Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Χώμα ελληνικό» του Γεωργίου Δροσίνη

Ο Γεώργιος Δροσίνης χρησιμοποιεί τη γλώσσα των απλών ανθρώπων. Τα θέματά του είναι παρμένα από τη ζωή τους, τους αφορούν. Το έργο του αποπνέει ανθρωπιά, αγγίζει τον απλό καθημερινό άνθρωπο ανεξάρτητα από εποχές.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Χώμα ελληνικό» του Γεωργίου Δροσίνη

Ποιητής και πεζογράφος, ο Γεώργιος Δροσίνης υπήρξε ένας ακούραστος πνευματικός εργάτης, με μεγάλη προσφορά στα Γράμματα αλλά και στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γλώσσας.

Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 9 του Δεκέμβρη 1859 και έφυγε από τη ζωή στις 3 του Γενάρη 1951.

Σπούδασε Νομική, Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Ιστορία Καλών Τεχνών.

Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα το 1878 με στίχους που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Ραμπαγάς». Η πρώτη ποιητική του συλλογή ήταν οι «Ιστοί της Αράχνης». Η ποίησή του – έγραψε και αρκετά πεζά – χαρακτηρίζεται από τη χρήση της δημοτικής γλώσσας και την απλότητα στην έκφραση. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Νέας Αθηναϊκής Σχολής και ακαδημαϊκός από το 1926.

Ο Γεώργιος Δροσίνης χρησιμοποιεί τη γλώσσα των απλών ανθρώπων. Τα θέματά του είναι παρμένα από τη ζωή τους, τους αφορούν. Το έργο του αποπνέει ανθρωπιά, αγγίζει τον απλό καθημερινό άνθρωπο ανεξάρτητα από εποχές.

Όπως συμβαίνει και με το ποίημα που παρουσιάζει σήμερα η στήλη. Ο ποιητής μετουσιώνει σε στίχους την αγάπη για τον τόπο του, την πατρίδα του τού ανθρώπου που πρόκειται να εγκαταλείψει την πατρογονική γη προκειμένου να ξενιτευτεί και δεν γνωρίζει αν ποτέ θα επιστρέψει.

Χώμα ελληνικό

Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
και θα ζούμε μήνες, χρόνους χωρισμένοι,
άφησε να πάρω κάτι κι από σένα,
γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη,
άφησε μαζί μου φυλαχτό να πάρω
για την κάθε λύπη κάθε τι κακό,
φυλαχτό από αρρώστια, φυλαχτό από Χάρο,
μόνο λίγο χώμα, χώμα ελληνικό.

Χώμα δροσισμένο με νυχτιάς αγέρι,
χώμα βαφτισμένο με βροχή του Μάη,
χώμα μυρισμένο απ’ το καλοκαίρι,
χώμα ευλογημένο, χώμα που γεννάει
μόνο με της Πούλιας την ουράνια χάρη,
μόνο με του ήλιου τα θερμά φιλιά,
το μοσχάτο κλήμα, το ξανθό σιτάρι,
τη χλωρή τη δάφνη, την πικρήν ελιά.

Χώμα τιμημένο, πούχουν ανασκάψει
για να θεμελιώσουν έναν Παρθενώνα,
χώμα δοξασμένο, πούχουν ροδοβάψει
αίματα στο Σούλι και στο Μαραθώνα,
χώμα πόχει θάψει λείψαν’ αγιασμένα
απ’ το Μεσολόγγι κι από τα Ψαρά
χώμα που θα φέρνει στον μικρόν εμένα
θάρρος, περηφάνια, δόξα και χαρά.

Θε να σε κρεμάσω φυλαχτό στα στήθια,
κι όταν η καρδιά μου φυλαχτό σε βάλει
από σε θα παίρνει δύναμη βοήθεια,
μην την ξεπλανέψουν άλλα, ξένα κάλλη.
Η δική σου η χάρη θα με δυναμώνει,
κι όπου κι αν γυρίσω, κι όπου κι αν σταθώ
συ θε να μου δίνεις μια λαχτάρα μόνη,
πότε στην Ελλάδα πίσω θε να ‘ρθω.

Κι αν το ριζικό μου -έρημο και μαύρο-
μούγραψε να φύγω και να μη γυρίσω,
το στερνό συχώριο εις εσένα θάβρω,
το στερνό φιλί μου θε να σου χαρίσω.
Έτσι κι αν σε ξένα χώματα πεθάνω,
και το ξένο μνήμα θάναι πιο γλυκό
σα θαφτείς μαζί μου στην καρδιά μου επάνω,
χώμα αγαπημένο, χώμα ελληνικό.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: