33 ημέρες – Νικ. Βρεττάκος

Μα πάνω απ’ τη λάσπη που περπατάνε με τα μαστίγιά τους
οι μισθοφόροι της νύχτας,
κι απάνω απ’ όλες τις φυλακές, πολύ πάνω,
ψηλότερα από κάθε άλλη φορά.

– Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας! Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας!

Αδέλφια μας όλου του κόσμου.

Η σημαία μας κυματίζει ακόμα.

33 ημέρες – Νικ. Βρεττάκος

33 ημέρες

Ο ΛΟΧΟΣ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ “ΛΟΡΔΟΣ ΒΥΡΩΝ”

Έτσι έγινε τότε στην Ελλάδα.

Και φυσούσε κείνες τις μέρες ένας ισχυρός άνεμος  από το μέρος της δύσης.
Και προβαίνανε σύννεφα από το βορρά κι ανεβαίνανε στον ορίζοντα.
Κ’ η ανατολή δε φαινόταν.
Και παράξενα ρεύματα που φαινόντουσαν να ‘ρχονται από το νότο κι απ’ την ανατολή
κι απ’ τη δύση κι απ’ το βορρά αυλακώναν τα σύννεφα.
Κι άνοιγε το παράθυρο κείνες τις μέρες κ’ ένιωθες σπινθήρες παράξενους
να ηλεκτρίζουνε τη βαρυμένη ατμόσφαιρα πάνω απ΄ την πόλη,
ως μέσα τα σπίτια κι ως μέσα τα μνήματα.
Κ’ έγινε κείνες τις μέρες αναφορά προς την Αυτών Εξοχότητα…
Και πλημμύριζε κείνες τις μέρες ο κόσμος τους δρόμους και κυλούσε και βόγγαγε.
Και πλήθαινε κάθε μέρα ο κόσμος και κουλουριαζότανε στις πλατείες
και ξεχείλιζε πάνω στα πεζοδρόμια και χτυπιότανε κι άκουγε η πόλη
το κύμα του και φοβόταν τον Κύριο και λυπόταν και στέναζε.

***

Και κατέβαινε πάλι ο λαός και τους φώναζε κλέφτες.
Είχε πληρώσει τη λευτεριά του με αίμα πολύ.
Και κατέβαινε πάλι ο λαός και ζητούσε την τιμή των νεκρών του και τους φώναζε κλέφτες.
Κι ο Ανώτατος Νόμος – ο θείος κι ανθρώπινος που συναντιώνται στα όρη Σινά
και παίρνουν μορφή κεραυνού και συγκλονίζουν τα έθνη,
χτυπούν τις πηγές τα ποτάμια χορεύουνε μέσα στις κοίτες  τους
κι αλλάζουνε διεύθυνση, άρχισε ν’ αστράφτει ακατάπαυστα πάνω
απ’ την πόλη στις 3 του Δεκέμβρη.

Επιγραφές ταραγμένες και σύντομες συνωστίζονταν κείνη τη μέρα
κάτω απ’ τα σύννεφα
Και το δάσος τους σάλευε ενάντια στον άνεμο.
Κι ο λαός προχωρούσε.
Κι η ενέδρα περίμενε.
Και προχωρούσε ο λαός κατά πάνω τους, γενναίος κι ωραίος
και δίκαιος σαν το Χριστό.
Κι απλώνει ο λαός τις παλάμες του να κλείσει τα στόμια των όπλων,
που προβάλλοντας άξαφνα έλαμψαν αντίκρυ στο στήθος τους.
Και πήρε κείνη την ώρα ο λαός ένα φως κι ένα χρώμα παράξενο.
Και προχωρούσε ο λαός καταπάνω τους κι ανέβαινε μοιάζοντας
όπως ένας ήλιος που ανάτελλε.

Κι οι ομοβροντίες χτυπήσανε την Εκκλησία του Έθνους.
Κ’ η θάλασσα σείστηκε.
Κ’ η θάλασσα μούγγριζε.
Κ’ η στάθμη των νερών της ανέβαινε.
Κ’ οι λαβωμένοι βουτούσαν τις σημαίες στο αίμα
και πηδώντας απάνω στα σπασμένα τους γόνατα τις σηκώναν ψηλότερα.
Κι άλλοι πέφτανε μπρούμυτα πάνω στην άσφαλτο.
Και τραγουδώντας οι άλλοι τη λευτεριά και το δίκιο, τους τράβαγαν στις άκρες του δρόμου.
Και ξαπλωνόταν ένας- ένας ανάσκελα, διπλωνόταν στη ματωμένη
σημαία του κ’ έσφιγγε τις γροθιές του στο στήθος και πέθαινε.
Κι έτσι βασίλεψε ο ήλιος στις 3 του Δεκέμβρη.
Στις 4 άρχισε κιόλας ν’ αστράφτει απάνω απ’ τα 20 φέρετρα
που πηγαίναν  κ’ ερχόντουσαν στην επιφάνεια της θάλασσας.
Και φούσκωνε το κύμα των ώμων του πλήθους.
Κι απλωνότανε το απέραντο κύμα του και πειθαρχούσε
και κύλαγε στην πλατιά λεωφόρο.
Και παράσερνε μέσα στο ρεύμα του κλαδιά από φοίνικες, επιγραφές,
δεκανίκια, μαζί μ’ ένα δάσος από μαύρες σημαίες
που τις φύσαγε ο άνεμος και μπερδευόντουσαν η μια με την άλλη.
Κι ακουγότανε πάλι σε λίγο που βόγγαγε η θάλασσα.
και παρουσιαζότανε πάλι σε λίγο που γύριζε,
μαυρίζοντας κάτω απ’ τα σύννεφα.
Και διασταυρωνόντουσαν κατά κύματα τα ρεύματα του λαού
και φουσκώνανε τα σταυροδρόμια της πόλης.

Και τα σύννεφα ψιχαλίζανε στις σφιγμένες γροθιές.

***

Κι ο λόχος των φοιτητών “Λόρδος Βύρων” κοιτώντας τα σύννεφα
γύρευε διέξοδο μέσα στο μέλλον.

***

Κι ο λόχος των φοιτητών “Λόρδος Βύρων” πολεμώντας στο κέντρο της πόλης,
απάγγελνε στίχους από την “Κατάρα της Αθηνάς” και σκεφτότανε σαν τι θα μπορούσε να παρηγορήσει τον ίσκιο του Μπάυρον σε τούτο τον κόσμο.
Κι απαντούσε καγχάζοντας ο Ελγίνος καθισμένος απάνω στα βαριά πυροβόλα,
που αυλακώνανε το σκοτάδι με τις τροχιές των οβίδων τους.
Και σε κάθε ομοβροντία τους φωτιζότανε η Ακρόπολη.
Και διακρίνονταν μέσα στη λάμψη τους
να ταράζεται σύσσωμος ο Ναός στην κορφή της.

Κι ο λόχος των φοιτητών “Λόρδος Βύρων” πολεμούσε στο κέντρο της πόλης.

***

Κι οραματιζόντουσαν, πολεμώντας, φυτείες απέραντες και πόλεις καινούριες
κ’ εκκλησιές και καμπάνες καινούριες και…
– Χριστός Ανέστη!
– Χριστός Ανέστη!
Και πολεμούσαν χαμογελώντας.
Κ’ οι ομοβροντίες πυκνώνανε από μέρα σε μέρα.
Κι από μέρα σε μέρα πυκνώνανε οι καπνοί και τα σύννεφα
κ’ οι φλόγες κ’ η σκόνη από το πέσιμο των οβίδων
κι από τα σπίτια που ανατινάζονταν.

***

Και μια τελευταία βροχή από βροντές κι από κεραυνούς,
φώτισε τα σύννεφα που κρεμιόντουσαν,
και τα οδοφράγματα και τα σπίτια και τους στρατιώτες μας
που στεκόντουσαν όρθιοι ψηλά στα οδοφράγματα.
Κι ύστερα τίποτα.
Κ’ οι γυναίκες ρωτούσαν για το λόχο των φοιτητών.
Και παίρνανε σκόνη απ’ το χώμα στις φούχτες τους
και τούς φιλούσαν και κλαίγανε.

Ο ήλιος, σημαία των αδελφιών.
Η σημαία μας.

– Ελευθερία ή θάνατος!

Έτσι έγινε τότε στην Ελλάδα.

Κ’ οι σημαίες μας υποχώρησαν συντεταγμένες μες στο σκοτάδι.
Κι όπως υποχωρούσανε, τις βλέπαμε, τη μια τους πίσω απ’ την άλλη
που λάμπανε μέσα στη νύχτα.
Και γινήκανε μέρες 33.

***

Και πολεμούσαμε πέντε χρόνια· και πολεμάμε ακόμα.
Και μάς φορούσανε το αγκάθινο στέφανο του Χριστού μέσα στις φυλακές
και μάς το φοράνε ακόμα.

Μα πάνω απ’ τη λάσπη που περπατάνε με τα μαστίγιά τους
οι μισθοφόροι της νύχτας,
κι απάνω απ’ όλες τις φυλακές, πολύ πάνω,
ψηλότερα από κάθε άλλη φορά.

– Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας! Δόξα και τιμή στους νεκρούς μας!

Αδέλφια μας όλου του κόσμου.

Η σημαία μας κυματίζει ακόμα.

– Ελευθερία ή Θάνατος!

(αποσπάσματα)

 

Νικηφόρος Βρεττάκος, 33 Ημέρες, Ποιήματα, τ.1,Τρία Φύλλα, Αθήνα 1984, 2η έκδοση

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: