Να έχουν σύνταγμα ή να μην έχουν; – Η επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη και το σύνταγμα του 1844

Το Σύνταγμα του 1844, αποτέλεσε αποκρυστάλλωση, αλλά και με τη σειρά του δύναμη προώθησης της διαδικασίας αστικού μετασχηματισμού του ελληνικού κράτους, ο οποίος θα προχωρούσε με προβλήματα και παλινωδίες, αλλά και εντυπωσιακά ενίοτε επιτεύγματα και ταχύτητες, τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. 

ΑΓΓΛΟΣ: Κι αν επιμένουν να το έχουν;
ΓΑΛΛΟΣ: Διότι ως φαίνεται θα το έχουν!
ΡΩΣΟΣ: Εκεί που φτάσανε θα το έχουν!
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ: Πώς θα δεχτούμε αν το έχουν;
ΑΓΓΛΟΣ: Βλέπετε τρόπο να μην το έχουν;
ΓΑΛΛΟΣ: Εάν το έχουν χωρίς να το έχουν;
ΡΩΣΟΣ: Τι εννοείτε έχουν-δεν έχουν!
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ: Εάν νομίζουν ότι το έχουν και εις την ουσίαν δεν το έχουν;
ΑΓΓΛΟΣ: Εάν πιστέψουν ότι το έχουν είν’ εύκολο να μην το έχουν!
ΓΑΛΛΟΣ: Αυτοί θα χαίρουν που το έχουν, εμείς θα ξέρουμε πως δεν το έχουν.
ΡΩΣΟΣ: Έτσι θα έχουν χωρίς να έχουν και δε θα έχουν ενώ θα έχουν.
ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΣ: Αποφασίζομε να έχουν;
ΑΓΓΛΟΣ: Αν εμποδίσουμε να έχουν, υπάρχει κίνδυνος να έχουν.
ΓΑΛΛΟΣ: Ο μόνος τρόπος να μην έχουν, είναι ν’ αφήσομε να έχουν.
ΡΩΣΟΣ: Παράδειγμα όσα δεν έχουν! Είναι όσα αφήσαμε να έχουν!

Η παραπάνω στιχομυθία από το “Μεγάλο μας τσίρκο” (1973)αποτελεί ένα μόνο τμήμα ολόκληρου του διαλόγου αναφερόμενου στην επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη 1843, ως τρόπος για να ξεπεραστεί ο σκόπελος της λογοκρισίας, αφού ήταν φανερό ότι στην πραγματικότητα τα βέλη στρέφονταν προς το δικτατορικό καθεστώς, το οποίο μεταξύ άλλων είχε επιβάλλει λίγα χρόνια νωρίτερα το δικό του “σύνταγμα”, φροντίζοντας μάλιστα για τη νομιμοποίησή του με ένα δημοψήφισμα – παρωδία.

Η επιλογή του συγγραφέα Ιάκωβου Καμπανέλλη φυσικά μόνο τυχαία δεν ήταν, να αξιοποιήσει την επικαιρότητα ενός από τα κομβικότερα γεγονότα της ιστορίας του νεαρού τότε ελληνικού κράτους, από το οποίο προέκυψε και το πρώτο του μετεπεναστατικό σύνταγμα, μετά τα πρώτα της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας μεταξύ 1822 και 1827. Ένα σύνταγμα που, όπως θα δούμε, συνδύαζε στοιχεία πρωτοπόρα για την εποχή με πολλές συντηρητικές διατάξεις, αντικατοπτρίζοντας την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ των αντιτιθέμενων κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων που καλούνταν συμβιβάσει.

Είμαστε στα χρόνια του Όθωνα, ο οποίος από το 1835 κυβερνά μόνος του, έχοντας παραμερίσει τη βαυαρική αντιβασιλεία. Παρά τις προσπάθειές του όμως, δεν έχει κατορθώσει να γίνει πολύ δημοφιλέστερος των προκατόχων του, ενώ η κακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα επιτείνει τη δυσαρέσκεια. Τα τρία κόμματα που έχουν άτυπα διαμορφωθεί από τα πρώτα μετεπαναστατικά, χρόνια, αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό (που πήραν το όνομα της εκάστοτε Μ. Δύναμης από την οποία προσδοκούσαν ικανοποίηση των επιδιώξεών τους), παρά τους οξείς ανταγωνισμούς τους, ομονοούν στην ανάγκη μιας ρηξικέλευθης πολιτικής αλλαγής. Αλλά και οι Δυνάμεις, κρίνουν, καθεμία για τους δικούς της λόγους, πως έχει έρθει η ώρα για μια λελογισμένη φιλελευθεροποίηση της ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Βασικός μοχλός πίεσης προς τον Όθωνα είναι η αποπληρωμή των δανείων στους ξένους πιστωτές, σκοπός για τον οποίο οι τελευταίοι επιβάλλουν τη λήψη σκληρών μέτρων, με περικοπές δημοσίων δαπανών, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, ανάμεσά τους και στρατιωτικοί, και κλείσιμο πρεσβειών στο εξωτερικό. Ο αναβρασμός είναι μεγάλος και η αντιπολίτευση συντονίζει τις δυνάμεις της, με επικεφαλής τους Ανδρέα Μεταξά, από το ρωσικό κόμμα, του Ανδρέα Λόντου από το αγγλικό και του στρατηγού Μακρυγιάννη που πρόσκειται στο γαλλικό κόμμα. Σταδιακά, μυούνται περισσότεροι στρατιωτικοί, με σημαντικότερο το συνταγματάρχη του ιππικού Δημήτρη Καλλέργη, που επί τούτου κατορθώνει χάρη στις ενέργειες των συνωμωτών να μετατεθεί από το Ναύπλιο στην Αθήνα.

Αρχικά, το κίνημα είχε καθοριστεί για συμβολικούς λόγους να εκδηλωθεί στις 25 Μαρτίου του 1944, ωστόσο το γεγονός πως οι αρχές είχαν αρχίσει να αντιδρούν σε φήμες που διέρρεαν για επικείμενες στασιαστικές ενέργειες στο στράτευμα, ανάγκασαν τους πρωταγωνιστές του να επισπεύσουν τις ενέργειές τους. Έτσι, νωρίς το πρωί της 3ης Σεπτέμβρη 1843, η Φρουρά των Αθηνών υπό τον Καλλέργη εξεγέρθηκε και κινήθηκε από το Μοναστηράκι, όπου στρατοπέδευε προς την πλατεία των ανακτόρων, τη σημερινή βουλή των Ελλήνων, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε πλατεία Συντάγματος προς τιμήν του γεγονότος. Παράλληλα, άντρες του Καλλέργη κατέλαβαν άλλα κομβικά σημεία της πρωτεύουσας, όπως το νομισματοκοπείο, την Εθνική Τράπεζα, το δημόσιο ταμείο και μια σειρά υπουργείων. Το πλήθος αντέδρασε με ενθουσιασμό στο κίνημα, πλημμυρίζοντας την πλατεία.

Ο Όθων, που βρισκόταν στο γραφείο του την ώρα εκδήλωσης του κινήματος, έστειλε τον Υπουργό Στρατιωτικών του να διερευνήσει τις προθέσεις των επαναστατών, αλλά εκείνοι συνέλαβαν αμέσως το βασιλικό απεσταλμένο. Τότε ο μονάρχης, εμφανίστηκε σε ένα παράθυρο πάνω από το σημερινό μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη, για να συνομιλήσει με τον έφιππο Καλλέργη, που διατύπωσε το βασικό κοινό αίτημα των εξεγερμένων, δηλαδή τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης με στόχο τη χορήγηση συντάγματος. Ο Όθων αρχικά ακολούθησε παρελκυστική τακτική, ωστόσο σύντομα, έχοντας διαπιστώσει την απομόνωσή του και από τους εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεωω, αναγκάστικε να ενδώσει, υπογράφοντας τα χαράματα της ίδιας μέρας τα διατάγματα σύγκλησης Εθνοσυνέλευσης. Ο πρωταγωνιστής της επανάστασης, Ανρδέας Μεταξάς διορίστηκε πρωθυπουργός, ενώ άλλα στελέχη της ανέλαβαν κομβικά υπουργεία. Τον Οκτώβρη του 1943 διεξήχθησαν οι πρώτες εκλογές, από τις οποίες και προέκυψε η βουλή που θα συνέτασσε το σύνταγμα του 1844, που ψηφίστηκε στις 18 Μαρτίου εκείνης της χρονιάς. Ο βασιλιάς της Ελλάδας ήλπιζε αρχικά ότι με τη βοήθεια του πατέρα του Λουδοβίκου, βασιλιά της Βαυαρίας, θα πείθονταν οι Μ. Δυνάμεις να μεσολαβήσουν υπέρ του, αποδοκιμάζοντας το κίνημα και ακυρώνοντας τις υποσχέσεις του Όθωνα για παραχώρηση συντάγματος, οι ελπίδες του όμως αποδείχτηκαν φρούδες.

Το τελικό συνταγματικό κείμενο αποτελούσε προϊόν συμβιβασμού μεταξύ τόσο των δύο βασικών αντιτιθέμενων, βασιλιά και κομμάτων, όσο και των κομμάτων μεταξύ τους, αλλά και των διαφορετικών τάσεων στο εσωτερικό τους. Ενδεικτικό του συμβιβαστικού χαρακτήρα του συντάγματος είναι ότι, όπως σημειώνει ο Gunnar Hering στο εμβληματικό έργο του “Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα. 1821-1936”, είναι ότι είχε σχεδιαστεί εξαρχής ως συμβόλαιο μεταξύ το βασιλιά και του λαού και όχι ως έργο κυρίαρχης συνταγματικής συνέλευσης. Μεγάλης σπουδαιότητας ήταν η καθιέρωση της ισότητας των υπηκόων έναντι του νόμου, η θέσπιση της αρχής του habeas corpus, δηλαδή η απαγόρευση της αυθαίρετης σύλληψης και κράτησης, η προστασία του απαραβίαστου της κατοικίας και της μυστικότητας της αλληλογραφίας, η απαγόρευση της δουλείας και των βασανιστηρίων, η προστασία της ιδιοκτησίας και η πρώτη αναφορά στο δικαίωμα της δωρεάν παιδείας. Πραγματικά πρωτοποριακή για την εποχή της ήταν η θέσπιση του σχεδόν καθολικού εκλογικού δικαιώματος για τους άνδρες (συμπλήρωση 25ου έτους, κατοχή μικρής κινητής ή ακίνητης περιουσίας ή άσκηση επαγγέλματος στην εκλογική περιφέρεια), κατάκτηση που όμοια της δεν είχε ξαναδεί ο κόσμος μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Η ίδια η Γαλλία εξάλλου, επανήλθε στο καθολικό δικαίωμα ψήφου μόνο μετά το νέο επαναστατικό πυρετό του 1948, ενώ σε πολλές χώρες, θεσπίστηκε μόλις μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Από την άλλη, παρά τον περιορισμό της εξουσίας του βασιλιά, ο ρόλος και οι αρμοδιότητές του παρέμεναν καθοριστικές, μετατρέποντας ουσιαστικά το πολίτευμα σε συνταγματική μοναρχία. Συντηρητικό στοιχείο αποτελεί και η θέσπιση του αναχρονιστικού και ασύμβατου με την πολιτική παράδοση του νεώτερου ελληνισμού σώματος της γερουσίας με ισόβια μέλη, πολλά από τα οποία διορίζονταν από το βασιλιά, μολονότι θεωρητικά η ύπαρξη της νοούνταν ως αντιστάθμισμα στη βασιλική εξουσία. Τα όρια του συντάγματος, αντανακλώντας τη βαθμίδα εξέλιξης της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής, αποτυπώνονται και στη μη θέσπιση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, και τη μη θεσμοθέτηση της λειτουργίας των κομμάτων, που παρέμεναν άτυποι σχηματισμοί. Ρυθμίστηκε ακόμα το λεγόμενο ζήτημα των “ετεροχθόνων”, δηλαδή των δικαιωμάτων που θα είχαν επί ελληνικού εδάφους, Έλληνες προερχόμενοι από εδάφη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, των Επτανήσων και τη διασποράς, που δεν είχαν ενσωματωθεί στον εθνικό κορμό. Τέλος, μια από τις πιο διαχρονικές κληρονομιές του εν λόγω συντάγματος είναι και η καθιέρωση, κατόπιν επιμονής των Ναπαίων, δηλαδή του ρωσικού κόμματος, που είχε στενούς δεσμούς με την ορθόδοξη εκκλησία και ιδίως το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, της ορθοδοξίας ως “επικρατούσης θρησκείας”, με παράλληλη απαγόρευση του προσηλυτισμού.

Το Σύνταγμα του 1844, αποτέλεσε αποκρυστάλλωση, αλλά και με τη σειρά του δύναμη προώθησης της διαδικασίας αστικού μετασχηματισμού του ελληνικού κράτους, ο οποίος θα προχωρούσε με προβλήματα και παλινωδίες, αλλά και εντυπωσιακά ενίοτε επιτεύγματα και ταχύτητες, τις αμέσως επόμενες δεκαετίες.

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: