Οι λαϊκές συγκεντρώσεις, το τεκμήριο της αθωότητας και η πίεση στην κρατική εξουσία

Η συγκέντρωση χιλιάδων πολιτών έξω από την αίθουσα του Εφετείου κατά την εκφώνηση της απόφασης στη δίκη της Χρυσής Αυγής άνοιξε μια συζήτηση για το κατά πόσο συνιστά αθέμιτη πίεση στους Δικαστές και κατά πόσο επηρεάζει τη δικαιοδοτική κρίση τους.

Η συγκέντρωση χιλιάδων πολιτών έξω από την αίθουσα του Εφετείου κατά την εκφώνηση της απόφασης στη δίκη της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ άνοιξε μια συζήτηση για το κατά πόσο συνιστά αθέμιτη πίεση στους Δικαστές και κατά πόσο επηρεάζει τη δικαιοδοτική κρίση τους. Το άρθρο 11 παρ. 1 του Συντάγματος αναγνωρίζει το δικαίωμα των Ελλήνων να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα. Αποδέκτης του συνταγματικού αυτού δικαιώματος είναι η κρατική εξουσία. Κανένας περιορισμός δεν μπορεί να υπάρχει ως προς το περιεχόμενο των αιτημάτων μιας συγκέντρωσης ούτε φυσικά μπορούν οι λαϊκές συγκεντρώσεις να χαρακτηριστούν αθέμιτες. Συνηθέστερα τα αιτήματα στρέφονται προς τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία: Πολίτες έξω από τη Βουλή ή από τα Υπουργεία ζητούν κατάργηση ή τροποποίηση ή θέσπιση νομοθετικών διατάξεων. Ορισμένες φορές αποδέκτης των αιτημάτων είναι και η δικαστική εξουσία. Δεν είναι σπάνιες οι συγκεντρώσεις έξω από Δικαστήρια της Χώρας με αιτήματα την απαλλαγή ή την καταδίκη συλληφθέντων. Ο Λαός έχει δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τα αιτήματά του, να ασκεί μια θεμιτή «πίεση» προς την εξουσία. Είναι άραγε η μοναδική πίεση που ασκείται στο Κράτος; Οι απαιτήσεις επιχειρηματιών για ευνοϊκές ρυθμίσεις (φορολογικές, μισθολογικές, εργασιακές) προκειμένου να παραμείνει μια επένδυση σε συγκεκριμένη Χώρα δεν συνιστούν πίεση προς την Κυβέρνηση;

* * *

Η σφοδρή επιστημονική κριτική σε αποφάσεις Ανωτάτων Δικαστηρίων με σκοπό να αλλάξει η νομολογία θεωρείται αθέμιτη; Ορισμένες πιέσεις είναι σαφώς περισσότερο αποτελεσματικές γι’ αυτούς που τις ασκούν αν και λιγότερο αντιληπτές από την κοινωνία. Οι κρατικοί λειτουργοί (βουλευτές, υπουργοί, δικαστές, εισαγγελείς) έχουν τέτοια υψηλή συνταγματική θωράκιση ακριβώς για να μπορούν να ενεργούν σύμφωνα με την δική τους συνείδηση και να μην επηρεάζονται στην κρίση τους. Ζουν και εργάζονται μέσα σε μια κοινωνία ζωντανή. Μια κοινωνία με αντιτιθέμενα συμφέροντα, με συγκρούσεις, με πολύπλευρες προσεγγίσεις και αντιλήψεις. Θα ταίριαζε σε ανελεύθερο καθεστώς να απαιτεί από τον κυρίαρχο Λαό συνθήκες απομόνωσης και απόλυτης σιγής ως προϋπόθεσης για να μπορούν να λειτουργούν αποτελεσματικά οι θεσμοί. Θα ήταν μια ξεκάθαρη ομολογία αποτυχίας της Δημοκρατίας. Είναι εντελώς διαφορετικό το ζήτημα της υποχρέωσης της Πολιτείας να προστατεύει τη ζωή και την περιουσία των κρατικών λειτουργών ώστε να μπορούν ανεμπόδιστα να επιτελούν το καθήκον τους. Η Δημοκρατία πρέπει να επιδιώκει να δημιουργήσει ενημερωμένους και συνειδητοποιημένους πολίτες. Οχι φοβισμένους και απαθείς. Πολίτες που κάνουν θαρρετά χρήση των συνταγματικών δικαιωμάτων τους. Πολίτες που αντιλαμβάνονται ότι η αδράνεια στην άσκηση δικαιώματος, η συναίνεση στον περιορισμό τους οδηγεί στη σταδιακή απονέκρωσή τους και λογίζεται ως οικειοθελής παραίτηση.

* * *

Μήπως όμως η συγκέντρωση πολιτών έξω από μια αίθουσα Δικαστηρίου παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας των κατηγορουμένων; Το άρθρο 7 ν. 4596/2019 που ενσωμάτωσε την Οδηγία 2016/343 του Ε.Κ. και του Συμβουλίου της 9-3-2016, προβλέπει τη δυνατότητα αποζημίωσης του κατηγορουμένου προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου της αθωότητάς του «από δηλώσεις δημοσίων αρχών οι οποίες αναφέρονται σε εκκρεμή ποινική διαδικασία και είτε παροτρύνουν το κοινό να πιστέψει στην ενοχή του είτε προβαίνουν σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με την οποία προδικάζουν τη δικαστική κρίση». Δύο επισημάνσεις είναι ουσιαστικές: Πρώτον, η προστασία του τεκμηρίου της αθωότητας δεν είναι απόλυτη υπό την έννοια ότι το προοίμιο της Οδηγίας (παρ. 19) θεωρεί ότι κάμπτεται μπροστά στην ελευθερία του Τύπου και των λοιπών μέσων ενημέρωσης. Πόσο μάλλον μπροστά στο δικαίωμα διαμαρτυρίας των συγκεντρωμένων! Δεύτερον, ότι αποδέκτης της παραπάνω υποχρέωσης είναι «οι δημόσιες αρχές» και όχι ο Λαός. Θα ήταν συνεπώς αδιανόητο να ισχυριστεί κανείς παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας για το λόγο ότι πολίτες ασκούν το συνταγματικό δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης και ζητούν από τις Αρχές (Δικαστήρια) την τιμωρία συγκεκριμένων κατηγορουμένων.

Οι Δικαστές είναι οι μόνοι θεσμικά αρμόδιοι να κρίνουν μία ποινική υπόθεση σύμφωνα με τις νόμιμες διαδικασίες και εγγυήσεις. Κανένας εξάλλου δεν στερείται του φυσικού του δικαστή (άρθρο 8 Συντάγματος). Κανείς αντίστοιχα δεν μπορεί να στερήσει το δικαίωμα της κοινωνίας να απαιτεί, να διαμαρτύρεται, να εκφράζεται ελεύθερα με τον τρόπο που αυτή επιλέγει. Δύο δικαιώματα ανεξάρτητα μεταξύ τους και πάντως όχι αλληλοαποκλειόμενα.

(Αναδημοσίευση από την «Εφημερίδα των Συντακτών», 12/10/2020)

 

Χριστόφορος Σεβαστίδης
Δ.Ν. Εφέτης – πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Ριζοσπάστης
Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: