“Πεθαίνουμε για τη Λευτεριά και τη Λαοκρατία” – Έτσι έπεσαν οι 200 κομμουνιστές της Καισαριανής

Ήταν μια μέρα εξαίσια της άνοιξης, κι όμως η γη η αθηναϊκή δεν είχε ακόμα αρκετά στεγνώσει, για να μπορέσει να ρουφά. Το τόσο πολύ αίμα που χτήνη-άνθρωποι την πότισαν, η φύση πια δεν το δεχότανε, κι αναγκαζόταν το ξαναξερνούσε.

Κάθε Πρωτομαγιά είναι ανεξίτηλα σφραγισμένη με το αίμα των 200 κομμουνιστών της Καισαριανής, που θυσιάστηκαν σαν σήμερα πριν ακριβώς 75 χρόνια. Τα δυο λογοτεχνικά αποσπάσματα που ακολουθούν, σκιαγραφούν το πρώτο της τελευταίες στιγμές του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, που έγινε σύμβολο μεταξύ των συντρόφων του και για την επιλογή του να μην κρατήσει τη ζωή του σε βάρος κάποιου συγκρατούμενου, όπως του προτάθηκε, και το δεύτερο τη μεταφορά των μελλοθάνατων στον τόπο της εκτέλεσης, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε ο απλός λαός τιμώντας τους ήρωές του.

Ο διοικητής απάνω στη βιάση του φώναξε το επίθετο του Ναπολέοντα. Κι ύστερα χωρίς να υποψιασθεί τίποτ’ ακόμη, είτε και τ’ όνομα.

Ετοιμαζότανε να πει συνέχεια, όπου ξαφνικά νιώθει το τσούξιμο. Την αποφασιστική μαχαιριά. Σε στιγμή που δεν την περίμενε.

Πλάι του ακούει δυο τακούνια να χτυπούνε προσοχή και μια φωνή θριάμβου ν’ αντιλαλιέται σαν καμπάνα της ανάστασης στο άγριο τοπίο του Χαϊδαρίου.

Γυρίζει και θωρεί το Ναπολέοντα μπροστά του, ακίνητο, έτοιμο, με το γέλιο του νικητή στο ελληνικό του πρόσωπο και με την Ελλάδα ολόκληρη στ’ αστραφτερά μάτια του.

Ο διοικητής τινάζεται, κάνει δύο βήματα πίσω, σηκώνει τ’ αριστερό χέρι, τεντωμένο το μπράτσο μπρος και μαραμένη η φούχτα να κρέμεται.

-Όχι. Όχι εσύ, Ναπολέων!

Η φωνή βραχνή, γεμάτη τρόμο και κατάπληξη, έρχεται, λες, από τα βαθιά της ψυχής, από τις σκοτεινές περιοχές του φόβου.

Είναι σα να συναντήθηκε απότομα, σε μια ξαφνική στροφή του δρόμου, με τον αντίπαλο που απόφευγε όλη του τη ζωή να συγκρουστεί.

“Όχι εσύ! Όχι εσύ, Ναπολέων!”. Όμως κάθισε ήσυχος. Θα την δώσεις τη μάχη, θα κυλιστείς μαζί μ’ όλο το φασισμό και μ’ όλους τους μεσαίωνες εδώ. Αυτήν τη στιγμή, χωρίς αναβολή και χωρίς έλεος. Το ύφος του Ναπολέοντα τα λέει αυτά. Η ιστορία μας σβήνει ολόκληρη. Η ιστορία μας ξαναγράφεται κι αναθεωρείται. Από το προσκήνιό της υποχωρούνε οι μεγάλες ώρες. Για να μπουν οι πιο μεγάλοι. Οι εποχές ανακατεύονται κι η Ελληνική Ιστορία υψώνει μια καινούργια κολώνα κι ανοίγει μια σελίδα από φωτιά.

Το Στρατόπεδο αναταράσσεται. Ως ετούτη τη στιγμή, αιτία της αναταραχής είναι η αγωνία και ο φόβος για τη ζωή του “Παιδιού”. Ο Ναπολέων απαντά στο διοικητή. Κι όλα τ’ αυτιά είναι τεντωμένα κι αφουγκράζονται. Όσοι ξέρουν γερμανικά μεταφράζουνε την ίδια στιγμή τα λόγια του:

-Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή μόνο με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλον κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!…

Το Στρατόπεδο ξεχνά τον κανονισμό, ξεχνά τη θέση του, ξεπερνά κάθε όριο πειθαρχίας και χειροκροτά σαν ηλεχτρισμένο την αποκάλυψη. Την κρυμμένη ψυχή της Ελλάδας που κάνει την παρουσία της. Οι Γερμανοί σαστίζουνε, κυττάζονται και, σα νευρόσπαστα, χτυπούνε τα τακούνια και στέκονται προσοχή.

Ο Ναπολέων γυρίζει προς το βοηθό του, τον Αθ. Μ., του παραδίνει τα κλειδιά των θαλάμων, τη σφυρίχτρα και το καρνέ με την κατάσταση του Στρατοπέδου.

-Θανάση, του λέει γυρίζοντάς τον προς τα μας, να μην ξεχάσεις ποτέ πως είσαι Έλληνας κρατούμενος και εξυπηρετείς Έλληνες αγωνιστές. Έλληνες αιχμαλώτους. Μη μαλώσεις ποτέ τα “Παιδιά”. Να είσαι πάντα καλός και μαλακός μαζί τους. Στο πρόσωπό σου τ’ αποχαιρετώ.

Τον αγκαλιάζει και τονέ φιλεί. Και βαθιά συγκινημένος προσθέτει: “Στα χέρια σου τους εμπιστεύομαι. Στάσου πάντα καλός. Έχε γεια!…”

Με βήμα στέρεο, κεφάλι ψηλά, χωρίς καμιά βιάση, περνά το χώρο από την παράταξη τη δική μας, ως τη φάλαγγα των ηρώων, κάτω από τα χειροκροτήματα της Πατρίδας.

Αυτήν τη στιγμή η ψυχή της Ελλάδας εμίλησε. Μόνο αυτήν τη στιγμή ενιώσαμε πως η ψυχή αυτή είχε διαλέξει τα δικά μας λημέρια να κουρνιάσει και να φυλαχτεί, στα χρόνια του διωγμού και της σκλαβιάς.

Γι’ αυτό λοιπόν δεν έμοιαζε με κανέναν τούτο το χαϊδεμένο παλληκάρι! ΓΙ’ αυτό έκανε την εντύπωση του ιερού και τ’ αξεπέραστου κι οι γέροι τον άκουγαν με σεβασμό και οι νεώτεροι προσπαθούσανε να μιμηθούν την πορπατησιά και τα φερσίματά του!

Γιατί εφύλαγε μέσα του ό,τι πιο ιερό και πιο μεγάλο ήταν δυνατό να φανταστείς: Την ψυχή, την αληθινή κληρονομιά και την τιμή της Πατρίδας!

Η φάλαγγα των μελλοθάνατων ηρώων στέκεται προσοχή, και σ’ αυτήν τη στάση, με δάκρυα και με λυγμούς περηφάνειας, υποδέχεται το Ναπολέοντα. Υποδέχεται τον ήρωα των ηρώων και το μάρτυρα των μαρτύρων.

Παίρνει τη θέση του, σεμνός, ντροπαλός, στην τελευταία πεντάδα.

-Ναπολέων! Στην πρώτη γραμμή. Αυτή είν’ η θέση που σου πρέπει!…

Εκεί τον τοποθετούνε, για να τον βλέπουν ως την ύστερη στιγμή τους, τούτο τον ασύγκριτο εκφραστή των ονείρων και των πόθων τους, οι 260 Ακροναυπλιώτες Έλληνες, που στάθηκαν το επιτελείο του Στρατοπέδου μας. Το επιτελείο της Ελληνικής Μάχης. Το λαμπρό Επιτελείο των νικηφόρων αγώνων του Λαού από τις 4 Αυγούστου 1936 μέχρι την 1η Μάη του 1944.

Θέμος Κορνάρος – Στρατόπεδο του Χαϊδαριού

 

Η εχτέλεση

Απ’ το κατώφλι κι ύστερα, τους τρέχανε μες στα μαύρα καμιόνια οι Γερμανοί, κι εκείνοι τραγούδαγαν. Μπρουμυτιασμένοι, στοιβαγμένοι, σα να ‘ταν κιόλας ψόφιο πράγμα, κι ωστόσο τραγούδαγαν. Ο έξω κόσμος ωσάν αστραπή το ‘μαθε. “Κουβαλούν μελλοθάνατους από το Χαϊδάρι στο Θυσιαστήριο!” Απ’ το Παγκράτι που ‘φτασαν, το ‘μαθε κι η Καισαριανή και οι γειτονικοί συνοικισμοί της. Το ‘μαθαν οι γυναίκες που ‘χαν στο Χαϊδάρι άντρες, τρέχαν να δουν μην είνε ανάμεσα. Το ‘μαθαν τα παιδάκια που ‘χαν στο Χαϊδάρι πατεράδες, τρέχουν να δουν μην τους αναγνωρίσανε. Το ‘μαθαν και οι Ελασίες και ετοιμαστήκανε μήπως μπορέσουν να τους ελευτερώσουν. Μα είδαν λεφούσι Γερμανούς και αυτόματα, και δεν μπόρεσαν τίποτα. Από τη λεωφόρο Παγκρατιού μέχρι τη λεωφόρο του Θυσιαστήριου έτρεξε κόσμος κι έπηξαν οι δρόμοι. Οι μελλοθάνατοι τραγούδαγαν “$0 παλικάρια”, “έχε γεια, καημένε κόσμε” και τον εθνικό ύμνο μας. Στο πέρασμά τους πέταξαν ένα δαχτυλίδι με τ’ όνομα, ξέσκισε μια γυναίκα λουρίδα απ’ το ρούχο της και την πέταξε, και πολλοί επιμένουν πως πέταξαν κι ένα άσπρο κουρέλι όπου με αίμα είχανε γραμμένα: “Πεθαίνουμε για τη Λευτεριά και τη Λαοκρατία”. Δεν επιτρέπονταν μολύβι και χαρτί απάνω τους. Γιατί να μην είνε αλήθεια; Όσα που κάνανε, ήταν λιγότερα απ’ αυτό;

Τ’ αυτοκίνητα πλευρίζουν τη σιδερένια πλάγια πόρτα μέσα απ’ το χωράφι, και τους ξεφορτώνουνε.

Σ’ όλα τα γύρω υψώματα ανεβαίνει και τα γεμίζει ο κόσμος. Ένας οπερατέρ-φωτογράφος προσπαθεί απ’ τον ανατολικό λόφο να πάρει τη σκηνή, κι οι Γερμανοί τον κυνηγούν μ’ αυτόματα. Δύναμη πολισμάνων παρατάσσεται γύρω-τριγύρω στην περιοχή. Ένας απ’ αυτούς λιποθυμά τρεις φορές. Οι μελλοθάνατοι μόλις τους είδαν τους φωνάζουν: “Βλέπετε τι μας κάνουν οι φασίστες; Μόλις μπορέσετε, τα όπλα σας να τα δώσετε στο λαό”.

10 η ώρα το πρωί τους φέρανε και ως τις 2 απ’ το μεσημέρι βάστηξε κείνη η τελετή. Τους μάντρωσαν στο βάθος-βάθος, μες σε κάτι χωρίσματα ένα τετραγωνικό μέτρο χωρίς το καθένα απ’ τα τρία, εκεί που, όταν ήταν σκοπευτήριο, γέμιζαν τα πιστόλια τους. Οι αγωνιστές ζήτησαν να σταθούν όλοι έξω, να τιμούν τις ομάδες που στήνονταν κάθε φορά στον τοίχο, ζήτησαν μόνοι τους να φορτώνουν τα πτώματα για να τα πιάνουν μαλακά… και μόνο με την τελευταία ομάδα να ασχοληθούν οι γερμανοτσολιάδες. Μα δεν τους επιτρέψανε την τελευταία τους θέληση. Τους στοίβαξαν μες στις τρεις τρύπες, και κατά 20άδες έβγαιναν και στήνονταν στον τοίχο. Αντίκρυ στον τοίχο, απάνω σε σιδερένια στρίποδα, στις γωνιές, ήταν τα πολυβόλα. Και τα πυρά τους ρίχνουν, διασταυρωνόμενα.

Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης ήταν δύο εργάτες του Δήμου για να νταραβερίζουνε τα αίματα κι ένας παπάς. Ο παπάς ξεμολόγαγε. Τι του ξεμολογιόνταν οι μελλοθάνατοι; -Χαιρετίσματα στη γυναίκα μου! -Ζήτω ο κόκκινος στρατός! -Εκδίκηση! -Ζήτω η λευτεριά! -Πεθαίνουμε για τη λευτεριά και τη λαοκρατία! Δεν άντεχε για μια στιγμή ο παπάς, κάνει να στρέψει αλλού το πρόσωπο, τον πρόγκησαν οι Γερμανοί με τα πιστόλια.

Ο κόσμος γύρω στα λοφάκια και στις ταράτσες, στέκεται βουβός. Ακούγεται καθαρή-καθαρή ομοβροντία και ριπή της κάθε 20άδας. Τότε ο κόσμος άρχισε όλος μαζί να κλαίει. Κλαίγαν και γέροι και παιδιά. Λέγαν: “Κατάρα-ανάθεμα”. Φτάνουν απάνω στη στιγμή οι τσολιάδες. Και τραγούδαγαν ενθουσιασμένοι: “Με το χαμόγελο στα χείλη παν οι τσολιάδες μας μπροστά…” Πάγαιναν οι τσολιάδες μας μπροστά χειροκροτώντας, συνεχίζοντας του Γερμανού το εξαίσιο έργο! Παραλαβαίνανε τα πτώματα, τα στοίβαζαν σα σφαγμένα αρνιά και φεύγανε με τ’ αυτοκίνητα. Αυτό ήταν το καθορισμένο καθήκον τους στις μέρες εχτελέσεων.

Σ’ όλο αυτό το διάστημα οι καμπάνες του συνοικισμού χτυπούσαν νευρικά. Μια γυναίκα αστυφύλακα, που κοίταζε από ψηλά, τρελάθηκε και την έχει ο άντρας της ακόμα κλεισμένη στο Αιγινήτειο. Ένας απ’ τους εχτελεσμένους ήρωες δεν είχε ξεψυχήσει, σηκώνεται μέσα απ’ το σωρό, κουβάρι, το αίμα στο χαντάκι του ‘φτανε ως το γόνατο, και κάνει κάτι σκέρτσα με τα χέρια, κι αρχίζει να γελά, να ξεκαρδίζεται. Ο κοντινός του Γερμανός του αδειάζει το περίστροφο. Μα δεν εκατάλαβε τίποτα, είχε κι αυτός τρελαθεί.

Ο κόσμος πήρε το ξοπίσω τα καμιόνια που ‘φευγαν με τα νεκρά κορμιά. Οι άντρες βγάζανε στο πέρασμά τους τα καπέλα, οι γυναίκες τρέχανε και κουβαλούσανε και ρίχνανε λουλούδια, κι όλοι ήταν βαρούσες σαν υπνωτισμένοι απάνω απ’ τις σταγόνες το αίμα τους, που ‘τρεχε κι έπηζε, κι η γης δεν το ‘πινε, και γινόταν αυλάκια. Απάνω στο αίμα σκύβοντας και κοιτάζοντάς το, σήκωναν ύστερα πολλοί τα μάτια και τα χέρια τους ψηλά στον ουρανό. Ήτανε η απόγνωση. Μέσα στο χώρο της εχτέλεσης οι εργάτες του Δήμου κουβαλούσαν απ’ το δίπλα χωράφι με φτυάρια πολύ χώμα, για να ρουφήξει κι εκεί τα αίματα. Το τμήμα αυτό της ελληνικής γης, απ’ το πηχτό εκείνο υγρό, ήταν τώρα πια, καθώς λεν, κορεσμένο.

Την ίδια μέρα όλοι οι γύρω συνοικισμοί κήρυξαν γενική απεργία. Τη νύχτα γενική κινητοποίηση του πληθυσμού, φωνάξανε παρά ποτέ ηρωικά κι ασώπαστα χουνιά, κι όπου είχε στάξει το αίμα τους, και στο ντουβάρι της εχτέλεσης, από ψηλά, κρυφά-κρυφά, απ’ τους τοίχους, σκεπάστηκαν όλα παντού λουλούδια, και ρίχτηκαν παντού στεφάνια. Αυτό ήταν των ζωντανών, προς τους νεκρούς αγωνιστές, το μνημόσυνο.

Έτσι γίνηκε η εχτέλεση των 200 ηρώων.

Έτσι γιορτάστηκε η Πρωτομαγιά στην Αθήνα, στο χρόνο 1944.

Ήταν μια μέρα εξαίσια της άνοιξης, κι όμως η γη η αθηναϊκή δεν είχε ακόμα αρκετά στεγνώσει, για να μπορέσει να ρουφά. Το τόσο πολύ αίμα που χτήνη-άνθρωποι την πότισαν, η φύση πια δεν το δεχότανε, κι αναγκαζόταν το ξαναξερνούσε.

Απόσπασμα από το βιβλίο της Μέλπως Αξιώτη “Πρωτομαγιά 1886-1945”, που προέρχεται από το Αρχείο του ΚΚΕ και συγκεκριμένα από το κεφάλαιο με τίτλο «Πρωτομαγιές της Κατοχής – Η Ελληνική Πρωτομαγιά του 1944».

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: