Γ. Παπανδρέου: «Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται»

Έτσι εξίσωνε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ με τους κατακτητές και τους ταγματασφαλίτες. Ήξερε τι έκανε. Έπρεπε να βρει τρόπο, ώστε την απόφαση για επίθεση στο ΕΑΜ, ως μέσο για να ευοδωθούν οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης μετά την απελευθέρωση για επανεγκαθίδρυση της εξουσίας της να τη δρομολογήσει. Αυτό έκανε.

Σαν σήμερα, στις 18 του Οκτώβρη 1944, έξι μέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τον ΕΛΑΣ, καταφθάνουν στην Αθήνα η κυβέρνηση της «Εθνικής Ενότητας» υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου και ο Βρετανός στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου,  στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του θα μιλήσει για «λαοκρατία», έχοντας παράλληλα ζητήσει τη στρατιωτική συνδρομή των Άγγλων, μη μπορώντας να αντιμετωπίσει την «κρίσιμη κατάσταση», όπως χαρακτήριζε την παντοδυναμία και το ισχυρότατο λαϊκό έρεισμα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ.

Χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό των κινήσεων του λαοπλάνου Γ. Παπανδρέου είναι το παρακάτω απόσπασμα, από ιστορικό αφιέρωμα, με τίτλο «Στα 70 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ», που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα του ΚΚΕ στις 25 του Σεπτέμβρη 2011 και που μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο εδώ.

Με την ανάγνωση του κειμένου συνδυάζεται και η παρακολούθηση αυτού του βίντεο με τις τοποθετήσεις του Γ. Μαργαρίτη (μεταξύ άλλων αναφέρεται χαρακτηριστικά στον Γ. Παπανδρέου που θα τσάκιζε το ΕΑΜ) και Κ. Σκολαρίκου, σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή.

Γ. Παπανδρέου: «Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται»

Ο Γ. Παπανδρέου με τον Ρ. Σκόμπι στην Αθήνα

«(…) Στο διάστημα 17 έως 20 Μάη 1944 συνήλθε στη Βηρυτό σύσκεψη των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων και εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, που έμεινε στην ιστορία ως «Συνέδριο του Λιβάνου». Στο Συνέδριο, συμμετείχαν ουσιαστικά το ΕΑΜ και η ΠΕΕΑ που είχαν στα χέρια τους την πραγματική εξουσία κι, από την άλλη, ήταν η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου που δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα στην Ελλάδα. Ήταν κυβέρνηση που είχε συγκροτηθεί στη Μέση Ανατολή, από τα τμήματα της άρχουσας τάξης που είχαν μεταβεί στην περιοχή μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα εγκαταλείποντας το λαό. Βεβαίως, συμμετείχαν και ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ, αλλά επίσης χωρίς σημαντικό λαϊκό έρεισμα στην Ελλάδα.

Με τη διοργάνωση του Συνεδρίου, οι Άγγλοι και η άρχουσα τάξη της Ελλάδας επιχειρούσαν να προλάβουν τις εξελίξεις στη χώρα, να φρενάρουν, δηλαδή, μια πιθανή διαγραφόμενη πορεία προς μια μεταπολεμική Ελλάδα του λαού της.

Από την άλλη, το ΕΑΜικό κίνημα πήρε μέρος στο συνέδριο, στο όνομα μιας ευρυτάτης εθνικής ενότητας, την οποία θεωρούσε αναγκαία, παρά το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του λαού στην Ελλάδα ήταν συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.

Στο Συνέδριο Λιβάνου έγιναν φανερές οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης. Ο Γ. Παπανδρέου ανέφερε τα εξής: «Κόλασις είναι σήμερον η κατάστασις της Πατρίδος μας… Σφάζουν οι Γερμανοί. Σφάζουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Σφάζουν και οι Αντάρται. Σφάζουν και καίουν… Η ευθύνη του ΕΑΜ είναι ότι δεν απέβλεψε μόνον εις τον απελευθερωτικόν αγώνα, αλλά ηθέλησε να προετοιμάση τη μεταπολεμικήν δυναμικήν του επικράτησιν… Με την τρομοκρατικήν αυτήν δράσιν του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, είπε χαρακτηριστικά, εδημιουργήθη δυστυχώς, το ψυχολογικόν κλίμα, το οποίον επέτρεψεν εις τους Γερμανούς να επιτύχουν εις το τρίτον έτος της δουλείας ό,τι δεν είχαν κατορθώσει κατά τα δύο πρώτα έτη – την κατασκευήν των Ταγμάτων Ασφαλείας…».

Έτσι εξίσωνε το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ με τους κατακτητές και τους ταγματασφαλίτες. Ηξερε τι έκανε. Επρεπε να βρει τρόπο, ώστε την απόφαση για επίθεση στο ΕΑΜ, ως μέσο για να ευοδωθούν οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης μετά την απελευθέρωση για επανεγκαθίδρυση της εξουσίας της να τη δρομολογήσει. Αυτό έκανε. Και γι’ αυτό θεωρούσε πως έπρεπε να χτυπήσει εκεί που ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν σε βάρος του αστικού πολιτικού κόσμου. Στο ένοπλο τμήμα του λαού, τον ΕΛΑΣ.

Έτσι, η λύση που επρότεινε ο Παπανδρέου για να εκλείψουν όσα περιέγραφε και για να επιτευχθεί η περιβόητη εθνική ενότητα ήταν να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ.

Στις 2 Σεπτέμβρη του 1944, έναν περίπου μήνα πριν από την απελευθέρωση της Αθήνας, το ΕΑΜ προσχώρησε στην κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» του Γ. Παπανδρέου, υποχωρώντας στους απαράδεχτους όρους αυτής της συμμετοχής που επέβαλε το Συνέδριο του Λιβάνου. «Πολιτικόν Πρόγραμμα της Κυβερνήσεως αποτελεί το Εθνικόν Συμβόλαιον του Λιβάνου», αυτή ήταν η πολιτική ουσία του προγράμματος της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, με το οποίο άνοιγε το δρόμο για την εγκατάσταση της εξουσίας της αστικής τάξης στην Ελλάδα. Αυτή η εξέλιξη ήταν απαράδεκτη και επιζήμια υποχώρηση του ΕΑΜ έναντι του αστικού κόσμου, που δεν είχε κάνει το παραμικρό για την απελευθέρωση της χώρας, αλλά και έναντι των Αγγλων, που κατάφερναν για άλλη μια φορά να προωθήσουν τα ιμπεριαλιστικά τους σχέδια, βάζοντας σοβαρή παρακαταθήκη για τον έλεγχο των μεταπολεμικών κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.

Το ΚΚΕ αποδέχτηκε τη Συμφωνία του Λιβάνου, περιορίζοντας το όλο πρόβλημα στο ζήτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου, στη συνεδρίαση της ΚΕ του, που έγινε στις 2-3 Αυγούστου του 1944. Ο Γραμματέας της ΚΕ του Κόμματος, όμως, Γ. Σιάντος είχε εγκρίνει τη Συμφωνία του Λιβάνου για λογαριασμό του Κόμματος, με την ομιλία που έκανε στην ΠΕΕΑ, λίγες μέρες πριν από τη συνεδρίαση της ΚΕ του ΚΚΕ, στις 27 Ιούλη του 1944, λέγοντας μεταξύ άλλων: «Επειδή πιστεύουμε τόσο ειλικρινά στην ανάγκη της ενότητας, γι’ αυτό δηλώνω ότι η συμφωνία του Λιβάνου και η δράση της αντιπροσωπείας μας τόσο στο Λίβανο, όσο και στο Κάιρο, είναι μέσα στην πολιτική μας γραμμή»… Στην ίδια συνεδρίαση της ΠΕΕΑ, ο Σιάντος αποδέχτηκε και την πρόταση του Αλ. Σβώλου που περιόριζε το όλο πρόβλημα με τη συμφωνία του Λιβάνου στο αίτημα της αντικατάστασης του Γ. Παπανδρέου.

Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ δικαιολόγησε στις κομματικές οργανώσεις ως εξής αυτήν την εξέλιξη: «Το ΠΓ θεώρησε ότι το Κόμμα μας δεν επιτρέπεται να μείνει έξω από την κυβέρνηση. Μια τέτοια στάση θα ενίσχυε ακριβώς εκείνες τις άκρες μερίδες που κάνουν το παν για να ματαιώσουν την ενότητα και να επιβάλουν αντιλαϊκό καθεστώς με πρόκληση του ανοιχτού εμφυλίου πολέμου… Η είσοδός μας πείθει τα πλατιά στρώματα του λαού για την ειλικρίνεια της πολιτικής της εθνικής ενότητας που ακολουθούμε σ’ όλη τη διάρκεια του εθνικού αγώνα. Αφοπλίζει την προπαγάνδα των πιο αντιδραστικών κύκλων. Βοηθάει στο σπάσιμο της διεθνούς απομόνωσης και κατασυκοφάντησης του αγώνα μας. Μας δίνει νέες δυνατότητες πάλης για την ενίσχυσή του. Φέρει σύγχυση στο στρατόπεδο των τρομοκρατικών αντιπάλων οργανώσεων. Μας βοηθάει να ανασυγκροτήσουμε τις λαϊκές δυνάμεις σε νέα ανώτερη βάση». Ετσι, οι ηγεσίες του ΚΚΕ και του ΕΑΜ είχαν μπει στη δίνη μιας σειράς απαράδεκτων υποχωρήσεων, απέναντι στους Αγγλους και στην αστική τάξη της Ελλάδας που συνεχίστηκε με την υπογραφή τη Συμφωνίας της Γκαζέρτας στις 26 Σεπτέμβρη 1944.

Το ζήτημα της εξουσίας είναι καθοριστικό στρατηγικό ζήτημα, για το οποίο η πολιτική πρωτοπορία, η καθοδήγηση και οι ηγετικές πολιτικές δυνάμεις του αγώνα με πρώτο απ’ όλες το Κόμμα της εργατικής τάξης, μπορούν να εξασφαλίσουν αν έχουν σωστή στρατηγική.

Να κατανοούν και να υπολογίζουν σωστά στις αντικειμενικές συνθήκες το συσχετισμό των δυνάμεων, να προβλέπουν και να προνοούν τις εξελίξεις, εφαρμόζοντας σωστά τις νομοτέλειες της ταξικής πολιτικής πάλης.

Και εδώ βεβαίως δεν υπήρχε σύνδεση της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης με το ζήτημα της εξουσίας.

Στις 12 του Οκτώβρη 1944 απελευθερώθηκε η Αθήνα από το γερμανικό ιμπεριαλιστικό ζυγό. Είχε προϋπάρξει βεβαίως συμφωνία Άγγλων – Γερμανών με την ήττα και την υποχώρηση των τελευταίων να μη χτυπηθούν οι δυνάμεις τους. Προσέβλεπαν στο να αποτελέσουν ένα επιπλέον εμπόδιο κατά την υποχώρησή τους στην προέλαση του Κόκκινου Στρατού που απελευθέρωνε τα Βαλκάνια και την Ευρώπη, αλλά τους χρειαζόταν, όπως αποδείχτηκε μετά το 1945, ως εφεδρεία για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας μεταπολεμικής εξέλιξης.

Στις 30 του Οκτώβρη, ο ΕΛΑΣ απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη, ενώ στις 3 του Νοέμβρη 1944, τα τελευταία χιτλερικά τμήματα εγκατέλειψαν οριστικά την Ελλάδα.

Στις 18 του Οκτώβρη είχε φτάσει στην Αθήνα η κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» (συμμετείχαν ως υπουργοί και στελέχη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ), συνοδευόμενη από τον Βρετανό στρατηγό Σκόμπι. Ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, στο λόγο που εκφώνησε κατά την άφιξή του μίλησε για «λαοκρατία», ενώ ο ίδιος είχε ζητήσει επίμονα από τον Τσόρτσιλ να «αποστείλει επιβλητικές δυνάμεις» στην Ελλάδα «διότι τα πολιτικά μέσα διά την αντιμετώπισιν της κρισίμου καταστάσεως δεν ήσαν πλέον επαρκή».

Η κρίσιμη ώρα έφτανε, για να ξεκαθαρίσει το ανοιχτό, άλυτο ζήτημα, που όμως ήταν το κυρίαρχο μετά την απελευθέρωση. Το ζήτημα της εξουσίας. Ποια τάξη θα κυριαρχούσε; Οι κεφαλαιοκράτες ή η εργατική τάξη με τους συμμάχους της, ο λαός, που απελευθέρωσε την Ελλάδα από την ξένη ιμπεριαλιστική κατοχή; Θα άφηναν το λαό να ανοίξει το δρόμο για τη λαοκρατούμενη Ελλάδα, να γίνει αφέντης στον τόπο του, οικοδομώντας τη δική του κοινωνία ή θα τσάκιζαν με κάθε μορφή και με την ένοπλη βία το κίνημά του; (…)»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: