Το χρονικό της σφαγής των διαδηλωτών του Δεκέμβρη – μια μαρτυρία

Διακόσιοι αστυνομικοί έβαλλαν ταυτόχρονα, οι περισσότεροι με αυτόματα. Ένας όμως από μας παρατήρησε τον αστυνομικό που γονάτισε λίγα μέτρα από το μέρος μας, και μας φώναξε… “αυτός βαράει στο ψαχνό”. Κοιτάξαμε με προσοχή στο πλήθος και είδαμε αίμα… Ένα αγόρι ως δεκαπέντε χρονών είχε πέσει ακριβώς μπροστά μας μέσα σε μια κόκκινη λίμνη. Ένα εικοσάχρονο κορίτσι ήταν γεμάτο αίματα λίγο πιο κάτω.

Αντιγράφουμε τη μαρτυρία ενός αξιωματούχου της Αμερικανικής αποστολής, για την έναρξη των Δεκεμβριανών, όπως την βρήκαμε στο βιβλίο του Νίκανδρου Κεπέση “Ο Δεκέμβρης του 1944” (σ. 174-179, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 4η έκδοση).

Θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω στις κρίσιμες εκείνες στιγμές, όπως τις έζησα και όπως μου διηγήθηκαν ή και διάβασα, για όσα δεν είχα προσωπική αντίληψη. (…)
Σαν ώρα συγκέντρωσης είχε οριστεί η 11η πρωινή.

Στην πλατεία Συντάγματος βασικά θα έμπαιναν από τη λεωφόρο Αμαλίας και μια δεύτερη φάλαγγα από τη Μητροπόλεως και τις γύρω παρόδους της Φιλελλήνων και Ερμού. Από τη Μητροπόλεως θα έμπαιναν και οι Πειραιώτες.

Ο κόσμος προχωρούσε με τα πλακάτ και τα λάβαρά του σα να πήγαινε σε κάποιο πανηγύρι, τραγουδώντας:

“Το ‘χουμε βάλει βαθιά μες στην καρδιά μας
Λαοκρατία και όχι βασιλιά”.

Κι άλλα τραγούδια και συνθήματα.

Γύρω στις 10.30 είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος στην πλατεία Συντάγματος χωρίς ωστόσο να έχουν φτάσει ακόμη οι φάλαγγες που προχωρούσαν από τις κατευθύνσεις που ανάφερα.

Στις 10.45’ η φάλαγγα της Καλλιθέας κτλ. που βάδιζε στη λεωφόρο Αμαλίας πλησίαζε στο χώρο του Άγνωστου Στρατιώτη.

Προχωρούσε σαν ένα ήρεμο ποτάμι. Οι πρωτοπόροι της φάλαγγας κρατούσαν ένα τεράστιο πανώ με το σύνθημα:

“ΟΤΑΝ Ο ΛΑΟΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΔΥΝΟ ΤΗΣ ΤΥΡΑΝΝΙΑΣ ΔΙΑΛΕΓΕΙ Ή ΤΙΣ ΑΛΥΣΙΔΕΣ Ή ΤΑ ΟΠΛΑ” – ΕΑΜ

Αυτό το πλήθος συγκέντρωσε όλο το μίσος των δολοφόνων του λαού, που, ταμπουρωμένοι στα παλιά ανάκτορα και τη Διεύθυνση της Αστυνομίας (Μέγαρο Γιαννούλη), περίμεναν πότε θα δοθεί το σύνθημα για να χτυπήσουν.

Η μαρτυρία του Κ. Κουβαρά

Ωστόσο το πλήθος προχωρούσε αμέριμνο. Εντελώς ανυποψίαστο για τον κίνδυνο που το παραμόνευε. Για τα δολοφονικά βόλια που ρίχτηκαν καταπάνω του.

Υπάρχουν πολλές αυθεντικές μαρτυρίες που περιγράφουν εκείνη τη δραματική σκηνή. Θ’ αρχίσω μ’ ένα απόσπασμα από το βιβλίο του ελληνοαμερικανού Κώστα Κουβαρά (Αρχηγός Μυστικής Αμερικανικής Αποστολής “Περικλής” στην κατεχόμενη Ελλάδα) που παρακολούθησε από τον εξώστη του πρώτου ορόφου της “Μεγάλης Βρετανίας”.

 

Είδα τον κόσμο να έρχεται σε παράταξη, με τις σημαίες του -ελληνική, αμερικάνικη, βρετανική και ρωσική- μπροστά. Ήταν μία γιγάντια φάλαγγα, αλλά οι διαδηλωτές προχωρούσαν με τάξη τραγουδώντας αντάρτικα τραγούδια και φωνάζοντας συνθήματα. Έρχονταν δυτικά από την οδό Πανεπιστημίου και προσπάθησαν να μπουν στην πλατεία Συντάγματος στρίβοντας αριστερά στην οδό Όθωνος. Η αστυνομία τους σταμάτησε. Η πελώρια φάλαγγα άρχισε πάλι να κινείται για να μπει στην πλατεία, κατεβαίνοντας τα σκαλιά που οδηγούν από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Η αστυνομία και πάλι τους σταμάτησε κι η φάλαγγα άρχισε πάλι να κινείται. Ήμασταν στον εξώστη του πρώτου πατώματος του ξενοδοχείου της Μεγάλης Βρετανίας.

Η αστυνομία είχε κινητοποιηθεί ολόκληρη επιδείχνοντας τα καινούργια βρετανικά ντουφέκια και τόμμυγκαν για πρώτη φορά. Υπήρχαν επίσης ολόγυρα βρετανικά τανκς και θωρακισμένα αυτοκίνητα. Στο πρώτο τανκς στη γωνία, μπροστά μας, ένας άντρας στεκόταν στον ανοιχτό πυργίσκο και βρισκόταν σε συνεχή τηλεφωνική επικοινωνία με το αρχηγείο του, αναφέροντας τα συμβαίνοντα.

Το μπροστινό τμήμα του συλλαλητήριου είχε φτάσει στην άκρη της πλατείας όπου βρισκόμασταν και, καθώς παρατηρούσα προσεχτικά, άκουσα τους επικεφαλής να συζητούν με την αστυνομία μόλις δέκα μέτρα από κει που στεκόμασταν. Προσπαθήσαμε να παρακολουθήσουμε τη συζήτηση που διεξαγόταν σε υψηλό τόνο, αλλά, δεδομένων των περιστάσεων, το πράγμα δε φαινόταν εξαιρετικό. Οι διαδηλωτές σπρώχνανε για να μπουν στην πλατεία, αλλά δε γινόταν καμιά συμπλοκή.

Ξαφνικά ένα παράγγελμα “τραβηχτείτε πίσω!’ δόθηκε με μια στριγκιά, στρατιωτική φωνή και όλοι οι αστυνομικοί υποχώρησαν κάπου είκοσι μέτρα, γονάτισαν κι άρχισαν να πυροβολούν. Τα πυρά ήταν πυκνά (την ευθύνη για τη διαταγή της δολοφονικής εκείνης επίθεσης ανάλαβε ύστερα από 14 ολόκληρα χρόνια ο Άγγελος Έβερτ, διευθυντής Αστυνομίας Πόλεων της Αθήνας στην κρίσιμη εκείνη περίοδο με δηλώσεις του στην Εφημερίδα “Ακρόπολις”, 3 Δεκέβρη 1958). Διακόσιοι αστυνομικοί έβαλλαν ταυτόχρονα, οι περισσότεροι με αυτόματα. Ένας όμως από μας παρατήρησε τον αστυνομικό που γονάτισε λίγα μέτρα από το μέρος μας, και μας φώναξε… “αυτός βαράει στο ψαχνό”. Κοιτάξαμε με προσοχή στο πλήθος και είδαμε αίμα… Ένα αγόρι ως δεκαπέντε χρονών είχε πέσει ακριβώς μπροστά μας μέσα σε μια κόκκινη λίμνη. Ένα εικοσάχρονο κορίτσι ήταν γεμάτο αίματα λίγο πιο κάτω.

Όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί, το πλήθος έμεινε ακίνητο για μια στιγμή, σα ζαλισμένο από το χτύπημα, ύστερα έπεσε μπρούμυτα χάμω. Σε ορισμένα σημεία το πλήθος ήταν πυκνό, οι άνθρωποι έπεφταν σωρός ο ένας πάνω στον άλλο. Καθώς τα πυρά συνεχίστηκαν και αντιλαμβανόμενοι πως ανάμεσά τους υπήρχαν λαβωμένοι, οι διαδηλωτές άρχισαν να σκορπάνε. Η πλατεία όμως ήταν πολύ ανοιχτή και ήταν δύσκολο να βρουν κάλυμμα. Μερικοί έτρεξαν πίσω από τους μεγάλους πέτρινους όγκους του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, άλλοι προσπαθώντας πέσανε χάμω και πληγώθηκαν. Άλλοι πάλι δοκίμασαν να πηδήξουν μέσα στον κήπο των Νυμφών της πλατείας Συντάγματος, που είναι τρία μέτρα ψηλά σε κείνο το μέρος και πρέπει πρώτα να περάσεις μέσα από ένα σιδερένιο κιγκλίδωμα. Οι περισσότεροι όμως από το πλήθος στάθηκαν εκεί που βρίσκονταν ακόμα κι όταν αραίωσαν οι πυροβολισμοί. Τελικά τα πυκνά πυρά σταμάτησαν ύστερα από είκοσι σχεδόν λεπτά και το πλήθος έτρεξε να καλυφθεί. Μερικοί πολεμόχαροι αστυνομικοί δεν μπόρεσαν ούτε τότε να πάψουν να πυροβολούν από κοντά τον κόσμο που έτρεχε να κρυφτεί.

Όταν η Πανεπιστημίου άδειασε, μπορέσαμε να δούμε μόνο τους νεκρούς και τους πληγωμένους. Πτώματα ήταν σκόρπια παντού και σ’ άλλα σημεία λίμενς από αίμα που άφησαν μερικοί λαβωμένοι τους οποίους φίλοι μετέφεραν αλλού. Οι διαδηλωτές ξαναγύριζαν τρέχοντας στην πλατιά λεωφόρο σαν τρελλοί, γυρεύοντας τους δικούς τους, που τους είχαν χάσει μέσα στην αναμπουμπούλα, αλλά κι αυτούς οι αστυνομικοί τους πυροβόλησαν. Μια νεαρή κοπέλα ανέβηκε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της πλατείας Συντάγματος και σταμάτησε στο μέσο της Πανεπιστημίου πλάι στο σώμα ενός νέου που δεν κουνιόταν πια. Έμεινε εκεί αρκετό διάστημα, αγκαλιάζοντας και φιλώντας το άψυχο σώμα. Αίμα και λάσπη είχαν λερώσει την ανοιχτόχρωμα φούστα της.

Μια ώρα είχε περάσει από τους πρώτους πυροβολισμούς* και το πλήθος δεν άφηνε τη σκηνή του δράματος. Οι διαδηλωτές είχαν αδειάσει την Πανεπιστημίου, αλλά κυκλοφορούσαν στους γύρω δρόμους και στην πλατεία Συντάγματος. Οι βρετανοί στρατιώτες έμεναν στα τανκς τους, δίνοντας αναφορά στο στρατηγείο τους για την κατάσταση: αλλά δεν πήραν μέρος στη συμπλοκή. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, τα τανκς άρχισαν να κινούνται. Άφησαν τη γωνιά που βρισκόμασταν και κατευθύνθηκαν στην πλατεία. Ο κόσμος για μια άγνωστη αιτία, ίσως για να εκδηλώσουν την αποδοκιμασία τους προς τη συμπεριφορά της αστυνομίας, άρχισε να χειροκροτεί τους βρετανούς στρατιώτες και ο ήχος των χειροκροτημάτων γέμισε τον αέρα καθώς τα τανκς κινήθηκαν προς την πλατεία με ανοιχτούς τους πυργίσκους τους.

{*Για την ιστορική αλήθεια πρέπει να αναφέρω εδώ ότι τα πρώτα πυρά δεν ήταν εκείνα που έπεσαν στο χώρο γύρω στον Άγνωστο Στρατιώτη. Λίγη ώρα πριν, πλήθη της αριστεράς που κατέβαιναν από την Καισαριανή και το Βύρωνα και περνούσαν έξω από το σπίτι του Γ. Παπανδρέου, Βασ. Σοφίας 6, δέχτηκαν τα πυρά της προσωπικής φρουράς του, με επικεφαλής τον αστυνομικό Κανελλάκη. Ο Μακ Βη, πρεσβευτής των ΕΠΑ στην Αθήνα, και ο στρατιωτικός ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας, αυτόπτες μάρτυρες, διαψεύδουν τον ισχυρισμό της κυβερνητικής ανακοίνωσης της 5.12.44, που αναφέρεται σε πυροβολισμούς και χειροβομβίδες από μέρους των διαδηλωτών (Σόλωνα Γρηγοριάδη σ. 170).
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο αστυνόμος Κανελλάκης επικεφαλής της προσωπικής φρουράς του Γ. Παπανδρέου με το πρόσχημα ότι υπήρχε τάχα κίδνυνος να επιτεθούν ενάντια στο σπίτι του Παπανδρέου διάταξε να βάλουν.}

Τα χειροκροτήματα προς τη μεριά μας ήταν δυνατά και παρατεταμένα. Όλοι μας νιώσαμε κάποια ντροπή, που ο κόσμος μας φερνόταν μ’ αυτό τον τρόπο σε μια τόσο φοβερή περίσταση και δεν ξέραμε τι να κάνουμε.

Στην πλατεία, στην πλατεία! άρχισαν να φωνάζουν οι επικεφαλής των διαδηλωτών. Πυροβολισμοί δεν ακούγονταν πια κι ο κόσμος ξεκίνησε για την πλατεία Συντάγματος με μεγάλη τάξη. Καθώς οι διαδηλωτές προχωρούσαν συγκινητικές στιγμές αγάπης κι αφοσίωσης ξετυλίγοντας μπρος στα μάτια μας. Οι νεκροί κι οι λαβωμένοι είχαν μεταφερθεί και μόνο μικρές λίμνες αίματος έμεναν εδώ κι εκεί για να θυμίζουν τι είχε συμβεί λίγα λεπτά πρωτύτερα. Ομάδες νέων σταματούσαν μπροστά στις λίμνες αυτές κι οι αντιδράσεις ποικίλλανε ανάλογα με τα συναισθήματα του καθενός. Μερικοί κλαίγανε, άλλοι έκαναν το σταυρό τους κι άλλοι ορκίζονταν εκδίκηση. Πολλοί μαζεύτηκαν γύρω από μιαν αιμάτινη λίμνη κοντά στον εξώστη μας όπου ένα κορίτσι έκλαιγε από αρκετή ώρα και προσπαθούσε να προφυλάξει το χυμένο αίμα μιας φίλης της. Γνωστοί της δοκίμασαν να την απομακρύνουν, αλλά αρνήθηκε να κουνηθεί. Στο τέλος μερικοί άρχισαν να κόβουν κλαριά από τα γύρω δέντρα και να τα στοιβάζουν πάνω στο αίμα. Ύστερα έφτιαξαν ένα πρόχειρο σταυρό με δυο χοντρότερα κλαριά και τον έστησαν πάνω στη στοίβα, έτσι που σχημάτισαν έναν αυτοσχέδιο τάφο. Όταν ξαναπέρασα από το ίδιο μέρος δυο ώρες αργότερα τα κλαριά που σκέπαζαν το αίμα καθώς κι ο σταυρός βρίσκονταν ακόμα εκεί για να θυμίζουν το αδικοσκοτωμένο κορίτσι.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: