνσης και των εργαζομένων.

Καθεστώς Εξοικονόμησης, Εξορθολογισμός της Παραγωγής και το τέλος της ΝΕΠ

Τον Απρίλιο του 1926, η Ολομέλεια της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος εξέδωσε την απόφαση για το Καθεστώς Εξοικονόμησης. Επρόκειτο για μια σειρά οδηγιών που σκοπό είχαν την αύξηση της αποδοτικότητας της βιομηχανίας μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής. Σύμφωνα με την απόφαση, αυτή η μείωση δεν θα έπρεπε να επιτευχθεί σε βάρος των μισθών, αλλά μέσω της ανόδου της παραγωγικότητας. Η άνοδος της παραγωγικότητας με τη σειρά της θα ήταν αποτέλεσμα ενίσχυσης της εργασιακής πειθαρχίας και οργανωτικών βελτιώσεων στις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, η απόφαση σημείωνε ότι σημαντικοί πόροι θα έπρεπε να εξοικονομηθούν από τον περιορισμό των διευθυντικών εξόδων. Έτσι, η ΚΕ υπέδειχνε ότι η εξοικονόμηση θα απαιτούσε προσαρμογές και από τα δύο μέρη των βιομηχανικών σχέσεων.

Μια εβδομάδα μετά την Ολομέλεια, ο γραμματέας της Περιφερειακής Επιτροπής Λένινγκραντ και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κόμματος Σεργκέι Κίροφ, επισκέφθηκε τον Κόκκινο Πουτιλοβίτη για να ενημερώσει την γενική συνέλευση της ΚΟΒ σχετικά με τις αποφάσεις της Ολομέλειας. Μιλώντας σε ένα πλήθος τουλάχιστον 1,000 ατόμων, ο Κίροφ εξήγησε ότι η αδυναμία εξωτερικού δανεισμού της ΕΣΣΔ σήμαινε ότι η εκβιομηχάνιση της χώρας θα έπρεπε να στηριχθεί στις δικές τις δυνάμεις. «Πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε κάθε κοπέκι σαν προϊόν δικού μας αίματος και ιδρώτα.» Ταυτόχρονα, στο πνεύμα της απόφασης της ΚΕ, ο Κίροφ σημείωσε ότι «κάθε παραγωγικό σχέδιο περνάει 20 θεωρήσεις μέχρι να εφαρμοστεί. Ο μηχανισμός της διεύθυνσης πρέπει να συμμαζευτεί». Ως στέλεχος της κεντρικής ηγεσίας, ο Κίροφ προσπαθούσε έτσι να εκφράσει την πρόθεση της κομματικής πολιτικής να ισορροπήσει της αναπτυξιακές ανάγκες της οικονομίας με τις ανάγκες του βασικού κοινωνικού στηρίγματος των μπολσεβίκων, δηλαδή της βιομηχανικής εργατικής τάξης.

Τα μέλη της ΚΟΒ που πήραν τον λόγο μετά τον Κίροφ είχαν διαφορετική αντίληψη για την αιτία των οικονομικών προβλημάτων της σοβιετικής βιομηχανίας. Θα παραθέσω εδώ μερικά αποσπάσματα από τις τοποθετήσεις όπως δίνονται στην στενογραφική καταγραφή:

«Το κεντρικό πρατήριο του εργοστασίου έχει 5 ελεγκτές που πληρώνονται για να μην κάνουν τίποτα».

«Πώς γίνεται σε Καθεστώς Εξοικονόμησης το προσωπικό της διεύθυνσης να παίρνει 200-300 ρούβλια και μπόνους;»

«Το εργοστάσιο έχει πολλή διεύθυνση, ας εξοικονομήσουμε λίγο»

«Αν δεν βάλουμε τέλος στη σπατάλη και στο σφετερισμό της περιουσίας μας, οι μάζες δεν θα θελήσουν πότε να συμμετάσχουν στην εργοστασιακή μας κοινότητα. Η πρότασή μου είναι να εκτεθούν δημόσια οι σπάταλοι, να παραδοθούν στους εργάτες από όπου και προήλθαν, και εμείς θα τους δικάσουμε με τον τρόπο μας.»

Έτσι, ενώ η πολιτική του Κόμματος όριζε ότι η εξοικονόμηση θα ήταν αποτέλεσμα προσαρμογών εκ μέρους και των εργαζομένων και των επιχειρησιακών διευθύνσεων, η εργατική σύνθεση των ΚΟΒ συνηγορούσε υπέρ μιας πιο ‘εργατιστικής’ σύλληψης του προβλήματος. Από όλους τους ομιλητές, μόνο ο διευθυντής του εργοστασίου Γκρατσιόφ επιχείρησε να δώσει πολιτική κάλυψη στο διευθυντικό προσωπικό, λέγοντας ότι αποτελεί μόνο το 12% του συνολικού εργατικού δυναμικού. Οποιαδήποτε συζήτηση για την παραγωγικότητα έπρεπε κατά τον Γκρατσιόφ να ξεκινήσει από το πρόβλημα της «κοπάνας» και της χαοτικής κατάστασης στην οποία βρίσκονταν οι χώροι του εργοστασίου – προβλήματα εργασιακής πειθαρχίας δηλαδή.

Τα επόμενα χρόνια, το πολιτικό κλίμα στην ΚΟΒ έγινε ακόμα πιο δύσκολο για τα διευθυντικά στελέχη, ως αποτέλεσμα της γενικότερης μεταβολής της Κομματικής πολιτικής. Έτσι, το 1927 η ΚΕ εξέδωσε νέα απόφαση σχετικά με τον λεγόμενο Εξορθολογισμό της Παραγωγής. Σκοπός αυτής της πρωτοβουλίας ήταν η άνοδος της παραγωγικότητας με καθαρά τεχνικές και οργανωτικές μεθόδους. Η απόφαση υπογράμμιζε ότι σε καμία περίπτωση δεν θα έπρεπε να πληγεί το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης.

Αποτέλεσμα ήταν η ενίσχυση των αντιδιευθυντικών διαθέσεων της κομματικής βάσης. Στη γενική συνέλευση της ΚΟΒ του ΚΠ τον Ιούνιο του 1927, ο γραμματέας της οργάνωσης Ιβάν Γκαζά επιτέθηκε στη διεύθυνση του εργοστασίου, λέγοντας ότι αυτή αρνείται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του «γραφειοκρατισμού» και ότι αρνείται να δεχθεί προτάσεις και κριτικές από τους εργάτες. Ένας επόμενος ομιλητής κατηγόρησε τη διεύθυνση για κωλυσιεργία στο θέμα της γραφειοκρατίας, παρατηρώντας υπό τις επευφημίες των συγκεντρωμένων ότι μια σειρά αποφάσεων περιορισμού των διοικητικών υπαλλήλων απλά δεν εφαρμόζονταν. Τελικά η απόφαση της συνέλευσης καταδίκασε τον γραφειοκρατισμό ως απόρροια του μεγάλου αριθμού προεπαναστατικών ειδικών που στελέχωναν τον διευθυντικό μηχανισμό του εργοστασίου.

Την επόμενη χρονιά, το κλίμα ειδικοφαγίας οξύνθηκε ακόμα περισσότερο. Τον Μάρτη του 1928, ο σοβιετικός τύπος δημοσίευσε την λεγόμενη «υπόθεση Σάχτι», όπου μια σειρά ειδικών της βιομηχανίας εξόρυξης άνθρακα κατηγορήθηκαν για σαμποτάζ και κατασκοπία. Η δίκη τους σηματοδότησε μια σκλήρυνση της στάσης της σοβιετικής ηγεσίας απέναντι στην παλιά διανόηση, γεγονός που ενίσχυσε τη θέση των επικριτών της διεύθυνσης στην ΚΟΒ του Κόκκινου Πουτιλοβίτη. Έτσι, στη γενική συνέλευση του Απρίλη του 1928, ένας από τους ομιλητές αποκάλεσε τον Γκρατσιόφ «δημαγωγό», ενώ μετά στηλίτευσε την ανικανότητα των διευθυντικών στελεχών του εργοστασίου λέγοντας : «στο τμήμα μας τροποποιούν τους γερανούς και όλοι οι εργάτες γελάνε. Είναι προφανές ότι το κάνουν με λάθος τρόπο, αλλά οι ειδικοί δεν μας ακούνε.» Ένας άλλος από τους παρόντες χαρακτήρισε ολόκληρο το εργοστάσιο «μια μικρή φωλιά σαμποτάζ», λόγω της υπερβολικής επιρροής της διεύθυνσης στην ΚΟΒ.

Η κατακόρυφη αύξηση των παραγωγικών στόχων του Κόκκινου Πουτιλοβίτη κατά τη διάρκεια του Πρώτου Πενταετούς Πλάνου οδήγησε και στην τελική ρήξη μεταξύ ΚΟΒ και διεύθυνσης. Έτσι, όταν το 1930 το εργοστάσιο δεν κατάφερε να πιάσει τον προβλεπόμενο στόχο των 12,000 τρακτέρ – τετραπλάσιο από τον προηγούμενο χρόνο – η κομματική οργάνωση απέδωσε την ευθύνη στην διεύθυνση. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς ο βοηθός του Γκρατσίοφ συνελήφθη από τα όργανα ασφαλείας ενώ ο ίδιος μεταφέρθηκε στο εργοστάσιο τρακτέρ του Στάλινγκραντ μετά από λίγους μήνες.

Βλέπουμε έτσι ότι το λεγόμενο επιχειρησιακό τρίγωνο απείχε πολύ από το να είναι κάποιου είδους καρτέλ διευθυντών, συνδικαλιστών και κομματικών. Δεν επρόκειτο για ομαλή συνεργασία. Αντίθετα, οι σχέσεις του τριγώνου αντικατόπτριζαν τις αντικειμενικές αντιφάσεις μεταξύ διεύθυνσης και εργασίας, όπως αυτές εκφράζονταν μέσα στο πολιτικό πλαίσιο της ΚΟΒ. Το πολιτικό κλίμα της οργάνωσης ήταν πάντα αρνητικά διακείμενο απέναντι στο διευθυντικό δικαίωμα. Έγινε δε ανοιχτά εχθρικό όταν σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκε και η ίδια η πολιτική ηγεσία, που μέχρι το 1928 κρατούσε στάση ανοχής απέναντι στα διοικητικά στελέχη του παλαιού καθεστώτος. Αξίζει λοιπόν να αναρωτηθούμε εάν η αντικατάσταση των παλιών στελεχών με νέους ειδικούς επηρέασε αυτή τη δυναμική.

Το Δεύτερο Πενταετές Πλάνο και η στροφή στην αφομοίωση («освоение») της νέας τεχνολογίας

Η περίοδος του Δεύτερου Πενταετούς Πλάνου (1933-1937) χαρακτηρίζεται από την ανάδειξη σε βασική οικονομική προτεραιότητα της αφομοίωσης των τεχνολογικών επιτευγμάτων της προηγούμενης πενταετίας. Στο επίπεδο των βιομηχανικών σχέσεων, αυτή η ανάγκη εκφράστηκε με την στροφή της κομματικής πολιτικής προς την κατεύθυνση της ανάδειξης και υποστήριξης των διευθυντικών στελεχών της βιομηχανίας. Ο Στάλιν, ήδη από το 1931, είχε σηματοδοτήσει αυτή τη μεταστροφή, όταν σε λόγο του που δημοσιεύθηκε στην Πράβντα είχε υπογραμμίσει την ανάγκη εκπαίδευσης νέων βιομηχανικών στελεχών αλλά και την επαναπροσέγγιση του Κόμματος με τα παλαιότερα στελέχη που είχαν αποδείξει την αφοσίωση τους στη σοβιετική εξουσία. Τον Νοέμβριο του 1932 ενεργοποιήθηκε μια σειρά νέων, αυστηρότερων εργασιακών νόμων, ενώ τον Ιανουάριο του 1933, η ολομέλεια της ΚΕ επισημοποίησε την νέα κατεύθυνση χαρακτηρίζοντας το 2ο Πενταετές Πλάνο ως περίοδο «οργανωμένης παγίωσης» των νέων οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας.

Έχει επομένως ιδιαίτερη σημασία ότι σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτική λειτουργία της ΚΟΒ του ΚΠ συνέχισε στις ίδιες γενικές γραμμές. Η 11η συνδιάσκεψη της οργάνωσης συνήλθε τον Μάρτιο του 1933 για να συζητήσει την πρόοδο του παραγωγικού σχεδίου του εργοστασίου. Ο Καρλ Οτς – που είχε αντικαταστήσει τον Γκρατσιόφ ως διευθυντής – έκανε την εισήγηση αναφερόμενος αρχικά στα επιτεύγματα της επιχείρησης στον τομέα της «αφομοίωσης» των νέων τεχνολογιών στα τμήματα παραγωγής τουρμπίνας και τρακτέρ. Ο διευθυντής όμως παρατήρησε επίσης ότι κάποια τμήματα του εργοστασίου ήταν προβληματικά, με αποτέλεσμα να σπαταλιέται περίπου 3% του χρόνου εργασίας.

Απαντώντας στον Οτς, ένας κομμουνιστής από το τμήμα χαλυβουργίας παρατήρησε ότι ολόκληρο το εργοστάσιο είχε πρόβλημα στην εφοδιαστική αλυσίδα. Κατά τον ίδιο, η αδιάκοπη λειτουργία της χαλυβουργικής καμίνου ήταν αδύνατη λόγω της έλλειψης καυσίμων. Αιτία του προβλήματος ήταν η ανυπαρξία οργανωμένης απογραφής στις αποθήκες του εργοστασίου. Παρόμοιες παρατηρήσεις έγιναν και από άλλους ομιλητές. Οι ομιλητές υπέδειξαν έτσι ότι οι βασικές ελλείψεις στην λειτουργία του εργοστασίου ήταν οργανωτικής φύσης και επομένως, ευθύνη της διεύθυνσης.

Λίγους μήνες αργότερα, ο Οτς και άλλοι διευθυντές μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων κλήθηκαν να λογοδοτήσουν στο Γραφείο της Περιφερειακής Επιτροπής Λένινγκραντ για την καθυστέρηση της υλοποίησης του σχεδίου επισκευής του στόλου τρακτέρ της Περιφέρειας. Η σχετική απόφαση του Γραφείου προειδοποιούσε ονομαστικά τους διευθυντές ότι περαιτέρω καθυστέρηση θα θεωρείτο κωλυσιεργία, με τις ανάλογες συνέπειες. Περισσότερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η οδηγία του Γραφείου προς τις ΚΟΒ των εργοστασίων. Η σχετική απόφαση προτρέπει τους κομμουνιστές να κινητοποιήσουν τους συναδέλφους τους για να βρεθούν λύσεις στα τεχνικά προβλήματα της παραγωγής, να ενδιαφερθούν περισσότερο για την ομαλή λειτουργία του εργοστασίου κ.ο.κ. Ταυτόχρονα, τους απαγόρευε ρητά να εμπλέκονται στα οργανωτικά ζητήματα που παρέμεναν υπό την ευθύνη της διοίκησης. Όπως έχουμε δει όμως, η κινητοποίηση των κομμουνιστών εργατών για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της παραγωγής είχε ως σύνηθες αποτέλεσμα την σύγκρουσή τους με τη διεύθυνση. Η κομματική πολιτική προσπαθούσε να ενισχύσει την διεύθυνση δια μέσου των διευθυνόμενων.

Το Τρίτο Πενταετές και η Πολεμική Οικονομία

Η αντίφαση αυτή γίνεται ακόμα πιο εμφανής αν εξετάσουμε την τελευταία φάση της μεσοπολεμικής περιόδου. Το 1938 η εκκίνηση του 3ου Πενταετούς Πλάνου έβαλε την οικονομία σε ρυθμούς προετοιμασίας για τον επερχόμενο πόλεμο. Τη χρονιά αυτή, το ποσοστό των εργατών που απασχολούνταν στην πολεμική βιομηχανία ξεπέρασε το 33%. Η πυρετώδης προετοιμασία της ΕΣΣΔ για τον πόλεμο αντικατοπτρίστηκε και στην εργασιακή νομοθεσία. Από το ’38 και ύστερα πάρθηκαν μια σειρά μέτρα με σκοπό την ενίσχυση της εργασιακής πειθαρχίας, με επιστέγασμα τον νόμο του Ιουνίου του 1940 ο οποίος ποινικοποιούσε την παραίτηση, στρατιωτικοποιώντας επί της ουσίας την εργασία. Επιστρέφοντας όμως στις δραστηριότητες της ΚΟΒ, λίγα πράγματα φαίνεται να άλλαξαν στη βασική δομή της σχέσης της με την διεύθυνση όπως την παρατηρήσαμε ως τώρα.

Τον Φεβρουάριο του 1941 και ενώ μαινόταν ο Χειμερινός Πόλεμος με τη Φινλανδία, συνήλθε η 2η Συνδιάσκεψη της ΚΟΒ του εργοστασίου Κίροφ. Πολλοί ομιλητές αναφέρθηκαν στα γνώριμα πια ζητήματα της προβληματικής οργάνωσης και των σχετικών σφαλμάτων τις διεύθυνσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει η τοποθέτηση του Γιάκοβ Καπούστιν, γραμματέα της τομεακής επιτροπής στην οποία υπαγόταν η οργάνωση του Κίροφ. Ο Καπούστιν ήταν ο ίδιος πρώην Κιροβίτης εργάτης και λίγα χρόνια πριν είχε διατελέσει γραμματέας της ΚΟΒ. Ήταν επομένως αρκετά γνωστός στο ακροατήριο. Στην ομιλία του στηλίτευσε τις διοικητικές μεθόδους του νέου διευθυντή Ζάλτσμαν ενώ ταυτόχρονα επέπληξε τον γραμματέα της οργάνωσης για την χαλαρότητα με την οποία επέβλεπε τη δουλειά της διεύθυνσης. Εκφέροντας λόγο που θύμιζε την εποχή της ειδικοφαγίας ο Καπούστιν συνέχισε λέγοντας:

«Οι σύντροφοι λένε ότι υπάρχουν πολλοί χαραμοφάηδες διαφόρων ειδών, πολλοί επιθεωρητές που δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να τρώνε λεφτά. Δεν είναι λοιπόν ώρα να περάσουμε μια κομματική σκούπα τον διευθυντικό μηχανισμό και να πετάξουμε έξω αυτούς που παίρνουν λεφτά παράνομα; Η κατάσταση είναι απαράδεκτη, η γραμματεία έχει μετατραπεί σε ξεχωριστό τμήμα, με επιβλέποντες, αντικαταστάτες κ.ο.κ. Δεν πρέπει λοιπόν να καθαρίσουμε όλα αυτά τα τμήματα με τη σιδερένια κομματική σκούπα;»

Τις διάφορες τοποθετήσεις ακολούθησαν εκλογές για την Κομματική Επιτροπή της εργοστασιακής ΚΟΒ όπου για πρώτη και μοναδική φορά στην εξεταζόμενη περίοδο, ο διευθυντής δεν εξελέγη μέλος της. Σε μια περίοδο που θεωρείται το απόγειο του βιομηχανικού αυταρχισμού στην ιστορία της ΕΣΣΔ, ο διευθυντής μιας από τις σημαντικότερες βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας δέχθηκε επίθεση από αντιπρόσωπο ανώτερο κλιμακίου της κομματικής ιεραρχίας, ενώ ταυτόχρονα αποκλείστηκε από την ηγετική ομάδα της εργοστασιακής οργάνωσης. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η αντίφαση;

Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση βρίσκεται στο γεγονός ότι με τον πόλεμο προ των πυλών ο ελεγκτικός ρόλος που έπαιζαν τα κομματικά όργανα στη βιομηχανία κατέστη ακόμα πιο ζωτικός για την κεντρική ηγεσία, η οποία έπρεπε με κάθε τρόπο να διασφαλίσει την σωστή και συντονισμένη λειτουργία των εργοστασιακών μονάδων. Σε αυτή την περίπτωση είναι άνευ σημασίας αν ο Καπούστιν απευθύνθηκε στην ΚΟΒ με τον τρόπο που είδαμε επειδή γνώριζε ότι αυτός ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να την κινητοποιήσει, ή αν όντας ο ίδιος προϊόν αυτού του πολιτικού περιβάλλοντος είχε την ίδια άποψη για την εργοστασιακή διεύθυνση που είχαν και τα περισσότερα μέλη της ΚΟΒ. Το ουσιώδες είναι ότι και σε αυτή την περίπτωση, η ηγεσία ξεκίνησε με μια προσπάθεια να ενισχύσει τη διεύθυνση σκληραίνοντας τα μέτρα εργασιακής πειθαρχίας, αλλά επί της ουσίας αυτοαναιρέθηκε επιμένοντας στον καθοδηγητικό ρόλο της ΚΟΒ στο εργοστασιακό περιβάλλον. Όπως είδαμε και πιο πάνω, η ηγεσία μπορεί να υπαγόρευε στις ΚΟΒ να απέχουν από τα καθαρά οργανωτικό ζητήματα, αλλά ποτέ δεν πήρε συγκεκριμένα μέτρα για να περιορίσει τον ρόλο τους στη βιομηχανική ζωή.

Συμπερασματικά Σχόλια

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν τους τρείς ισχυρισμούς, βλέπουμε ότι η ΚΟΒ ΚΠ/Κίροφ εσωτερίκευσε της αντιπαράθεση μεταξύ εργαζομένων και διεύθυνσης, μετατρεπόμενη ταυτόχρονα σε όργανο αντιπολίτευσης προς την τελευταία με την πλήρη αρωγή των ανώτερων οργάνων. Με βάση τα παραπάνω, μπορούμε να κάνουμε κάποιες γενικότερες παρατηρήσεις για τις σχέσεις κοινωνίας-κράτους στην ΕΣΣΔ.

Η (μη-σοβιετική) ιστοριογραφία σχετικά με την ΕΣΣΔ χωρίζεται συνήθως σε δύο βασικές προσεγγίσεις, τον ολοκληρωτισμό και τον αναθεωρητισμό. Η θεωρία του ολοκληρωτισμού αναπτύχθηκε πρώτα από μενσεβίκους εμιγκρέδες και ωρίμασε σε Αμερικανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Σύμφωνα με τον ολοκληρωτισμό, η κοινωνία της ΕΣΣΔ ήταν απόλυτα ελεγχόμενη από το κράτος και την εκάστοτε ηγετική ομάδα του ΚΚ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένας χώρος ανάπτυξης αυτόνομων κοινωνικών συμφερόντων, διαφορετικής σκέψης κ. ο. κ. Ο αναθεωρητισμός προέκυψε όταν, στη βάση πραγματολογικού υλικού, έγινε αντιληπτό ότι η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα στην ΕΣΣΔ απείχε πολύ από το ολοκληρωτικό μοντέλο. Μια γενιά νεότερων ιστορικών έδειξαν ότι ο κρατικός μηχανισμός συχνά αδυνατούσε να ελέγξει ή αγνοούσε πλήρως σημαντικές κοινωνικές διαδικασίες. Οι πολιτικοί σχεδιασμοί της ηγεσίας άλλαζαν συχνά μορφή κατά την εφαρμογή τους, είτε λόγω συγκρούσεων μεταξύ διαφορετικών πλευρών του κρατικού μηχανισμού είτε απλώς επειδή οι άμεσοι εφαρμοστές κατανοούσαν διαφορετικά τη σημασία τους.

Αντίθετα με τους υποστηρικτές του ολοκληρωτισμού, οι αναθεωρητές δεν ανέπτυξαν ποτέ μια συνεκτική θεωρία για την ΕΣΣΔ, παραμένοντας σε καθαρά εμπειρικά ερευνητικά μονοπάτια. Όπως παρατήρησε ο J. Arch Getty, ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του αναθεωρητισμού, το ίδιο το αντικείμενο μελέτης αντιστέκεται στην θεωρητικοποίησή του. Μια επαναστατική κοινωνία όπως η ΕΣΣΔ βρίσκεται υπό διαρκή μεταβολή, με την κοινωνική διαστρωμάτωση, τους διοικητικούς μηχανισμούς αλλά και τις ιδεολογικές-πολιτισμικές αξίες να αλληλεπιδρούν με τρόπο απρόβλεπτο και ασταθή, μην επιτρέποντας την αφαιρετική τους πρόσληψη (εφόσον αυτή απαιτεί μια σχετική επαναληψιμότητα στο χρόνο).

Για τους Μπολσεβίκους, το πρόβλημα της κατανόησης μιας διαρκώς μεταβαλλόμενης κοινωνίας προέκυψε ως πρόβλημα άσκησης πολιτικής πολύ πριν προκύψει ως ερευνητικό ζήτημα για τους ιστορικούς. Η λύση που προέκριναν ήταν ο καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος, δηλαδή η ενεργός συμμετοχή των κομμουνιστών σε κάθε κοινωνικοπολιτική διαδικασία με σκοπό την πρακτική διαμεσολάβηση-διαχείριση των αντιφάσεων της επαναστατικής κοινωνίας στη βάση της κομματικής πολιτικής, η οποία θεωρητικά απέβλεπε στην οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας.

Όπως είδαμε στο παράδειγμα της ΚΟΒ ΚΠ/Κίροφ, το αποτέλεσμα ήταν η εσωτερίκευση αυτών των αντιφάσεων από το ίδιο το Κόμμα, το οποίο κατά αυτόν τον τρόπο κατέστη θεσμικό πλαίσιο της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας μεταβολής των σχέσεων κοινωνίας-κράτους. Προτείνω λοιπόν ότι η μελέτη της κομματικής ιστορίας μπορεί να αποτελέσει χρήσιμο υποκατάστατο μιας θεωρίας της ΕΣΣΔ ως κοινωνικού σχηματισμού, καθώς μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την επαναστατική διαδικασία στην πράξη, από την έναρξή της μέχρι την επιβράδυνση και την τελική ανατροπή της.

Γιάννης Κοκοσαλάκης

Το παραπάνω κείμενο είναι η εισήγηση του Γιάννη Κοκοσαλάκη στο πρόσφατο Συνέδριο για την Οχτωβριανή Επανάσταση στη Νομική Σχολή.

Ο Γιάννης Κοκοσαλάκης εργάζεται ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Κέντρο Πολεμικών Σπουδών του τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Δουβλίνου (UCD). Εκπόνησε διδακτορική διατριβή με τίτλο «The Communist Party in Soviet society: Communist rank-and-file activism in Leningrad, 1926-1941» στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Τα ενδιαφέροντά του αφορούν τις σχέσεις κοινωνίας και κράτους στις σοσιαλιστικές χώρες του προηγούμενου αιώνα, καθώς και την επίδραση των επαναστάσεων στην οικοδόμηση πολιτικών θεσμών γενικότερα.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: