Ένας πραγματικός άνθρωπος

Ένα από τα πρώτα βιβλία που μου δώρισαν, ίσως το πρώτο, ήταν αυτό του Μπορίς Πολεβόι «Ένας πραγματικός άνθρωπος». Πήγαινα στο δημοτικό και στα διαβάσματά μου, χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, αναζητούσα τους δικούς μου ήρωες. Το βιβλίο μού το δώρισε κάποιος που δεν το ξανάδα από τότε. Θυμάμαι μόνο το όνομά του.

Τα γεγονότα που βιώνουμε στην παιδική ηλικία καθορίζουν συχνά την υπόλοιπη ζωή μας. Ας είναι τα χρόνια που ζήσαμε ειρηνικά και ήσυχα, στον απόηχο της κλαγγής των όπλων και των αποχαιρετισμών των ηρώων μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Χρόνια, λένε κάποιοι, αντιηρωικά, που δεν προσφέρονται για ηρωισμούς και δεν γεννάνε νέους ήρωες.

Ένα από τα πρώτα βιβλία που μου δώρισαν, ίσως το πρώτο, ήταν αυτό του Μπορίς Πολεβόι «Ένας πραγματικός άνθρωπος». Πήγαινα στο δημοτικό και στα διαβάσματά μου, χωρίς να το καταλαβαίνω τότε, αναζητούσα τους δικούς μου πραγματικούς, πέρα από τους χάρτινους, ήρωες. Το βιβλίο μού το δώρισε κάποιος που δεν τον ξανάδα από τότε. Θυμάμαι μόνο το όνομά του, Λαοκράτης, κι ότι φόραγε κάτασπρα δερμάτινα αθλητικά παπούτσια «αντίντας» με κόκκινες ρίγες στο πλάι – μου είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση. Ήταν γιος πολιτικών προσφύγων, που είχαν μετά τον εμφύλιο βρει φιλόξενη στέγη στη Λ.Δ. Ουγγαρίας. Ήταν τύπος από αυτούς που αποκαλούμε «μποέμ», μάλλον διαβασμένος, κάτι είχε σπουδάσει στην Ουγγαρία πριν φύγει σκαστός και φτάσει μέσω Γιουγκοσλαβίας στην Ελλάδα. Για να βγαίνουν τα έξοδα δούλευε στις οικοδομές, μα δεν τα πήγαινε καλά με τη δουλειά, ήταν όμως ολιγαρκής, και συνδικαλισμένος στο Σωματείο Κτιστών. Έτσι βρέθηκε ένα βραδάκι στο σπίτι κι εκεί στη μακρόστενη βεράντα, δίπλα στις γλάστρες με την αρμπαρόριζα και τις γαριφαλιές, με ρώταγε για το σχολείο και για τα ενδιαφέροντά μου. Κάποια στιγμή έβγαλε μέσα από το χακί τζάκετ που φορούσε, το βιβλίο και μου το χάρισε. Ένα χοντρό δεμένο τόμο σε χρώμα βαθυκόκκινο, με πυκνοτυπωμένες σελίδες, δίχως εικόνες.

Ο πραγματικός άνθρωπος ήταν ο Αλεξέι Μερέσιεφ, έτσι τον γνώρισα (όχι Μαρέσιεφ) μέσα από τη μετάφραση του Ανδρέα Σαραντόπουλου, των εκδόσεων «Γνώσεις», κι ήταν ο πρώτος μου πραγματικός ήρωας. Ένας σοβιετικός πιλότος καταδιωκτικού, που σε μια αερομαχία το αεροπλάνο του χτυπήθηκε κι αυτός βρέθηκε βαριά τραυματισμένος στο έδαφος. Μετά από μέρες τον βρήκαν κάποια χωριατόπαιδα μισοπεθαμένο από την απώλεια αίματος και την πείνα. Για να επιζήσει από την γάγγραινα οι γιατροί του έκοψαν και τα δυο πόδια στο ύψος του γόνατου. Ο Μερέσιεφ δεν αποδέχτηκε ότι δεν θα μπορούσε να ξαναπετάξει και ότι δεν θα υπερασπιζόταν την πατρίδα του και την ανθρωπότητα στον πόλεμο ενάντια στο φασισμό. Υπερνικώντας αφάνταστες δυσκολίες και ξεπερνώντας κάθε ανθρώπινο όριο και αντοχή κατάφερε όχι μόνο να σταθεί στα πόδια του μα να ξαναπετάξει και να συνεχίσει να γράφει χρυσές σελίδες ηρωισμού.

Ένας πραγματικός άνθρωπος

Αλεξέι Πετρόβιτς Μαρέσιεφ (1916-2001)

Ο Μερέσιεφ ήταν ένας ήρωας (δεν γνώριζα ακόμα ότι ήταν υπαρκτό πρόσωπο) που συντάραξε συθέμελα τον μέχρι τότε διαμορφωμένο κόσμο μέσα μου και θα ακολουθούσε τα βήματά μου σα διακριτική σκιά σε όλη μου τη ζωή. Όσο αυγάταιναν τα χρόνια και τα βιώματά μου, κι οι προσεγγίσεις οι σχετικές με τα χρόνια τα ηρωικά πλήθαιναν, συνειδητοποιούσα ότι σαν τον Μερέσιεφ γεννήθηκαν και γεννιούνται άνθρωποι σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Ότι δεν υπάρχουν ηρωικές και αντιηρωικές εποχές,  το να γίνεις ήρωας μερικές φορές απέχει μια κλωστή απ’ την καθημερινότητα που δεν αποδέχεσαι κι ότι ήρωες υπάρχουν πολλοί γύρω μας, σήμερα, κι ας μην υπάρχουν εκτελεστικά αποσπάσματα. Κι ακόμα ότι είναι εύκολο να μπερδέψεις ή να χάσεις τα βήματά σου, αν δεν έχεις κάπου ν’ ακουμπήσεις, κάποιο χέρι να σε κρατήσει όρθιο στο δρόμο το σωστό. Σήμερα, τέσσερις δεκαετίες σχεδόν από τότε που πρωτοδιάβασα το «Ένας πραγματικός άνθρωπος» του Μπορίς Πολεβόι, μπορώ να πω με βεβαιότητα ότι αν στην πορεία δεν χάθηκα στο δρόμο, αυτό το χρωστάω σε κάποιο ποσοστό στον Αλεξέι Μερέσιεφ.

Θα πέρναγαν χρόνια μέχρι να μάθω ότι μετά την Αντιφασιστική Νίκη ανέπτυξε κοινωνική και πολιτική δράση, εκπαίδευσε γενιές πιλότων, βοήθησε με το παράδειγμά του χιλιάδες βετεράνους ανάπηρους να ορθοποδήσουν και να συνεχίσουν να ζουν μια δημιουργική ζωή, επισκέφτηκε και μίλησε σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, ότι ήταν αγαπητός στη σοβιετική νεολαία. Μα τίποτα δεν θα έκανε περισσότερο ή λιγότερο φωτεινό το παράδειγμά του. Αυτό που με δίδαξε χωρίς να το γνωρίζει, μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου.

Παραθέτω τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα. Το πρώτο περιγράφει τη σκηνή, όταν τα παιδιά ανακαλύπτουν στο δάσος τον μισοπεθαμένο πιλότο. Είναι δύσπιστα, αφού στην αρχή τον περνούν για Γερμανό.

«(…)Οι θάμνοι ξεχώρισαν και δυο παιδιά, προσεχτικά σαν περίεργοι μελισσοφάγοι έτοιμοι σε κάθε στιγμή να φτερακίσουν και να το σκάσουν προφυλαχτικά, κρατημένα από τα χέρια άρχισαν να τον πλησιάζουν. Το μεγαλύτερο, ένα ισχνό, γαλανομάτικο με ρούσα ίσα μαλλιά αγόρι, κρατούσε ψηλά στ’ άλλο του χέρι ένα ραβδί, αποφασισμένο, όπως έδειχνε, να το χρησιμοποιήσει στην ανάγκη. Το ακολουθούσε σ’ επαφή και κρυμμένο πίσω από την πλάτη του απ’ όπου κοίταζε με τα γεμάτα ακατανίκητη περιέργεια μάτια το μικρότερο—ένα κοκκινομάλλικο, με πρόσωπο γεμάτο αιματόχρωμα στίγματα παιδάκι που περπατούσε και όλο ψιθύριζε:

—Κλαίει. Αλήθεια, κλαίει. Και τι αδύνατος, τι αδύνατος!

Το μεγαλύτερο πλησιάζοντας τον Αλεξέι και κρατώντας συνέχεια ψηλά το ξύλο έσπρωξε μακριά το πιστόλι με την πελώρια φουρρέ μπότα που φορούσε του πατέρα του και ρώτησε:

—Λες αεροπόρος, ε; Έχεις χαρτιά; Δείξτα μας.

—Ποιοι είναι δω—δικοί μας ή Γερμανοί;—ρώτησε ψιθυριστά ο Αλεξέι και χαμογελώντας χωρίς να θέλει.

—Ξέρω κι εγώ  λες… Δε μου δίνουν αναφορά. Εδώ είναι δάσος, απάντησε διπλωματικά το μεγαλύτερο.

Αναγκάστηκε να ψάξει στο χιτώνιό του για την ταυτότητα. Το κόκκινο φυλλάδιο του αξιωματικού με το αστέρι έκανε στα παιδιά μαγική εντύπωση. Λες κι η παιδική τους ηλικία που είχε χαθεί τις μέρες της κατοχής ξαναγύρισε σ’ αυτά ξαφνικά από το γεγονός ότι φάνηκε μπροστά τους ο δικός, ο πατριώτης, ο αεροπόρος του Κόκκινου Στρατού.

—Δικοί μας, δικοί μας είναι δω, τρίτη μέρα σήμερα!

—Μπάρμπα, γιατί είσαι τόσο αδύνατος;

—…Εδώ οι δικοί μας τους τάραξαν, τους ρήμαξαν, τους τσάκισαν! Μάχη να δουν τα μάτια σου εδώ, άλλο πράμα! Τους πήγε τρίτη και τέταρτη!

—Κι όπου φύγει, φύγει… Ένας έδεσε πίσω από ένα αμάξι μια σκάφη, μπήκε μέσα σ’ αυτή και πάει. Δυο τραυματίες πάνε κρατημένοι από την ουρά ενός αλόγου, κι ένας τρίτος κουνιόταν καβάλα πάνω σ’ αυτό σαν φον βαρόνος… Που σ’ έριξαν σένα, μπάρμπα;

Ύστερα από τη φλυαρία τα παιδιά δραστηριοποιήθηκαν. Ως το χωριό από το ξυλάδικο, κατά τα λεγόμενά τους, ήταν πέντε χιλιόμετρα. Ο Αλεξέι, εξασθενημένος ολότελα, δε μπορούσε κιόλας ούτε να γυρίσει για να ξαπλώσει πιο άνετα με την πλάτη. Το έλκηθρο που είχαν χρησιμοποιήσει τα παιδιά για να φορτώσουν ξύλα από το «γερμανικό ξυλάδικο» ήταν εξαιρετικά μικρό—μα δεν άντεχαν και τα παιδιά να τραβήξουν μέσα από τους χιονισμένους χερσότοπους έναν άνθρωπο. Ο πιο μεγάλος που τον έλεγαν Σεριόνκα είπε στον αδερφό του Φέντκα να τρέξει μ’ όλη τη δύναμή του στο χωριό για να φωνάξει τον κόσμο ενώ ο ίδιος έμεινε πλάι στον  Αλεξέι για να τον φυλάει, όπως εξήγησε, από τους γερμανούς, χωρίς και να του ‘χει εμπιστοσύνη: «Μωρέ τιμου λες, ο Γερμανός είναι πονηρός—και τον ψόφιο κοριό θα κάνει, και ταυτότητα θα οικονομήσει…». Όμως οι φόβοι αυτοί σιγά – σιγά διαλύθηκαν—το παιδί είχε πλανηθεί(…)».

Αφού δεχτεί τις πρώτες βοήθειες στο χωριό ο Μερέσιεφ θα σταλεί στη Μόσχα όπου οι γιατροί για να του γλιτώσουν τη ζωή θα του κόψουν τα δυο πόδια. Το δεύτερο απόσπασμα, αναφέρεται στις ατέλειωτες δύσκολες ώρες του νοσοκομείου, όταν έχει αποφασίσει και βάζει στόχο ότι θα ξαναπετάξει και αρχίζει να γυμνάζεται σκληρά πάνω στο κρεβάτι του. Η μάχη με τον ανθρώπινο εαυτό του είναι σκληρή.

«(…)Βέβαια και το περπάτημα ακόμα για έναν κουτσοπόδαρο δεν είναι εύκολη δουλειά. Ο Μερέσιεφ είχε βάλει στο νου του να διευθύνει αεροπλάνο — καταδιωκτικό κιόλας. Αλλά γι’ αυτό, ιδιαίτερα την ώρα της αερομαχίας που όλα λογαριάζονται μ’ εκατοστά του δευτερολέπτου και η αρμονικότητα των κινήσεων πρέπει να φτάνει στον υπέρτατο βαθμό, — τα πόδια πρέπει να δουλεύουν με όχι λιγότερη ακρίβεια, τέχνη και, το σπουδαιότερο, ταχύτητα από τα χέρια. Ήταν ανάγκη ν’ ασκήσει έτσι τον εαυτό του που τα σφιχτοδεμένα στα κουτσουρεμένα πόδια του ξυλάκια και λουριά να μπορούν να εκτελούν αυτή τη λεπτή, εργασία σαν ένα ζωντανό όργανο.

Σ’ οποιοδήποτε άνθρωπο γνώστη της τέχνης του πιλοτάζ αυτό θα φαινόταν απίστευτο. Μα ο Αλεξέι πίστευε τώρα πως οι ανθρώπινες δυνατότητες μπορούν να φτάσουν στα όρια αυτά και, μια που ήταν έτσι, ο Μερέσιεφ υποχρεωτικά θα το πετύχαινε αυτό. Και να, ο Αλεξέι βάλθηκε να πραγματοποιήσει το σχέδιό του. Με μια σχολαστικότητα που έκανε εντύπωση και σ’ αυτό τον ίδιο άρχισε να κάνει όσα του έλεγαν οι γιατροί και να δέχεται να παίρνει όλα τα φάρμακα που του συνιστούσαν. Έτρωγε πολύ, ζητούσε πάντα συμπλήρωμα παρόλο που άλλες φορές τουέλειπε ακόμα και η όρεξη. Ο κόσμος να χαλούσε αυτός εξανάγκαζε τον εαυτό του να κοιμάται όσες ώρες του είχαν ορίσει, και μάλιστα προσπαθούσε να συνηθίσει να κοιμάται και ύστερα από το φαγητό, πράμα που δεν το ανεχόταν η δραστήρια και αεικίνητη φύση του.

Ν’ αναγκάζει τον εαυτό του να τρώει, να κοιμάται, να παίρνει φάρμακα δεν ήταν δύσκολο πράμα. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν η γυμναστική. Το συνηθισμένο σύστημα με τους συνδυασμούς που έκανε άλλοτε ο Μερέσιεφ δε χρησίμευε σε τίποτα σ’ έναν άνθρωπο χωρίς πόδια και δεμένο στο κρεβάτι. Βρήκε δικό του τρόπο: ώρες ολόκληρες λύγιζε και κουλουριαζόταν στηριγμένος με τα χέρια στο πλευρό, στριφογύριζε τον κορμό του και το κεφάλι του με μια τέτοια ορμή που έτριζαν δυνατά οι σπόνδυλοι. Οι σύντροφοι του θαλάμου του τον πείραζαν καλόκαρδα. Ο Κουκούσκιν τον δούλευε λέγοντάς τον Ζναμένσκυ τη μια, Λιαντούμεγκ την άλλη ή κολλώντας του τα ονόματα άλλων περίφημων δρομέων. Δε μπορούσε να χωνέψει αύτη τη γυμναστική που τη θεωρούσε πρότυπο νοσοκομειακής τρέλας και συνήθως απάνω που ο Αλεξέι άρχιζε, αυτός το ’σκαζε στο διάδρομο τσατισμένος.

Ο Αλεξέι όταν έβγαλαν από τα πόδια του τους επιδέσμους πέτυχε μεγαλύτερη ευκινησία πάνω σ’ ολόκληρο το κρεβάτι κι έκανε πιο σύνθετες ασκήσεις. Με χωμένα τα κουτσοπόδαρα στον προφυλαχτήρα του κρεβατιού, κουλουριαζόταν και ξεκουλουριαζόταν επιβραδύνοντας κάθε φορά το ρυθμό κι αυξάνοντας τον αριθμό των «επικύψεων». Ύστερα σκάρωσε μια σειρά ασκήσεις για τα πόδια. Ξαπλωμένος ανάσκελα τη μια τα λύγιζε το καθένα με τη σειρά φέρνοντας τα προς το στήθος, την άλλη τα τέντωνε πετώντας τα μπροστά. Όταν για πρώτη φορά έκανε αυτό το πράμα κατάλαβε μονομιάς τι τεράστιες, ακαθόριστες ίσως δυσκολίες τον καρτερούν. Τεντώνοντας τα κουτσουρεμένα κοντά στις γάμπες πόδια του ένιωθε οξύτατο πόνο. Οι κινήσεις ήταν δισταχτικές, αβέβαιες. Ήταν δύσκολο να τις σταθμίσει, όπως, ας πούμε, είναι δύσκολο να πετάει με σπασμένο το φτερό ή την ουρά του αεροπλάνου. Συγκρίνοντας τον εαυτό του με τ’ αεροπλάνο ο Μερέσιεφ κατάλαβε πως όλη η ιδεώδης υπολογισμένη κατασκευή του ανθρώπινου σώματος ήταν στον εαυτό του στραπατσαρισμένη και ποτέ το κορμί, παρόλο που είναι γερό και δυνατό, δε θα μπορέσει να πετύχει την προηγούμενη αρμονία κινήσεων που είχε κερδίσει από την παιδική ηλικία.

Η γυμναστική προξενούσε δυνατό πόνο αλλά ο Μερέσιεφ μέρα με τη μέρα διέθετε κι ένα λεπτό περισσότερο. Αυτές οι στιγμές ήταν τρομερές—στιγμές που δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του, ενώ καμιά φορά συνέβαινε να δαγκώνει ώσπου μάτωναν τα χείλη του για να συγκροτήσει ένα αθέλητο βογγητό. Αλλά εξανάγκαζε τον εαυτό του ν’ ασκείται — στην αρχή μια φορά την ημέρα, ύστερα δύο παρατείνοντας κάθε φορά τη διάρκειά τους. Ύστερα από κάθε τέτοιο ξεθέωμα έπεφτε σαν παράλυτος στο προσκέφαλό του με τη σκέψη: θα μπορούσε άραγε να τις επαναλάβει αυτές τις ασκήσεις; Μα ο καιρός περνούσε κι αυτός συνέχιζε το βιολί του. Τα βράδια ψηλαφούσε τους γοφούς του, τις γάμπες του κι’ ένιωθε με ικανοποίηση στα δάχτυλά του όχι πια την πλαδαρή σάρκα που ήταν στις αρχές αλλά τους παλιούς σφιχτούς μυς.

Όλη τη σκέψη του Μερέσιεφ την απορροφούσαν τα πόδια του. Ξεχασμένος πότε – πότε του φαινόταν πως ένιωθε πόνο στις πατούσες, άλλαζε θέση και μόνο τότε του ερχόταν στο μυαλό πως δεν υπάρχουν πατούσες. Κάτω από την επίδραση κάποιας νευρικής ανωμαλίας είχε την εντύπωση πως τα κομμάτια των ποδιών του που έλειπαν θα ζούσαν ακόμα πολύν καιρό με το κορμί — άρχιζαν ξαφνικά να τον μιρμιλάνε, να υποφέρουν από την υγρασία, να πονούν κιόλας. Τόσο πολύ σκεφτόταν τα πόδια του που συχνά έβλεπε τον εαυτό του στον ύπνο του γερό, να τρέχει με ταχύτητα ανήσυχος προς ένα αεροπλάνο, να πηδάει σε συνέχεια πάνω στο φτερό, να κάθεται στην καμπίνα και να δοκιμάζει με τα πόδια τα όργανα ενώ ο Γιούρα αφαιρούσε την κουκούλα από το μοτέρ. Άλλοτε μαζί με την Όλια χέρι με χέρι να τρέχουν μ’ όλη τους τη δύναμη πάνω σε μιαν ανθισμένη στέπα —να τρέχουν ξυπόλυτοι απολαμβάνοντας, το χαϊδευτικό άγγιγμα της υγρής και ζεστής γης. Τι ωραίο είναι μα και τι βαρύ να ξυπνάς ύστερα απ’ αυτό και να βλέπεις τον εαυτό σου κουτσό!

Ύστερα από τέτοια όνειρα ο Αλεξέι έπεφτε καμιά φορά σε μια καταθλιπτική κατάσταση.  Άρχισε να νομίζει πως τζάμπα βασανίζει τον εαυτό του, πως ποτέ δεν θα μπορούσε να πετάξει, ποτέ του δε θα ’τρεχε ξυπόλυτος στη στέπα με τη γλυκιά κοπέλα από το Καμισίν, που του γινόταν όλο και πιο αγαπητή, πιο επιθυμητή όσο πιο πολύ ο καιρός περνούσε μακριά της(…)».

Ένας πραγματικός άνθρωπος

Ένας πραγματικός άνθρωπος

Στο τρίτο απόσπασμα, η σκηνή στην επιτροπή του στρατού που εξετάζει τους αποθεραπευθέντες και κρίνει αν μπορούν να επιστρέψουν στις θέσεις τους στο στράτευμα. Στην αρχή δεν πιστεύουν ότι του λείπουν τα δυο πόδια. Την έκπληξη ακολουθεί η δυσπιστία και η οχυρωμένη άρνηση. «Δε θα σκέπτεσθε βέβαια σοβαρά πως μπορείτε να πάτε στην αεροπορία χωρίς πόδια, ε;» Μα ποιος αλήθεια μπορούσε να πιστέψει ότι θα τα κατάφερνε; Ο ίδιος, σίγουρα, μα δεν ήταν μόνος…

«(…)Σέ λίγο άνοιξε η πόρτα και πετάχτηκε έξω φουρκισμένος ο Μπουρναζιάν. Πέταξε μιαν αγριεμένη ματιά στον Αλεξέι και τράβηξε γραμμή για το πάρκο φωνάζοντας:

—Γραφειοκράτες, τυφλοπόντικοι των μετόπισθεν! Τί καταλαβαίνουν αυτοί από αεροπορία! Για μπαλέτο την πέρασαν;  Έχεις κοντό πόδι, σου λένε… Πιο πέρα από τις σύριγγές τους έχουν μεσάνυχτα.

Ο Αλεξέι ένιωσε ένα πάγωμα πιο κάτω από το στήθος, μα μπήκε μέσα στην αίθουσα με ζωηρό βήμα, χαρούμενος, γελαστός. Η επιτροπή καθόταν πίσω από ένα μεγάλο τραπέζι. Στη μέση ορθωνόταν σαν ένας σάρκινος λόφος ο γενικός αρχίατρος Μιροβόλσκυ. Στο πλάι, πίσω από ένα τραπεζάκι μ’ ένα σωρό χαρτιά μπροστά της καθόταν η Ζίνοτσκα, μικρή και όμορφη σαν μια κούκλα με τη λευκή, κολλαριστή μπλούζα της, μ’ ένα μελί τσουλούφι να ξεπετάγεται κοκέτικα κάτω από το αραχνοΰφαντο μαντήλι της.  Έδωσε στον  Αλεξέι την κάρτα του και βρίσκοντας ευκαιρία απ’ αυτό του ’σφιξε ήρεμα το χέρι.

— Ελάτε νεαρέ μου, —είπε ο γιατρός,— βγάλτε το χιτώνιό σας.

Δεν είχε πάει στράφι για τον Αλεξέι η τόση μανία του για τα σπορ. Ο γιατρός θαύμασε το γερό, σφιχτοδεμένο κορμί του που κάθε μυς του ξεχώριζε καθαρά κάτω από το μελαψό δέρμα.

—Κάνετε για μοντέλο για ένα άγαλμα του Δαβίδ, — είπε ένα μέλος της επιτροπής θέλοντας να κάνει επίδειξη γνώσεων.

Ο Μερέσιεφ πέρασε εύκολα όλες τις εξετάσεις. Η δύναμη των χεριών του ήταν μισή φορά παραπάνω από την κανονική, η εισπνοή του τόση που ο δείκτης άγγιξε το τέρμα. Η πίεση του αίματος ήταν κανονική, τα νεύρα σ’ εξαιρετική κατάσταση. Στο τέλος μηχανεύτηκε να σπρώξει την ατσάλινη λαβή του δυναμόμετρου τόσο που έσπασε το ελατήριο.

—Πιλότος; ρώτησε ο γιατρός που είχε μείνει ευχαριστημένος. Και προσπαθώντας να κάτσει πιο άνετα στην πολυθρόνα άρχισε να γράφει στη γωνία της κάρτας του Μερέσιεφ την απόφασή του.

—Πιλότος.

—Σε καταδιωκτικό;

—Μάλιστα.

—Καλώς. Ετοιμαστείτε για τις αερομαχίες σας.  Ανθρώπους σαν και σας τους έχουν μεγάλη ανάγκη σήμερα εκεί κάτω. Και γιατί νοσηλεύεστε στο νοσοκομείο;

Ο Αλεξέι μαράθηκε νιώθοντας πως όλες οι ελπίδες του έκαναν φτερά. Μα ο γιατρός ερευνούσε κιόλας τα χαρτιά του, άρχισε να διαβάζει ένα απ’ αυτά και το πλατύ, καλοσυνάτο πρόσωπό του τεντώθηκε από την κατάπληξη:

— Ακρωτηριασμένα πόδια… Τί σημαίνει αυτό; Λάθος έχει γίνει, τι να πει κανείς. Εσείς τιλέτε, δε μιλάτε;

—Όχι, δεν έχει γίνει λάθος, είπε ο  Αλεξέι ήρεμα και πολύ σιγά σαν ν’ ανέβαινε τα σκαλάκια για το ικρίωμα.

Ο γιατρός κι ολόκληρη η επιτροπή κοίταξαν δύσπιστα αυτό το γερό, καλοκαμωμένο και ζωηρό παλικάρι χωρίς να μπορούν να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται.

—Σηκώστε το παντελόνι σας! Του ’πε ανυπόμονος ο γιατρός.

Ο Αλεξέι κιτρίνισε, κοίταξε απελπισμένα τη Ζίνοτσκα, σήκωσε σιγά – σιγά το παντελόνι και ξέμεινε έτσι να στέκεται μπροστά στο τραπέζι της επιτροπής — με τα δερμάτινα προτέζ του, συντριμμένος, με παράλυτα κρεμασμένα τα χέρια.

—Γιατί μάς κοροϊδεύετε αγαπητέ μου; Μας φάγατε τόσην ώρα τώρα. Δε θα σκέπτεσθε βέβαια σοβαρά πως μπορείτε να πάτε στην αεροπορία χωρίς πόδια, ε; — είπε τέλος ο γιατρός.

—Το σκέφτομαι και το πολυσκέφτομαι: θα πάω! είπε συγκρατημένα ο  Αλεξέι και τα τσιγγάνικα μάτια του άστραψαν πεισματάρικα, προκλητικά.

—Τρελαθήκατε; Χωρίς πόδια;

—Ναι, χωρίς πόδια—και θα πετώ,—όχι πια πεισματάρικα μα πολύ ήρεμα απάντησε τώρα ο Μερέσιεφ. Ψαχούλεψε στην τσέπη του θερινού χιτώνιού του κι έβγαλε από κει ένα καλοδιπλωμένο απόκομμα από περιοδικό.—Βλέπετε, αυτός πετούσε έχοντας το ’να του πόδι, δε μπορώ λέτε να πετώ κι εγώ που μου λείπουν και τα δυο;

Ο γιατρός διάβασε τη λεζάντα και κοίταξε σαστισμένος, με σεβασμό τον αεροπόρο.

—Μα γι’ αυτό το πράμα είναι απαραίτητη μια διαβολεμένη εξάσκηση. Βλέπετε, αυτός εκπαιδευόταν δέκα χρόνια. Πρέπει να μάθετε να χρησιμοποιείτε τα προτέζ σαν πραγματικά πόδια, είπε ο γιατρός μαλακωμένος τώρα.

Στο σημείο αυτό ο Αλεξέι είχε μιαν αναπάντεχη υπεράσπιση: η Ζίνοτσκα ανασηκώθηκε πίσω από το τραπεζάκι της, μισοσταύρωσε σαν σε προσευχή στο στήθος τα χεράκια της και, κοκκινίζοντας τόσο που στους κροτάφους της ξεπρόβαλαν χαντρίτσες από ιδρώτα, ψιθύρισε:

—Σύντροφε αρχίατρε, να τον δείτε πώς χορεύει! Καλύτερα απ’ όλους τους γερούς! Πράβντα, τσιέστνογιε σλόβο.

—Χορεύει; Διάβολε! Και πώς γίνεται αυτό; ο γιατρός σήκωσε τους ώμους του και κοίταξε γεμάτος καλοσύνη τα μέλη της επιτροπής.

Ο  Αλεξέι άρπαξε την ιδέα που του γεννήθηκε με την επέμβαση της Ζίνοτσκας:

—Μη γράψετε ούτε  «ναι» ούτε «όχι».  Ελάτε απόψε στο χορό μας. Θα πειστείτε και σεις ο ίδιος πως μπορώ να πετώ(…)».

Ο Αλεξέι Μαρέσιεφ έφυγε από τη ζωή το 2001, στα 85 του χρόνια, φτωχός όπως εκατομμύρια άλλοι συμπατριώτες του που βιώνουν τις καλοσύνες  της «δημοκρατίας» και της «ελευθερίας» που επανέφερε η παλινόρθωση του εκμεταλλευτικού συστήματος.

Τον Λαοκράτη δεν τον ξανάδα από τότε. Ούτε ξέρω αν ζει. Τον ευγνωμονώ για το δώρο που μου έκανε και δεν θα τον ξεχάσω ποτέ.

ΥΓ. Ας συγχωρήσει ο αναγνώστης τον προσωπικό τόνο και την υπογραφή σε τούτη την ανάρτηση του αφιερώματος. Μα διαφορετικά δεν θα ήταν πέρα για πέρα αυθεντική.

Δείτε εδώ όλες τις αναρτήσεις του Αφιερώματος της Κατιούσα στην Οχτωβριανή Επανάσταση

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: