Μη σταματήσεις, μη σταματήσεις ποτέ αυτό που αρχίσαμε – Οι τελευταίες στιγμές και η κηδεία του Στέφανου Βελδεμίρη

Ο Μόρφης Στεφούδης διηγείται τις τελευταίες στιγμές και την κηδεία του αδελφικού του φίλου και συντρόφου, Στέφανου Βελδεμίρη, που τον εκτέλεσε εν ψυχρώ ένας ασφαλίτης μέσα σε ταξί, επειδή είχε εκλογικές προκηρύξεις της ΕΔΑ.

Ο Στέφος Μορφούδης βρισκόταν στο ίδιο ταξί με τον Στέφανο Βελδεμίρη, για να μοιράσουν μαζί εκλογικές προκηρύξεις στη δυτική Θεσσαλονίκη, όταν τους πυροβόλησε ο ασφαλίτης Σπύρος Φιλίππου, δολοφονώντας τον σύντροφό του. Εμείς αντιγράφουμε το σχετικό κεφάλαιο από το βιβλίο του πρώτου “‘κει που ανθίζουν τα χαμόγελα, είν’ ο δικός μας κόσμος”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα απ’ τις εκδόσεις ΚΨΜ.

Μη σταματήσεις ποτέ, μη σταματήσεις ποτέ αυτό που αρχίσαμε

Παίρνω κάνω πακέτα, τα δένω κι έρχεται ο Χάρης Τσιστίνας, αδερφός της γυναίκας μου, με το ποδήλατο και μοιράζει ορισμένα πακέτα με προκηρύξεις, όσα προλαβαίνει. Του ζήτησα επίσης να βγει και να ζητιανέψει καναδυό τσιγάρα. Γιατί δεν είχα βγει από το πρωί που έφυγα – νύχτα – από το σπίτι για να πάω στο ραντεβού. Ούτε και λεφτά είχα μαζί μου – πού να τα βρω τα λεφτά; Μένω και χωρίς τσιγάρα, λοιπόν παλεύω εκεί και σκέφτομαι τι θα κάνω και περνάει το μεσημέρι, έρχεται κοντά τ’ απόγευμα. Ξαφνικά κατά τις 5-6μμ έρχεται σεινάμενος – κουνάμενος ο Στέφανος. Πριν λίγο είχε επιστρέψει από τις Σέρρες. Ο Στέφανος, σύμφωνα με απόφαση της Επιτροπής Πόλης της Νεολαίας, είχε απαλλαγεί από όλες τις δουλειές στην Εργατική Νεολαία και είχε αναλάβει την υποχρέωση να στήνει τις εξέδρες και τα μεγάφωνα στις συγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα. Για αυτό το λόγο ήταν στις Σέρρες. Αλλά εκεί δεν έγινε συγκέντρωση. Δεν μπορούσε να γίνει, είχε μεγάλη τρομοκρατία, δεν πήγε κόσμος. Τέλος πάντων, γύρισε από τις Σέρρες, πέρασε από το σπίτι του έκανε ένα μπάνιο, ντύθηκε, ωραίος κουστουμάτος. Πολύ του άρεσε να είναι καθαρός και καλοντυμένος, πολύ, μα πολύ. Ο Στέφανος δε γύρναγε όπως εγώ. Πρέπει να ντυνότανε με κουστούμι, άσπρο πουκαμισάκι, έξω ο γιακάς πάνω από το σακάκι. Φέρνει και λίγο τσίπουρο και μου λέει: «Έλα Χαραμάνη, σ’ έφερα τσιγάρα, εσύ ποτέ δεν έχεις τσιγάρα μαζί σου». Λέω: «Σπάσανε όλα μου τα ραντεβού». Λέει: «Έλα ρε Χαρμάνη, κάνε ένα τσιγάρο και μη στεναχωριέσαι, θα τις μοιράσουμε μαζί». Του λέω: «Ρε Στέφανε, εσύ τώρα ήρθες από τις Σέρρες». «Όχι, θα σε βοηθήσω δε θα σ’αφήσω». Έπιασε το απογευματάκι πάμε εκεί στην Ιουστινιανού, στο Καραβάν Σαράι, εκεί ήταν πιάτσα ταξί. Λέμε στον ταξιτζή: «Θέλουμε να μοιράσουμε κάτι προκηρύξεις», αλλά δεν αναφέρουμε τίνος είναι. Λέει: «Παιδιά, εμένα δε με πειράζει, τρία φράγκα το χιλιόμετρο είναι η δική μου αμοιβή». «Εντάξει». Τον πήραμε, πήγαμε εκεί στο υπόγειο, φορτώσαμε τις προκηρύξεις και φύγαμε. Ο Στέφανος στο αυτοκίνητο πίσω δεξιά, εγώ αριστερά, πίσω από τον οδηγό. Ανεβαίνουμε τη Λαγκαδά, ήταν η στάση ΠΙΚΠΑ, εκεί είχε ο Στέφανος ραντεβού με το Σπύρο το Σακκέτα. Του έδωσε ένα μεγάλο πακέτο για Συκιές και Παναγία Φανερωμένη. Εμείς ανεβαίνουμε τώρα την Λαγκαδά και πάμε μέχρι το σχολείο της Νεάπολης, κάνουμε μια γύρα και ξανακατεβαίνουμε Λαγκαδά. Μπαίνουμε Αγίων Πάντων, περνάμε στη λεωφόρο Καλλιθέας, γυρνάμε στη Μεγάλη Αλεξάνδρου (Να πούμε εδώ ότι αυτός ο δρόμος μετονομάστηκε σε Γιάννη Χαλκίδη, προς τιμήν του δολοφονημένου από τα όργανα της χούντας αγωνιστή, ο οποίος κατοικούσε στην Επτάλοφο. Περνάμε την πλατεία και συνεχίζουμε στην οδό Μεγάλου  Αλεξάνδρου. Στρίβουμε στην Φιλιππουπόλεως.

Τότε φτιαχνόταν ο δρόμος και ήταν στρωμένος με αδρανή, το υπόστρωμα δηλαδή της ασφαλτόστρωσης. Σα να πούμε χωματόδρομος. Το ταξί πήγαινε με χαμηλή ταχύτητα, να ‘τρεχες με τα πόδια μας έφτανες. Πετάμε πάνω τις δεσμίδες που μας είχαν απομείνει για να σκορπιστούν, ο Στέφανος από δεξιά, εγώ αριστερά. Περνώντας τη διασταύρωση με τον οδό Πέραν, δεν έχουμε προχωρήσει ούτε δώδεκα μέτρα, ακούω έναν κρότο. Σαν ένα σφυρί που χτυπάει σε βαρέλι, σαν τύμπανο, ένα μπουμ. Με το πρώτο μπουμ, γυρίζω και βλέπω έναν πολίτη να μας σημαδεύει με ένα περίστροφο. Αρπάζω από τον ώμο το Στέφανο και του λέω: «Εμάς πυροβολούν, πέσε κάτω». Και πέφτω κάτω. Εγώ έπεσε κάτω- κάτω, εκεί που βάζουμε τα πόδια. Μένω με την εντύπωση ότι ο Στέφανος έσκυψε κάτω. Λέω τον οδηγό: «Τρέξε όσο μπορείς». Αισθάνομαι ένα τσούξιμο στο αυτί μου. Πιάνω, ήταν κομμένο λίγο. Μια από τις σφαίρες πέρασε ξυστά και παραλίγο θα με έβρισκε στο κεφάλι. Πέντε συνολικά οι πυροβολισμοί. Μόλις σταμάτησαν να μας ρίχνουν και απομακρυνθήκαμε, σηκώνομαι και λέω στο σύντροφό μου: «Α ρε Χαρμάνη τυχεροί ήμασταν πάλι κι απόψε, τυχερά ήταν τα κορίτσια μας η Δέσποινα και η Τασούλα». Εγώ τα ΄λεγα αυτά κι ο Στέφανος ήταν με τα μάτια καρφωμένα ψηλά. Κι εκείνη την ώρα βλέπω στη φαβορίτα δίπλα να τρέχει αίμα. Γάμησέ τα, τον αγκαλιάζω, το φιλάω, τον ταρακουνάω, τίποτα. Δύο σφαίρες είχανε βρει το Στέφανο στο κεφάλι. «Γρήγορα οδηγέ, για τον Ερυθρό Σταυρό, μας χτυπήσανε». Ο Στέφανος τίποτα, δε μιλάει, τίποτα. Βγάλαμε όλο το δρόμο, δεν ξέρω πώς έγινε και πώς κάναμε, βρεθήκαμε Αγίων Πάντων στη γέφυρα πριν τη Μοναστηρίου, εκεί σαλεύει ο Στέφανος και μου λέει: «Ρε συ τα μάτια μου! Πονάει το μυαλό μου! Πονάει το κεφάλι μου! Τα μάτια μου μαυρίζουν!». Λέω του ταξιτζή: «Σταμάτα λίγο φίλε, σταμάτα». Είχε σπάσει το παρμπρίζ και είχαν μπει γυαλιά στην κόγχη του ματιού. Του λέω: «Τίποτα δεν είναι ρε Χαρμάνη, κάτι γυαλιά μπήκαν. Τώρα θα σε ανακουφίσω». Τραβάω μερικά κομματάκια, του λέω: «Τι έγινε ρε;». «Τίποτα δε βλέπω».

Φτάνουμε στον Ερυθρό Σταυρό, στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης, τον αφήνω από την αγκαλιά μου, βγαίνω ανοίγω την πόρτα του. Μου λέει: «Κοίτα εγώ θα βγω μόνος και θα περπατώ μόνος, δε θέλω τίποτε». Βγαίνει, κάνει ένα δυο βήματα και λέει: «Κράτησε με, χάνομαι, χάνεται η γη κάτω απ’τα πόδια μου». Λέω από μέσα μου: «Την έχουμε κάνει…». Τον πάει μέσα στους γιατρούς. Τι να κάνω εγώ τώρα; Πρέπει να ειδοποιήσω. Τηλεφωνώ στα γραφεία της ΕΔΑ. Ήταν ο Νίκος ο Τζένας, πανέξυπνος, αμέσως κατάλαβε, αυτός ήταν στη φρουρά του Άρη του Βελουχιώτη. Του λέω: «Μας χτυπήσανε στην Επτάλοφο, ο Στέφανος δεν είναι καλά, τον έχουν στον Ερυθρό Σταυρό, κανόνισε, ειδοποίησε, πες μου τι να κάνω». Λέει: «Πρώτα απ’ όλα δε θα ‘ρθεις στα γραφεία. Άμα θα ‘ρθεις στα γραφεί θα σε πιάσουν, δεν πρέπει να σε πιάσουν απόψε ή αύριο». «Θα τον πάω λέω στο Λαϊκό», (έτι λεγόταν το Ιπποκράτειο). «Μόλις ξεμπερδέψεις από εκεί κατευθείαν στο Βασίλη τον Εφραιμίδη στο ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ» (Το ξενοδοχεί αυτό που έμεινε ο Λαμπράκης πριν τη δολοφονία του, στην Ερμού 23 με Βενιζέλου). Ο Εφραιμίδης, ως βουλευτής κι εκ νέου υποψήφιος, θα ήταν η καλύτερή μου κάλυψη απέναντι σε οποιαδήποτε αυθαιρεσία της αστυνομίας. Όσο θα ήμουνα μαζί του, δύσκολα μπορούσαν να με συλλάβουν ή να με βγάλουν από τη μέση. «Καλά», απάντησα στον Τζένα και επέστρεψα στα επείγοντα. Βγαίνει ένας γιατρός και μου λέει: «Λεβέντη, ο φίλος σου είναι πολύ άσχημα, έχει σίγουρα μια σφαίρα στον εγκέφαλο, τι να σου πω. Με ασθενοφόρο θα πάτε στο Λαϊκό νοσοκομείο, εκεί θα δούμε τι θα γίνει».

Μπαίνουμε στο ασθενοφόρο, ο Στέφανος ούτε μιλάει ούτε λαλάει. «Ρε Στέφανε καλέ μου». Τίποτα. Λίγο πριν φτάσουμε στο Λευκό Πύργο, μου λέει: «Χαρμάνη, εγώ απόψε τελείωσα, μέχρι εδώ είμαι, εσύ θα μείνςι. Εσύ θα συνεχίσεις. Θέλω να έχεις κάτω απ’τη φροντίδα σου την Τασούλα, τη μάνα μου και τη μικρή μου την αδερφούλα». Λίγες μέρες νωρίτερα, ένα βραδινό ραντεβού που είχαμε, ήρθε τόσο χαρούμενος. Του λέω: «Γιατί ρε έτσι;». Λέει: «Χωρίς να το θέλω από το βιβλίο του Γυμνασίου της έπεσε ένα χαρτί, ένα ερωτικό γράμμα. Ρε, η μικρή μου η αδερφή είναι ερωτευμένη! Το καταλαβαίνεις; Ρε μεγάλωσε η αδερφούλα μου κι ερωτεύτηκε, τι καλύτερο πράγμα από το να ερωτεύεσαι». Και μου λέει τώρα, αυτή την ώρα: «Να προσέχεις και τη μικρή μου αδερφή». Και κλείνει: «Να προσέχεις… Μη σταματήσεις ποτέ, μη σταματήσεις ποτέ αυτό που αρχίσαμε». Πού να βάλεις στο νου σου και πού να το χωρέσει το μυαλό σου. Τέλος πάντων, φτάνουμε στο Λαίκό. Τον συνόδευσα μέχρι μέσα στο χειρουργείο. Κάποια στιγμή με έβγαλαν έξω και προσπαθώ να δω τι γίνεται. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, το μόνο που θυμάμαι, ένας ψηλός γιατρός μου λέει: «Εσύ είσαι ο φίλος του παλληκαριού του χτυπημένου;» «Ναι, εγώ». «Σήκω φύγε, αγόρι μου καλό, ήρθε η Ασφάλεια και σε ψάχνει. Ο φίλος σου δεν τη γλυτώνει, ή μια ή δυο σφαίρες έχει στο μυαλό, δεν τη βγάζει».

Έφυγα. Δεν υπάρχω εγώ. Στα ρούχα μου έχω το αίμα του συντρόφου μου. (Τα φυλάω μέχρι σήμερα). Το μόνο που μου μπήκε ότι έχω σοβαρό καθήκον να φτάσω στον Εφραιμίδη. Θυμάμαι Οκτώβρης ήταν, Αγίου Δημητρίου ανήμερα και μου είχε πλέξει η μακαρίτισσα η πεθερά μου μια ωραία μπλούζα πράσινη, κι ανεβαίνω πάνω στο λεωφορείο, πάω να βγάλω για να δώσω για το εισιτήριο και βλέπω τα χέρια μου μες στα αίματα. «Αμάν σκέφτομαι, άμα αρχίζει και τσιρίζει αυτός ο πούστης και με πάρουν για κανένα αλήτη για καμιά δολοφονία, την έβαψα». Κάνω έτσι από ‘δω από ‘κει, καθάρισα το χέρι μου, εντάξει τον έδωσα τα χρήματα για εισιτήρια χωρίς να πάρει χαμπάρι. Κατεβαίνω, πηγαίων με τα πόδια στο ξενοδοχείο, χτυπώ την πόρτα, ανοίγει ο Βασίλης. Του λέω τι έγινε. Δράμα σε μια πράξη. Να κλαίει σα μωρό παιδί: «Τέτοιο σύντροφο δεν ξανασυνάντησα». Τέλος πάντων, κουβεντιάσαμε εκεί, του λέω: «Δεν παίρνεις κανένα τηλέφωνο στα γραφεία να έρθουν κανά δυο δικηγόροι εδώ να δούμε τι κάνουμε;». Εμάς η Αστυνομία κατηγόρησε αμέσως ότι είχε πληροφορίες ότι ένα ταξί από τη Λαγκαδά γεμάτο χασίς θα περάσει απ’ αυτό το δρόμο. «Δεν είχαμε επαρκή φωτισμό, τους είπαμε να σταματήσουν, δε σταματήσανε και πυροβολήσαμε». Τροπάρια για φονιάδες. Ήρθαν οι δικηγόροι ο Σύλλας Παπαδημητρίου και ο Αντώνης Μονσάν, κουβεντιάσαμε και τους λέω: «Θέλω υποστήριξη απόψε. Δεν είμαι ο Μόρφης που ήμουνα, εδώ ο άνθρωπός μας ξεψυχάει. Ξεψυχούσε στα χέρια μου. Θέλω να με πάτε στην Ασφάλεια, δεν πάω μονάχος στην Ασφάλεια». Εν τω μεταξύ η Ασφάλεια είχε φάει τα λυσσακά της, ποιος είναι και να τον φέρετε εδώ σαν κύριο μάρτυρα», το ‘παιξε καλά.

Πήγαμε μα τα πόδια στην Ασφάλεια, που πια στεγαζόταν στην Πρίγκηπος Νικολάου πίσω από την Αγία Σοφία. Προχωρώντας στην Ερμού, κουβεντιάσαμε. Επειδή σκεφτόμασταν ότι μπορεί και μένα να με φάνε για να μην υπάρχει μάρτυρας, λέω στον Εφραιμίδη: «Βασίλη μόλις μ’ αφήσετε και δουν ότι είναι τρεις άνθρωποι και ξέρουν από την οργάνωση ότι εγώ είμαι στην Ασφάλεια, δε θα τολμήσουν να το κάνουν. Εσείς φύγετε και πάτε στον εισαγγελέα. Εισαγγελέας πρέπει να είναι ο Παπαντωνίου». Ο Παπαντωνίου ήταν ο πρώην εισαγγελέας Σερρών που με είχε στείλει εξορία στη Λέρο… Τέλος πάντων, λέει ο Σύλλας: «Τι να κάνουμε τώρα στον εισαγγελέα;» «Πάτε παιδιά, στον Παπαντωνίου και στριμώξτε τον, αυτοί ξέρουν. Εκεί της γειτονιάς είναι, της Επταλόφου είναι ο χωροφύλακας αυτός. Τον ξέρουν.»

Μπαίνουμε στην Ασφάλεια. Έπειτα από τις συστάσεις, φύγανε ο Βασίλης και ο Σύλλας και πήγαν και βρήκαν τον Παπαντωνίου. Όπως του ζητήσανε, αυτός τους ακολούθησε στο 9ο αστυνομικό τμήμα για να μάθουν ποιος ήταν ο δολοφόνος. Εκεί όπως παραδέχτηκε ο ίδιος σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Μιχάλη Ιγνατίου, του είπαν: «Εδώ είναι, όμως σκάσε και κολύμπα, δυο τρεις μέρες είναι να τελειώσουν οι εκλογές, μετά θα δώσουμε τ’ όνομά του. Μην πάθουμε καμιά ζημιά, εδώ σκοτώσαμε άνθρωπο για να πάρουμε τις εκλογές, τώρα δε γίνεται, κατάλαβες;»

Πέρασα μια βραδιά μαρτύριο εκεί. Ήρθε μια φορά ο Παπαντωνίου και, παρόλη την κατάσταση που ήμουν, πήγα τον μίλησα. Η πουτάνα η ζωή έχει κύκλους. Και λέει: «Εσύ πήγες στη Λέρο, τι δουλειά έχεις μ’αυτούς τους κομμουνιστές;» Τον είπα: «Κι εγώ τέτοιος είμαι, μη βρίζεις τζάμπα και βερεσέ, θα τα πούμε άλλη φορά». Εκεί μου ασκήσανε μια ψυχολογική βία, δηλαδή δεν έπεσε ξύλο, δεν μπήξανε φωνές, απλώς καλούσαν διάφορους χωροφύλακες από τμήματα ή από τα τμήματα ασφαλείας σίγουρα, οι λεγόμενοι φυσιογνωμιστές. Εκπαιδευεμένοι εφ’ όρου ζωής να μην ξεχάσουν τη φάτσα σου. Κι ερχόταν κι έφευγαν, όλη τη νύχτα αυτό το πράγμα γινόταν. Αλλά είχαν βάλει και δυο τρεις μπάστακες σε μια ξύλινη καρέκλα να χτυπάνε ρυθμικά το πόδι για να μου ταράξουν τα νεύρα. Και να είσαι μόνος σου εκεί και συντετριμμένος και να σκέφτεσαι ότι ο σύντροφός σου πεθαίνει. Εγώ τσιγάρο, το ένα πόδι από εκεί και τ’ άλλο από εδώ, ε κάποτε κουραζόμουν, σηκωνόμουν να περπατήσω, μ’ άφηναν περπατούσα. Μόλις καθόμουν ξανά αυτό το βιολί, λέω σε μια στιγμή σε κάποιον: «Ρε συ δεν έχεις να κάνεις καμιά άλλη δουλειά, όι τράβα από ‘κει πέρα». Το κόψανε λιγάκι. Και λέω το «Το θράσος ποτέ μην το φοβάσαι, δείξ’το και δε χάνεις τίποτα. Άμα φας καμιά μπουνιά, χαρά στο πράγμα.» Ε, κοντά – κοντά, ήταν τρεισήμισι η ώρα το βράδυ, έρχεται ο εισαγγελέας μαζί με το διευθυντή, εγώ δεν περιμένω τίποτα, σηκώνομαι και πάω μέσα και λέω: «Τι γίνεται, τι γίνεται; Εγώ τι κάνω εδώ πέρα; Εσείς με κρατάτε, με καθηλώσατε μέσα εδώ, και είναι εδώ πέρα τα μπάσταρδα και ασκούν βία επάνω μου χτυπώντας το πόδι τους στο πάτωμα και στην καρέκλα». Λέω στον Παπαντωνίου: «Κύριε εισαγγελέα, με ξέρεις και σε ξέρω πολλά χρόνια, λοιπόν θα μου δώσεις ένα χαρτί που θα αναφέρει ότι είμαι βασικός μάρτυρας για να μη μ’ αγγίξει και να μη με πειράξει κανείς και θα μου δώσεις ένα αυτοκίνητο με συνοδεία να με πάνω μέχρι το σπίτι μου. Αυτή την ώρα πρέπει να φύγω». «Δεν έχω τη σφραγίδα», λέει. «Πάρε την σφραγίδα από τον αστυνόμο και βάλε σφραγίδα της αστυνομίας». Ύστερα έκανε ένα χαρτί στην γραφομηχανή, καλό χαρτί και μου το έδωσε. Με αυτοκίνητο της Αστυνομίας πήγα σπίτι αξημέρωτα. Εκεί το δράμα συνεχίζεται. Η Δέσποινα, με την οποία ήδη συμβιώναμε στο πατρικό της, είχε ανησυχήσει. Αλλά πού να ξέρουν η αρραβωνιαστικιά κι η πεθερά μου; Όταν της το είπα, λέει η Δέσποινα: «Ακούσαμε τους πυροβολισμούς, σαν ένα βαρέλι όταν πέφτει από ψηλά και σκάει κάτω». Γιατί τα σπίτι ήταν χαμηλά τότε και αραιά. Δεν ήταν οι οικοδομές τόσο κολλητά η μία στην άλλη. Και το σημείο της δολοφονίας δεν απείχε πολύ από το σπίτι μας… Έπεσα για ύπνο όταν ήδη ήταν πρωί. Πρέπει να κοιμόμουν ακόμα, όταν το μεσημέρι ήρθαν και με ζήτησαν να πάω στα γραφεία της ΕΔΑ. Πήγα. Και μετά στο σπίτι του Στέφανου στις Συκιές. Ζήτησαν και ήρθε κάποιος Ούγγρος νευροχειρούργος, τον έστειλε η ΕΔΑ. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Ο πατέρας του στο νοσοκομείο τον χάιδευε και τον μιλούσε. Ο Στέφανος εξέπνευσε στις 27 Οκτωβρίου Στο σπίτι του Στέφανου, οδυρμός η μάνα και η αδερφή.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: