Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία, πώς η ιστορία γίνεται Φεστιβάλ

Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να σου αφήνει τόσο γλυκιά γεύση -σαν τους ταξικούς λουκουμάδες- χωρίς να σε λιγώνει ποτέ. Που να γεννά τόσες στιγμές, συγκινήσεις, μικρές και μεγάλες ιστορίες, από τις λεπτομέρειες ως τα πιο ουσιαστικά. Κι είναι κρίμα αυτό το θαύμα να κρατάει μόνο τρεις ημέρες…

Το Φεστιβάλ είναι Ιστορία, φορτωμένη γεγονότα, αναμνήσεις και δεκάδες μικρές προσωπικές ιστορίες, που όλες μαζί συνθέτουν τη δική του ιστορία. Δείχνουν τη διαδρομή της οργάνωσης, του κόμματος, την αντοχή τους στο χρόνο.

Δεν υπάρχει άλλος χώρος ή νεολαία, κανένας θεσμός ή άλλο πολιτικό Φεστιβάλ, που να άντεξε τόσο πολύ και να διεξάγεται ανελλιπώς, κάθε χρόνο, σε όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, ακόμα και στις πιο δύσκολες καμπές για τους κομμουνιστές.

Δεν υπάρχει άλλο γεγονός που να περιμένεις κάθε χρόνο με τόση λαχτάρα, όπως ο εργαζόμενος τις διακοπές του -που κι αυτές δεν τις έχει σίγουρες ή μπορεί να μην ξεπερνάνε το τριήμερο- και να περνάει τόσο γρήγορα, αλλά τόσο γεμάτο, γεμίζοντας κι εσένα παράλληλα.

Δεν υπάρχει κάτι άλλο που να σου αφήνει τόσο γλυκιά γεύση -σαν τους ταξικούς λουκουμάδες- χωρίς να σε λιγώνει ποτέ. Που να γεννά τόσες στιγμές, συγκινήσεις, μικρές και μεγάλες ιστορίες, από τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες ως τα πιο ουσιαστικά.

Οι μέρες που έπεφτε μαζί με την πορεία της ΔΕΘ, στη Θεσσαλονίκη, και μια χρονιά μας περίμεναν στο τέλος κάτι λεωφορεία του ΟΑΣΘ, για να μας μεταφέρουν express στο χώρο. Οι χρονιές που έπεφτε μες στην προεκλογική περίοδο και διπλασίαζε την κούραση, αλλά άξιζε τον κόπο κι ήταν η καλύτερη προεκλογική δουλειά, σαν την πιο μαζική εκλογική συγκέντρωση. Οι ροκ συναυλίες (βλέπε Μωρά στη Φωτιά) κι οι σύντροφοι που ήθελαν συνειδητά να πάνε περιφρούρηση για να χτυπηθούν και να νιώσουν Α-δρε-να-λί-νη, κανένας δε θα μείνει.

Το λαϊκό προσκύνημα στις σκηνές με τους πιο λαοφιλείς καλλιτέχνες. Κι η εικόνα όπου χόρευαν ακόμα και οι σ/φοι στις ταβέρνες και ο κόσμος που περίμενε ρυθμικά στην ουρά, σα να έφτιαχνε βίντεο-κλιπ. Το δημιουργικό στήιμο ή το άχαρο ξεστήσιμο, όπου νιώθεις σαν το παιδί, που έχει φτιάξει μια Πολιτεία ολάκερη με τουβλάκια και playmobil και δεν του πάει καρδιά να μαζέψει τα παιχνίδια του.

Μια κρύα νύχτα του Σεπτέμβρη, που σου φαίνεται στίχος-παρωδία, μέχρι να το ζήσεις στην πράξη στο Φεστιβάλ, με τη γλυκιά υγρασία του χώρου. Ο χορός της βροχής που στήνουμε προκλητικά κάθε χρόνο κάτω από τα σύννεφα κι η αντι-λιτανεία για να μην πέσει ο ουρανός πάνω στα κεφάλια μας και ξεσπάσει την οργή του για τον Κακοφωνίξ -που δεν είναι ο ίδιος κάθε φορά.

Οι μουσικές καρέκλες, που είναι πάντα λιγότερες από εμάς και περιζήτητο αντικείμενο του πόθου και της κούρασης. Το μποτιλιάρισμα, το δύσκολο παρκάρισμα, η άτυπη προσυγκέντρωση στα λεωφορεία που πηγαίνουν στο χώρο. Οι σύντροφοι από τις διεθνείς αποστολές, που λάμπουν τα μάτια τους και νιώθουν σα να είναι σε παιδική χαρά, με τόσο κόσμο γύρω τους, καταλήγοντας να πίνουν και να χορεύουν εκστασιασμένοι ως το πρωί.

Η γκρίνια για κάποια ονόματα που έρχονται -που είναι κομμάτι της παράδοσης του Φεστιβάλ πλέον. Τα ραντεβού σε προκαθορισμένα σημεία -πχ στο ταμπλό του Μπελογιάννη στη λαϊκή σκηνή- γιατί δεν πιάνει σήμα. Η διαμάχη με τους γείτονες που θέλουν να κοιμηθούν και τους οικολόγους με τις επιλεκτικές ευαισθησίες για τα παπιά στο Πάρκο Τρίτση, που νιώθουν πάντως τρισευτυχισμένα με τόσο κόσμο να τα ταΐζει και βρίσκουν το μήνα που θρέφει τους 11.

Το στοκ από παλιά, εξαντλημένα βιβλία οι προσφορές στα καινούρια, το σουβλάκι που δε λέγεται καλαμάκι, αλλά κι έτσι ακόμα δεν αξίζει όσο τα κεμπάπ και τα λουκάνικα (ή οι φετινές παντσέτες στο Παύλου Μελά). Το κουβανέζικο που είναι μάλλον μπαράκι, παρά πολιτική αποστολή, κι ο Πύργος της Βαβέλ στη Διεθνούπολη, που θα μπορούσε να είναι σαν τον Πύργο του Τάτλιν και μια μέρα να δεις που θα τον χτίσουμε, όπως αυτήν την Κόκκινη Πολιτεία.

Και δεν πιάσαμε καν τις εκθέσεις, τις οιλίες, τις συναυλίες, τα αφιερώματα, που είναι διαφορετικά κάθε χρόνο. Και τον άπειρο κόσμο που σε αφήνει με την κλασική απορία: τι ψηφίζουν όλοι αυτοί, ρε παιδιά. Και τις ζεμπεκιές του ΓΓ, που είναι πιο πιθανό να βρουν το δρόμο τους για την τηλεόραση, παρά η ομιλία του και το Φεστιβάλ αυτό καθαυτό σαν το μαζικότερο πολιτικό-πολιτιστικό γεγονός -δεν το αξιολογούν ως πολύ σημαντικό τα κανάλια και τα ΜΜΕ.

Το Φεστιβάλ είναι Ιστορία, μοναδική και ανεπανάληπτη, που επαναλαμβάνεται όμως κάθε χρόνο, σα νομοτέλεια. Είναι όμως και εικόνα από τα “προσεχώς” και την κοινωνία του μέλλοντος, που θέλουμε να φτιάξουμε, με συλλογική δημιουργία, εθελοντική προσφορά, για κάτι που σε ξεπερνάει και γιγαντώνεται, αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμο. Και είναι κρίμα ένα τέτοιο θαύμα να κρατάει μόνο τρεις ημέρες, κάθε χρόνο…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: