Σεργκέι Μπέλοφ – Ο καλύτερος ερασιτέχνης της ιστορίας του μπάσκετ

Ο Σεργκέι Μπέλοφ ήταν ένας θρύλος του σοβιετικού και του ευρωπαϊκού μπάσκετ, με παγκόσμια εμβέλεια. Ίσως ο μόνος παίκτης της εποχής του, που αναγνώριζαν οι Αμερικάνοι για ισάξιό τους και ικανό να σταθεί με αξιώσεις στο ΝΒΑ.

Ο Σεργκέι Μπέλοφ ήταν ένας θρύλος του σοβιετικού και του ευρωπαϊκού μπάσκετ, με παγκόσμια εμβέλεια. Ίσως ο μόνος παίκτης της εποχής του, που αναγνώριζαν οι Αμερικάνοι για ισάξιό τους και ικανό να σταθεί με αξιώσεις στο ΝΒΑ. Ένας ολοκληρωμένος παίκτης, μπροστά από την εποχή του, που μπορούσε να παίξει άνετα σε όλες τις θέσεις της περιφέρειας, ξεχώριζε για το άλμα και την εκρηκτικότητά του, και ήταν από τους πρώτους που προπονούνταν συστηματικά με βάρη στα πόδια.

Ο Μπέλοφ γεννήθηκε το 1944, εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και λέγεται ότι οι δικοί του είχαν επιβιώσει από την πολιορκία του Στάλινγκραντ. Μεγαλώνοντας, ανακάλυψε την κλίση του στο μπάσκετ και ξεκίνησε να παίζει στη μεγάλη κατηγορία για την Ουράλμας, σε ηλικία 20 ετών. Σύντομα πήρε μεταγραφή για την ΤΣΣΚΑ Μόσχας, με την οποία σάρωσε τίτλους και διακρίσεις. Πήρε έντεκα πρωταθλήματα μέσα σε μια 12ετία, ενώ έφτασε δύο φορές στην κορυφή της Ευρώπης, το 69′ και το 71′.

Ο πρώτος από τους δύο τίτλους ήρθε απέναντι στη Ρεάλ, σε ισπανικό έδαφος, όπου όμως το κοινό της Βαρκελώνης υποστήριζε φανατικά τη σοβιετική ομάδα, από αντίδραση στην καταπίεση του Φράνκο και της δικτατορίας του. Οι μονομαχίες με τα αστέρια της Ρεάλ Μαδρίτης (Κ. Λιουκ) και της θρυλικής Ίνις Βαρέζε (Μενεγκίν) έμειναν ιστορικές, ενώ σε έναν απο τους τελικούς, ο Μπέλοφ είχε χρέη παίκτη-τεχνικού, αντικαθιστώντας τον προπονητή του.

Αυτός ήταν ο Αλεξάντερ Γκομέλσκι, με τον οποίο κατέκτησε σχεδόν τα πάντα, στην ΤΣΣΚΑ αλλά και στην εθνική ομάδα της Σοβιετικής Ένωσης. Με τα χρόνια όμως, οι σχέσεις τους έγιναν πολύ ψυχρές κι ο Μπέλοφ θεωρούσε τον Γκομέλσκι υπεύθυνο για την πρόωρη συνταξιοδότησή του από την εθνική, αμέσως μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας, και την αποτυχία της ομάδας -ελλείψει ΗΠΑ- να φτάσει στην κορυφή. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να μη θέλουν να βλέπουν ο ένας τον άλλο, αναπτύσσοντας πολύ έντονο ανταγωνισμό μεταξύ τους, στη μετασοβιετική εποχή, στο πλαίσιο της Ρώσικης Ομοσπονδίας.

Ο Μπέλοφ είχε ένα σπουδαίο επίτευγμα με την εθνική της ΕΣΣΔ, καθώς ανέβηκε μαζί της στο βάθρο και στις 15 διεθνείς διοργανώσεις στις οποίες πήρε μέρος, κατακτώντας ισάριθμα μετάλλια, εκ των οποίων τα επτά ήταν χρυσά. Αυτό που ξεχωρίζει είναι βέβαια το χρυσό στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 72′, όπου οι Σοβιετικοί έσπασαν την κυριαρχία των ΗΠΑ, σε έναν επεισοδιακό τελικό, με την επανάληψη των 3 τελευταίων δευτερολέπτων και το νικητήριο καλάθι ενός Μπέλοφ.

Ο οποίος όμως δεν ήταν ο Σεργκέι -που πέτυχε 20 από τους 51 πόντους της ομάδας του σε εκείνον τον αγώνα- αλλά ο Αλεξάντερ Μπέλοφ, με τον οποίο δεν είχαν καμία απολύτως σχέση-συγγένεια, πέρα από τη μακάβρια σύμπτωση του θανάτου τους, την ίδια ακριβώς ημερομηνία -3 Οκτώβρη- με διαφορά 35 χρόνων.

Ως προπονητής ο Μπέλοφ οδήγησε την Εθνική Ρωσίας σε άλλα τρία μετάλλια: δύο αργυρά σε Μουντομπάσκετ το 94′ και το 98′ κι ένα χάλκινο στο Ευρωμπάσκετ της Τζιρόνα, όπου η κάμερα τον έπιασε να κουνάει χαρτονομίσματα (ισπανικές πεσέτες) στους διαιτητές. Παράλληλα είχε αναλάβει και διοικητικά το τιμόνι της ρωσικής ομοσπονδίας, αλλά αποχώρησε μετά την αποτυχία της Εθνικής στο Ευρωμπάσκετ της Γαλλίας, το 99′. Στη συνέχεια κατάφερε, ως προπονητής της Ουράλ Γκρέιτ, να σπάσει προσωρινά την κυριαρχία της ΤΣΣΚΑ, της πάλαι ποτέ αγαπημένης του ομάδας, όπου όμως έκανε κουμάντο πλέον ο αντίπαλός του Γκομέλσκι.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Μπέλοφ δεν ασχολούνταν ενεργά με το άθλημα που τον ανέδειξε κι έφυγε αθόρυβα το 2013, λίγο πριν πατήσει στα 70. Άφησε πίσω του ρεκόρ, αναμνήσεις και ανεπανάληπτα επιτεύγματα: ο Μπέλοφ ήταν ο πρώτος καλαθοσφαιριστής στον οποίο έτυχε η τιμή να είναι ο τελευταίος δρομέας στο στάδιο, που θα ανάψει τη δάδα με την ολυμπιακή φλόγα (Μόσχα, 1980). Ήταν ο πρώτος μη Αμερικάνος αθλητής που μπήκε στο Hall of Fame του ΝΒΑ, αλλά και το πρώτο μέλος στο αντίστοιχο Hall of Fame της FIBA, ενώ στα 100 χρόνια από την ίδρυση του μπάσκετ, το 1991, ανακηρύχθηκε από την Παγκόσμια Ομοσπονδία κορυφαίος παίκτης του αιώνα.

Κάποιες μεταγενέστερες δηλώσεις του δεν ήταν ιδιαίτερα φιλοσοβιετικές. Αυτό που έχει όμως ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν η κριτική που ασκούσε στο ΝΒΑ, την αμερικάνικη νοοτροπία και το σύγχρονο τρόπο παιχνιδιού, που προάγει τα σωματικά προσόντα εις βάρος της φαντασίας και της δημιουργικότητας.

«Γεννήθηκα το 1944 και πέτυχα πολλά σπουδαία πράγματα στην καριέρα μου, δεν έχω παράπονο. Θα ήθελα όμως να έχω γεννηθεί γύρω στο 1960 για να παίξω αντίπαλος με τους τωρινούς σταρ και να τους δείξω μερικά πράγματα που δεν μπορούν να τα κάνουν πια! Βεβαίως το μπάσκετ έχει εξελιχθεί στις μεθόδους της προπόνησης και οι παίκτες έχουν περισσότερα φυσικά προσόντα, αλλά υστερούν σε τεχνική κατάρτιση, σε φαντασία και σε ένστικτο»

«Γιατί σώνει και καλά το «τεσσάρι» πρέπει να είναι 130 κιλά; Γιατί επίσης ο Κούκοτς έπρεπε να γίνει… παχύδερμο και να χάσει την ελαστικότητα και την ταχύτητα του; Η νομίζεις πως ο συχωρεμένος ο Πέτροβιτς βελτιώθηκε όσο έπαιζε στο ΝΒΑ; Θα γύριζε στην Ευρώπη, λες, και θα μπορούσε να βάλει 62 πόντους όπως εναντίον της Καζέρτα στον τελικό της Αθήνας; Είμαι σίγουρος πως από «Μότσαρτ του μπάσκετ» θα γινόταν «Ρομπότ του μπάσκετ»! Οι άνθρωποι εκεί είναι μονολιθικοί, βλέπουν μόνο το άσπρο ή το μαύρο και θέλουν να συντρίψουν την ανθρώπινη πλευρά του παίκτη. Οπως έλεγε ο φίλος μου, ο Βασίλης Γκούμας, το 1974 που παίξαμε μαζί στη Μικτή Ευρώπης, «οι άνθρωποι είναι Coca Cola, Pop Corn και στον κόσμο τους»!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: