Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

“…Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι –ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης– οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι –και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μηγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης γεννήθηκε στις 31 του Οκτώβρη 1888 και έφυγε από τη ζωή στις 7 του Γενάρη 1944. Με το έργο του και με τη ζωή του πήγε κόντρα στις συμβάσεις του καιρού του.

Μέλος πλούσιας και καλλιεργημένης οικογένειας, σπούδασε νομικά, ζωγραφική και πιάνο, αλλά αφιερώθηκε στην ποίηση.

Το 1897 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό «Διάπλασις των Παίδων».

Ο Λαπαθιώτης θαύμαζε τον Όσκαρ Ουάιλντ. Ήταν φοιτητής ακόμα, το 1905,  όταν εμφανίστηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους από τις σελίδες του περιοδικού Νουμάς.

Το 1916 θα δημοσιευτεί στο Ριζοσπάστη το ποίημά του «Κραυγή». Στη συνέχεια ταξιδεύει στην Αίγυπτο, όπου θα γνωρίσει τον Καβάφη.

Το 1927 δημοσιοποιεί ότι ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία, ενώ με γράμμα του προς τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών (δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη) θα ζητήσει τον αφορισμό του, αφού, όπως γράφει: «η χριστιανική θρησκεία όπως επίσης και κάθε άλλη θρησκεία μου έχει αποβή τελείως περιττή».

Ο Λαπαθιώτης πίστευε πως μόνο μέσα σε μια κομμουνιστική κοινωνία η παρακμή δεν έχει θέση και πως μόνο σε μια τέτοια κοινωνία ο άνθρωπος ολοκληρώνεται ως άτομο. Η σχέση του με το εργατικό – λαϊκό κίνημα και το ΚΚΕ ήταν ειλικρινής και γνήσια. «Η κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ’ αυτό, δεν της μένει παρά να επιστρέψει στο σκοτάδι και στην αποκτήνωση», έλεγε.

Ο θάνατος της μητέρας του, το 1937, θα τον κλονίσει ψυχολογικά.

Το 1939 τυπώνει την πρώτη του ποιητική συλλογή.

Η Κατοχή τον βρίσκει πάμφτωχο και εξουθενωμένο από τις καταχρήσεις. Όταν πεθαίνει ο πατέρας του, για να επιβιώσει αναγκάζεται να πουλάει τα βιβλία του και άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Αυτό δεν θα τον αποτρέψει από το να φιλοξενήσει πολλούς ΕΛΑΣίτες στο σπίτι του, ενώ τα όπλα του πατέρα του (ήταν στρατιωτικός) θα τα παραδώσει στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων.

Ναπολέων Λαπαθιώτης

Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης έδωσε τέλος στη ζωή του, αυτοκτονώντας με περίστροφο. Για να καλυφτούν τα έξοδα της κηδείας του χρειάστηκε να γίνει έρανος μεταξύ φίλων του λογοτεχνών.

Το ποίημά του «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου», που δημοσιεύτηκε το Φλεβάρη του 1932 στους «Νέους Πρωτοπόρους», αποδεικνύει ότι ο ποιητής είχε συνειδητοποιήσει ότι μοναδική απειλή για την αστική τάξη και μοναδική ελπίδα για την αναγέννηση των λαών είναι το ξύπνημα των προλετάριων.

Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου

…Ακούς, ακούς; ζυγώνουν οι ξυπόλυτοι –ζητιάνοι της χαράς και της αγάπης– οι καταφρονεμένοι, με τα χοντρά, τα ροζιασμένα δάχτυλα και την αδέξια την περπατησιά, για να σου στρίψουν το άσπρο σου λαιμάκι –και για να σ’ αφανίσουν, μια για πάντα, μεταξωτή μηγιάγγιχτη κουκλίτσα, καμαρωτή μικρούλα τιγριδούλα, κοκώνα με τη σάπια την ψυχή!…

***

Φτάνουν απ’ τα πέρατα του κόσμου, μ’ αξίνες, με σφυριά και με δρεπάνια, για να σου δόσουν τώρα, μια για πάντα, το μεγάλο μάθημα τ’ αξέχαστο, της πρώτης και στερνής δικαιοσύνης, καθώς την πήραν απ’ τα χέρια της ζωής —με τα θαμπά και τ’ άξεστα μυαλά τους πυρπολημένα από την αγανάκτηση…

***

Ξεμπουκάρουν απ’ όλες τις μεριές —και φτάνουν, όλο φτάνουν, όλο φτάνουν — σέρνοντας τις θολές τους τις καρδιές, με την ακατάλυτη στοργή, και με τ’ ανεξερεύνητα τα μίση— για να σε μάθουν πράματα μεγάλα—πράματα μεγάλα κι’ αλησμόνητα, που θα τ’ ακούσεις μια φορά για πάντα, που θα τα νιώσεις μια φορά για πάντα, και πια δε θα μπορείς να τα ξεχάσεις…

***

Έρχονται τώρα, με σφιγμένα δόντια και μ’ ανταριασμένα τα μαλλιά, να σε πατήσουν με τ’ αγροίκα πόδια τους, να σε ποδοκυλίσουν αδυσώπητα, μέσ’ στο χρυσό σου τραγικό παλάτι —να σπάσουν τη φαρμακερή καρδιά σου, με το θυμό που σπάνε τ’ αποστήματα —να σ’ αφανίσουν τώρα, μια για πάντα— να σβήσεις απ’ τη μνήμη των ανθρώπων, για το κρίμα που τους έχεις κάνει, να τους αναθρέψεις με το μίσος, και με το μαύρο βόγγο στην ψυχή…

***

Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι —κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι— που μέρα νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλύφουν  δουλικά   τη   φτέρνα— πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ’ στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο τέρας αστικό…

***

Ξυπνούν οι σκλάβοι απ’ όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους, γιατί πει­νούσαν και διψούσανε  γι’ αγάπη —και συ τους πότιζες, δεν ξαίρω πόσα χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή…

***

Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό πού κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι γαλανό· γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα μοσκοβολήσουν τα ρόδα· γιατί τότε μόνο θ’ ακουστεί το καθαρό τραγούδι του αηδονιού, και τ’ άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά τους όψη!   Τότε κι’ η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους…

***

Γιατί μόνο τότε, μόνο τότε, μόλις χαθείς αγύριστα, για πάντα, και τα κλαμένα βλέφαρα στεγνώσουν, και γίνουν ιλαρά τα μάτια πάλι— τότε μονάχα θα ξανακουστεί, μεσ’ απ’ τα μαύρα βάθη της αβύσσου, χαρμόσυνη, λαμπρή κι’ αγγελική, μια φοβερή κι απέραντη φωνή —φωνή της μακρυνής κι’ ακατανόητης, τώρα, Σοφίας τής Δημιουργίας…

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: