Η ηγεμονία του ατομικού ως ο πρωταρχικός παράγοντας ερμηνείας

Ο ατομισμός ως βασικό συστατικό της αστικής ιδεολογίας επικρατεί έναντι του ταξικού και του συλλογικού στην κυρίαρχη αφήγηση και επιδρά σε μια σειρά πεδία: από την ιστορία και τον πολιτικό λόγο μέχρι την ερμηνεία της κρίσης και τις τέχνες.

Ένα από τα κυρίαρχα συστατικά της αστικής ιδεολογίας που διαχέεται σε όλο το φάσμα της πολιτικής, πνευματικής, και καθημερινής ζωής είναι η ηγεμονία του ατομικού ως το πρωταρχικό εκείνο στοιχείο που επικαθορίζει και τις περισσότερες ερμηνείες, είτε αυτές πρόκειται να εφαρμοστούν στην «υψηλή πολιτική», είτε στην «απλή καθημερινή» ζωή. Το ατομικό ταλέντο, η ατομική προσπάθεια, τα ατομικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, οι ατομικές επιλογές· όλα, υποστηρίζεται, συμβάλλουν στην εκμετάλλευση ή όχι των ευκαιριών – στα πλαίσια της καπιταλιστικής «ισότητάς» τους – που θα παρουσιαστούν στον καθένα. Θα καθορίσουν, εν τέλει, και την συνολική ατομική πορεία του ατόμου. Προβάλλουν, έτσι, τα ατομικά χαρακτηριστικά ως οι κρίκοι μιας ερμηνευτικής αλυσίδας που μοιάζει να μπορεί να εφαρμοστεί παντού και πάντα αποκομμένη από το γενικότερο πλαίσιο.

Το ατομικό στοιχείο ηγεμονεύει ξεδιπλώνοντας δυο βασικές λειτουργίες. Πρώτον, μπορεί και παρουσιάζεται ως άμεσα επαγωγικό, ενώ είναι έμμεσα παραγωγικό. Αντί, δηλαδή, κάποιος να αναγνωρίζει τις γενικότερες κοινωνικοοικονομικές δομές στις οποίες το άτομο εντάσσεται, λειτουργεί και εν πολλοίς καθορίζεται, ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία κατά την οποία δομή δεν υπάρχει ή αν υπάρχει αυτή είναι αποτέλεσμα – συνισταμένη όλων των ατομικοτήτων, άρα κάπως τυχαία και σίγουρα ρευστή. Τελικά, δομή ή κοινωνία ή πολιτική ορίζεται το άθροισμα των τυχαίων, ρευστών ατομικών χαρακτηριστικών που την απαρτίζουν.

Δεύτερον, μπορεί και παρουσιάζεται ως πρακτικό – εμπειρικό την ώρα που είναι βαθιά ιδεαλιστικό. Αντί, δηλαδή, η ατομική βούληση και ικανότητα να αναγνωρίζεται εμπειρικά, μέσω παραδειγμάτων, ως η ελάχιστη δύναμη που διαθέτει κάποιος μόνος του απέναντι στην γιγαντιαία ολότητα του κόσμου που τον περιβάλλει, ακολουθεί μια αντίστροφη πορεία κατά την οποία το άτομο τα βάζει με τον κόσμο και υπερτερεί ή ηττάται, αφού ο κόσμος στο συνολικό του ανάπτυγμα θεωρείται άθροισμα ατομικοτήτων με τις οποίες ανταγωνιστικά και με μία – μία αναμετριέται. Τελικά, ο «δίκαιος» ανταγωνισμός (ο οποίος υπονοείται πως αρχίζει με ίσες αφετηρίες – ευκαιρίες, έχει ίσο τερματισμό – στόχο, ενώ η «ταχύτητα» – ικανότητα είναι το κινητήριο ατομικό στοιχείο) καθορίζει και την τελική αξιοκρατική επικράτηση του ενός έναντι του άλλου.

Στη βάση αυτής της ερμηνευτικής αποδιδόταν – κερδίζοντας σε πολλές περιπτώσεις την δειλή σιωπηλή επιδοκιμασία – το γεγονός πως η σημερινή γενιά ζει χειρότερα από την αμέσως προηγούμενη, με κριτήρια απόλυτης ατομικότητας. Η προηγούμενη γενιά ως σύγκριση ατόμων ένα προς ένα ήταν «καλύτερη» και από την προηγούμενή της (ώστε να καταφέρει να την ξεπεράσει ζώντας η ίδια καλύτερα) και από την αμέσως επόμενή της, τη σημερινή δηλαδή (που δεν φαίνεται «αντάξια», καθώς είναι «διαβρωμένη» από το καλό βιοτικό επίπεδο που απήλαυσε λόγω της προηγούμενης· ίσως είναι «τεμπέλα» γενιά που δεν θέλει να κουραστεί στην οικοδομή και τα χωράφια και άλλα συναφή, πολυφορεμένα και πολυφθαρμένα). Το ανάποδο, ότι το ατομικό δηλαδή είναι ουσιαστικά ανίσχυρο και «ταξιδεύει» πάνω στο κύμα της εκάστοτε ιστορικής συγκυρίας, αντιμετωπίζεται ως ιδεαλιστικό και θεωρητικό. Και αντιμετωπίζεται, έτσι, κάτω από τον όγκο, την συχνότητα και την ένταση αναφορών που κατακλύζουν την ζωή του ατόμου και υπερκαθορίζουν την σκέψη του.

Όπως τα πεδία εφαρμογής της ιδεολογίας διατρέχουν όλη την κοινωνική και πολιτική ζωή, τα αντίστοιχα των ιδεολογικών στοιχείων της κάνουν το ίδιο. Οι διάφορες πτυχές αυτής της ισχυρής ιδέας παρουσιάζονται παντού και πάντα, άλλοτε με σοβαροφανή επικάλυψη, άλλοτε με καφενειακή απλοϊκότητα.

Κατ’ αρχάς, έχει πεδίο εφαρμογής την σχολική ιστορία, η οποία αποτελεί σε πολλές αν όχι στις περισσότερες περιπτώσεις και τη μόνη ιστορία που μαθαίνει κάποιος, προκειμένου ιστορικά και πολιτικά να διαπαιδαγωγηθεί ως αυριανός πολίτης. Οι συχνές αναφορές σε πολιτικά/στρατιωτικά πρόσωπα, πολιτικά/στρατιωτικά ισχυρούς άνδρες που με τις ατομικές τους ικανότητες ή αδυναμίες, που με τις σωστές ή λανθασμένες επιλογές τους καθόρισαν την ιστορία συμπυκνώνει όλη την ιδέα περί πρωταρχικού ατομικού παράγοντα.

Οι προσωπικές τους βιογραφίες, οι προσωπικές τους σκέψεις, ιδέες, ηθικά γνωρίσματα αναδεικνύουν ένα ψυχογράφημα του ατόμου που καθορίζει τα πράγματα. Τελικά, η ευθύνη της επιλογής / πράξης είναι δική του, η δόξα ή ο όλεθρος υπ’ ευθύνη του. Το αντιφατικό εδώ ίσως είναι ότι η υπόλοιπη κοινωνία, οι υπόλοιπες ατομικότητες απλώς ακολουθούν κι έτσι η υποτιθέμενη ατομική τους ικανότητα απλώς εξαφανίζεται. Μπορεί να καλυφθεί, όμως, η αντίφαση και τελικά η ευθύνη να αποδοθεί στην κοινωνία: δεν ήταν ικανή ως άθροισμα ατόμων να εκλέξει δημοκρατικά, να αναδείξει κάποιον άλλον. Η επιλογή ήταν δική τους. Ύστερα ακολουθούν τα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, οι απόλυτες αναλογίες που δεν είναι απόλυτες κ.λπ.

Στο ίδιο μοτίβο με την σχολική ιστορία κινείται και η παροντική ιστορία, όπως αναπαρίσταται, καταγράφεται, εκλαϊκεύεται και εξηγείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο. Πέρα από την κουκίδα που αντιστοιχεί στην ιδιαίτερη μοναδική πολιτική θέση που εκφράζει κάθε αστικό μέσο ή αστικό κόμμα με τις διαφοροποιήσεις που αυτά έχουν και εκφράζουν, η κοινή γραμμή που τις ενώνει είναι η απόλυτη ισχύς του ατομικού παράγοντα στον πολιτικό λόγο και την πολιτική εξήγηση.

Η εξήγηση δίνεται είτε με ατομικά γνωρίσματα πολιτικών προσώπων που συνοψίζονται σε αξιολογικά επίθετα που χαρακτηρίζουν την προσωπικότητα: ή γνωστικά (έξυπνος/ηλίθιος, ικανός/ανίκανος, εργατικός/τεμπέλης) ή ηθικά (καλός/κακός, ειλικρινής/ψεύτης, τίμιος/κλέφτης, σοβαρός/τσαρλατάνος) κ.λπ.· είτε με τα ίδια ατομικά χαρακτηριστικά που αποδίδονται όμως τώρα ή σε πολιτικούς χώρους ή σε κλάδους εργαζομένων ή σε έθνη / φυλές, προκειμένου να αποδώσουν στον πλουραλισμό και τις διαφοροποιήσεις ολόκληρου πλήθους διακριτή ατομικότητα, προκειμένου να της επιτεθούν ως άτομο απόλυτων διακριτών χαρακτηριστικών. Το άτομο – συνάγεται από τα παραπάνω – είναι ή το ένα ή το άλλο, δεν έχει αποχρώσεις. Το ίδιο υποχρεούται να είναι και η ομάδα για να μπει στην πολιτική συζήτηση που κυριαρχείται από τον λόγο περί ατομικού. Σύντομα, σχολιάζοντας, θα μπορούσαν να ακολουθούν εδώ τα περί ολοκληρωτισμών και απολυτοτήτων, που αποδίδονται στα «δύο άκρα», αλλά φαίνεται να συνδέουν τον κυρίαρχο πολιτικά λόγο μονάχα με το ένα.

Συνδυάζοντας τα δύο αυτά (που υποτίθεται ανήκουν στην σφαίρα της επιστήμης και περικλείουν τις πιο σοβαρές πτυχές, τις επίσημες εκφάνσεις του πολιτικού βίου) με την καθημερινή εμπειρία λογικής εξήγησης που αναφέρεται είτε στον αθλητισμό (στο επίπεδο του αθλητή / προπονητή), είτε στην τέχνη (στο επίπεδο του καλλιτέχνη), είτε στο τέλος σε συγκεκριμένα άτομα και τις απόλυτα προσωπικές επιλογές τους που ανάγονται, σχολιάζονται και «εξηγούνται» στο επίπεδο του κουτσομπολιού, δημιουργείται ένας απόλυτα κυρίαρχος λόγος περί ατομικού που περιλαμβάνει όλον τον λόγο της κοινωνίας και ατόμων περί κοινωνίας και ατόμων.

Η απόλυτη, αυτή, ισχύς της ιδέας περί καθοριστικού ατομικού παράγοντα έχει, βέβαια, συνέπειες. Όχι μόνον μπορεί εύκολα να αποβάλλεται και να εκτοπίζεται κάθε διαφορετικός λόγος που εξηγεί τα πράγματα με κριτήρια πέραν του ατομικού (κοινωνικές τάξεις, κοινές ιδεολογίες, συμφέροντα κοινωνικών ομάδων, οικονομικά συστήματα, γενικότερες ιστορικές συνθήκες κ.λπ.), αλλά και τα πεδία του λόγου περί ατομικού μπορούν εύκολα να ανάγονται το ένα στο άλλο. Έτσι που, σε τελική ανάλυση, να μην υφίσταται κανενός είδους διαχωρισμός: με τα κριτήρια στα οποία κάποιος συμμετέχει στο κουτσομπολιό ή στον σχολιασμό ενός αθλητή, με τα ίδια θα μπορεί να σκέφτεται και να συμμετέχει σε μια πολιτική συζήτηση, αφού ήδη ο κυρίαρχος πολιτικός λόγος έχει δώσει το επιθυμητό παράδειγμα.

Και πέραν από μια συγκεκριμένη πολιτική συζήτηση, η οποία ίσως να είναι και παροδική με την έννοια ότι οι εποχές αλλάζουν, το σημαντικό εδώ είναι πως το άτομο οικοιοποιείται και εσωτερικεύει τον λόγο περί ατομικού, μαθαίνει να σκέφτεται αποκλειστικά έτσι και τελικά αποκλείει οποιαδήποτε άλλη ανάγνωση/εξήγηση ως θεωρητικές και μη πρακτικές, ως κάποιες που ποτέ δεν έχει χρησιμοποιήσει, δεν έχει μάθει να διακρίνει και τελικά δεν τον ενδιαφέρουν αφού και a priori (λαμβάνουσα εκπαίδευση) και de facto (κυρίαρχος πολιτικός λόγος/καθημερινή πρακτική) έχει μάθει ότι δεν ισχύουν.

Τέλος, δεν χρειάζεται – αν και πάντα χρειάζεται – ο πολιτικός λόγος να του υπενθυμίζει πλέον το ατομικό ως πρωταρχικό· το άτομο μέσα σε μια πορεία ζωής το έχει μάθει και το εφαρμόζει πλέον από μόνο του. Ο πολιτικός λόγος, πρέπει, πλέον μονάχα να στρέφει σε συγκεκριμένη κατεύθυνση την εξήγηση στη βάση του ατομικού, να αποκρυσταλλώνει το κοινό της έδαφος, να δίνει στην καθορισμένη μορφή του περιεχόμενο υπέρ ή/και εναντίον συγκεκριμένων πολιτικών πρόσωπων, κοινωνικών ομάδων, εθνών κ.λπ. Στη βάση αυτή, το πολιτικό παιχνίδι πλέον είναι δημοκρατικό και δίκαιο: όποιος πείθει καλύτερα περισσότερους κερδίζει. Το έδαφος πάνω στο οποίο συγκροτείται, στηρίζεται, αποκτά συναίνεση ή εισπράττει αντιδράσεις αυτή η πειθώς είναι ο συμφωνημένος, κοινά διαμορφωμένος και λειτουργικός κοινός τόπος.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: