Το διήγημα της Πέμπτης: «Χριστούγεννα στη στέγη του κόσμου» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Στην άλλη πλευρά είχε ανηφόρα και σπρώξιμο και ξανά σκαρφάλωμα. Ο ήλιος έκαιγε και ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι σ’ αυτό το δύσκολο σκαρφάλωμα. Πουθενά δεν μαυρίζεις τόσο όσο στα βουνά τον χειμώνα. Ούτε πεινάς τόσο. Ούτε διψάς τόσο!…βγάλαμε τα σκούρα, στο χρώμα του κεχριμπαριού, γυαλιά και αντικρίσαμε έναν φωτεινό, νέο κόσμο.

Το διήγημα της Πέμπτης: «Χριστούγεννα στη στέγη του κόσμου» του Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ένας από τους σημαντικότερους και διασημότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, γεννήθηκε στις 21 του Ιούλη 1899 και έφυγε από τη ζωή στις 2 του Ιούλη 1961.

Από τα μαθητικά του χρόνια έγραφε άρθρα και δημοσίευε ποιήματα.

Το 1918, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, πολέμησε εθελοντικά στο ιταλικό μέτωπο και τραυματίστηκε βαριά. Επιστρέφοντας στην Αμερική, τον επόμενο χρόνο, γράφει άρθρα για περιοδικά.

Το 1921 φεύγει για το Παρίσι και εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Το 1922 καλύπτει δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει στο Παρίσι το πρώτο του βιβλίο: «Τρεις ιστορίες και δέκα ποιήματα».

Στο λογοτεχνικό χώρο θα επιβληθεί το 1926 με το μυθιστόρημα «Ο ήλιος ανατέλλει πάντα». Η επιτυχία συνεχίστηκε με τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων «Άντρες χωρίς γυναίκες». Τη μεγάλη εμπορική επιτυχία θα τη γνωρίσει το 1929 με τον «Αποχαιρετισμό στα όπλα», που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στη μεγάλη οθόνη.

Κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936-1939) βρίσκεται ανταποκριτής στην Ισπανία.

Το 1937 κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα και αγαπημένα στο κοινό, έργα του Χέμινγουέϊ.

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου θα πάρει ενεργό μέρος και θα συμμετέχει στην απόβαση της Νορμανδίας και στην απελευθέρωση του Παρισιού. Μετά το τέλος του πολέμου θα επιστρέψει στην Κούβα.

Η ζωή του Έρνεστ Χέμινγουεϊ ήταν ένα ατέλειωτο περιπετειώδες ταξίδι. Από τη Γαλλία στην Ισπανία, από την Ισπανία στην Αφρική, από την Αφρική στην Κούβα.

Παντρεύτηκε τέσσερις φορές και έζησε εκτός από την Ευρώπη, στην Αφρική και στην Κούβα.

Από τα πιο σημαντικά έργα του είναι: «Αποχαιρετισμός στα όπλα», «Ο γέρος και η θάλασσα», «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», «Άνδρες χωρίς γυναίκες».

Το 1952 τιμήθηκε με το βραβείο «Πούλιτζερ» για το μυθιστόρημα «Ο γέρος και η θάλασσα». Το 1954 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Από το 1960 άρχισε να εμφανίζει σημάδια ψυχικής κατάπτωσης. Ήδη είχε αυτοκτονήσει ο πατέρας του. Προς το τέλος της ζωής του εγκαταστάθηκε στο Κέτσαμ της πολιτείας Αϊντάχο. Θα χάσει τη μνήμη του και για ένα διάστημα λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει θα νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική στη Μινεσότα. Επιστρέφοντας στο σπίτι του θα δώσει τέλος στη ζωή του, με το αγαπημένο του όπλο, σε ηλικία 63 χρόνων.

Έρνεστ Χέμινγουεϊ

Ο δημοκρατικός Χέμινγουεϊ ήταν μια πολυσήμαντη, πληθωρική και υπερβολική προσωπικότητα που καθιέρωσε το δικό του εντελώς προσωπικό στιλ στην αμερικανική λογοτεχνία. Τα έργα του, εμπνευσμένα από προσωπικές του εμπειρίες, άσκησαν επίδραση στη νεότερη λογοτεχνία, γνώρισαν εντυπωσιακή δημοσιότητα και μερικά από αυτά έγιναν μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες.

Ακολουθεί ανταπόκριση του Έρνεστ Χέμινγουεϊ από τις Ελβετικές Άλπεις, για την εφημερίδα “The Toronto Star Weekly” (22 Δεκέμβρη 1923), που εμπεριέχεται στον τόμο «Χριστουγεννιάτικο Δείπνο» (εκδ. Νάρκισσος, 2012), «μια συλλογή με χριστουγεννιάτικα διηγήματα κορυφαίων συγγραφέων που δίνει ξεχωριστή διάσταση στη γνωστή γιορταστική ατμόσφαιρα των ημερών» (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).

Χριστούγεννα στη στέγη του κόσμου
του Έρνεστ Χέμινγουεϊ
Μετάφραση: Δέσπω Παπαγρηγοράκη

Πριν ακόμα ξημερώσει, η Ίντα, η μικρή Γερμανίδα καμαριέρα, μπήκε και άναψε τη φωτιά στη μεγάλη πορσελάνινη σόμπα, και το πευκόξυλο που καιγόταν άρχισε να μουγκρίζει μέσα στην καπνοδόχο.

Έξω από το παράθυρο, απλωνόταν ως κάτω μακριά η λίμνη, γκρίζα στο χρώμα του ατσαλιού, με τα χιονισμένα βουνά να υψώνονται ακανόνιστα από πάνω της, και ακόμη πιο μακριά πάνω από αυτά το ογκώδες δόντι της οροσειράς Dent du Midi, που άρχιζε να φωτίζεται με το πρώτο άγγιγμα του πρωινού.

Έξω έκανε πολύ κρύο. Ένιωσα τον αέρα σαν κάτι ζωντανό όταν πήρα βαθιά ανάσα. Μπορούσες να τον καταπιείς σαν γουλιά παγωμένου νερού. Σήκωσα μιαν αρβύλα και χτύπησα το ταβάνι.

«Εεε, Τσινκ. Είναι Χριστούγεννα!».

«Ζήτωωω!» ήρθε η φωνή του Τσινκ από το δωματιάκι κάτω από τη σκεπή του σαλέ.

Εκείνη ήταν όρθια με μια ζεστή μάλλινη ρόμπα και τις βαριές, από μαλλί κατσίκας, κάλτσες του σκι.

Ο Τσινκ χτύπησε την πόρτα.

«Καλά Χριστούγεννα, mes enfants», είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο. Φορούσε το πρωινό του ένδυμα, μια μεγάλη μάλλινη ρόμπα και χοντρές κάλτσες που μας έκαναν όλους να φαινόμαστε σαν να ανήκαμε σε κάποιο μοναστικό τάγμα.

Στην αίθουσα του πρωινού ακούγαμε τη σόμπα να μπουμπουνίζει και να τριζοβολά. Εκείνη άνοιξε την πόρτα.

Πάνω στην ψηλή, από λευκή πορσελάνη σόμπα κρέμονταν οι τρεις μακριές κάλτσες του σκι, παραγεμισμένες και φουσκωμένες, με παράξενα εξογκώματα και καρούμπαλα. Γύρω στη βάση της σόμπας ήταν στοιβαγμένα κουτιά. Δυο καινούργια ζευγάρια χιονοπέδιλα από ξύλο οξιάς ήταν ακουμπισμένα κάτω πλάι στη σόμπα — δεν χώραγαν να στηριχτούν όρθια στο χαμηλοτάβανο δωμάτιο του σαλέ. Για μια εβδομάδα ο καθένας μας έκανε μυστηριώδη ταξίδια στην ελβετική πόλη κάτω στη λίμνη. Η Χάντλι κι εγώ, ο Τσινκ κι εγώ, η Χάντλι και ο Τσινκ γυρνούσαμε αφού είχε σκοτεινιάσει, με παράξενα κουτιά και δέματα που τα κρύβαμε σε διάφορα σημεία του σαλέ. Στο τέλος έπρεπε ο καθένας μας να κάνει ένα ταξίδι μόνος του. Αυτό έγινε χθες. Ύστερα, χθες βράδυ, περάσαμε ο ένας μετά τον άλλον από τις κάλτσες, αφού ο καθένας έδωσε τον λόγο του πως δεν θα ψαχουλέψει.

Ο Τσινκ είχε περάσει όλα τα Χριστούγεννα από το 1914 στον στρατό. Ήταν ο καλύτερός μας φίλος. Για πρώτη φορά ύστερα από χρόνια νιώθαμε όλοι μας πως ήταν Χριστούγεννα.

Φάγαμε το πρωινό με τον παλιό άκομψο τρόπο που τρώει κανείς το ξημέρωμα των Χριστουγέννων, καταβροχθίζοντας και ρουφώντας, αδειάσαμε τις κάλτσες που κρέμονταν στη σόμπα μέχρι και το τελευταίο γλειφιτζούρι, φτιάχνοντας ο καθένας μας ένα σωρό από τα δώρα του για να τα θαυμάσει αργότερα.

Ύστερα, ντυθήκαμε βιαστικά και ξεχυθήκαμε στον παγωμένο δρόμο μέσα στη λαμπρότητα του ασπρογάλαζου αστραφτερού αλπικού πρωινού. Το τρένο μόλις ξεκινούσε. Ο Τσινκ κι εγώ πετάξαμε τα σκι μέσα στο βαγόνι των αποσκευών και πηδήξαμε και οι τρεις στο τρένο.

Όλη η Ελβετία ήταν στον δρόμο. Ομάδες από σκιέρ, άντρες, γυναίκες, αγόρια και κορίτσια, έπαιρναν το τρένο για τα βουνά, φορώντας τα σφιχτά μπλε σκουφιά τους, τα κορίτσια με παντελόνια ιππασίας και γκέτες, γελώντας και ανταλλάσσοντας πειράγματα μεταξύ τους. Στις πλατφόρμες συνωστισμός.

Όλοι στην Ελβετία ταξιδεύουν τρίτη θέση, και μια γιορτινή μέρα όπως τα Χριστούγεννα η τρίτη θέση ξεχειλίζει και όσοι περισσεύουν στριμώχνονται στα απαραβίαστα πολυτελή κόκκινα κουπέ της πρώτης θέσης. Με φωνές και χαρούμενες κραυγές το τρένο σκαρφάλωνε στο βουνό, κατευθυνόμενο προς την κορυφή του κόσμου.

Δεν υπήρχε γιορταστικό χριστουγεννιάτικο γεύμα στην Ελβετία. Όλοι ήταν έξω στον βουνίσιο αέρα με το μεσημεριανό στο σακίδιο και την προσμονή του δείπνου το βράδυ.

Όταν το τρένο έφτασε στο ψηλότερο σημείο της διαδρομής του στα βουνά, ξεφόρτωσε όλο τον κόσμο· οι σωροί με τα σκι ξεδιαλέχτηκαν από το βαγόνι των αποσκευών και μεταφέρθηκαν σε ένα ανοιχτό πλατύ βαγόνι συνδεδεμένο με ένα οδοντωτό τρενάκι που χοροπηδούσε σκαρφαλώνοντας κάθετα στην πλευρά του βουνού.

Από την κορυφή μπορούσαμε να δούμε ολόκληρο τον κόσμο, λευκό, να λαμποκοπά πασπαλισμένος με χιόνι, ενώ σειρές βουνών απλώνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις.

Ήταν η κορυφή ενός διαδρόμου για έλκηθρα που έστριβε και διέγραφε παγωμένες κορδέλες κάτω μακριά. Ένα έλκηθρο πέρασε σαν βολίδα δίπλα μας με όλο το πλήρωμα να κινείται εγκαίρως, και καθώς ορμούσε με ταχύτητα υπερταχείας στον πρώτο διάδρομο, όλο μαζί το πλήρωμα φώναξε «Ωωωωπ!» και το έλκηθρο μπήκε βρυχώμενο σε ένα παγωμένο σύννεφο ομίχλης στη στροφή και αναποδογύρισε στον παγωμένο διάδρομο αποκάτω.

Όσο ψηλά κι αν βρίσκεσαι στα βουνά, πάντα υπάρχει κάποια ανηφορική πλαγιά.

Μακριές λωρίδες από δέρμα φώκιας ήταν στερεωμένες στα σκι μας, ξεκινώντας από την άκρη προς τη βάση, με το πέλος του τριχώματος να πηγαίνει προς τα πίσω, ώστε να γλιστράς μπροστά μέσα από το χιόνι όταν ανηφόριζες σε κάποιο λόφο. Αν τα σκι είχαν την τάση να γλιστράνε προς τα πίσω, η κίνηση αυτή θα αναχαιτιζόταν από το τρίχωμα της γούνας· κι έτσι θα γλιστρούσαν μπροστά ανεμπόδιστα, αλλά και θα φρενάρανε στο τέλος κάθε δρασκελιάς.

Γρήγορα βρεθήκαμε οι τρεις μας ψηλά πάνω από τη ράχη του βουνού, που έμοιαζε να είναι η κορυφή του κόσμου. Συνεχίσαμε την άνοδο ο ένας πίσω από τον άλλον, γλιστρώντας μαλακά στο χιόνι σε ένα μακρύ ανηφορικό ζιγκ ζαγκ.

Περάσαμε μέσα από πολλά πεύκα και βγήκαμε σε ένα επικλινές υψίπεδο. Εδώ ήταν η πρώτη επικλινής διαδρομή — μια κατηφόρα γύρω στα οκτακόσια μέτρα. Στο φρύδι του βουνού νιώσαμε τα σκι να φεύγουν από κάτω μας και οι τρεις μας ριχτήκαμε προς τα κάτω σαν πουλιά.

Στην άλλη πλευρά είχε ανηφόρα και σπρώξιμο και ξανά σκαρφάλωμα. Ο ήλιος έκαιγε και ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι σ’ αυτό το δύσκολο σκαρφάλωμα. Πουθενά δεν μαυρίζεις τόσο όσο στα βουνά τον χειμώνα. Ούτε πεινάς τόσο. Ούτε διψάς τόσο!

Τελικά φτάσαμε στο μέρος όπου θα γευματίζαμε — έναν θαμμένο στο χιόνι παλιό αχυρώνα φτιαγμένο με ακατέργαστους κορμούς δέντρων, που χρησίμευε σαν στάβλος για τα ζωντανά των χωρικών το καλοκαίρι, τότε που το βουνό ήταν καταπράσινος βοσκότοπος. Κάτω από εμάς όλα έμοιαζαν να πέφτουν κατακόρυφα.

Ο αέρας σε αυτό το ύψος, κάπου δυο χιλιάδες μέτρα, είναι σαν κρασί. Φορέσαμε τα πουλόβερ μας που στην ανάβαση τα είχαμε μέσα στα σακίδια, βγάλαμε το μεσημεριανό και το μπουκάλι με το άσπρο κρασί, ξαπλώσαμε πάνω στα σακίδια και μπεκρουλιάζαμε στον ήλιο. Ανεβαίνοντας φορούσαμε γυαλιά για να προστατευτούμε από την αντανάκλαση του φωτός στις χιονισμένες εκτάσεις, και τώρα βγάλαμε τα σκούρα, στο χρώμα του κεχριμπαριού, γυαλιά και αντικρίσαμε έναν φωτεινό, νέο κόσμο.

«Σκάω από τη ζέστη», είπε εκείνη. Το πρόσωπό της είχε καεί ανεβαίνοντας, ακόμη και πάνω από τις πρόσφατες φακίδες και το μαύρισμα.

«Πρέπει να χρησιμοποιείς φούμο στο πρόσωπό σου», πρότεινε ο Τσινκ.

Αλλά δεν έχει αναφερθεί ποτέ γυναίκα πρόθυμη να χρησιμοποιήσει αυτό το αποτελεσματικό φάρμακο των ορειβατών προκειμένου να αποφύγει την τύφλωση από το χιόνι και τα εγκαύματα από τον ήλιο.

Αμέσως μετά το γεύμα μας και ενώ εκείνη έπαιρνε τον καθημερινό της υπνάκο, ο Τσινκ κι εγώ κάναμε εξάσκηση σε στροφές και στάσεις στην πλαγιά, πριν σταματήσει ο ήλιος να καίει και μέχρι να φτάσει η ώρα για να αρχίσουμε την κατάβαση. Βγάλαμε το δέρμα της φώκιας και κερώσαμε τα σκι μας.

Ύστερα, με μια μακριά, καθοδική εφόρμηση που σου έκοβε την ανάσα, ξεκινήσαμε. Κάθοδος έντεκα χιλιομέτρων και καμιά αίσθηση στον κόσμο δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό. Δεν κάνεις και τα έντεκα χιλιόμετρα μονομιάς. Πηγαίνεις όσο πιο γρήγορα πιστεύεις πως είναι δυνατόν, ύστερα πηγαίνεις πολύ πιο γρήγορα, ύστερα χάνεις κάθε ελπίδα, ύστερα δεν καταλαβαίνεις τι έγινε, αλλά η γη έρχεται από πάνω και κάνεις κάμποσες τούμπες, ανακάθεσαι και ξεμπερδεύεσαι από τα σκι και κοιτάζεις γύρω σου. Συνήθως πέφταμε και οι τρεις μαζί. Μερικές φορές τους έχανες όλους.

Ωστόσο δεν υπήρχε πουθενά να πας παρά μόνο προς τα κάτω. Προς τα κάτω, εφορμώντας, πετώντας, βουτώντας, σκίζοντας το μαλακό χιόνι με τις γρήγορες δρύινες λάμες.

Τελικά, σε μια κατεβασιά βγήκαμε στον δρόμο στο κύρτωμα του βουνού, εκεί όπου τελείωνε η διαδρομή του οδοντωτού. Τώρα ήμαστε όλοι ένα ορμητικό ποτάμι από σκιέρ. Όλοι οι Ελβετοί κατέβαιναν επίσης. Κυλούσαμε κατά μήκος του δρόμου — ένα ποτάμι που φαινόταν ατελείωτο.

Ήταν πολύ γλιστερά και απότομα, αδύνατον να σταματήσεις. Δεν μπορούσες παρά να κάνεις βουτιά προς τα κάτω, ανήμπορος να πας αντίθετα στο ρεύμα, σαν να ήσουν μέσα στο αυλάκι ενός νερόμυλου. Έτσι λοιπόν κατεβαίναμε. Εκείνη ήταν πολύ πιο μπροστά. Κάπου κάπου βλέπαμε το μπλε μπερέ της πριν σκοτεινιάσει για τα καλά. Κάτω, κάτω, κάτω στον δρόμο μέσα στο σούρουπο, περνώντας από ολόφωτα σαλέ και χριστουγεννιάτικη διασκέδαση μες στο σκοτάδι.

Ύστερα, η μακριά γραμμή των σκιέρ μπήκε με ταχύτητα στο σκοτεινό δάσος, έκανε λίγο στο πλάι για να αποφύγει μια ομάδα με έλκηθρα που ανέβαινε τον δρόμο, πέρασε κι άλλα σαλέ με τα παράθυρά τους φωτισμένα από τα κεριά των χριστουγεννιάτικων δέντρων. Καθώς περνούσαμε πλάι από ένα σαλέ, έχοντας τα μάτια καρφωμένα μόνο στον παγωμένο δρόμο και στον σκιέρ μπροστά μας, ακούσαμε φωνές από μια φωτισμένη είσοδο.

«Καπετάνιε! Καπετάνιε! Σταμάτα εδώ!».

Ήταν ο Γερμανοελβετός νοικοκύρης του σαλέ μας. Θα τον προσπερνούσαμε μέσα στο σκοτάδι.

Πιο μπροστά από εμάς, πεσμένη σε μια στροφή, βρήκαμε Εκείνην και σταματήσαμε γλιστρώντας και τσουλώντας, βγάλαμε τα σκι και οι τρεις μας και ανηφορίσαμε πεζοί τον λόφο κατευθυνόμενοι προς το φωτισμένο σαλέ. Τα φώτα έμοιαζαν πολύ χαρούμενα ανάμεσα στα σκοτεινά πεύκα του λόφου, και μέσα υπήρχε ένα μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο και ένα αληθινό χριστουγεννιάτικο δείπνο με γαλοπούλα, με τα ασημικά να αστράφτουν στο τραπέζι, ποτήρια λεπτά και κολονάτα, μπουκάλια με μακρύ λαιμό, η γαλοπούλα μεγάλη και καλοψημένη και υπέροχη, με όλα τα συνοδευτικά στο τραπέζι και την Ίντα να σερβίρει με μια καινούργια κολλαριστή ποδιά.

Τέτοια Χριστούγεννα μόνο στη στέγη του κόσμου μπορείς να κάνεις.

“Το διήγημα της Πέμπτης”: Δείτε όλα τα διηγήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: