Το διήγημα της Πέμπτης: «Ανοιξιάτικη βροχή» του Μπέρναρντ Μάλαμουντ

Αυτή ήταν μια από τις άγρυπνες νύχτες του Τζορτζ. Έρχονταν αμέσως μόλις τελείωνε την ανάγνωση ενός ενδιαφέροντος μυθιστορήματος και έμενε ξαπλωμένος και φανταζόταν  πως όλα αυτά τα πράγματα συνέβαιναν στον ίδιο…

Το διήγημα της Πέμπτης: «Ανοιξιάτικη βροχή» του Μπέρναρντ Μάλαμουντ

Ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ (1914-1986) υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Αμερικανοεβραίους συγγραφείς του 20ού αιώνα. Έγραψε οχτώ μυθιστορήματα και διακρίθηκε ως δεξιοτέχνης του διηγήματος.

Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη από γονείς μετανάστες που είχαν εγκαταλείψει τη Ρωσία. Ο πατέρας του διατηρούσε ένα μικρό μπακάλικο στο Μπρούκλιν. Έχασε τη μητέρα του όταν ήταν ακόμα έφηβος. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και αργότερα δίδαξε επί πολλά χρόνια στο Κολέγιο Μπένινγκτον του Βερμόντ. Το πρώτο του βιβλίο. «The Natural» (1952), αφορούσε το μπέιζμπολ. Ακολούθησαν το μυθιστόρημα «Ο βοηθός» (1957), όπου αξιοποίησε προσωπικά του βιώματα, και η πρώτη συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Το μαγικό βαρέλι» (1958), με την οποία απέσπασε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου στην κατηγορία της μυθοπλασίας, το 1959. Με το μυθιστόρημα «Ο μάστορας» (1966) έλαβε για δεύτερη φορά το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου στην ίδια κατηγορία καθώς και το Βραβείο Πούλιτζερ, το 1967. Το σύνολο του έργου του εντάχθηκε στη Library of America.

Μπέρναρντ Μπάλαμουντ

Το διήγημα «Ανοιξιάτικη βροχή» εμπεριέχεται στη συλλογή του Μπέρναρντ Μάλαμουντ «Το μαγικό βαρέλι και άλλες ιστορίες» των εκδόσεων Καστανιώτη.

Ανοιξιάτικη βροχή
του Μπέρναρντ Μάλαμουντ

Ο Τζορτζ Φίσερ αγρυπνούσε ακόμα, με τη σκέψη του στο ατύχημα που είχε στην 121η Οδό. Ένας νεαρός χτυπήθηκε από ένα αυτοκίνητο και τον μετέφεραν σε ένα φαρμακείο στο Μπρόντγουεϊ. Ο φαρμακοποιός δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτόν, έτσι περίμεναν να έρθει το ασθενοφόρο. Ο άνθρωπος ήταν ξαπλωμένος στο τραπέζι του φαρμακοποιού στο πισωμάγαζο και κοιτούσε το ταβάνι. Το ’ξερε πως θα πεθάνει.

Ο Τζορτζ ένιωθε μια βαθιά λύπη για τον νεαρό, που έδειχνε να μην είναι ούτε τριάντα χρονών. Ο στωικός τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε το δυστύχημα τον έπεισε ότι ήταν ένας άνθρωπος με θαυμάσιο χαρακτήρα. Ήξερε ότι ο άνδρας δεν φοβόταν τον θάνατο, και ήθελε να του μιλήσει και να του πει ότι κι αυτός επίσης δεν φοβόταν να πεθάνει. Τα λόγια όμως δεν σχηματίστηκαν ποτέ στα χείλη του. Ο Τζορτζ γύρισε στο σπίτι του πνιγμένος με τα λόγια που δεν ξεστόμισε.

Ξαπλωμένος στο σκοτεινό δωμάτιό του, ο Τζορτζ άκουσε την κόρη του τη Φλόρενς να βάζει το κλειδί στην κλειδαριά. Την άκουσε να ψιθυρίζει στον Πολ: «Θες να έρθεις μέσα για ένα λεπτό;»

«Όχι» είπε ύστερα από λίγο ο Πολ. «Έχω μάθημα αύριο το πρωί στις εννιά».

«Τότε καληνύχτα» είπε η Φλόρενς κι έκλεισε δυνατά την πόρτα.

Αυτός είναι ο πρώτος καθωσπρέπει νεαρός με τον οποίο βγήκε η Φλόρενς και δεν μπορεί να πάει πουθενά μαζί του. Μοιάζει στη μάνα της. Δεν ξέρει πώς να χειριστεί τους καθωσπρέπει ανθρώπους, σκέφτηκε ο Τζορτζ. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε την Μπίτι, ελπίζοντας σχεδόν ότι θα την αφύπνιζε επειδή οι σκέψεις του ηχούσαν τόσο βαριά μέσα του, εκείνη όμως δεν κουνήθηκε.

Αυτή ήταν μια από τις άγρυπνες νύχτες του Τζορτζ. Έρχονταν αμέσως μόλις τελείωνε την ανάγνωση ενός ενδιαφέροντος μυθιστορήματος και έμενε ξαπλωμένος και φανταζόταν  πως όλα αυτά τα πράγματα συνέβαιναν στον ίδιο. Στις άγρυπνες νύχτες του ο Τζορτζ  σκεφτόταν τα πράγματα που του συνέβησαν μέσα στη μέρα, και έλεγε τα λόγια εκείνα που ο κόσμος τα έβλεπε  στα χείλη του, ποτέ όμως δεν τον άκουσε να τα προφέρει. Είπε στον νεαρό: «Ούτε εγώ φοβάμαι να πεθάνω». Είπε στην ηρωίδα του μυθιστορήματος: «Εσείς καταλαβαίνετε τη μοναξιά μου. Μπορώ να σας μιλήσω γι’ αυτά τα πράγματα». Είπε στη γυναίκα και στην κόρη του τι σκεφτόταν γι’ αυτές.

«Μπίτι» είπε. «Μ’ έκανες κάποτε να μιλήσω, μα δεν ήσουν εσύ. Ήταν η θάλασσα κι η σκοτεινιά, κι ο ήχος του νερού που έγλειφε τα χαλίκια του μόλου. Εκείνα τα ποιητικά πράγματα που είπα για το πόσο μόνοι είναι οι άνθρωποι τα είπα γιατί εσύ ήσουν όμορφη, με σκουροκόκκινα μαλλιά, κι εγώ φοβόμουν, γιατί ήμουν ένας ανθρωπάκος με λεπτά χείλη, και φοβόμουν πως δεν θα μπορούσα να σ’ έχω. Δεν μ’ αγάπησες, είπες όμως το “ναι” εξαιτίας της Ρίβερσαϊντ Ντράιβ, για το διαμέρισμά σου και τα δυο γούνινα παλτά σου, και για τον κόσμο που ερχόταν να παίξει μπριτζ και μαγιόνγκ».

Είπε στη Φλόρενς: «Τι απογοήτευση είσαι συ! Σ’ αγαπούσα όταν ήσουν παιδί, μα τώρα είσαι εγωίστρια και μικρόψυχη. Έχασα και τοι τελευταίο ίχνος των αισθημάτων μου απέναντί σου όταν δεν θέλησες να πας στο κολέγιο. Το καλύτερο πράγμα που έκανες ποτέ ήταν να φέρεις στο σπίτι μας ένα μορφωμένο παιδί σαν τον Πολ, αλλά δεν θα τον κρατήσεις ποτέ».

Ο Τζορτζ έλεγε αυτά τα πράγματα μέσα του μέχρις ότου η πρώτη γκρίζα πινελιά του απριλιάτικου πρωινού γλίστρησε μέσα στο δωμάτιο και η σιλουέτα της Μπίτι στο άλλο κρεβάτι διαγράφηκε καθαρότερα. Έπειτα ο Τζορτζ γύρισε στοπ πλάι και κοιμήθηκε για λίγο.

Το πρωί, την ώρα του πρωινού, είπε στη Φλόρενς:

«Περάσατε καλά;»

«Ω, παράτα με ήσυχη» απάντησε η Φλόρενς.

«Ασ’ την ήσυχη» είπε η Μπίτι. «Ξέρεις ότι το πρωί έχει τις κακές της».

«Τι κάνατε χθες το βράδυ;» ρώτησε η Μπίτι.

«Ό,τι κάνουμε πάντα» απάντησε η Φλόρενς. «Πήγαμε μια βόλτα. Ούτε σ’ έναν κινηματογράφο δεν μπορώ να τον πάω».

«Έχει λεφτά;» ρώτησε η Μπίτι. «Ίσως δουλεύει για να βγάλει λεφτά για το κολέγιο».

«Όχι έχει λεφτά» είπε η Φλόρενς. «Ο πατέρας του είναι στέλεχος στο τμήμα προμηθειών μιας εταιρείας. Ω, τι νόημα έχει Ποτέ δεν θα τον καταφέρω να με βγάλει έξω».

«Κάνε υπομονή» είπε η Μπίτι. Την επόμενη φορά, είτε εγώ είτε ο πατέρας σου θα του το προτείνουμε».

«Εγώ δεν θα το κάνω» είπε ο Τζορτζ.

«Όχι, εσύ δεν θα το κάνεις» απάντησε η Μπίτι. «Θα το κάνω όμως εγώ».

Ο Τζορτζ ήπιε τον καφέ του κι έφυγε.

Όταν γύρισε στο σπίτι για το δείπνο, υπήρχε ένα σημείωμα γι’ αυτόν το οποίο έλεγε πως η Μπίτι και η Φλόρενς έφαγαν νωρίς επειδή η Μπίτι έπρεπε να πάει στο Φόρεστ Χιλ για να παίξει μπριτζ και η Φλόρενς είχε ένα ραντεβού με μια φίλη της για να πάνε στον κινηματογράφο. Η υπηρέτρια σερβίρισε τον Τζορτζ και, αργότερα, εκείνος πήγε στο λίβινγκ ρουμ για να διαβάσει τις εφημερίδες και να ακούσει τις ειδήσεις για τον πόλεμο.

Χτύπησε το κουδούνι. Ο Τζορτζ σηκώθηκε, φωνάζοντας στην υπηρέτρια που ερχόταν από το δωμάτιό της ότι θα άνοιγε εκείνος την πόρτα. Ήταν ο Πολ, ντυμένος με ένα παλιό καπέλο κι ένα αδιάβροχο βρεγμένο στους ώμους.

Ο Τζορτζ χάρηκε επειδή η Φλόρενς και η Μπίτι έλειπαν.

«Πέρνα μέσα, Πολ. Βρέχει;»

«Ψιχαλίζει».

Ο Πολ πέρασε μέσα δίχως να βγάλει το αδιάβροχό του.

«Πού είναι η Φλόρενς;» ρώτησε.

«Πήγε με μια φίλη της στον κινηματογράφο. Η μητέρα κάπου παίζει μπριτζ ή μαγιόνγκ. Ήξερε η Φλόρενς ότι θα έρθεις;»

«Όχι, δεν το ήξερε».

Ο Πολ φαινόταν απογοητευμένος. Πήγε προς την πόρτα.

«Λυπάμαι» είπε ο Τζορτζ, ελπίζοντας ότι ο νεαρός θα έμενε. Ο Πολ γύρισε προς την πόρτα.

«Κύριε Φίσερ».

«Ναι;» έκανε ο Τζορτζ.

«Έχετε κάποια δουλειά τώρα;»

«Όχι, δεν έχω».

«Τι θα λέγατε να κάνετε έναν περίπατο μαζί μου;»

«Εσύ δεν είπες ότι βρέχει;»

«Είναι απλώς μια ανοιξιάτικη βροχή. Φορέστε το αδιάβροχό σας κι ένα παλιό καπέλο».

«Ναι» είπε ο Τζορτζ. «Θα μου κάνει καλό ένας περίπατος». Πήγε στο δωμάτιό του να πάρει ένα ζευγάρι γαλότσες. Καθώς τις φορούσε ένιωθε μια έξαψη, αλλά δεν το σκέφτηκε. Φόρεσε το μαύρο του αδιάβροχο και το περυσινό καπέλο του.

Αμέσως μόλις βρέθηκαν στον δρόμο και η παγερή καταχνιά έπεσε στο πρόσωπό του, ο Τζορτζ ένιωσε την έξαψη να φεύγει απ’ το κορμί του. Διέσχισαν τον δρόμο, πέρασαν από τον Τάφο του Γκραντ, και κατευθύνθηκαν  προς τη γέφυρα Τζορτζ Ουάσιγκτον.

Ο ουρανός ήταν γεμάτος με μια ρευστή λευκή καταχνιά που κατακάθιζε στους φανοστάτες του δρόμου. Από τη μεριά του Νιου Τζέρσι ένα υγρός άνεμος φυσούσε πάνω από τον ποταμό Χάντσον κι έφερνε μαζί του τη μυρωδιά της άνοιξης. Κάπου κάπου ο άνεμος έφερνε την παγερή καταχνιά στα μάτια του Τζορτζ κι αυτό τον συντάραζε σαν να ήταν ηλεκτρικό ρεύμα. Έκανε μεγάλες δρασκελιές για να συμπορεύεται με τον Πολ και κρυφά μέσα του χαιρόταν αυτό που έκαναν. Είχε την αμυδρή επιθυμία να βάλει τα κλάματα, αλλά δεν επέτρεψε στον Πολ να το μαντέψει.

Ο Πολ μιλούσε. Διηγιόταν ιστορίες για τους καθηγητές του στο Κολούμπια οι οποίες έκαναν τον Τζορτζ να γελά. Έπειτα ο Πολ εξέπληξε τον Τζορτζ λέγοντάς του ότι σπούδαζε αρχιτεκτονική. Τόνιζε διάφορες λεπτομέρειες των σπιτιών που προσπερνούσαν και του έλεγε από πού προέκυψαν αυτές. Ο Τζορτζ ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για όλα αυτά. Πάντα του άρεσε να μαθαίνει την προέλευση των πραγμάτων.

Άρχισαν να πηγαίνουν σιγότερα, περίμεναν να σταματήσει η κυκλοφορία, διέσχισαν ξανά τη Ρίβερσαϊντ και τράβηξαν για μια ταβέρνα στο Μπρόντγουεϊ. Ο Πολ παρήγγειλε ένα σάντουιτς κι ένα μπουκάλι μπίρα· το ίδιο έκανε κι ο Τζορτζ. Κουβέντιασαν για τον πόλεμο. Έπειτα ο Τζορτζ παρήγγειλε άλλα δυο μπουκάλια μπίρα για τον ίδιο και τον Πολ, και άρχισαν να κουβεντιάζουν για τον κόσμο. Ο Τζορτζ είπε στον νεαρό την ιστορία για τον νεαρό άντρα που πέθανε στο φαρμακείο. Ένοιωε μια παράξενη ευτυχία βλέποντας πόσο συγκινήθηκε με την ιστορία ο Πολ.

Κάποιος έριξε ένα νόμισμα στον ηλεκτρικό φωνόγραφο κι αυτός έπαιξε ένα τανγκό. Το τανγκό ευχαρίστησε ακόμα περισσότερο τον Τζορτζ, και καθόταν εκεί σκεπτόμενος με πόση άνεση μιλούσε.

Ο Πολ είχε ηρεμήσει. Είχε πιει κάμποση μπίρα, κι έπειτα άρχισε να μιλά για τη Φλόρενς. Ο Τζορτζ ένιωσε άβολα και τρόμαξε λιγάκι. Φοβήθηκε ότι ο νεαρός θα του έλεγε κάτι που δεν ήθελε να μάθει και ότι οι ευχάριστες στιγμές είχαν πάρει τέλος.

«Η Φλόρενς είναι όμορφη με τα κόκκινα μαλλιά της» είπε ο Πολ σαν να μονολογούσε.

Ο Τζορτζ δεν είπε τίποτα.

«Κύριε Φίσερ» είπε ο Πολ, κατεβάζοντας το ποτήρι του και κοιτώντας ψηλά. «Υπάρχει κάτι που θέλω να μάθετε».

«Εγώ;»

«Κύριε Φίσερ» του είπε σοβαρά ο Πολ. «Η Φλόρενς είναι ερωτευμένη μαζί μου. Μου το είπε. Θέλω να την αγαπήσω γιατί είμαι μόνος, αλλά δεν ξέρω, δεν μπορώ να την αγαπήσω. Δεν μπορώ να τη πλησιάσω. Δεν σας μοιάζει. Πάμε μια βόλτα στην Ντράιβ κι εγώ δεν μπορώ να την πλησιάσω. Τότε εκείνη λέει ότι είμαι κακόκεφος και θέλει να πάει στον κινηματογράφο».

Ο Τζορτζ ένιωσε την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Ένιωσε ότι άκουγε μυστικά, έστω κι αν αυτά δεν ήταν μυστικά, επειδή ο ίδιος τα ήξερε μια ζωή. Ήθελε να μιλήσει, να πει στον Πολ ότι του έμοιαζε. Ήθελε να του πει πόσο μόνος στάθηκε σ’ όλη του τη ζωή και πως κειτόταν ξάγρυπνος τις νύχτες, κάνοντας όνειρα και σκέψεις, ώσπου το γκρίζο πρωινό να τρυπώσει στο δωμάτιο. Δεν το έκανε όμως.

«Ξέρω τι εννοείς, Πολ» είπε.

Γύρισε στο σπίτι μέσα στη βροχή που τώρα είχε δυναμώσει.

 

Όταν μπήκε στο σπίτι, ο Τζορτζ είδε ότι η Φλόρενς και η Μπίτι είχαν πάει για ύπνο. Έβγαλε τις γαλότσες του και κρέμασε το βρεγμένο καπέλο του και το αδιάβροχό του στο μπάνιο. Φόρεσε τις παντόφλες του, αποφάσισε όμως να μη γδυθεί επειδή δεν του ερχόταν ύπνος. Μέσα του ένιωθε να τον πλημμυρίζει η συγκίνηση.

Ο Τζορτζ πλησίασε το ραδιόφωνο κι έβαλε σιγανά ένα κομμάτι τζαζ. Άναψε ένα τσιγάρο κι έσβησε τα φώτα. Για λίγα λεπτά στεκόταν μες στο σκοτάδι ακούγοντας την απαλή μουσική. Έπειτα πήγε προς το παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα.

Η ανοιξιάτικη βροχή έπεφτε παντού. Πάνω στη σκούρα μάζα της ακτής του Τζέρσι. Πάνω στο ποτάμι που κυλούσε. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου η βροχή χτυπούσε μονότονα τα φύλλα απ’ τις ψηλές φτελιές που φαίνονταν υγρές στο φως της λάμπας και λικνίζονταν στον άνεμο. Ο άνεμος έριχνε τη βροχή σκληρή κι αιχμηρή πάνω στο παράθυρο, και ο Τζορτζ ένιωσε δάκρυα να κυλούν στα μάγουλά του.

Μέσα του φούντωσε μια μεγάλη πείνα για τις λέξεις. Ήθελε να μιλήσει. Ήθελε να πει πράγματα που ποτέ δεν είχε ξαναπεί. Ήθελε να τους πει ότι βρήκε τον εαυτό του και ποτέ ξανά δεν θα είναι αμήχανος και σιωπηλός. Κατέκτησε για μια ακόμα φορά τον κόσμο και τον αγάπησε. Αγαπούσε τον Πολ, αγαπούσε και τη Φλόρενς, όπως αγαπούσε και τον νεαρό που πέθανε.

Πρέπει να της το πω, συλλογίστηκε. Άνοιξε την πόρτα τον δωματίου της Φλόρενς. Αυτή κοιμόταν. Μπορούσε ν’ ακούσει την ήσυχη ανάσα της.

«Φλόρενς» τη φώναξε σιγανά. «Φλόρενς».

Αυτή ξύπνησε στη στιγμή.

«Τι τρέχει;» ρώτησε.

Τα λόγια ήρθαν βιαστικά στα χείλη του. «Ο Πολ, ο Πολ ήταν εδώ».

Αυτή ανασηκώθηκε στον αγκώνα της, με τα μακριά μαλλιά της να πέφτουν στον ώμο της.

«Ο Πολ; Τι είπε;»

Ο Τζορτζ προσπάθησε να μιλήσει, μα ξαφνικά τα λόγια δεν μπορούσαν πια να κινηθούν. Ποτέ δεν θα μπορούσε να της πει τι του είπε ο Πολ. Ένα αίσθημα λύπης για τη Φλόρενς τον κατάκλυσε.

«Δεν είπε τίποτα» τραύλισε. «Βόλτα πήγαμε, πήγαμε έναν περίπατο».

Η Φλόρενς αναστέναξε και ξάπλωσε πάλι. Ο άνεμος πετούσε τη βροχή πάνω στα παράθυρα κι εκείνοι άκουγαν το θόρυβο που έκανε πέφτοντας στον δρόμο.

1942

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: