Μεσσιανισμός & Ουτοπία

Στη σχέση ανάμεσα στο μεσσιανισμό και το μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό δε μπορεί παρά να παρατηρήσει κανείς τη βασική αντινομία ανάμεσα στον αθεϊσμό και τη θρησκεία, τον υλισμό και την πνευματικότητα, το ρομαντισμό και τον ορθολογισμό. Ο επαναστατικός μεσσιανισμός είναι αδιαπραγμάτευτα αντικρατικός, η επαναστατική βία έχει τα καθαρτικά χαρακτηριστικά μιας θεϊκής βίας.

Η συνάντηση του μεσσιανισμού με την επαναστατική σκέψη μετέβαλε και τις δύο κατηγορίες, γονιμοποιώντας τις αμοιβαία, με αποτέλεσμα το προϊόν της σύνθεσης να  διακρίνεται από πρωτοτυπία και να συνδυάζει στοιχεία και των δύο, χωρίς αυτά να μένουν ίδια. Η επανάσταση είναι μια παράξενη παράκαμψη της εξέλιξης και η επίσπευση της τελικής μάχης ανάμεσα στο κράτος και την ακρατική κοινωνία κι επαγγέλεται τον ερχομό ενός καινούριου κόσμου, που δεν είναι απλή αποκατάσταση του προκαπιταλιστικού παρελθόντος, αλλά μια αταξική και ακρατική κοινωνία που ενσωματώνει στοιχεία της κοινωνικής και τεχνολογικής προόδου, που περνά όμως μέσα από την επίσκεψη στην παιδική ηλικία της ανθρωπότητας και ενσωματώνει κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία του παρελθόντος, Αντίστροφα το μεσσιανικό όραμα δεν είναι παθητική αναμονή για τον ερχομό του Μεσσία, αλλά πολιτική δράση με σκοπό να τον προκαλέσει.

(Απομαγνητοφώνηση της εκπομπής Agit Pop της 12.01.2018 στο Radiobubble)

Στη σημερινή εκπομπή θα μιλήσουμε για μια παράδοξη συνάντηση: Αυτήν ανάμεσα στον εβραϊκό μεσσιανισμό και τη ριζοσπαστική σκέψη, που συνέβη στο πέρασμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα, και θα δούμε, τι έχει να πει σε μας σήμερα, σε μια εποχή που η ουτοπία φαντάζει ανεπίκαιρη.

Ο Βραζιλιάνος στοχαστής Μίκαελ Λέβυ, μίλησε για τη σχέση μεσσιανισμού και ουτοπίας, χρησιμοποιώντας για να την περιγράψει, την έννοια της εκλεκτικής συγγένειας. Η εκλεκτική συγγένεια δεν είναι μια ιδεολογική σχέση ανάμεσα σε δυο διαφορετικές όψεις του ίδιου ρεύματος, όπως για παράδειγμα αυτή ανάμεσα στο φιλελευθερισμό και τις ατομικές ελευθερίες, ή ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον εξισωτισμό. Η εκλεκτική συγγένεια προϋποθέτει μια απόσταση, ένα πνευματικό χάσμα, μια ιδεολογική ετερογένεια ανάμεσα στους δυο πόλους που συναντιούνται. Δεν είναι συνώνυμο της απλής επιρροής, αλλά πρόκειται για μια δυναμική κι ενεργητική σχέση, που φτάνει ως την αμοιβαιά συνάρθρωση. Η κατηγορία μας επιτρέπει να κατανοήσουμε μία σχέση αλληλεπίδρασης που δεν προκύπτει από τη σχέση αιτίου και αιτιατού, ούτε αποτελεί μια εκφραστική συσχέτιση ανάμεσα στο περιεχόμενο του ενός πόλου, που εκφράζεται με τη μορφή του άλλου. Φυσικά, η εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στο μεσσιανισμό και την ουτοπία δεν προέκυψε σε κοινωνικό κενό ή στην αφηρημένη σφαίρα των ιδεών, αν και η αναλογία προκύπτει από το πνευματικό περιεχόμενο των σχετικών νοητικών κατηγοριών, η επαφή και η ενεργητική τους αλληλεπίδραση εξαρτάται και κατέστη δυνατή σε συγκεκριμένος κοινωνικοοικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες.

Το πνευματικό περιβάλλον μέσα στο οποίο προέκυψε η συνάντηση μεταξύ του εβραϊκού μεσσιανισμού και των ριζοσπαστικών ιδεών ήταν οι εβραϊκές κοινότητες της Μεσευρώπης, του γεωγραφικού χώρου που περιλαμβάνει τη Γερμανία και την Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, από τα μέσα του 19ου αιώνα ως το 1933, έτος που σημαδεύτηκε από την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Πρόκειται για έναν νέο “εβραϊκό χρυσό αιώνα”, ανάλογο με την Ανδαλουσία του 12ου αιώνα, που γέννησε στοχαστές όπως ο Μαρξ, ο Φρόυντ, ο Κάφκα, ο Μπλοχ, ο Λούκατς ή ο Μπένγιαμιν, που χαρακτηρίζεται από μία σύνθεση ανάμεσα στη γερμανική κουλτούρα και φιλοσοφική παράδοση και τον εβραϊκό πολιτισμό, ανάμεσα στο ρομαντισμό και το μεσσιανισμό. Πρόκειται για ένα πολιτιστικό περιβάλλον που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο μίας σκέψης χαρακτηριστικά ιουδαιογερμανικής.

Σε αυτό το πνευματικό κλίμα στοχάστηκε και έδρασε μια γενιά οραματιστών και ουτοπιστών, όπως ο Γκούσταβ Λαντάουερ, ο Ερνστ Τόλλερ, ο Ερνστ Μπλοχ ή ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, που ονειρεύτηκαν έναν ριζικά διαφορετικό κόσμο: Τη βασιλεία του Θεού επί της γης, ένα βασίλειο της ελευθερίας, της ισότητας και της ειρήνης. Ο σοσιαλισμός τους είχε λιγότερο ή περισσότερο ελευθεριακά χαρακτηριστικά και νοούταν σαν αντιεξουσιαστική εξέγερση και διαρκής επανάσταση του πνεύματος. Αυτό που προέκυψε, ήταν ένα ρεύμα σκέψης που συνέθετε τον ιστορικό εβραϊκό μεσσιανισμό με το γερμανικό ρομαντισμό, χωρίς να είναι απλό άθροισμά τους. Διακρίνεται κι από τους δύο, καθώς επανεφευρίσκει το μεσσιανισμό υπό το φως του ρομαντισμού, δίνοντας στο ρομαντισμό επαναστατική τροπή. Προτείνει μια νέα μορφή φιλοσοφίας της ιστορίας κι ένα νέο όραμα σύνθεσης του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον, αντικρίζοντας την ιστορία από τη σκοπιά των ηττημένων γενεών. Η κυριαρχία της ναζιστικής βαρβαρότητας τσάκισε και τη γενιά αυτή, καθιστώντας την μια γενιά ηττημένων, άοπλων προφητών.

Paul Klee, Angelus Novus (1920)

Στο σημείο αυτό, θα άξιζε να ρίξουμε μια ματιά στο ιστορικό πλαίσιο που γέννησε τη σχέση αυτή στη συγκεκριμένη περιοχή της Ευρώπης, κι όχι σε κάποια άλλη. Από τα μέσα του 19ου αιώνα η Γερμανία γνώρισε μια αλματώδη εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση, προκαλώντας αλλαγές στην ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, με τη γέννηση μιας ανθηρής αστικής τάξης κι ενός μαζικού αστικού προλεταριάτου. Σε αντίθεση με τη δυτική Ευρώπη, όπου η ενσωμάτωση των Εβραίων ήταν πλήρης, με αποτέλεσμα την εκκοσμίκευσή τους, και την ανατολική Ευρώπη, όπου οι υπερσυντηρητικές εβραϊκές κοινότητες οδήγησαν τους πιο ριζοσπάστες ανάμεσα τους σε πλήρη ρήξη με τη θρησκεία και την εβραϊκή ταυτότητα, – λέγεται μάλιστα ότι ο Τρότσκι όταν ρωτήθηκε αν είναι Ρώσος ή Εβραίος, απάντησε ότι είναι σοσιαλιστής-, στη Μεσευρώπη η ενσωμάτωση δεν ήταν πλήρης, υπήρχε μια σειρά από επαγγέλματα στο δημόσιο τομέα και το στράτευμα, που απαγορεύονταν στους Εβραίους, ο μόνος δρόμος λοιπόν για κοινωνική άνοδο, στα παιδιά της εμπορικής ή χρηματοπιστωτικής αστικής τάξης, ήταν η ακαδημαϊκή καριέρα, σε πόλεις όπως το Βερολίνο, η Βιέννη ή η Φρανκφούρτη. Το γεγονός αυτό έφερε τη νέα γενιά σε επαφή με το ρομαντικό κλίμα της γερμανόφωνης διανόησης, την αντίδραση στη βιομηχανία, την αποξένωση και τη διάλυση των παλαιότερων κοινωνικών δεσμών, που αντιπαρέθετε την κουλτούρα (το πνευματικό, αισθητικό και θρησκευτικό απόθεμα της κοινωνίας) με τον ψυχρό οικονομικό και τεχνολογικό πολιτισμό. Έτσι η νέα γενιά ήρθε σε ρήξη με την ελλιπή ενσωμάτωση των γονιών της, και αναζήτησε να ξαναανακαλύψει τις εβραϊκές της ρίζες , είτε μέσω του σιωνισμού, είτε σκαλίζοντας την εβραϊκή επαναστατική εσχατολογία, από την Καμπάλα ως τον Σαμπετάι Τσεβή.

Αυτό που έσπρωξε την πλειοψηφία αυτής της πνευματικής και ακαδημαϊκής ελίτ προς τα αριστερά, ήταν η επισφαλής θέση του Εβραίου στις κοινωνίες της Μεσευρώπης. Ο διεθνισμός των σοσιαλιστών αποτελούσε μια ασπίδα προστασίας απέναντι στην επισφάλεια αυτή και η παιδεία τους ήταν άλλωστε τόσο βαθιά γερμανική, που δύσκολα μπορούσαν να δουν τους εαυτούς τους ως απόλυτα ξεχωριστό έθνος. Μπροστά στο δίλημμα του παρία, ανάμεσα στην άρνηση του εαυτού και την άρνηση της κοινωνίας, επέλεξαν το δεύτερο δρόμο και είδαν τη θέση του Εβραίου στη διασπορά ως τον κρίσιμο κρίκο που τον καθιστά καταλύτη των επαναστατικών αλλαγών.

Στη σχέση ανάμεσα στο μεσσιανισμό και το μαρξιστικό διαλεκτικό υλισμό δε μπορεί παρά να παρατηρήσει κανείς τη βασική αντινομία ανάμεσα στον αθεϊσμό και τη θρησκεία, τον υλισμό και την πνευματικότητα, το ρομαντισμό και τον ορθολογισμό. Στη ρομαντική κριτική της νεωτερικής ορθολογικότητας ελλοχεύει σίγουρα ο κίνδυνος του ανορθολογισμού. Αυτό που μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα πάντως, είναι ότι η γενιά αυτή των στοχαστών κατάφερε να αποφύγει τις δυο πιο καταστροφικές μορφές συνδυασμού  της μεσσιανικής σκέψης με την πολιτική: Αφενός τη λατρεία του κράτους και την πολιτική θρησκεία του έθνους-κράτους, καθώς η έχθρα για το κράτος που τους χαρακτήριζε ήταν διαμετρικά αντίθετη με το θριαμβευτικό κρατικό μεσσιανισμό, κι αφετέρου τη λατρεία του ηγέτη, με τη μορφή του αλάνθαστου αυταρχικού Μεσσία. Στη σκέψη τους, ο Μεσσίας ως χαρισματικός σωτήρας, προφήτης ή χιλιαστικός ήρωας απουσιάζει. Πρόκειται για έναν απρόσωπο μεσσιανισμό χωρίς Μεσσία, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η ιουδαϊκή έννοια του Tiqqun, με την πολυσημία της: Λύτρωση, αποκατάσταση, επαναφορά της χαμένης αρχικής αρμονίας του σύμπαντος. Η σκέψη τους είναι μια ανώτερη σύνθεση  των δύο πόλων της γερμανικής σκέψης: του ορθολογικού ιδεαλισμού και της ρομαντικής ευαισθησίας, που ενσωματώνει τις αξίες του διαφωτισμού: Ελευθερία, ισότητα, ανοχή, ανθρωπισμός, ορθός λόγος κι αναφέρεται στη Γαλλική Επανάσταση και την κληρονομιά της. Πρόκειται για μια ρομαντική επαναστατικότητα μακριά από τις αυταρχικές, ανορθολογικές και σκοταδιστικές τάσεις  του αντιδραστικού ρομαντισμού.

 

Η συνάντηση του μεσσιανισμού με την επαναστατική σκέψη μετέβαλε και τις δύο κατηγορίες, γονιμοποιώντας τις αμοιβαία, με αποτέλεσμα το προϊόν της σύνθεσης να  διακρίνεται από πρωτοτυπία και να συνδυάζει στοιχεία και των δύο, χωρίς αυτά να μένουν ίδια. Ο επαναστατικός μεσσιανισμός είναι αδιαπραγμάτευτα αντικρατικός, η επαναστατική βία έχει τα καθαρτικά χαρακτηριστικά μιας θεϊκής βίας. Η επανάσταση είναι η κατάργηση του νόμου. Σύμφωνα με την ιουδαϊκή σωτηριολογία, η σωτηρία δεν είναι μια ατομική ανταμοιβή των ενάρετων και η τιμωρία των αμαρτωλών μετά θάνατον, αλλά κοινωνική, πάνω στη γη. Είναι η νέα κοινωνία, μετά την έλευση του Μεσσία. Η κατάργηση της αμαρτίας με την εσχατολογική επιστροφή στην αρχική τελειότητα, που βρίσκεται πέρα από το καλό και το κακό.

Η επανάσταση είναι μια παράξενη παράκαμψη της εξέλιξης και η επίσπευση της τελικής μάχης ανάμεσα στο κράτος και την ακρατική κοινωνία κι επαγγέλεται τον ερχομό ενός καινούριου κόσμου, που δεν είναι απλή αποκατάσταση του προκαπιταλιστικού παρελθόντος, αλλά μια αταξική και ακρατική κοινωνία που ενσωματώνει στοιχεία της κοινωνικής και τεχνολογικής προόδου, που περνά όμως μέσα από την επίσκεψη στην παιδική ηλικία της ανθρωπότητας και ενσωματώνει κοινωνικά και πολιτιστικά στοιχεία του παρελθόντος, Αντίστροφα το μεσσιανικό όραμα δεν είναι παθητική αναμονή για τον ερχομό του Μεσσία, αλλά πολιτική δράση με σκοπό να τον προκαλέσει.

Η ρομαντική, μεσσιανική αντίληψη της ιστορίας έρχεται σε ρήξη με τη φιλοσοφία της προόδου και της θετικιστικής πίστης στην επιστήμη και την τεχνολογία, κοινό θεμέλιο της δυτικής σκέψης για δύο περίπου αιώνες κι a priori  κατηγορία ερμηνείας της ιστορίας για ολόκληρο το πολιτικό φάσμα. Είναι μια ποιοτική, μη εξελικτική σύλληψη του ιστορικού χρόνου, όπου το πέρασμα από το παρελθόν είναι προϋπόθεση για το άλμα προς το μέλλον, που έρχεται σε αντιπαράθεση με την ποσοτική ανοδική πορεία προς την πρόοδο που εξέφραζε τόσο ο σοσιαλδημοκρατικός μεταρρυθμισμός, όσο και η πίστη στην ιστορική νομοτέλεια του ιστορικού κομμουνιστικού ρεύματος.

Για τον Μπένγιαμιν, ο ιστορικισμός ήταν ένας τρόπος συγγραφής της ιστορίας που έδειχνε ενσυναίσθηση προς τους νικητές. Εντελώς αντίθετη ήταν η δική του αντίληψη για την ιστορία”, μας λέει ο Έντσο Τραβέρσο. “Η διεργασία των αντιφάσεων του παρόντος ειναι προϋπόθεση για να ξαναζωντανέψει το παρελθόν. Η ανάμνηση μπορεί να έχει σωστική λειτουργία, όμως η διάσωση του παρελθόντος δε σημαίνει τροποποίηση αυτού που έχει συμβεί, σημαίνει απλούστατα αλλαγή του παρόντος. Ο μετασχηματισμός του παρόντος συνεπάγεται τη δυνατότητα μιας λύτρωσης του παρελθόντος. Η ιστορία είναι η τέχνη του να αδράχνεις τις ευκαιρίες που μας προσφέρονται για να προκληθεί ένα απελευθερωτικό βραχυκύκλωμα”.

Ο Μεσσιανισμός ήταν η έκφραση της ελπίδας και του ονείρου του παρία, αυτού που εξαιρείται από την ιστορία. Η ουτοπική και ανατρεπτική παράδοση των καταπιεσμένων είναι πηγή ενός ασυνεχούς οράματος της χρονικότητας. Η ήττα  των ηττημένων προγόνων είναι έμπνευση και δύναμη για την πραγματοποίηση μιας λυτρωτικής επανάστασης, που ανιχνεύει, σε όλες τις στιγμές εξέγερσης τη σπίθα της μεσσιανικής ελπίδας.

Hendrik Nicolaas Werkman, De Weg terug

Ανασύνθεση του παρελθόντος δε σημαίνει αναγνώριση του τρόπου με τον οποίο υπήρξε πραγματικά. Σημαίνει το άρπαγμα μιας μνήμης, καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου. Για τον ιστορικό υλισμό το ζήτημα είναι να συλλάβει μια εικόνα του παρελθόντος καθώς αυτή εμφανίζεται απροσδόκητα στο ιστορικό υποκείμενο, τη στιγμή του κινδύνου. Ο κίνδυνος απειλεί τόσο το περιεχόμενο της παράδοσης, όσο και τους παραλήπτες του. Και για τους δύο είναι ο ίδιος: Να γίνουν όργανα της κυρίαρχης τάξης. Κάθε εποχή πρέπει να κάνει τη δική της προσπάθεια για την εκ νέου αρπαγή της παράδοσης από τον κομφορμισμό, που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει, γιατί ο Μεσσίας δεν έρχεται μόνο σα λυτρωτής, αλλά και σαν νικητής του Αντιχρίστου. Το χάρισμα να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας στο παρελθόν έχει εκείνος μόνο ο ιστορικός που είναι απόλυτα πεισμένος ότι ούτε ακόμα κι οι νεκροί δε θα είναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει κι ο εχθρός αυτός δεν έχει πάψει να νικά-(Βάλτερ Μπένγιαμιν. Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, θέση 6)

“Οι μάντεις, που προμήνυαν τι κρύβει στους κόλπους του το μέλλον, σίγουρα δεν είχαν την εμπειρία ούτε ενός χρόνου ομογενή, ούτε κενού. Όποιος έχει αυτό στο μυαλό του, αποκτά ίσως μια ιδέα για το πώς γινόταν αντιληπτός ο παρελθών χρόνος ως ανάμνηση, δηλαδή ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Είναι γνωστό ότι στους Εβραίους ήταν απαγορευμένη η διερεύνηση του μέλλοντος, αντίθετα η Τορά κι οι προσευχές τους καθοδηγούσαν στο δρόμο προς την ανάμνηση. Αυτό απογύμνωσε το μέλλον απ’τη μαγεία του, στην οποία υποκύπτουν εκείνοι που συμβουλεύονται τους μάντεις. Ωστόσο γι’αυτό το λόγο το μέλλον δεν έγινε για τους Εβραίους ένας κενός και ομογενής χρόνος, γιατί το κάθε δευτερόλεπτό του ήταν η μικρή πύλη μέσα από την οποία θα μπορούσε να εισέλθει ο Μεσσίας “(Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη φιλοσοφία της ιστορίας, παράρτημα Β’)

“Πρέπει λένε, να είχε υπάρξει ένας αυτόματος μηχανισμός, που να ήταν κατασκευασμένος έτσι ώστε να κερδίζει μία παρτίδα στο σκάκι, απαντώντας σε κάθε κίνηση του αντιπάλου με μία αντίθετη, μια κούκλα με τούρκικη στολή, στο στόμα ένα ναργιλέ, καθόταν μπροστά στη σκακιέρα, που ήταν τοποθετημένη σε ένα απλόχωρο τραπέζι. Ένα σύστημα καθρεπτών δημιουργούσε την ψευδαίσθηση πως αυτό το τραπέζι ήταν διαφανές απ’όλες τις πλευρές. Στην πραγματικότητα, ένας καμπούρης νάνος, που ήταν πρωταθλητής στο σκάκι, καθόταν εκεί μέσα και κατεύθυνε το χέρι της κούκλας με νήματα. Κάποιος μπορεί να φανταστεί ένα αντίστοιχο του μηχανισμού αυτού στη φιλοσοφία. Η κούκλα που ονομάζεται ιστορικός υλισμός είναι απαραίτητο να κερδίζει πάντοτε. Μπορεί, δίχως άλλο, να αντιμετωπίζει τον οποιονδήποτε, αν δέχεται τις υπηρεσίες της θεολογίας, η οποία, όπως ξέρουμε, είναι σήμερα κοντή και κακόμορφη και πρέπει να κρατιέται έξω από το προσκήνιο.” (Βάλτερ Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας, θέση Ι)

Στο σημείο αυτό ο Μπένγιαμιν συνομιλεί με το σκακιστή του Μάεζελ, του Έντγκαρ Αλλάν Πόε, μόνο που στην περίπτωση του Πόε, ο νάνος που κρύβεται μέσα στο αυτόματο με την τουρκική φορεσιά, έχει σαν αποτέλεσμα ο αυτόματος σκακιστής κάποιες φορές να χάνει. Αν ήταν μόνο μηχανή, θα νικούσε πάντα. Το φιλοσοφικό συμπέρασμα του Πόε είναι πως «το γεγονός αυτό αποδεικνύει πως οι κινήσεις καθορίζονται από το μυαλό και τίποτε άλλο».

Στο έργο του Μπένγιαμιν, οι όροι αντιστρέφονται: Η μηχανή, αν ήταν μόνο μηχανή, δε θα μπορούσε να νικάει πάντα και στη θέση του μυαλού μπαίνει η θεολογία, δηλαδή το πνεύμα του Μεσσιανισμού. Η μηχανή, δηλαδή ο διαλεκτικός υλισμός, δε μπορεί πάντα να νικάει. Το αυτόματο αντιστοιχεί στις χυδαίες και μηχανιστικές  υλιστικές  αντιλήψεις, που θεωρούσαν ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών  δυνάμεων μπορούσε από μόνη της να οδηγήσει τον καπιταλισμό στην τελική του κρίση και στο θρίαμβο του προλεταριάτου.

Η μεσσιανική αντίληψη της ιστορίας δε βλέπει τις καταστροφές της νεωτερικότητας: τους δύο παγκοσμίους πολέμους, το Ολοκαύτωμα, τη Χιροσίμα, τους αποικιακούς κι ιμπεριαλιστικούς πολέμους, υποτιμώντας τες ως εξαιρέσεις της διαρκούς κίνησης της ανθρωπότητας προς την πρόοδο, αλλά ως όψεις της ίδιας της νεωτερικότητας, προειδοποιώντας μας πολύ νωρίς για την καταστροφή του περιβάλλοντος και τις πολεμικές χρήσεις της τεχνολογίας. Ούτε την επανάσταση σαν ατμομηχανή της ιστορίας, αλλά ως φρένο στην πορεία της προς την καταστροφή. Ο σοσιαλισμός κι η βαρβαρότητα είναι εξίσου πιθανές εξελίξεις της ιστορίας. Η πολιτική κληρονομιά της εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στο μεσσιανισμό και την ουτοπία έχει σίγουρα κάτι να πει και στη γενιά μας, που η ήττα μοιάζει συντριπτική, υπό το βάρος της θριαμβολογίας για το τέλος της ιστορίας και το οριστικό θάψιμο της ουτοπίας κάτω από τον κίνδυνο του ολοκληρωτισμού. Ο αναστοχασμός, η αυτοκριτική και η προσπάθεια να συλλάβουμε ξανά την υπόθεση της ανθρώπινης χειραφέτησης, χωρίς να φοβόμαστε να αμφισβητήσουμε τις βεβαιότητές μας, είναι μια ζωντανή κληρονομιά και ίσως το δικό μας καθήκον προς τους νεκρούς προγόνους, ώστε να καταστήσουμε ξανά κάθε δευτερόλεπτο του ιστορικού χρόνου μια ανοιχτή μικρή πύλη για να εισέλθει ο Μεσσίας.

 

_______________________________________________________________________

Βιβλιογραφία:

Michael Löwy Redemption and Utopia. Libertarian Judaism in Central Europe, Stanford University Press, 1992

Enzo Traverso Αριστερή Μελαγχολία, Η Δύναμη μιας Κρυφής Παράδοσης, Εκδόσεις του 21ου , 2017 (μτφρ:Νίκος Κούρκουλος)

Walter Benjamin Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα, (ελληνική έκδοση, 2014)

Σάββας Μιχαήλ Μορφές του Μεσσιανικού, Άγρα,1999

Ivan Segré Judaïsme et révolution, La Fabrique, 2014

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: