Το διήγημα της Πέμπτης: «Το σπίτι του φεγγαριού» της Σοφίας Φίλντιση

Έν’ αστεράκι μικρό, νιόβγαλτο, π’ άμα τόξυνες με το νύχι σου θα ξέφτιζε τ’ ασήμι του, είπε να πάει ενάντια στην προσταγή του φεγγαριού… κι ωπ, έδωκε μια πηδηξιά και χάθηκε κατά το νότο…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Το σπίτι του φεγγαριού» της Σοφίας Φίλντιση

Η Σοφία Φίλντιση γεννήθηκε το 1937 στο χωριό Βανάδα Τριφυλίας και έφυγε από τη ζωή τον Απρίλη του 2011.

Φοίτησε στο Αμερικανικό Κολέγιο της Αθήνας με υποτροφία.

Έγραψε περισσότερα από 30 βιβλία, κυρίως για εφήβους και παιδιά.

Είχε διατελέσει δημοτική σύμβουλος στο Δήμο Καλαμάτας και αντιπρόεδρος του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Καλαμάτας, τα πρώτα χρόνια της δημιουργίας του θεάτρου.

Δημιούργησε το ραδιοφωνικό σταθμό «Αντιράδιο» και αρθρογραφούσε στην προοδευτική εφημερίδα «Μάχη» και στο περιοδικό «Φλας» της Μεσσηνίας.

Το διήγημα «Το σπίτι του φεγγαριού» εμπεριέχεται στη συλλογή της Σοφίας Φίλντιση «Νιότη χωρίς τραγούδια» (εκδ. ΜΙΝΩΑΣ).

Το σπίτι του φεγγαριού
της Σοφίας Φίλντιση

«Είπε το φεγγάρι με το νου του, πως σαν γιομίσει ολάκερο μ’ ασήμι, τότες θα πάει να γυρέψει την πούλια για γυναίκα του.

»Τοιμάστηκε αποβραδίς, κι είπε στ’ αστέρια να μαζωχτούνε ολόγυρά του… Να ιδούνε τα γονικά της νύφης, τ’ ασημοσόι του γαμπρού, και να μην αρνηθούνε.

»Μην το κουνήσουτ’ από δω, πρόσταξε το φεγγάρι τ’ αστέρια. Μήτ’ ένα να μη λείψει ίσαμε το μεσονύχτι που βγαίνει η νύφη στο σεργιάνι. Να την πλανέψουμε και κείνη με τόσο φως… Δεν μπορώ, τους εξομολογήθηκε, δεν μπορώ πιά να σεργιανάω σ’ ολάκερον ουρανό μοναχό μου… Θέλω να νοικοκυρευτώ.

»Έν’ αστεράκι μικρό, νιόβγαλτο, π’ άμα τόξυνες με το νύχι σου θα ξέφτιζε τ’ ασήμι του, είπε να πάει ενάντια στην προσταγή του φεγγαριού… κι ωπ, έδωκε μια πηδηξιά και χάθηκε κατά το νότο. Τ’ όμοιο παιγνίδι έκαμε κι η πούλια, που πήγε με σκέρτσο στο κατόπι του αστεριού.

»Το φεγγάρι χόλιασε, και γύρεψε από τα σύγνεφα να το πάρουνε, να το πάνε μακριά, να κυνηγήσει τ’ αστέρι.

»Άδικος κόπος, του είπανε κείνα. Γκρεμίστηκε από μοναχό του, και δε θα φανεί ποτές πιά.

» Έπεσε σε βαριά θλίψη το φεγγάρι, κι ήτανε κάμποσα βράδια τόσο ανόρεχτο, που λησμόναε και να δύσει… Και μείνεσκε στον ουρανό ακόμα κι όταν εξημέρωνε… Κι ύστερα, σαν ερχότανε πάλι η νύχτα, εκύλαε βαριεστημένο πέρα-δώθε, κι η πούλια, μήτε μια ματιά δεν τού ‘ριχνε…

«Κάποτες πιά το φεγγάρι, δεν ήθελ’ άλλο να ζήσει κι έκαμε μια, κι έπεσε στο πηγάδι. Άμα κοιτάξει κανείς το μεσονύχτι, θα το ιδεί μέσα στο νερό… Το πηγάδι πιά, γίνηκε σπίτι του…».

 

Έτσι τέλειωνε η νόνα το παραμύθι της εκείνα τα κρύα βράδια π’ ο χειμώνας ετρούπωνε με θυμό από το πορτάκι του σπιτιού μας, κι έφερνε γύρα τα πλήθινα ντουβάρια και τα νότιζε… κι ύστερα έφτανε ίσαμε την καρδιά μας και την επέτρωνε, και δεν ρπλανευότανε με τίποτα πιά…

– Άσε μας, ρε νόνα, λέγαμ’ ανόρεχτα. Σιγά μην εμπήκε στο κοτέτσι το φεγγάρι.

– Ε, δε μ’ αφήνουτε λέου γω στη νύστα μου, γκρίνιαζε κείνη και με το δίκιο της η κακομοίρα. Εγώ μια φορά, έτσι το ξέρω». Τώρα, άμα σεις το ξέρουτε αλλιώτικα, να μου το ειπείτε και μένα να το μάθω.

*

Γινήκαν έτσι τα πράματα, κι οι χειμώνες χρόνο με το χρόνο οχτροί, που θέλοντας και μη αγαπήσαμε κείνο το παραμύθι. Απόκοντα σε κείνο και το πηγάδι μας που ήτανε στη μέση του χωριού μας… Και που μήτε όμορφο ήτανε, μήτε πολύ νερό είχε. Μα που έφτασε να ποτίσει ανθρώπους και ζωντανά για πολλά χρόνια… Το μαρτυράγανε τα πέτρινα χείλη του που ήτανε γιομάτα βαθιές χαρακιές από την τριχιά π’ ανεβοκατέβαζε τον κουβά.

Όσο για το φεγγάρι, ήταν ένα τόσο μακρινό φως, άλλοτε ολοστρόγγυλο, κάποτε λειψό, π’ έκανε πάντα τη δουλειά του. Σημάδευε τον ουρανό, που και κείνος για μάς ήτανε μακρινός και ξένος. Τίποτ’ άλλο δεν έκανε το φεγγάρι. Μήτε και που παντρολογιότανε. Ετούτο πιά, ήτανε της νόνας.

*

Είδαμε πολλά βράδια το σπίτι του φεγγαριού, το πηγάδι μας, με τις βαθιές χαρακιές στα πέτρινα χείλη του. Είδαμε και το φεγγάρι να ’ναι πεσμένο στα νερά του… Και μήτε μια φορά δεν εγυρίσαμε τα μάτια στον ουρανό. Θα ‘χανε το φεγγάρι το σπίτι του, το πηγάδι θα μείνεσκε χωρίς νοικοκύρη, κι η νόνα δε θα ’χε τι να μας μολογάει…

Πιο ύστερα όμως ήρθανε κάμποσοι, που ποτέ τους δεν εμάθανε πόσο κρύα ήτανε τα βράδια για μας τα παιδιά χωρίς ψωμί, δίχως ζέστα, χωρίς παραμύθι… Ρίξανε μια μπαταριά… Και το σπίτι του φεγγαριού γίνηκε ίσιωμα. Γιόμισε κοκκινόχωμα και κοτρώνια και τα πέτρινα χείλη του με τις βαθιές χαρακιές εφιλήσαν αποθαμένους, χωρίς να μπορούνε να τους δώσουνε μια στάλα δροσιά τ’ άνυδρα…

Κείνη την ώρα, π’ ο μπουχός καταλάγιασε, το φεγγάρι απόμεινε χωρίς σπίτι σαν και μάς… Ένας πρόσφυγας ήτανε που σεργιάναε στην άπλα τ’ άπιαστου ουρανού. Πιο μετά, η νόνα, με κουράγιο σαν και κείνο που έχουνε τα βουνά, έλεγε τα βράδια που ζαρώναμε στ’ αδύνατο κορμί της:

«Είπε λοιπόν η πούλια στον πατέρα της τον αύγερινό:

– »Το ματαβρήκα. Θα πάρω το φεγγάρι γι’ άντρα μου. Μπορεί να είναι φτωχό. Μα είναι καλό κι άξιο παλληκάρι…. Άφοβο. Δε φοβάται, βγαίνει και σεργιανάει ολομόναχο σέ τόσον ουρανό…

– »Ποτές, της αποκρίθηκε κείνος αγριεμένος, ποτές. Ακούς εκεί! Τι σόι φαμελιά θα κάνουτε χωρίς σπιτικό;»

– Μήτε μείς έχουμε νόνα, της είπαμε.

Δεν εμίλησε. Μοναχά που τα μάτια της στάξαν απάμου μας, και μας ξαγρυπνήσανε…

Μα δεν ήτανε δάκρυ κείνο, Θε μου. Ήτανε το αίμα της καρδιάς της, ίσαμε την τελευταία του στάλα.

Από κείνο τράνεψα και στράφι δεν επήγε. Θα μου ειπείς πως είμαι και γω σαν και το φεγγάρι, ένας πρόσφυγας. Όρκο σού κάνω, πως άμα λάμπω σαν και κείνο, μια στάλα δε νοιάζουμαι. Για τίποτα. Μοναχά ν’ αβγαταίνω τη λάμψη μου γυρεύω…

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: