«Κρίμα που έχουν τέτοια φρονήματα τόσο άξιες κοπέλες, αχρηστεύουν τη ζωή τους» – Γυναικείες «Φυλακές Ιταλικής Σχολής» Πάτρας (1/2) • Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ

Πίστευαν πως θα μας έσπαζαν το ηθικό μας. Όμως ερχότανε και στιγμές αβάσταχτες. Το κλείσιμό μας από τη μια κι ο πόνος για τους δικούς μας από την άλλη έφερναν μια φοβερή λύπη. Αλλά η μια βοηθούσε την άλλη με κάθε τρόπο…Ποτέ δεν μας έπαιρνε ο κατήφορος της μελαγχολίας. Μια στιγμή μονάχα που ξεπερνιόταν αμέσως. Είχαμε χίλιους τρόπους γι’ αυτό.

Στους δεκάδες τόπους φυλάκισης και εξορίας ανά την Ελλάδα, η μεγάλη πλειοψηφία των αγωνιστών και των αγωνιστριών άντεξαν κι έμειναν πιστοί στις ιδέες και τα ιδανικά τους,  για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Ο σκοπός της πάλης τους αυτός κράτησε όρθιους και όρθιες απέναντι στο θάνατο χιλιάδες, παρά τις κακουχίες, τα βασανιστήρια, τις κακές συνθήκες διαβίωσης. Στις φυλακές και στις εξορίες οι γυναίκες έγραψαν ηρωικές σελίδες.

Από το βιβλίο της Αλεξάνδρας Γιαννοπούλου Τριάντη  «ΟΡΘΙΕΣ στη θύελλα – Γυναικείες φυλακές Πάτρας 1948 – 1952» (Βιβλιοπωλείο Χρυσάφη Πανέζη, Αθήνα 1990) μεταφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα για τις μάλλον άγνωστες σήμερα «Φυλακές Ιταλικής Σχολής» στην Πάτρα, που «φιλοξένησαν» εκατοντάδες αγωνίστριες και περίπου 100 μελλοθάνατες που εκτελέστηκαν.

Η Αλεξάνδρα Γιαννοπούλου – Τριάντη ήταν από την Πάτρα, συμμετείχε στο ΕΑΜ ενεργά. Έφυγε από την Πάτρα αρχές του 1947 γιατί δεν μπορούσε να αγωνιστεί άλλο εκεί. Ήρθε στην Αθήνα μετά από εντολή της Χρύσας Χατζηβασιλείου. Μέχρι τη σύλληψή στις 2 Μαρτίου του 1948 έμεινε σ’ ένα σπίτι δημοκρατικών αξιωματικών και μετά από υπόδειξη των συναγωνιστών της. Τότε ήταν τελειόφοιτη της Νομικής. Συνελήφθη χωρίς ένταλμα και χωρίς στοιχεία. Μετά από βδομάδα στην Ασφάλεια κατηγορήθηκε μαζί με τις Λιούντα Μάντακα, Αργυρώ Δροσάκη, Ηρώ Χατζημάρκου και  Φαλιάγκα Ελένη, άγνωστες μεταξύ τους, ότι γνωρίζονταν, συνεδρίαζαν και έστελναν όπλα στο ΔΣΕ και κυρίως για κατασκοπία.

Όλες μεταφέρθηκαν στις Φυλακές Αβέρωφ τον Ιούνιο του 1948 με την κατηγορία της προδοσίας με βάση το Γ’ Ψήφισμα. Το Στρατοδικείο , μετά από τις παγκόσμιες κινητοποιήσεις για Ειρήνη και διάφορες κινήσεις στην Ευρώπη να μην δικάζονται αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, δεν τις καταδίκασε σε θάνατο, αλλά σε ισόβια.

Από τις Φυλακές Αβέρωφ μεταφέρθηκαν στον Πειραιά και με καράβι μεταφέρθηκαν στην Πάτρα.

Η αναφορά μας στις «Φυλακές Ιταλικής Σχολής» μέσα από το βιβλίο της Αλεξάνδρας Γιαννοπούλου Τριάντη θα ολοκληρωθεί σε δυο μέρη. Ακολουθεί το πρώτο μέρος.

Εικόνα: «Δύο γυναίκες» – Έργο (λεπτομέρεια) του Τάσσου (Τάσος Αλεβίζος)

Βασικά γυναικείες φυλακές ήσαν δύο. Του Αβέρωφ που φιλοξένησαν πάνω από 4000 μόνιμες γυναίκες μαζί με τις περαστικές και οι φυλακές της «Ιταλικής Σχολής» που μόνιμα έφτασαν στις 1100 χωρίς τις περαστικές. Εκεί κρατήθηκαν και 100 μελλοθάνατες στα μπουντρούμια που όλες εκτελέστηκαν.

Οι φυλακές ήταν αρχικά το αρχοντικό του πατέρα του Καίσαρα Αλεξόπουλου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Η οικογένεια Αλεξοπούλου, πούλησε προπολεμικά το σπίτι αυτό στους Ιταλούς. Αυτοί το μετέτρεψαν σε σχολή. Γι’ αυτό και οι φυλακές αυτές ονομάστηκαν «φυλακές της Ιταλικής Σχολής» Πάτρας. Όταν τελείωσε ο πόλεμος κι έφυγαν οι καταχτητές, το κτίριο αυτό το παρέλαβε το κράτος. Το άφησε για πολλά χρόνια ανεκμετάλλευτο και αχρησιμοποίητο, έτσι που σιγά – σιγά γινόταν ερείπιο. Ήταν ένα ερημωμένο σπίτι, χορταριασμένο γύρω του, με όλα τα επακόλουθα που έχει ένας ακατοίκητος χώρος. Όταν περνούσαν οι Πατρινοί ένοιωθαν άσχημα αφού είχε καταντήσει σκουπιδαριό η αυλή του.

Αρχικά χρησιμοποιήθηκε για στρατιωτικές φυλακές. Μετά έγιναν ανδρικές φυλακές για αντιστασιακούς και μετά γυναικείες. Έκαναν στο κτίριο της Σχολής μερικές πρόχειρες επισκευές και αλλαγές, τις αίθουσες τις έκαναν πιο μεγάλες, μετατρέποντάς τις σε θαλάμους. Τα υπόγεια  κελιά τα ετοίμασαν για μελλοθάνατες κυρίως αλλά και για τις επικίνδυνες τις οποίες συχνά τιμωρούσαν ως πρωταίτιες για κάθε σωστή απαίτηση των φυλακισμένων γυναικών. Ακόμα το κυρίως κτίριο το έκαμαν κατοικία του διευθυντή των φυλακών και γραφεία. Φυσικά την κατοικία του διευθυντή τη φρόντισαν ιδιαίτερα, να την εξωραΐσουν και να την κάνουν άνετη. Όταν οι γυναικείες φυλακές Αβέρωφ της Αθήνας δεν χωρούσαν πια τις αγωνίστριες, τις μετατρέψανε σε φυλακές γυναικείες.

Κοντά στην κατοικία του διευθυντή στο ισόγειο, ήταν οι θάλαμοι των κρατουμένων γυναικών, αποθήκες τροφίμων και άλλοι κοινόχρηστοι χώροι. Όλα τα εξωτερικά παράθυρα τα είχαν χτίσει και στο καθένα έμενε μια λουρίδα ανοιχτή όσο ένα πλάγιο τούβλο.

Το φως και ο αέρας ερχότανε από ένα διάδρομο, που υπήρχε στο μήκος των θαλάμων και που, κατά διαστήματα, είχε μεγάλα σιδερόφραχτα παράθυρα. Την νύχτα μετά την καταμέτρηση, μας κλείδωναν στους θαλάμους 80 με 150 γυναίκες. Στους διαδρόμους κυκλοφορούσαν οι φυλάκισσες. Οι σκοπιές ήσαν εξωτερικές, με χωροφύλακες, που έβλεπαν μέσα στην αυλή και στους θαλάμους.

Το προαύλιο ήταν εσωτερικό, ορθογώνιο, αρκετά μεγάλο με χώμα κάτω (Ωχ! σαν άρχιζαν οι βροχές, τσαλαβουτούσαμε μέσα στη λάσπη για 4 μήνες). Από τη μία μεγάλη πλευρά ήταν το κτίριο, από την άλλη ήταν μια ψηλή μάντρα, που μας χώριζε από την…ελευθερία!! Στις μικρές πλευρές στη μία είχε τη μεγάλη κεντρική σιδερένια πόρτα της φυλακής. (Τι εύκολα που άνοιγε για να μπούμε! Μα πότε θα βγαίναμε;…). Στην άλλη πλευρά ένας μεγάλος κλειστός χώρος για τριπλή χρήση, μαγειρείο, πλυντήριο, λουτρό. Σ’ ένα καζάνι εκστρατείας, στερεωμένο για να μην κυλάει, μαγειρεύουμε με ξύλα το φαγητό της φυλακής. Τα ξύλα τα κουβαλούσαμε από την πόρτα της αυλής όλες οι κρατούμενες, με εξαίρεση τις άρρωστες, τις θαλαμάρχισσες κι αυτές που είχαν δουλειά μέσα στους θαλάμους (καθαριότητα, συντροφιά με τις άρρωστες, κ.λ.π.) Κάναμε αλυσίδα έτσι που η μία έδινε στην άλλη μέχρι που φτάνανε στο μαγειρείο.

Μέσα στο μαγειρείο πλέναμε τα ρούχα μας, η κάθε μία μας στο λεκανάκι της. Στο ίδιο μέρος κάναμε και το λουτρό μας. Έπαιρνε με το κουβαδάκι της από ειδικό καζάνι κάθε αγωνίστρια ζεστό νερό κάθε πρωί, ήταν η πρώτη μας φροντίδα μετά τη γυμναστική. Εκτός από το καζάνι το μεγάλο για φαγητό, είχε και μια σειρά κτιστές φουφούδες, που διορθώναμε κάπως το φαγητό μας για να τρώγεται, ή κάναμε κανένα συμπλήρωμα δικό μας.

Το αναρρωτήριο ήταν πιο άνετο σε μέγεθος και προπάντων πιο φωτεινό. Είχε μεγάλα παράθυρα, πάντα βέβαια με σίδερο, που βλέπανε στην εσωτερική αυλή. Ακόμα είχε ένα μικρό καμαράκι, που χρησιμοποιόταν  για Ιατρείο, όπου ο γιατρός μας επισκεπτότανε δύο φορές την εβδομάδα για χίλιες και πάνω γυναίκες μαζί με τις περαστικές. Η νοσοκόμα, υπάλληλος κι αυτή της φυλακής κρατούσε τα κλειδιά του Ιατρείου και των φαρμάκων.

Οι αποχετεύσεις ήταν όλες φραγμένες. Σκάψαμε μόνες μας ολόκληρο το δίκτυο και καθώς ανοίξαμε το χαντάκι σπάσανε οι σωλήνες. Πετάχτηκαν από μέσα ένα πλήθος από μεγάλα ποντίκια, σαν καλοθρεμένες γάτες, το ένα πίσω από το άλλο. Τι μαρτύριο κι αυτό!! Όλες μας τρομάξαμε, αλλά και γελούσαμε με το θέαμα. Κάθε φορά που πηγαίναμε στις τουαλέτες, πριν μπούμε μέσα κάναμε θόρυβο για να φύγουν τα ποντίκια. Οι τουαλέτες ήσαν έξω. Μόνο το αναρρωτήριο είχε μέσα καθώς και οι δύο μεγάλοι θάλαμοι από ένα μικρό καμπινεδάκι για 150 με 200 γυναίκες το καθένα. Οι άλλοι οκτώ ήσαν έξω στην αυλή. Κάθε πρωί μπαίναμε στην ουρά. Όταν έπιαναν οι βροχές και τα κρύα τα μεγάλα, ήταν πολύ τρομερό.

Οι πρώτες 450 αγωνίστριες που πήγαν  στη φυλακή της Πάτρας δεν είχαν ησυχάσει ακόμα με τις βαρειές δουλειές που κάνανε. Βρήκανε βρώμικους τους θαλάμους με τοίχους υγρούς και μουχλιασμένους. Το προαύλιο όπως είπαμε προηγουμένως ήταν εσωτερικό σε σχήμα ορθογώνιο. Ήταν σκεπασμένο στις διάφορες γωνιές από σκουπίδια και αγκάθια που είχαν από την πολυκαιρία δημιουργήσει βουναλάκια και για να καθαριστούν χρειάστηκε τσάπα. Ό,τι μπάζα έπεφταν από τις επισκευές, εκεί τα είχαν πετάξει, οικοδομικά υλικά, ξυσίματα από τοίχους, σπασμένα τούβλα, είχαν γίνει ένα με το χώμα, ακόμα και σκουριασμένους σκουπιδοντενεκέδες ευρίσκαμε μπηγμένους στο χώμα.

Η εσωτερική υγρασία μαζί με τη μούχλα ήταν αβάσταχτη. Οι γυναίκες παρ’ όλη τη σκληρή εμπειρία τους από φυλακές τάχασαν. Δεν ήξεραν πούθε να πρωταρχίσουν. Αφού βολεύτηκαν όπως – όπως άρχισαν αμέσως δουλειά με πρόγραμμα και προτεραιότητες ανάλογα με την ανάγκη. Πρώτα – πρώτα έβαλαν να καθαρίσουν τους θαλάμους και να τους ασπρίσουν όσο έφταναν, για να φύγει η μούχλα και η μυρουδιά, ύστερα να καθαρίσουν την αυλή για να μπορούν να βγαίνουν έξω.

Αμέσως κάνανε επιτροπές και ζήτησαν από το διευθυντή να καθαριστούν οι θάλαμοι και η αυλή. Η απάντηση ήταν: Οι άνθρωποι εκεί που ζουν καθαρίζουν μόνοι τους το μέρος. Τους έδωσε όμως υλικά, ασβέστη και γενικά όλα τα είδη καθαριότητας. Αυτό θέλανε και οι φυλακισμένες. Μέσα σε μερικές μέρες η φυλακή άλλαξε, έγινε κατοικήσιμη. Οι κρατούμενες ανασάνανε. Από τη χαρά τους οι Πατρινές, και από παρακίνηση της Αμαλίας να κάνουν κήπο, η Ελένη Πέγκα, Ουρανία Δασκουρέλου και Γεωργία Νικολοπούλου ζήτησαν από τους δικούς τους να φέρουνε ρίζες από γεράνια και μολόχες που μεγαλώνουν γρήγορα και δε θέλουν πολύ καιρό για να απλώσουν.

Σ’ αυτό βοήθησε μια φυλάκισσα, ονομαζότανε Κωστοπούλου, που έφερε πάρα πολλές ρίζες από μαργαρίτες. Οι πρασινάδες φυτεύτηκαν στο μέρος που πετούσαν παλιά σκουπίδια. Έτσι το μέρος αυτό ήταν λιπασμένο σαν σκουπιδότοπος που ήταν και τα φυτά ξεπετάχτηκαν αμέσως. Από την περιποίηση μεγάλωσαν και απλώθηκαν καθώς φυτέψανε πολλές ρίζες. Κι έτσι σιγά – σιγά έγινε ένα κομμάτι της αυλής καταπράσινο μαζί με τα δύο δεντράκια που υπήρχαν (μια αγριοαχλαδιά και μια ελιά). Οι φυλακισμένες που πρωτοπήγανε στην Πάτρα τα έβλεπαν και τα καμάρωναν σαν ένα μεγάλο κατόρθωμά τους. Κάθε πρωί που ξυπνούσανε πήγαιναν κατευθείαν στις πρασινάδες, υπερηφανευόσαντε για την προσπάθειά τους αυτή, που ήταν σημαντική, αφού τους έδινε μια αίσθηση χαράς και ομορφιάς.

Για να έχουν αποτελεσματικότητα στη δουλειά τους, δημιούργησαν ομάδες από δέκα γυναίκες (ομάδες δουλειάς τις λέγανε). Κάθε ομάδα είχε δικό της έργο να κάνει: όπως το ασβέστωμα των θαλάμων, οι αποχετεύσεις , η καθαριότητα της αυλής κ.λ.π. Μια άλλη ομάδα ήταν αυτή που είχε αναλάβει την καθαριότητα των αποχωρητηρίων. Αυτή η εργασία ήταν μεγάλος κόπος. Τα αποχωρητήρια ήταν οκτώ, μόνο ένα με λεκάνη, τ’ άλλα ήταν χωρίς λεκάνες, μόνο μια τρύπα στο τσιμέντο. Αλλά από τα σκουπίδια κι έτσι που έμεναν χρόνια αχρησιμοποίητα, δεν έβλεπες ούτε τρύπα ούτε λεκάνη. Το πουρί είχε γίνει βουνό και μεγάλη προσπάθεια κατέβαλαν οι πρώτες φυλακισμένες για να τ’ ανοίξουν.

Όταν μας τα διηγήθηκαν, από τη μια τις λυπόμαστε και από την άλλη τις θαυμάζαμε για το κουράγιο τους. Τους θαλάμους τους άσπρισαν όλους μέχρι εκεί που έφταναν. Όμως δεν έβλεπες υγρασία, ούτε βρωμούσαν από μούχλα που σ’ έπιανε ανατριχίλα όταν έμπαινες. Για κάθε δύσκολη δουλειά που τελείωνε πιο καλά και πιο γρήγορα, η ομάδα βραβευότανε μ’ ένα κέντημα, μια ζωγραφιστή κάρτα και καμμιά φορά με ένα καρύδι στην κάθε γυναίκα της ομάδας.

Αφού μπήκαν σε σειρά οι καθαριότητες και οι βαρειές δουλειές, φρόντισαν για την καλλιτέρευση της ζωής τους, γιατί στην αρχή μπήκαν όπως – όπως. Τώρα μοιράστηκαν στους θαλάμους κανονικά, γιατί προηγούμενα ο διευθυντής της φυλακής Πάτρας τις έβαζε χωρίς να εξετάζει το χώρο. Στον ένα θάλαμο ήταν στιβαγμένες πολλές και στον άλλον λίγες. Κι ακόμα δεν έδωσαν από την αρχή όλους τους θαλάμους. Παραχώρησαν  μόνο τρεις μεγάλους. Στους δύο μεγαλύτερους τακτοποίησαν από 150 γυναίκες στον καθένα στον τρίτο εκατό.

Κάθε θάλαμος είχε όλες τις ηλικίες, δεν γινότανε χωρισμός στις γιαγιές, για να μην αισθάνονται μοναξιά. Όμως οι γιαγιές ήθελαν να πάνε χωριστά για να έχουν ησυχία. Το δεχθήκανε οι θαλαμάρχισσες κι έτσι βολεύτηκαν μόνες τους. Μόνο που βάλανε μαζί τους δύο – τρεις νέες για κάθε ενδεχόμενο. Η πιο αγαπημένη τους ήταν η Φωφώ Μαλακάση από τη Λευκάδα που τη ζήτησαν οι ίδιες οι γιαγιές.(…)

 

Στην Πάτρα η πρώτη μα και η δεύτερη μεταγωγή των γυναικών είχαν έντονα προβλήματα, που το σημαντικότερο ήταν το επισιτιστικό. Επισκεπτήρια όπως στις φυλακές Αβέρωφ δεν είχαμε. Οι Πατρινές φυλακισμένες ήσαν λίγες , αλλά κι από αυτές δεν είχαν μείνει και πολλοί ελεύθεροι από την οικογένειά τους. Τα αδέλφια τους εξόριστα ή φυλακισμένα, γονείς ταλαιπωρημένοι και άρρωστοι. Φίλοι και συγγενείς ήσαν τόσο τρομοκρατημένοι, που ούτε ξεμυτίζανε κατά τις φυλακές. Ο κίνδυνος να σου σκαρώσουν μια κατηγορία ή μια δίκη, ήταν σίγουρος, γι’ αυτό φυλαγόντουσαν.

Σκέφτηκε το γραφείο των φυλακισμένων γυναικών, να καλέσουν έναν έμπορο, να μπορούν να αγοράζουν τα αναγκαία τρόφιμα, για να καλλιτερεύουν το φαγητό τους, αλλά και να μας εφοδιάζουν διάφορα υφάσματα και ψιλικά είδη. Γυναίκες χρόνια φυλακισμένες από μακρυνές περιοχές (Μάνη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία κ.λ.π.) είχαν εντελώς ξεγυμνωθεί. Αμέσως δημιουργήσαμε την επιτροπή που αποτελείτο από τρεις κρατούμενες για να διεκπεραιώσουν το θέμα.

Πραγματικά η επιτροπή πήγε στο διευθυντή για να πάρει άδεια, έτσι που να βλέπουμε έναν έμπορο μια – δυο φορές την βδομάδα και να αγοράζουμε ό,τι χρειαζόμαστε. Ο διευθυντής παρ’ όλο που είχε τη φήμη του σκληρού, γιατί μας αντιμετώπιζε με απότομο ύφος, στο τέλος υποχωρούσε και μας έκανε αυτό που ζητούσαμε, πάντα όμως με μια μικρή αλλαγή.

Ήθελε να το ζητήσει ο έμπορος και όχι ο κρατούμενος. Η Αμαλία σαν Πατρινιά ήξερε πού να απευθυνθεί. Χωρίς καμία καθυστέρηση, γράφει γράμμα σε μια συμμαθήτριά μου, που είχε εμπορικό κατάστημα στο Μαρκάτο (μια συνοικία της Πάτρας). Την παρακαλούσε να περάσει από τη φυλακή, για να τακτοποιήσει ένα θέμα που τη συμφέρει. Δεν της είπε το λόγο, γιατί θεώρησε καλύτερο να τη βάλει σε περιέργεια.

Την άλλη μέρα η έμπορος εμφανίστηκε στη φυλακή, εκεί την κατατόπισε για να ζητήσει άδεια από το διευθυντή, μια και της άρεσε πολύ αυτή η συναλλαγή. Ο διευθυντής της έδωσε αμέσως την άδεια και την ίδια μέρα έκαναν παραγγελίες. Είχαν ετοιμάσει καταλόγους οι φυλακισμένες τι ήθελαν να πάρουν. Από τότε εφοδιαστήκαμε από αλάτι μέχρι καρφίτσες. Τη δουλειά αυτή τη διεκπεραίωνε η Μαρία Αρίδα.(…)

 

Οι φυλακισμένες όλο και πλήθαιναν. Τετρακόσιες πενήντα η πρώτη μεταγωγή και εκατόν πενήντα η δεύτερη γίναμε εξακόσιες γυναίκες. Νέες συλλήψεις στην Πελοπόννησο κι όλες τις φέρνανε στην Πάτρα. Ο αριθμός μεγάλωνε συνέχεια. Η φυλακή άρχιζε να μην είναι λειτουργική. Κάθε καινούργια μαζική μεταγωγή που ερχόταν, ιδίως από τις φυλακές Αβέρωφ, παρά το νοικοκύρεμα από τις προηγούμενες μεταγωγές μάς έφερνε κατάθλιψη, γιατί ο μεγάλος αριθμός δυσκόλευε την εξυπηρέτηση στις πρωταρχικές ανάγκες μας. Επί τέλους έδωσαν και τους τρεις άλλους θαλάμους, μικρότερους βέβαια αλλά μας διευκόλυναν. Εκεί που υστερούσαμε όλο και περισσότερο με τον ερχομό των νέων γυναικών ήταν το λουτρό με τα τενεκεδάκια και οι λίγες τουαλέττες(…)

 

Το μέτωπο του Δημοκρατικού Στρατού έχει υποχωρήσει. Οι φυλακές Αβέρωφ είναι ακόμη ασφυκτικά γεμάτες, προσπαθούν να τις αποσυμφορήσουν, γι’ αυτό ακολουθούν άλλες τρεις μεταγωγές στις φυλακές Πάτρας καθώς και άλλες από διάφορα κρατητήρια από Τρίπολη κι από τα διάφορα μεταγωγά, έτσι που φτάσαμε σύνολο χίλιες εκατό γυναίκες, μαζί με τις μελλοθάνατες. Οι περισσότερες ήταν περαστικές, που τις εκτελούσαν αφού τις κρατούσαν δύο μέρες. Δεν τις φέρνανε σε μας, τις βάζανε κατευθείαν στα κελιά ή μάλλον στα μπουντρούμια , κάθε μία χωριστά, καμιά φορά και δύο μαζί. Τις έφερναν κατά διαστήματα, πολλές περνούσαν ένα βράδυ και το πρωί γινότανε η εκτέλεση στο Γεροκομείο, ένα παλιό μοναστήρι έξω από την Πάτρα. Τις κρατούσαν ίσα για να τις δει ο εξομολογητής παπάς…

Αυτά τα κελιά δεν χωρούσαν ούτε ένα ράντζο, όλες κοιμόσαντε χάμω στο μπετό. Οι μελλοθάνατες ζωγράφιζαν στους τοίχους. Πολλές φορές φέρνανε και άνδρες μελλοθάνατους. Οι ζωγραφιές ήταν πότε με τη μορφή αντάρτη, πότε με τον ήλιο ν’ ανατέλλει, άλλοτε στιχάκια γραμμένα για λευτεριά και συχνά ευχόντανε να είναι οι τελευταίες που οδηγούνται σε θάνατο. Τα μπουντρούμια δεν τα είδαν όλες οι κρατούμενες. τα μαθαίναμε προ πάντων από τις δικές μας κοπέλες, που ήταν στο μαγειρείο και τους πήγαιναν φαγητό.

Τους τοίχους τούς άσπριζαν αμέσως, είχαν μόνιμα ένα βαρέλι με ασβέστη και ο ένας χωροφύλακας τις έπαιρνε για εκτέλεση, με το στρατιωτικό καμιόνι και ο φύλακας της φρουράς αμέσως άσπριζε τα κελιά, για να μην τα βλέπουν τα γραφτά άλλοι. Όμως οι μαγείρισσες κάτι προλάβαιναν.

Στην Πάτρα δεν είμαστε λίγες οι τιμωρημένες, που πήγαμε στα ίδια μπουντρούμια. Καθόμαστε όχι μόνο μέρες, αλλά ξεπερνούσαμε πολλές φορές τον ένα μήνα. Ήταν κρύα, σκοτεινά και υγρά, νύχτα μέρα είμαστε με ηλεκτρικό. Όταν έφερναν καινούργιες παίρναμε είδηση, γιατί γινότανε μεγάλη φασαρία. Όταν ήταν πλάι στο κελί μας, μιλάγαμε και κάπως τις ακούγαμε. Αλλά δεν τις άφηναν στο πλαϊνό κελί, το άφηναν κενό και αν δεν χωρούσαν τις πήγαιναν μαζί με άλλη. Άλλωστε πολύ λίγο κρατιούνταν στα κελιά(…)

 

Όσο κι αν νοικοκυρευτήκαμε στη φυλακή Πάτρας, πάντα νέα προβλήματα ξεφύτρωναν. Το φαγητό αντί να καλυτερεύει, όλο χειροτέρευε. Μας έδιναν όσπρια παλιά με μπουμπούσια, σκουληκιασμένα μακαρόνια, σάπιο βοδινό κρέας, μουχλιασμένο μπακαλάο με πολλά ζωντανά σκουλήκια. Όταν τον πήρανε το μπακαλάο οι μαγείρισσες, τον πήγαν στο διευθυντή να δει τι φαΐ μας δίνανε. Αυτός δεν μαγειρεύτηκε ποτέ. Όπως μας τον δίνανε πετιότανε αμέσως στα βαρέλια των σκουπιδιών. Με απεργίες πείνας, με διαμαρτυρίες στο διευθυντή μας έφερναν καλύτερο κρέας, αλλά όχι πάντα. Μας δίνανε δύο μέρες καλό και μετά πάλι το σάπιο. Εμείς πάλι απεργία. Αυτό συνεχίστηκε σε όλη τη φυλάκισή μας. Πότε – πότε περνούσε η επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού οπότε γλυτώναμε από το σάπιο μπακαλάο για λίγο καιρό. Όταν ξεχάστηκε το πέρασμα του Ερυθρού Σταυρού, πάλι ξαναρχίζανε να βγάνουνε τον σκουληκιασμένο μπακαλάο και τα σάπια κρέατα, και μεις αρχίζαμε πάλι τις κινητοποιήσεις μας. Κυρίως το φαγητό μας ήταν όσπρια και μακαρόνια. Τα καθαρίζαμε καλά και τα βάζαμε από το βράδυ στο νερό, για να φεύγουν όλα τα μπουμπούσια από τα όσπρια και να βράζουν καλά. Το φαγητό μας βοηθούσαμε με δικά μας τρόφιμα που μας αγόραζε η Μαρία Αρίδα και από το πενιχρό επισκεπτήριό μας.

Γενικά, σ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής μας στις φυλακές Πάτρας, αγωνιζόμαστε συνέχεια για την καλυτέρευση της ζωής μας. Με τη δουλειά και τη φαντασία μας δίναμε έναν όμορφο τόνο στο καγκελόφραχτο δωμάτιο μας. Οι θαλαμάρχισσες ήταν κρατούμενες που εκλέγονταν από τις γυναίκες κάθε θαλάμου και ήταν γενικής παραδοχής. Αυτές είχαν τη φροντίδα του θαλάμου, επιτηρούσαν την καθαριότητα, τον αερισμό και δεν άφηναν καμιά γυναίκα να μείνει μέσα στους θαλάμους εκτός αν ήσαν άρρωστες. Κάθε θάλαμος είχε τις γενικές «μαρίες» (που έκαναν καθαριότητα) και άλλαζαν κάθε βδομάδα και κάθε παρέα είχε τη δική της «μαρία» που κι αυτή άλλαζε μέρα παρά μέρα, αυτή έστρωνε το τραπέζι, αυτή φρόντιζε για το φαΐ της παρέας.

Τα «τραπέζια» έπρεπε και στα τρία γεύματα να είναι στρωμένα με καθαρά τραπεζομάντηλα, που φτιάχνανε τα συνεργεία μας της ραπτικής. Ήταν φτιαγμένα από λυωμένα σεντόνια με ένα απλό γαζί αλλά λαμποκοπάγανε από καθαριότητα. Τα τραπέζια ήταν φτιαγμένα από τις κούτες που μας στέλνανε δέματα ή λέγαμε να μας εφοδιάσει η Αρίδα. Τις βάζαμε κοντά – κοντά τις κούτες και κάναμε τα τραπέζια, αλλά για τέσσερις γυναίκες ή για έξι και τα μεγαλύτερα για οκτώ άτομα. Όταν καθόμαστε για το γεύμα μας όλες περιποιημένες, με το τραπέζι τακτικό, έδινε την εντύπωση εστιατορίου. Οι φυλάκισσες εθαύμαζαν την επιτηδειότητά μας, να ομορφαίνουμε τόσο πολύ τους θαλάμους και το τραπέζι που τρώγαμε.

Τα δύο μεγάλα γεύματα, δηλ. το μεσημεριανό και το βραδυνό ήταν πολύ οικογενειακά, δηλ. σαν να είμαστε μια φαμελιά. Κουβεντιάζαμε για τις ελλείψεις μας στο φαγητό και ρουχισμό μας, παίρναμε σειρά ποια κοπέλα είχε ανάγκη από ρούχα, παπούτσια, κ.λ.π. Αφού τελειώναμε τις άμεσες ανάγκες και πώς θα τις καλύψουμε, θυμόμαστε πάντα χαρούμενες στιγμές της ζωής μας, όχι  για να μας φέρουν πόνο, αλλά η συζήτηση αυτή μας έφερνε πάντα καλό. Έτσι ξεφεύγαμε κάπως από τα βάσανά μας. Αυτό γινότανε αυθόρμητα όπως μιλάνε οι οικογένειες, γιατί οι παρέες ήσαν σαν οικογένειες. Έλυναν τα προβλήματά τους οικογενειακά, είχαν μεγάλη αγάπη ανάμεσά τους. Είμαστε μια φυλακή, όπου δεν είχαν δημιουργηθεί προβλήματα ανάμεσά μας(…)

Χαρούμενες αναμνήσεις έκαναν χαρούμενη την παρέα – οικογένεια. Αυτός ήταν ο στόχος των διηγήσεων αυτών. Βασικός σκοπός των φυλακισμένων γυναικών ήταν να κρατήσουμε γερά τα νεύρα μας. Έτσι διώχναμε κάθε στενοχώρια από το μυαλό μας. Πώς γινότανε αυτό με τόσα βάσανα; Η πίστη μας για τα ιδανικά που θυσιαζόμαστε μας έβαζε καθήκοντα δουλειάς και πάλι δουλειάς. Απασχολημένες όλες τις ώρες προσπαθούσαμε μέσα στις φυλακές να δημιουργούμε και να ξεχνούμε τα φοβερά βάσανά μας.

Πολλές γυναίκες ήσαν στα συνεργεία ραπτικής. Οι περισσότερες ήταν μαθητευόμενες, πολλές απ’ αυτές τις μαθητευόμενες έμαθαν καλά την τέχνη και σήμερα το επάγγελμά τους. Οι δασκάλες μοδίστρες ήταν τεχνίτρες πολύ  καλές και κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να μάθουν τα κορίτσια τη μοδιστρική, γιατί έβλεπαν πως είχαν πολύ μεράκι γι’ αυτή τη δουλειά. Το συνεργείο της ραπτικής ήταν το πιο βαρύ εργαζόμενο. Ήσαν πολλές οι φυλακισμένες κι έπρεπε να τις προλαβαίνουν όλες. Χίλιες γυναίκες ισοδυναμούν με ένα μεγάλο χωριό. Αυτές τις γυναίκες τις έραβαν όλες χωρίς καμία βαρυγκόμια. Επικεφαλής στα συνεργεία αυτά ήταν η Ελένη Πέγκα από την Πάτρα, η Ελένη Αργυρίου από το Βόλο, Γεωργία Καστάνη, Πάτρα, Άννα Δημαρχοπούλου, Κατερίνη.

Κατόπιν ερχότανε το συνεργείο κεντημάτων, που ήταν ο βασικός πόρος των φυλακισμένων. Κυρίως με τα έσοδα αυτά καλυτερέψαμε το φαγητό μας και το ρουχισμό μας. Τα φάρμακα που δεν μας τα παραχωρούσε όλα το φαρμακείο της φυλακής Πάτρας τ’ αγοράζαμε με τα έσοδα των κεντημάτων. Εκτός από το συνεργείο που δούλευε μόνο για τα γενικά έσοδα, είχαν δικαίωμα κάθε μία, να φτιάχνει και δικά της κεντήματα, εφόσον εκπληρούσε τα καθήκοντά της προς το γενικό όφελος των φυλακισμένων γυναικών. Τα κεντήματα και οι δαντέλες που στόλιζαν τα φουστάνια των νεαρών κοριτσιών, ήταν τόσο ωραία, που νόμιζε κανείς ότι ήταν μοντελάκια.

Οι δαντέλες ήταν σε ημερήσια διάταξη. Σ’ αυτά πρωτοστατούσαν οι Μακεδόνισσες οι οποίες ήξεραν πολλούς τρόπους να πλέκουν.(…)

Στις δαντέλες οι δασκάλες μας ήταν η Αμαλία Τσιλγκερίδου και η Ελισάβετ Οργασλή. Δεν δυσανασχέτησαν ποτέ όταν τις ρωτούσαμε να μας δείξουν την τέχνη τους, είχαν έναν πολύ απλό τρόπο να μας μαθαίνουν. τελικά το κέντημα το θεωρούσαμε ψυχαγωγία μας(…)

Μ’ αυτές και μ’ αυτές τις δουλειές και με τις τόσες απασχολήσεις που είχαμε, δεν έμενε το μυαλό μας ριζωμένο στα βάσανά μας, και το ηθικό μας ήταν ακμαιότατο. Γι’ αυτό οι φυλάκισσες μας, μας ειρωνεύονταν λέγοντάς μας κάθε τόσο «Ό,τι κι αν κάνετε, αν δεν αλλάξετε νοοτροπία θα πάτε χαμένες».

«Συμβουλές» που ποτέ δεν εύρισκαν απήχηση. Πίστευαν πως θα μας έσπαζαν το ηθικό μας. Όμως ερχότανε και στιγμές αβάσταχτες. Το κλείσιμό μας από τη μια κι ο πόνος για τους δικούς μας από την άλλη έφερναν μια φοβερή λύπη. Αλλά η μια βοηθούσε την άλλη με κάθε τρόπο. Έφερναν ας πούμε ένα κέντημα ή ένα ποίημα που έφτιαξε μια κρατούμενη το διάβαζαν μαζί και το χαίρονταν, και με το έτσι και με το αλλιώς άρχιζε να φεύγει ο νους μας από τα βάσανά μας, οπλιζόμαστε με θάρρος όπως πριν. Ποτέ δεν μας έπαιρνε ο κατήφορος της μελαγχολίας. Μια στιγμή μονάχα που ξεπερνιόταν αμέσως. Είχαμε χίλιους τρόπους γι’ αυτό.

Η γυμναστική μας έφερνε πάντα ευεξία, ήταν κι αυτή ένας τρόπος χαράς. Στη γυμναστική έπαιρναν μέρος όλες οι φυλακισμένες, εκτός από τις άρρωστες, τις οποίες εξαιρούσε η θαλαμάρχισσα με εντολή του γιατρού. Όταν μας ξεκλείδωναν, ξεχυνόμαστε έξω στην αυλή με ορμή και αισιοδοξία σαν γάργαρο νερό. Παίρναμε μαζί μας τα κλινοσκεπάσματά μας να τ’ απλώσουμε για να αεριστούνε για λίγο και πάλι τα μαζεύαμε  για να στρώσουμε τα κρεβάτια μας όμορφα, λες και θα δεχόμαστε ξένους. Ο θάλαμος καθαρός και τακτικός ευχαριστιόσουνα να τον βλέπεις.

Σαν έρχονταν άνθρωποι του Ερυθρού Σταυρού, ή κανένας να μας βγάλει λόγο για να μας «μεταμελήσουν», θαύμαζαν την νοικοκυρεμένη εμφάνισή μας. Ιδιαίτερα όταν έρχονταν από τα θρησκευτικά σωματεία οι «τακτικές επισκέπτριες μας», δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς με τόσα χρόνια φυλακή, μας έβλεπαν γεμάτες θάρρος.

Μας περίμεναν να μας δουν εξαθλιωμένες γι’ αυτό δεν απέφυγε την ερώτηση η κ. Δογάνη από τα πιο σημαντικά στελέχη των θρησκευτικών οργανώσεων. Μας ρώτησε πώς είμαστε τόσο καλά ντυμένες. Αμέσως τις πήγαμε στο μοδιστράδικο. Εκεί είδανε τις μαθητευόμενες κοπέλες και τις μοδίστρες, που τις έδειξαν φουστάνια με πολλές μεταποιήσεις. Δεν είπανε τίποτα, μα σαν βγήκαν συνάντησαν το διευθυντή και του είπαν; «Μέσα είναι μια κυψέλη εργασίας. Κρίμα που έχουν τέτοια φρονήματα τόσο άξιες κοπέλες, αχρηστεύουν τη ζωή τους».

Όταν έφευγαν συνάντησαν τη συγκρατούμενη μας Χριστίνα Λιακοπούλου. Κάποιες από τις θρησκευτικές κυρίες, τη γνώριζαν και άρχισαν να της κάνουν κατήχηση, να μετανιώσει και αυτές θα τη βοηθήσουν να πάει σπίτι της. Τους απάντησε γρήγορα, γιατί δεν ήθελε να συνεχίσουν την προπαγάνδα τους «Κυρίες μου, οι προσπάθειες σας είναι να προσκυνήσουμε τους προσκυνημένους;!» Τις άφησε φεύγοντας με αηδία από κοντά τους.(…)

Ήταν σύστημά τους να μας αναστατώνουν. Είμαστε πάντα σε συναγερμό διεκδικήσεων. Τη μια να μας απαλλάξουνε από τα σκουληκιασμένα φαγητά, την άλλη να έχουν καλύτερη συμπεριφορά οι φυλάκισσες μας. Η βελτίωση του επισκεπτηρίου μας ήταν βασικό μας αίτημα.

 

Το επισκεπτήριο γινότανε στο διάδρομο, πριν έρθουμε εμείς στις φυλακές Πάτρας. Ο διάδρομος παλιά ήταν φωτεινός και πλατύς. Μετά έγιναν μετατροπές, στένεψαν το διάδρομο, έβγαλαν την τζαμαρία και την μετατόπισαν ενάμιση μέτρο, μα ήταν στενό το μέρος, ούτε να γυρίσουν δεν μπορούσαν, τα τζάμια τα αντικατέστησαν με μια σίτα διπλή, που δυσκολευόμαστε να γνωρίσουμε τους δικούς μας. Ο διάδρομος ιδιαίτερα εκεί που ήσαν οι επισκέπτες, δημιουργούσε όταν άνοιγαν οι πόρτες ένα ρεύμα που μας έπαιρναν τις ζακέτες. Παρ’ όλη τη χαρά που μας έδιναν οι επισκέψεις, ποτέ δεν τους κρατούσαμε πολύ, γιατί τους λυπόμαστε, όταν τους βλέπαμε να τρέμουν τα σαγόνια τους από το δυνατό αέρα και το κρύο. Τους διώχναμε πριν τελειώσει η ώρα τους.

Με πολλές προσπάθειες καταφέραμε τη διεύθυνση, να μας βάλουν μια πόρτα συρτή που έκοβε τον αέρα. Τότε το επισκεπτήριό μας έγινε μια μεγάλη ευτυχία. Οι μέρες του επισκεπτηρίου έδιναν ένα τόνο γιορτής. Ήταν μια σύνδεση με τον έξω κόσμο, ήταν ακόμα ή εφημερίδα μας. Μαθαίναμε νέα πολλά, νέα για τους δικούς μας για τη γενική κατάσταση. Αυτά ύστερα τα διαβιβάζαμε στις συγκρατούμενές μας, που δεν είχαν επισκέψεις. Πρώτα τα λέγαμε στην υπεύθυνη για τα νέα του κάθε θαλάμου, κι αυτή στις υπεύθυνες των παρεών. Έτσι γινότανε κουβέντα, όχι μαζεμένες σαν κοπάδι, αλλά κουβεντιαστά στο φαγητό.

Τους ανθρώπους που μας επισκεπτόσαντε, οι κοπέλες όλες τους ήξεραν με τα μικρά τους ονόματα. Όλες τους περιμέναμε σα δικούς μας συγγενείς. Στο επισκεπτήριο πότε είχαμε καλές ειδήσεις, μα τις πιο πολλές άσχημες. Όπως αποφάσεις δικαστηρίων, εκτελέσεις συγγενών μας. Μια τέτοια είδηση έπεφτε σαν κεραυνός. Τότε όλες μαζευόμαστε με τις παρέες μας στο θάλαμο και κάποια θα μας μιλούσε για το παλικάρι που εκτέλεσαν, αφού συγκέντρωνε από τις πατριώτισσές του, τις ηρωικές πράξεις του, στο βουνό ή στις φυλακές των Γερμανών. Σαν ένα είδος μνημόσυνου, περνούσε η μέρα ερχότανε η άλλη, αλάφρυνε την ψυχή μας.

Την πρόσκληση για το επισκεπτήριο την εκφωνούσε με τρόπο χαρούμενο και ποιητικό η κράχτη μας, που έτσι διπλασίαζε την προσοχή μας. Εντυπωσιαζόμαστε πάντα με την εφευρετικότητά της. Με καθαρή δυνατή φωνή, ήταν αδύνατο να μην την ακούσεις. Δεν έπαυε αν δεν έβλεπε την κρατούμενη να έρχεται. Είχε κιόλας πολύ χιούμορ σαν Κεφαλονίτισσα που ήταν. Κάθε μία που τη φώναζε, της κόλλαγε ένα παρατσούκλι. Το σοφιζότανε κείνη τη στιγμή, αλλά σου πήγαινε σαν καλούπι. Όσο άσχημο κι αν ήταν, όσο κι αν σου τόνιζε το ελάττωμά σου, ποτέ δεν σου προκαλούσε θυμό, απεναντίας το δεχόμαστε σαν ένα καλό λόγο.(…)

Τέλος του 1ου μέρους

«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: