“Στην καλύβα πέρα έγινε η σύναξη Μόλις το σύνθημα δόθηκε…”
“Στο μυαλό μου ζούνε μονάχα οι ίδιες λέξεις. Τριγυρνούν σαν κομψευόμενες χήρες, προσέχοντας να μην βρεθούνε ποτέ η μία απέναντι στην άλλη. Χρόνια πολλά τις βλέπω να παιχνιδίζουν τα βλέφαρα, κάθε φορά που προσπαθώ να τις διώξω”
Ο Γιάννης κοιτάζει τον παπά με περιέργεια· τόνε μετράει από την κορφή ως τα νύχια, του ξετάζει ένα-ένα μέλος χωριστά. Ποιος είναι αυτός που θα κάνη καλά την άρρωστη;
“…Μονάχα, να μη σταματήσεις Μονάχα, να μείνεις δυνατός Μονάχα, να μείνεις μαζί…”
“Είναι βραδιές που φέρνω γύρα κάποιο δρομάκι αποσπερνό ζητώντας ό,τι έχω χαμένο μήπως το βρω, καθώς περνώ…”
Αν ήσασταν ήδη θαυμαστής της τέχνης του ατίθασου ζωγράφου, θα νιώσετε πως ξανασυστηθήκατε, αν πάλι είναι η πρώτη ουσιαστική σας γνωριμία μαζί του, κλείνοντας τις σελίδες του θα θέλετε να μάθετε περισσότερα.
“…δεν αρνηθήκαμε την ψυχή μας γιατί ο πόνος δεν είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, γιατί η αγάπη δεν είναι το έσχατο όριο…”
Κάτω απ’ τα ψηλά πέτρινα τείχη στάθηκαν γενιές και γενιές για να υπερασπίσουν μιαν αλήθεια…
Ο γέρος με τα ανυπάκουα πια δάχτυλά του, ξεκούμπωσε τη χλαίνη, κι έβγαλε ένα παλιό, δεμένο με κορδέλα, πορτοφόλι. Έλυσε την κορδέλα κι έβγαλε από το πορτοφόλι, ένα πολύ τριμμένο πορτραίτο του Λένιν, κομμένο από εφημερίδα. “Από τότε, κοντά στη καρδιά τη φέρνω μαζί μου όλη μου τη ζωή”, είπε με μια υπόκωφη διακοπτόμενη φωνή!
Θα πρέπει να αρχίσεις να αναρωτιέσαι Και θα φτάσει η στιγμή, που θα αρχίσεις να ψάχνεις το πώς Και τότε… δε θα βιάζεσαι να μιλάς… δε θα λες πολλά Τότε θα αγωνίζεσαι για τα δίκια της τάξης σου Και τότε θα είμαστε μαζί αδελφέ μου