Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Θα επιμένεις» του Άρη Αλεξάνδρου

“Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές
των πετρωμάτων
σάμπως να ’σουν σίγουρος πως θα ’ρθει μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Θα επιμένεις» του Άρη Αλεξάνδρου

Ο Άρης Αλεξάνδρου (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ (Πετρούπολη) στις 24 του Νοέμβρη 1922 κι έφυγε από τη ζωή στις 2 του Ιούλη 1978. Πρωτοχρησιμοποίησε το όνομα Άρης Αλεξάνδρου στο ξεκίνημα της μακροχρόνιας μεταφραστικής του εργασίας στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη.

Συμμετείχε ενεργά στην Αντίσταση. Τον Δεκέμβρη του 1944 συλλαμβάνεται από τους Άγγλους και στέλνεται στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στη Βόρειο Αφρική. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε για σχεδόν δέκα χρόνια στο Μούδρο, τη Μακρόνησο, και τον Αη Στράτη, ενώ κλείστηκε στις φυλακές Αβέρωφ, Αίγινας και Γυάρου μετά από καταδίκη του Στρατοδικείου Αθηνών για ανυποταξία. Το 1959 παντρεύτηκε την Καίτη Δρόσου.

Το έργο του Άρη Αλεξάνδρου τοποθετείται στο χώρο της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας. Το 1946 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Ακόμα τούτη η Άνοιξη». Ακολούθησαν οι συλλογές «Άγονος γραμμή» (1952) και «Ευθύτης οδών» (1959).

Συγγραφέας του μυθιστορήματος «Το Κιβώτιο», που ολοκληρώθηκε το 1972 μετά από εφτά χρόνια συγγραφής και εκδόθηκε από τον Κέδρο το 1975.

Το ποίημα «Θα επιμένεις» εμπεριέχεται στην έκδοση «Ποιήματα 1941-1974» (Ύψιλον)

Θα επιμένεις

Όσο ψηλά κι αν ανεβείς εδώ θα παραμένεις.
Θα σκοντάφτεις και θα πέφτεις εδώ μες στα χαλάσματα
χαράζοντας γραμμές
εδώ θα επιμένεις δίχως βία
χωρίς ποτέ να καταφύγεις στη βολική απόγνωση
ποτέ στην περιφρόνηση
κι ας έχουν σήμερα τη δύναμη εκείνοι που οικοδομούνε ερημώσεις
κι ας βλέπεις φάλαγγες ανθρώπων να τραβάν συντεταγμένοι
για το ξυλουργείο
να δέχονται περήφανοι
την εκτόρνευσή τους
και να τοποθετούνται στα αυστηρά τετράγωνα
σαν πιόνια.
Εσύ θα επιμένεις σαν να μετράς το χρόνο με τις σειρές
των πετρωμάτων
σάμπως να ’σουν σίγουρος πως θα ’ρθει μια μέρα
όπου οι χωροφύλακες κ’ οι επαγρυπνητές θα βγάλουν τις στολές τους.
Εδώ μες στα χαλάσματα που τα σπείραν άλας
θέλεις δε θέλεις θα βαδίζεις
υπολογίζοντας την κλίση που θα ’χουν τα επίπεδα
θα επιμένεις πριονίζοντας τις πέτρες μοναχός σου
θέλεις δε θέλεις πρέπει ν’ αποχτήσεις έναν δικό σου χώρο.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: