Η πέτρα, βέβαια, που δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια, ποτέ δεν έπαψε, κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της, ακόμη και τώρα που βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου…
Με παραμύθια μεγάλωσε ο Ναζίμ Χικμέτ. Και έμαθε να τα αγαπά και να τα εκτιμά. Γνώριζε καλά πως μέσα από τα λαϊκά παραμύθια μπορούσε να φτάσει μέχρι την καρδιά του αποδέκτη του, του λαού, και να υποβάλει διακριτικά και αβίαστα πρότυπα και αξίες.
Μετανάστης, λαθρομετανάστης, πρόσφυγας, ανεπιθύμητος. Σου δώσαμε απλόχερα πολλούς τίτλους. Ξένος σε ξένη χώρα. Διωγμένος από την πατρίδα σου,– την κάναμε δική μας…Εμείς ξέρουμε, είμαστε μορφωμένοι…
Ήταν ένα μικρό σαραβαλιασμένο ραδιάκι που με δυσκολία έπιανε τα FM. Γέρικο και ταλαιπωρημένο εν γένει, η κεραία του στραβή σαν κέρατο – όσο πάσκιζε ο κυρ Ευγένης να τη συνεφέρει, να την ισιώσει, τόσο περισσότερο στράβωνε. Ο θάλαμος μπαταριών σπασμένος και σκουριασμένοι οι πόλοι επαφής. Για να συνεχίσει να παίζει, του ’βαζε δυο μεγάλες, πλακέ μπαταρίες «TIGER» από κείνες τις μετακατοχικές…
Σαν σήμερα, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος λογοτέχνης του λαού μας, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, δημιουργός και θεμελιωτής του νέου ελληνικού διηγήματος.
Τα γαλάζια μάτια του έκρυβαν την παγωμένη αστραπή του ατσαλιού που εμφανιζόταν όταν τον καλούσαν σε δράση, ιδιαίτερα σε δύσκολες περιστάσεις…Και, παρότι τα λιονταρίσια χαρακτηριστικά του ήταν εκεί, δεν του έλειπε μια κάποια τρυφερότητα, ένα ίχνος γυναικείων χαρακτηριστικών που μαρτυρούσε τη συναισθηματική του φύση…
Στην άλλη πλευρά είχε ανηφόρα και σπρώξιμο και ξανά σκαρφάλωμα. Ο ήλιος έκαιγε και ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι σ’ αυτό το δύσκολο σκαρφάλωμα. Πουθενά δεν μαυρίζεις τόσο όσο στα βουνά τον χειμώνα. Ούτε πεινάς τόσο. Ούτε διψάς τόσο!…βγάλαμε τα σκούρα, στο χρώμα του κεχριμπαριού, γυαλιά και αντικρίσαμε έναν φωτεινό, νέο κόσμο.
Νέος δίσκος – Ένα νέο εμβληματικό έργο βασισμένο στο διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και τη μουσική του Αντώνη Μιτζέλου
«Ναι, ξύλινο! Από τον καιρό που του κόψανε το χέρι το κανονικό, έχει ένα ξύλινο!» συνέχισε και πριν ρουφήξει τη μύτη του, πρόλαβε να συμπληρώσει, «Επειδή το ψεύτικο χέρι είναι άσχημο, γι’ αυτό φορά το γάντι. Για να το κρύβει»…
Οι λευκοί απέναντι τουφεκάνε με βάρδιες, οι μισοί πολεμούν, οι άλλοι μισοί χώνονται πίσω από τ’ αυτοκίνητα και πίνουν μπύρα, κυκλοφορούν με μιάν άνεση και μια βεβαιότητα πως οι μαύροι δεν μπορούν να τούς πετύχουν. Κάπου – κάπου βάζουν το μεγάφωνο τού αυτοκινήτου να φωνάζει: «αυτές οι σφαίρες είναι φτιαγμένες από λευκούς για να σκοτώνουν μαύρους»…