Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Η Κέρκυρα στη Μακρόνησο

“Ετούτο το βρώμικο κράτος όλα τα κάνει προκειμένου να μας ξεμπερδέψει. Σε ορισμένες σκηνές είναι και χωροφύλακες ντυμένοι στρατιώτες που κάνουν δήθεν δηλώσεις…” – Νέοι και μεσήλικες μέλη και φίλοι του ΚΚΕ απ’ όλα τα μέρη της ειδυλλιακής Κέρκυρας είχαν οδηγηθεί στη φρίκη της Μακρονήσου…

Ήταν εκεί και απόγονοι και συνεχιστές του αγώνα των Κερκυραίων κρατουμένων. Εκείνων των εκατοντάδων ίσως κομμουνιστών ή φίλων του ΚΚΕ, αγωνιστών του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και άλλων λαϊκών αγωνιστών της Κέρκυρας που πριν από επτά δεκαετίες οδηγήθηκαν από το μεταπολεμικό κράτος στο κολαστήριο της Μακρονήσου για τις ιδέες τους και τους αγώνες τους για το δίκιο του λαού.

Η ανιδιοτέλειά τους, η περηφάνεια τους, οι αγωνίες τους, τα πάθη τους, το σθένος και ο ηρωισμός πολλών από αυτούς, αλλά και η πίστη όλων εκείνων ότι αργά ή γρήγορα το δίκιο του λαού θα θριαμβεύσει όσα μέσα κι αν επιστρατεύονται για να μη συμβεί αυτό, αντήχησαν δυνατά χθες το απόγευμα στη Μακρόνησο, δυόμισι ναυτικά μίλια απέναντι από την εργατούπολη του Λαυρίου και εξήντα περίπου χιλιόμετρα από την Αθήνα, στην τελετή αποκαλυπτηρίων του μνημείου που τοποθέτησε στο ξερονήσι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, τιμώντας τη μνήμη και την προσφορά των χιλιάδων αγωνιστών της Μακρονήσου για την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική πρόοδο.

Κερκυραϊκή συμμετοχή υπήρξε και στο καλλιτεχνικό μέρος της εκδήλωσης, η οποία έγινε με αυστηρή τήρηση όλων των αναγκαίων υγειονομικών πρωτοκόλλων και ξεκίνησε με συγκινητική και περήφανη ομιλία του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα. Στο μουσικό σύνολο που απέδωσε το έργο του Θάνου Μικρούτσικου «Καντάτα για τη Μακρόνησο» σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, με ερμηνευτές τη Ρίτα Αντωνοπούλου και τον Κώστα Θωμαΐδη, συμμετείχε ο γνωστός Κερκυραίος τρομπετίστας Δημήτρης Αγάθος.

Ήταν πολλές δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, οφείλουμε να σημειώσουμε με την ευκαιρία, οι Κερκυραίοι που οδηγήθηκαν και κρατήθηκαν την περίοδο 1946-1952 στο ακατοίκητο ξερονήσι ως πολιτικοί κρατούμενοι ή «εθνικώς ύποπτοι» στρατιώτες και αξιωματικοί και υπέφεραν τα πάνδεινα.

Σε βιβλίο του για τη Μακρόνησο ο δεσμώτης εκεί σπουδαίος λογοτέχνης Μενέλαος Λουντέμης εξαίρει το σθένος ενός απ’ αυτούς, με τον οποίο μοιραζόταν τη σκηνή του. Αναφερόμαστε στον μετέπειτα βουλευτή Κέρκυρας της ΕΔΑ ανένταχτο κομμουνιστή Γεράσιμο Πρίφτη, ηρωική μορφή της Εθνικής Αντίστασης με περγαμηνές συμμετοχής σε πολλές μάχες εναντίον των Γερμανών την περίοδο της Κατοχής, που γι’ αυτήν ακριβώς τη δράση του αργότερα είχε εκλεγεί αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αντιστασιακών. Αν και δεν ήταν μέλος του ΚΚΕ, αρνήθηκε να το αποκηρύξει. Αρνήθηκε να αποκηρύξει τις πεποιθήσεις του και την πίστη του στο δίκιο. Για να τον κάμψουν τον είχαν ρίξει και στην περιβόητη χαράδρα που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές ως τόπο φρικτών μαρτυρίων. Μάταια όμως!

Σώζεται για το γεγονός εκείνο, πέρα από τη μαρτυρία του Μενέλαου Λουντέμη, γραπτή περιγραφή άλλου αγωνιστή, Κερκυραίου.

Σε σημειώσεις του για όσα βίωσε στη Μακρόνησο ο κομμουνιστής αγωνιστής Τάσος Παπίρης, μετέπειτα ηγέτης του σωματείου οικοδόμων της Κέρκυρας και πρωταγωνιστής του κινήματος για την επέκταση του ΙΚΑ και την κατασκευή εργατικών κατοικιών στο νησί, συμπεριέλαβε την εξής μαρτυρία: «Φωνάζει ο ταχυδρόμος “Πρίφτης Γεράσιμος”. Προχωράει ο Γεράσιμος, παίρνει το γράμμα και το άνοιξε περπατώντας για να το διαβάσει. Ο Καρ(…) ήταν πίσω του και κοίταζε το γράμμα που είχε μέσα μια φωτογραφία της κόρης του Μαρής. Ο Καρ(…) όταν είδε τη φωτογραφία (…) του λέει “Τι είναι αυτό μωρέ;” (…) Τον αρχίζει στο ξύλο και κατάληξη είναι που έσπασε τον αγκώνα του δεξιού χεριού…». Αργότερα, αφού τον χτύπησαν παντού, τον έριξαν στη γνωστή χαράδρα της Μακρονήσου. Με κάποια ευκαιρία ο Τάσος Παπίρης τού άπλωσε το χέρι για να τον βοηθήσει ν’ ανέβει. “Φύγε, θα σε σκοτώσουν”, του απάντησε σακατεμένος ο Πρίφτης. Τελικά ο Παπίρης ήταν αυτός που τον οδήγησε αλύγιστο στο φρόνημα στη σκηνή του, όπου τον παρέλαβε και τον περιέθαλψε ο Μενέλαος Λουντέμης, ο οποίος και συμπεριέλαβε το γεγονός σε βιβλίο του για το κολαστήριο της Μακρονήσου.

Ο Τάσος Παπίρης, που σε ηλικία 18 χρόνων το 1942 είχε αναλάβει δράση εναντίον των Ιταλών κατακτητών του νησιού και είχε αντιμετωπίσει με γενναιότητα τη βία των καραμπινιέρων στην έδρα τους επί της οδού Γεράσιμου Μαρκορά στην πόλη της Κέρκυρας, κρατήθηκε 1.277 μέρες στη Μακρόνησο.

Άφησε κι’ ετούτη τη μαρτυρία για τις συνθήκες κράτησης και ζωής στη Μακρόνησο: «Δουλειά σκληρή. Κουβαλάμε βράχια τεράστια δεμένα σε ένα σύρμα 50 μέτρα και όπως τραβούσαν τα καράβια στον Βόλγα οι δούλοι, έτσι κι εμείς σε μια σιδερένια σκάρα καμιά 50αριά δούλοι των ρωμαϊκών αυτοκρατοριών, δεμένοι στο σίδερο τραβούσαμε κάνα δυο χιλιόμετρα (…) Έχουμε γίνει σαν το φτωχό του Θεού τον Άγιο Φραγκίσκο του Θεοτοκόπουλου. Στην εργασία μόνον με τη σάλπιγγα έχει ανάπαυση και πάλι με τη σάλπιγγα σηκώνεσαι (…) Αφού σταματάμε 12 το μεσημέρι, όλοι οι λόχοι θα μεταφέρουμε από μια πέτρα ο καθένας για διάφορες δουλειές που γίνονται. Μετά από την πέτρα θα καθίσουμε ο καθένας στο λόχο του για να μας κάνουν κατήχηση ή κάποιος δικός μας στρατιώτης να κάνει κάποια ομιλία που του δίνουν το χαρτί στο χέρι για να ακούς βρωμιές και εγκληματικές κουβέντες. Εδώ, όπως λένε, είναι η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, πρέπει να εξαγνιστούμε. Οι μανάδες μια φορά έλεγαν στα παιδιά τους, να πας στο Στρατό να γίνεις άνθρωπος. Σε αυτόν το στρατό που είμαστε τι θα γίνουμε; (…) Μετά τη διαφώτιση (…) έχει μισό ψωμί και μια κουταλιά πεπονόσπορο μαγειρεμένο με μαργαρίνη και θα βράζει δυο ώρες (…) Ετούτο το βρώμικο κράτος όλα τα κάνει προκειμένου να μας ξεμπερδέψει. Σε ορισμένες σκηνές είναι και χωροφύλακες ντυμένοι στρατιώτες που κάνουν δήθεν δηλώσεις (…) Οι βασανιστές άρχισαν να χτυπούν ώριμους και άγουρους με τα πλεχτά καλώδια και τα βούνευρα όπως τα λένε (…) Σκοπός και στόχος τους είναι η εξόντωσή μας (…) Πολλές φορές έκλαψα κοιτάζοντας τους συντρόφους μου γεμάτους από το κεφάλι μέχρι τα πόδια από αίμα και με σπασμένα κόκκαλα».

Νέοι και μεσήλικες μέλη και φίλοι του ΚΚΕ απ’ όλα τα μέρη της ειδυλλιακής Κέρκυρας είχαν οδηγηθεί στη φρίκη της Μακρονήσου. Απ’ τις πιο χτυπητές περιπτώσεις, με βάση τις ιδιότητές τους, ο γενικός γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Κέρκυρας και εκλεγμένος βουλευτής στην Εθνοσυνέλευση της «κυβέρνησης του βουνού» επί Κατοχής Γιώργος Τζήλιος, ο αγωνιστής πρωτοπόρος εκπαιδευτικός-παιδαγωγός και νωρίτερα συνεξόριστος με τον Μίκη Θεοδωράκη στην Ικαρία Δημήτρης Πανδής που επί Ιταλών είχε απελαθεί από το νησί, ο μυλεργάτης αγωνιστής συνδικαλιστής και αργότερα δημοτικός σύμβουλος Γιώργος Αλεξάκης, ο μετέπειτα πολυβραβευμένος και πολυβασανισμένος αγωνιστής φωτογράφος Σπύρος Χαλικιάς από το χωριό Καρουσάδες.

Στη φωτογραφία εικονίζονται Κερκυραίοι κομμουνιστές και φίλοι του ΚΚΕ στη Μακρόνησο. Ανάμεσά τους τέταρτος από αριστερά στην πάνω σειρά ο μετέπειτα βουλευτής Γεράσιμος Πρίφτης και αριστερά του ο εκπαιδευτικός-παιδαγωγός Δημήτρης Πανδής.

Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν, επίσης, αγωνιστές όπως ο Αντώνης Χειρδάρης από την Περίθεια, ο Αλέκος Μωραΐτης από τη Στρογγυλή, ο Μπάμπης Κουλούρης από τη Λευκίμμη, ο Λένιν Γισδάκης από τον Σπαρτίλα, ο Κώστας Πηλός και ο Στάθης Πηλός από τους Καλαφατιώνες, ο υποψήφιος βουλευτής της Ενωμένης Αριστεράς το 1974 Βασίλης Ράδος από το Βαλανειό, ο Σταμάτης Σαϊτάς από τους Αγραφούς, ο Μιχάλης Βαρότσης από την Καμάρα, ο Βασίλης Αγιοβλασίτης από το προάστιο της πόλης Μαντούκι. Δύσκολα μπορεί να βρει κανείς κερκυραϊκό χωριό ή συνοικία και προάστιο της πόλης της Κέρκυρας που να μην είχαν Μακρονησιώτες!

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο από το χωριό Άγιος Ματθαίος είχαν σταλεί στη Μακρόνησο 22 αγωνιστές του ΕΑΜ, μέλη και φίλοι του ΚΚΕ, μεταξύ των οποίων και τέσσερις που έφεραν το επώνυμο Καποδίστριας και είχαν αγωνιστεί εναντίον του δοσιλογικού καθεστώτος που είχαν εγκαταστήσει στο νησί οι κατακτητές με διορισμένο Νομάρχη Κέρκυρας τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια της οικογένειας του ομώνυμου πρώτου Κυβερνήτη της χώρας.

Οι τρεις από αυτούς τους τέσσερις είχαν συλληφθεί και φυλακιστεί, στη διάρκεια της Κατοχής, στο νησάκι Βίδο.

Είχαν αντιταχθεί και στους Ιταλούς και στους Γερμανούς κατακτητές και σε όλες εκείνες τις τοπικές αρχές οι οποίες, λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου από τον Μουσολίνι και ενώ νομάρχης Κέρκυρας από την πλευρά της μεταξικής δικτατορίας ήταν ο μετέπειτα υπουργός και αργότερα και αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελος Αβέρωφ, είχαν υψώσει γερμανική σημαία στο Παλαιό Φρούριο της πόλης της Κέρκυρας πριν ακόμη αποβιβαστούν στο νησί δυνάμεις του φασιστικού Άξονα!

Είχαν αντιταχθεί στις τοπικές αρχές που προτιμούσαν ακόμη και να συνεργάζονται με τις δοσιλογικές αρχές της Αθήνας των προδοτικών κυβερνήσεων Γεώργιου Τσολάκογλου και Ιωάννη Ράλλη, παρά με την αναγνωρισμένη από τους Συμμάχους αστική πολιτική κυβέρνηση του Καΐρου. Σ’ εκείνες τις τοπικές αρχές, θυμίζουμε ακόμη, που συνέπραξαν και στην παράδοση των εβραίων του νησιού στους Ναζί ή μετείχαν σε εκδηλώσεις-ομιλίες του διοικητή της ναζιστικής κατοχικής δύναμης στην πλατεία της πόλης με εμετικά κηρύγματα εναντίον των κομμουνιστών και των εβραίων. Στις τοπικές αρχές και τους ισχυρούς τοπικούς παράγοντες, ας προσθέσουμε, που συνέπραξαν ακόμη και στη διαφυγή του διοικητή της ναζιστικής κατοχικής δύναμης, στο τέλος, με «αγορασμένη» θαλαμηγό Κερκυραίου βιομήχανου.

Μαζί με τους άλλους Κερκυραίους πατριώτες αγωνιστές της Αντίστασης είχαν οδηγηθεί στη Μακρόνησο από την περιοχή της Λευκίμμης και οι αγωνιστές του ΕΑΜ Βασίλης Ι. Βλάσσης και Βασίλης Ν. Βλάσσης, αδελφοί του προέδρου της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Κέρκυρας Θανάση Βλάσση και του εξαδέλφου του Θρασύβουλου Βλάσση, αντιστοίχως, που για τη δράση τους υπέρ του ΚΚΕ εκτελέστηκαν το 1949.

Ο Βασίλης Ν. Βλάσσης άφησε γραπτή μαρτυρία για όσα βίωσε στο ξερονήσι: «Συγκέντρωσαν πάνω από πενήντα χιλιάδες. Έπρεπε να τους σπάσουν, διότι από κάθε ηλικία όλο και μαζεύονταν περισσότεροι… Βέβαια απ’ όλους αυτούς ζητούσαν να υπογράψουν δήλωση μετάνοιας. Αποφάσισαν λοιπόν να οργανώσουν το σπάσιμο. Είχαν δημιουργηθεί τρία τάγματα. Το 2ο προς βορρά με διοικητή τον ταγματάρχη Τζανετάτο, το 1ο με το λοχαγό Βασιλόπουλο, το κέντρο διοίκησης και το 3ο προς νότο με διοικητή τον ταγματάρχη Σκαλούμπακα και το 4ο νοτιότερα με τους αξιωματικούς και τους πιο σκληρούς ΕΛΑΣίτες. Ένα βράδυ χωρίς αιτία τους χτύπησαν. Είχαν ορισμένους νεκρούς. Οι κρατούμενοι έφυγαν και μπήκαν στα αντίσκηνά τους. Την επόμενη μέρα το πρωί πήγαν να κηδέψουν τους νεκρούς τους κατεβάζοντας τη σημαία μεσίστια. Τότε άρχισε το μεγάλο μακελειό. Ο Μπαϊρακτάρης είχε έρθει με μια ακταιωρό οπλισμένη με πολυβόλα, φωνάζοντας στους κρατούμενους με τηλεβόα: “Έλληνες στρατιώτες, μην ακούτε τους κομμουνιστές, ακούστε τους αξιωματικούς σας”. Οι κρατούμενοι έφυγαν προς την παραλία να προφυλαχτούν πίσω από τα βράχια. Τότε άρχισαν να κροταλούν τα πολυβόλα της ακταιωρού του συνταγματάρχη Μπαϊρακτάρη. Η παραλία έβαψε από το αίμα. Στην απελπισία τους οι κρατούμενοι έτρεξαν προς την παρακείμενη χαράδρα. Στρατός και ακταιωρός τους κύκλωσαν και εκεί έγινε η νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου. Αναρίθμητοι νεκροί και τραυματίες. Γέμισαν τα νοσοκομεία Αθηνών και Πειραιώς. Στη Μακρόνησο, όπου σκάψεις βρίσκεις κόκαλα. Πολλοί τρελάθηκαν, άλλοι στην απελπισία τους αυτοκτόνησαν στη θάλασσα».

Έχουν διασωθεί κι άλλες μαρτυρίες-αφηγήσεις Κερκυραίων που βασανίστηκαν στη Μακρόνησο και, παρά τα όσα τράβηξαν, έμειναν πιστοί στις ιδέες τους και, επιπροσθέτως, μέχρι το τέλος της ζωής τους αγωνίστηκαν για το δίκιο του λαού μέσα από τις γραμμές ή στο πλευρό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.

Ένας από αυτούς ήταν ο Ιπποκράτης Παπαβλασόπουλος από το χωριό Χλωμός: «Με μάζεψαν και με άλλους μαζί μάς προόριζαν για τη Μακρόνησο. Μας πήγαν Αθήνα-Λαύριο με το σιδηρόδρομο. Μέσα στο τρένο μάς φρουρούσαν με τα όπλα στραμμένα πάνω μας, μήπως και κάνουμε καμιά κίνηση (…). Φτάσαμε στο Λαύριο, μας τσουβάλιασαν μέσα σε ένα καΐκι και άρχιζε μια άλλη περιπέτεια (…). Το καΐκι μάς έβγαλε στο ξερονήσι στη Μακρόνησο. Κατάλαβα ότι έπρεπε να προσαρμοστώ σε μια νέα ζωή και η ιδεολογία μου με κρατούσε σε καλή κατάσταση. Συντεταγμένους μας οδήγησαν στο διοικητήριο, μας εχώρισαν σε λόχους και μας πήγανε σε σκηνές που ήταν οι παλιοί σύντροφοι. Τις πρώτες ημέρες δεν έδειξαν βία. Στη συνέχεια έναν-έναν μας οδηγούσαν στο διοικητήριο και άρχισαν οι πρώτες απειλές για να υπογράψουμε τις περίφημες δηλώσεις μετανοίας. Εγώ πήγα στο Γ’ τάγμα σκαπανέων, υπήρχε φυσικά το Α’ και Β’ τάγμα. Το Γ’ τάγμα ήταν το πιο σκληρό, με διοικητή τον ταγματάρχη Σκαλούμπακα. Εκεί ο νόμος ήταν ή κάνεις δήλωση ή πεθαίνεις. Υποστήκαμε βασανιστήρια. Καθημερινά κάναμε αγγαρείες, σπάγαμε πέτρες και τις κουβαλούσαμε στην άκρη της θάλασσας. Μια καθαρή τιμωρία… Δεν είχαμε νερό. Μας έδιναν ένα κονσερβοκούτι όταν παίρναμε συσσίτιο. Μ’ αυτό περνάγαμε όλη μέρα μέσα στο καλοκαίρι που ο ήλιος έκανε την πέτρα ασβέστη. Άπλυτοι, με ψείρες ολόκληρο το χρόνο, με ιδρώτα, σκόνη και ταλαιπωρία (…). Μέσα σε μια μεγάλη σκηνή που την είχαν για αναρρωτήριο, έτυχε να πάω για κάποια δουλειά και είδα καμιά πενηνταριά συντρόφους τσακισμένους από τα βασανιστήρια, δεμένους με επίδεσμους στα σπασμένα χέρια, πόδια και κεφάλια… Ένα άλλο περιστατικό που με συγκλόνισε ήταν όταν έναν εξόριστο τον είχαν τόσο βασανίσει που δεν μπορούσε να σταθεί στα πόδια του. Κατόπιν τον ξεγύμνωσαν και τον έδεσαν σε μια κολόνα της ΔΕΗ που ήταν στο στρατόπεδο. Με διαταγή του Σκαλούμπακα έπρεπε να περάσουν όλοι οι κρατούμενοι εξόριστοι να τον φτύσουν… Εκείνος ο ταλαίπωρος συναγωνιστής είχε γυρίσει το κεφάλι του στον ώμο του σαν να ήταν άψυχο σώμα (…) Θυμάμαι λίγο πριν φτάσει η δική μου σειρά ο τύραννος διοικητής Σκαλούμπακας διέταξε να σταματήσουμε. Έτσι επάνω στον σταυρό το παλληκάρι μαρτύρησε και θυμίζει τη Μεγάλη Πέμπτη που ο παπάς στην εκκλησία λέει “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου”».

Έχει σωθεί και μαρτυρία του Ρουσαλή Πέρρου από το γειτονικό χωριό Βραγκανιώτικα: «Στη Μακρόνησο με εξόρισαν στα είκοσί μου χρόνια, δηλαδή το 1949, αφού οι Αμερικάνοι, οι ντόπιοι κυβερνήτες και οι χαφιέδες της περιοχής μας εξουσιάζανε την πατρίδα μου. Εκεί βρέθηκα μαζί με άλλους συναγωνιστές για χρόνια, αφού αρνιόμουνα συνεχώς να υπογράψω δήλωση μετανοίας. Τους καταδότες μου τους γνωρίζω εγώ, η οικογένειά μου και αρκετοί χωριανοί μου. Εγώ τους συγχώρεσα γιατί ήταν δύσκολο να καταλάβουν τι σημαίνει η θεωρία του κοινού αγαθού, η θεωρία της ισότητας και η ιδεολογία να μην εκμεταλλεύεται ο άνθρωπος τον άνθρωπο. Τους συγχώρεσα παρόλο που τα σημάδια του πόνου από το ξύλο και τις κακουχίες είναι ακόμα στο σώμα μου και στην ψυχή μου. Εκεί είχα την τύχη να γνωρίσω τον Μάνο Κατράκη, το Θεοδωράκη, τον Κώστα Πολυχρονίου ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού, τον Μίμη Φωτόπουλο, το Θανάση Βέγγο και πολλούς άλλους συντρόφους, δικηγόρους, γιατρούς, δασκάλους, καθηγητές και μικρές κοπέλες, πλούσιες, μορφωμένες και φτωχές, όλοι και όλες, εξόριστοι γιατί πίστεψαν στην κομμουνιστική κοινωνία. Οι επιστήμονες εξόριστοι μας κάνανε μάθημα ιστορίας, ιατρικής, φυσικής κ.λπ. Το κύριο, φυσικά, μάθημα ήταν η φιλοσοφία του μαρξισμού. Οι ηθοποιοί και καλλιτέχνες παρουσιάζανε θεατρικά έργα και κάπως παίρναμε λίγο θάρρος και ξεχνάγαμε τις ταλαιπωρίες μας (…). Θυμάμαι επίσης ότι μας μοιράζανε μία κουβέρτα για τον καθένα (…) Αναγκαζόμαστε να φτιάχνουμε υποστρώματα με θρούμπες και σκοινάρια και μαζευόμασταν τέσσερις για να μοιραστούμε τις κουβέρτες. Συχνά μας έπαιρναν με το καΐκι στο Λαύριο και μας έλεγαν: “Όποιοι υπογράψουν ότι αποκηρύσσουν τον κομμουνισμό θα φύγουν αμέσως. Όσοι δεν υπογράψετε θα γυρίσετε πίσω και θα σας κλάψει η μάνα σας” (…) Εγώ δεν υπέγραψα και γι’ αυτό έμεινα εκεί τριάμισι χρόνια. Όλοι οι εξόριστοι δουλεύαμε σκληρά και σπάγαμε πέτρες για τα καμίνια μέσα στον ήλιο, αφού δεν υπήρχε δέντρο, παρά μόνο σκοινάρια και θρούμπες. Όσοι δεν άντεχαν πέθαιναν και τους έθαβαν σε μια ρεματιά. Για τους ανυπάκουους είχαν φτιάξει τα απομονωτήρια, που ήταν χτισμένα μέσα στο βουνό 2,50 Χ 1,40 μέτρα. Δεν μπορούσες να καθίσεις ορθός, παρά μόνο ξαπλωμένος ή στα γόνατα. Μας είχαν χειροπέδες και όταν θέλαμε να κατουρήσουμε μας τις βγάζανε οι δεσμοφύλακες και μετά τις ξαναπερνούσαν στα χέρια μας. Το νερό ήταν λιγοστό μέχρι καθόλου και το σώμα μας γεμάτο ψείρες».

Είχε αφηγηθεί και το εξής: «Κάθε Κυριακή ερχότανε ένας παπάς που καταγόταν από τους Βελονάδες της Κέρκυρας και λειτουργούσε. Ο Θρασύβουλος ο Κουλούρης, συναγωνιστής και εξόριστος κι αυτός, μου λέει μια μέρα: “Ορέ Πέρρο δεν πάμε να δούμε τον παπά, γιατί κάνει παράπονα ότι δεν πάμε όλοι οι Κερκυραίοι στην εκκλησία…”. Εγώ του απάντησα: “Τι να κάνω Θρασύβουλε; Αυτός λέει ότι είμαστε άπιστοι. Λοιπόν τι θέλει; Να μας κάνει πιστούς… Δεν ξέρει ότι εδώ έχουμε πληγές και πόνους; Δεν ξέρει ότι υπάρχουν νέες κοπέλες που υποφέρουν; Δεν ξέρει τι περνάμε; Τι κάνει για όλα αυτά;”. Ο παπάς έστειλε κάποιον άλλο συναγωνιστή εξόριστο να με πείσει να πάω να τον συναντήσω. Εγώ αρνήθηκα και τους είπα ας μου κάνουν ό,τι θέλουν. Τι άλλο να μου κάνουν, ας με τουφεκίσουν. Την ιδεολογία μου δεν την αλλάζω».

Κλείνοντας αυτό το μικρό αφιέρωμα τιμής και μνήμης στους συμπατριώτες μας Μακρονησιώτες αγωνιστές της ζωής και της αξιοπρέπειας, ας δώσουμε τον λόγο σε έναν ακόμη Κερκυραίο αγωνιστή της Μακρονήσου, τον βασανισμένο ακόμη και με αναμμένα τσιγάρα στη μύτη από Ιταλούς κατακτητές στο νησί Κώστα Σαμοΐλη από τη Λευκίμμη. Σε απομνημονεύματά του που παρέδωσε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ανέφερε, μεταξύ άλλων, για όσα έζησε στη Μακρόνησο: «Κατά διαστήματα έπαιρναν από το δικό μας στρατόπεδο έναν εξόριστο και μας τον έφερναν έπειτα από λίγες μέρες τρελό από τα βασανιστήρια. Έτσι, για να κάμψουν το ηθικό των άλλων συνεξορίστων. Ήρθε και η δική μας η σειρά. Ήταν παραταγμένοι αξιωματικοί, αλφαμίτες, νοσοκόμοι και φορεία. Ο τόπος ήτανε βαμμένος με αίμα. Περιμέναμε να τελειώσει το μαρτύριό τους για να πάρουμε τη θέση τους. Ένας πολύ ψύχραιμος, που τον σέρνανε έξω από την πίστα, τους φώναξε: “Εσείς σκυλιά νικήσατε στο Γράμμο και το Βίτσι, αλλά χάσατε μια ολόκληρη Κίνα”. Μπήκαμε και ‘μείς στο χορό. Μας παρέλαβαν ανά δύο Αλφαμίτες τον κάθε εξόριστο. Οι μαγκούρες δούλευαν ασταμάτητα. Σε όλο το σώμα δεχόμασταν ανεξέλεγκτα χτυπήματα. Νέο αίμα, νέα βογγητά, νέα φορεία. Τους λιπόθυμους τους συνέφερνε ο ταγματασφαλίτης Καραφώτης με το βούρδουλα και τις κλωτσιές. Μας συγκέντρωσαν και πάλι ένα πρωινό και μας μετέφεραν σε μια βουνοκορφή που ήταν μόνο πέτρα. Εκεί ήταν το περίφημο “σύρμα”. Μας έπαιρναν τις εφτά το πρωί και μας κατέβαζαν αργά το βράδυ. Η ζωή ήταν αφόρητη…».

Κείμενο: ΑΛΕΚΟΣ ΚΑΣΤΡΙΝΟΣ
(Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα corfupress.com)

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: