Νίκος Χρυσός: «Οφείλουμε διαρκώς να αγωνιζόμαστε για να εξοβελίσουμε τις ρίζες και τις παραφυάδες του φασισμού»

Ο συγγραφέας γράφει ιστορίες, σκαρώνει μύθους και κόσμους, είναι απλοϊκό κι αφελές να του ζητάμε τσιτάτα ή συνθήματα. Αν οφείλει κάτι είναι συνέπεια, κι αυτήν ακόμα την οφείλει πριν απ’ όλους στον εαυτό του.

Ο Νίκος Χρυσός είναι ένας συγγραφέας με πλείστα όσα αναγνωστικά ερεθίσματα, που γράφει επειδή απολαμβάνει με πάθος το ταξίδι της γραφής: από το σχηματισμό της πρώτης λέξης μέχρι την κατασκευή της τελευταίας αράδας.

Με πλούσιο αφηγηματικό οπλοστάσιο, χειρίζεται με δεξιοτεχνία πληθώρα μυθοπλαστικών εργαλείων, προκειμένου να κατασκευάζει στέρεους χαρακτήρες και να δομήσει το λογοτεχνικό του σύμπαν με αληθοφάνεια και συνέπεια.

Χαρτογραφώντας την κοινωνική πραγματικότητα στη χώρα μας, έγραψε την «Καινούργια μέρα», μια ανατομία των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, που ιχνηλατεί μεταξύ άλλων την άνοδο του φασισμού, την αλλοτρίωση στις ανθρώπινες σχέσεις και την καθημερινή πάλη για επιβίωση. Γι’ αυτό το βιβλίο βραβεύτηκε με το «Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL)» για το 2019.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σου με τη συγγραφή; Αν δεν ήσουν συγγραφέας, τι θα ήθελες να ήσουν;

Ξεκίνησα να γράφω δοκιμάζοντας να ανακαλύψω τις πηγές της συγκίνησης που βίωνα διαβάζοντας. Λάτρευα από μικρός τους μεγάλους παραμυθάδες, τον Όμηρο, τον Θερβάντες, τον Βιζυηνό, τον Βερν, τον Δουμά. Γράφοντας περιηγούμαι σε νέους φανταστικούς τόπους με την ίδια δίψα και την ίδια απορία που το κάνω διαβάζοντας. Νομίζω πως πάντα και πριν απ’ όλα παραμένω ένας ενθουσιώδης αναγνώστης. Ακόμα κι αν δεν είχα βρει την τόλμη, την αναίδεια ή το κουράγιο να γράψω, θα ήμουν πλήρης διαβάζοντας.

Εμφανίστηκες στην ελληνική λογοτεχνία το 2009, σε ηλικία 37 ετών, με το κοινωνικό μυθιστόρημα «Το μυστικό της τελευταίας σελίδας». Θεωρείς πως άργησες να κάνεις την πρώτη σου εμφάνιση ή ήρθε την κατάλληλη στιγμή;

Δεν ξέρω αν το λογοτεχνικό ντεμπούτο μου έγινε καθυστερημένα, δεν το είχα εξάλλου προγραμματίσει. Παρότι γράφω πολλά χρόνια, τελειώνοντας «Το μυστικό της τελευταίας σελίδας» ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πως είχα στα χέρια μου κάτι ολοκληρωμένο και υπό το πρίσμα αυτό νομίζω πως η έκδοσή του ήρθε την κατάλληλη στιγμή.

Ακολούθησε η «Καινούργια μέρα» το 2018, που κέρδισε και το «Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUPL)» για το 2019. Τι σημαίνει αυτό το βραβείο για εσένα και πώς μεταφράζεται αυτό από εδώ και πέρα στη συγγραφική σου δουλειά;

Το βραβείο, όπως κάθε βραβείο, είναι μια αναγνώριση και μια ευκαιρία για το ίδιο το βιβλίο να προσεγγίσει περισσότερους αναγνώστες. Κάθε συγγραφέας χαίρεται τη στιγμή που πιάνει στα χέρια το πρώτο αντίτυπο του βιβλίου του, απολαμβάνει τις θετικές κριτικές, ικανοποιείται με τις διακρίσεις, καμιά σχέση ωστόσο δεν έχουν όλες αυτές οι μικρές χαρές με τη σαρωτική εμπειρία που του προσφέρει η ίδια η πράξη της γραφής. Έτσι τουλάχιστον νιώθω εγώ. Δεν βλέπω λοιπόν πώς θα μπορούσε ένα βραβείο να επηρεάσει τη δουλειά μου κι ας κατανοώ ότι ένα βραβείο δημιουργεί προσδοκίες.

Για την «Καινούργια μέρα» χρειάστηκαν περίπου οκτώ χρόνια για να γραφτεί. Ένα βιβλίο 700 σελίδων, όπως αυτό, δεν θεωρείς πως είναι αποτρεπτικό για έναν αναγνώστη σήμερα;

Ίσως και να είναι, δεν με απασχόλησε ωστόσο όταν έγραφα. Το θέμα και η αρχιτεκτονική του βιβλίου υπέβαλλαν το μέγεθός του κι εξάλλου γράφοντάς το, βίωσα μια συναρπαστική περιπέτεια. Ίσως τελικά γράφω για να απολαμβάνω τη διαδικασία της γραφής, και φαίνεται πως δεν είμαι πρόθυμος να υποκύψω σε αναγνωστικές συνήθειες ή προτιμήσεις άλλων. Εξάλλου, όπως έχω ξαναπεί, παραφράζοντας τον αγαπητό μου Έντγκαρ Άλαν Πόε, για εμένα οι λέξεις και οι ιστορίες δεν ήταν ποτέ ένας σκοπός αλλά ένα πάθος. Και τα πάθη πρέπει να είναι σεβαστά…

Έχεις αναφέρει πως ακολούθησες συνειδητά την δομή της «Καινής Διαθήκης». Για ποιο λόγο το έκανες αυτό;

Πρόθεσή μου ήταν να φτιάξω ένα βιβλίο που να επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις και ταυτόχρονα να αποτελεί μια σπουδή, μια αλληγορία για την φυσική και την μεταφυσική της αφήγησης. Η «Καινή Διαθήκη» αν την διαβάσουμε πέρα από τις θεολογικές συνδηλώσεις της είναι ένα εξαιρετικό λογοτεχνικό επίτευγμα. Συγκροτεί έναν αυτόνομο κόσμο, πλάθει μια γλώσσα, αναπτύσσει πολλαπλές αφηγηματικές τεχνικές και διατυπώνει ένα μυθοπλαστικό μοντέλο που κατάφερε να επιβιώσει στο χρόνο. «Κρύβοντάς» την μέσα στο σύμπαν της «Καινούργιας μέρας» θέλησα να τεστάρω την ένταση και το σχήμα της διαχρονικότητας των αφηγήσεων.

Στην «Καινούργια μέρα», ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ένας άστεγος που ονομάζεται Σεβαστιανός, δολοφονείται από μια παρέα ακροδεξιών. Τι σημαίνει φασισμός για εσένα και με ποιο τρόπο πιστεύεις αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά;

Ο φασισμός είναι το πιο βίαιο, το πιο σκοτεινό, το πιο ά-λογο κομμάτι που κρύβουμε μέσα μας και οφείλουμε διαρκώς να αγωνιζόμαστε για να εξοβελίσουμε τις ρίζες και τις παραφυάδες του. Τα χειρότερα ένστικτά μας βρίσκουν έδαφος σε αυτό το κομμάτι κι αυτά εκμεταλλεύονται ακροδεξιές οργανώσεις που ευαγγελίζονται παντός είδους εθνικισμούς, φονταμενταλισμούς και «καθαρότητες». Μονάχα η κριτική ματιά και η έλλογη σκέψη μπορούν να αντιμετωπίσουν τέτοιες οδυνηρές ακρότητες. Μια φόρμουλα αντιμετώπισης ίσως είναι αυτή που υπέδειξε ο Miguel de Unamuno, λέγοντας: «Ο φασισμός θεραπεύεται με το διάβασμα, ο ρατσισμός με το ταξίδι».

Τα βιβλία σου ανήκουν στην κατηγορία των κοινωνικών μυθιστορημάτων. Ποιοι άλλοι παραλληλισμοί μπορούν να γίνουν ανάμεσα σε αυτά και σε όσα διαδραματίζονται γύρω μας σήμερα;

Δεν με απασχόλησε ποτέ να εντάξω τα βιβλία μου σε κάποια κατηγορία. Σκοπός μου κάθε φορά είναι να φτιάξω μια αληθινή μυθολογία, με τους ήρωές της, τη γεωγραφία της, τις μεταφορές, τις εικόνες, τις τελετουργίες και τα σύμβολά της. Όσο όμως χτίζονται αυτοί οι κόσμοι εγώ ζω στο εδώ και στο τώρα κι επομένως αμέτρητοι παραλληλισμοί, αμέτρητοι αντικατοπτρισμοί συμβαίνουν μεταξύ των φανταστικών τόπων και της πραγματικότητας.

Έχεις παλαιοβιβλιοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας. Θυμάσαι κάποιο περιστατικό ανάμεσα σε εσένα και σε κάποιον άστεγο;

Υπάρχουν μερικά μικροεπεισόδια που θυμάμαι. Κάποια από αυτά δεν θα είχε νόημα να τα διηγηθώ, αφού στην πραγματικότητα δεν ήταν καν επεισόδια· ο τρόπος που κάποιος τόνιζε ή επαναλάμβανε μια λέξη, το βάδισμα ενός άλλου, το μόνιμο χαμόγελο ενός τρίτου.

Συνέβη ωστόσο ένα περιστατικό όσο έγραφα το βιβλίο που μοιάζει να ξεπήδησε από τις σελίδες του. Ένα βράδυ λίγο πριν το κλείσιμο, μπήκε στο μαγαζί ένας άντρας, όχι μεγαλύτερος από σαράντα χρονών, ζητιανεύοντας, μ’ εκείνο το μηχανιστικό ύφος που έχουν συχνά οι «επαγγελματίες» επαίτες. Του αρνήθηκα οποιαδήποτε βοήθεια και τον αποχαιρέτισα. Κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα και επιστρέφοντας στο μαγαζί με άλλη διάθεση και διαφορετική φωνή – τη δική του φωνή αυτή τη φορά – μου είπε: «Σε παρακαλώ, φιλαράκι, δώσε μου τουλάχιστον ένα βιβλίο να βγάλω το βράδυ». Ήταν σαν να είχε βγει από τις σελίδες της «Καινούργιας μέρας» – αυτή η συνάφειά του με τον μυθοπλαστικό κόσμο τον έκανε σχεδόν εξωπραγματικό.

Ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, ο Γουίλιαμ Φώκνερ, έλεγε πως «για να γίνει κανείς συγγραφέας χρειάζεται 99% ταλέντο, 99% πειθαρχία και 99% δουλειά». Συμφωνείς;

Είναι πράγματι μια καλοδιατυπωμένη λογοτεχνική διατύπωση και βέβαια επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις. Αν, για παράδειγμα, δεχτούμε πως το ταλέντο είναι μια δύναμη ή μια δεξιότητα που σε παρακινεί να αφιερωθείς ολοκληρωτικά στο αντικείμενό σου, τότε το ίδιο το ταλέντο ισοδυναμεί με την πειθαρχία και τη δουλειά που χρειάζεται να καταβάλεις, και η παραδοξολογία του Φώκνερ γίνεται κατανοητή ακόμα και με αλγεβρικούς όρους. Από την άλλη, για μένα το ταλέντο είναι αυτό  που σε κάνει να διασκεδάζεις δουλεύοντας, να απολαμβάνεις ματώνοντας, να αντλείς χαρά εκεί που άλλοι αγανακτούν, κι επομένως συμφωνώ με τη φωκνερική ρήση, τουλάχιστον με κάμποσες ερμηνείες της.

Ο Μαγιακόφσκι, με τη σειρά του, έλεγε πως «η τέχνη δεν είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά τον κόσμο, αλλά ένα σφυρί για να τον διαμορφώσει». Με αυτή την έννοια, ένας συγγραφέας έχει μεγαλύτερη υποχρέωση από άλλους να αρθρώνει πολιτικό λόγο;

Νομίζω πως καθένας έχει το ίδιο μερίδιο ευθύνης στην συνδιαμόρφωση της πραγματικότητας. Ένας συγγραφέας, ένας ζωγράφος, ένας κινηματογραφιστής, ένας τραγουδοποιός ή ένας ζωγράφος αρθρώνει πολιτικό λόγο μέσα στο έργο του και θα ήταν ιδανικό να δείχνει συνέπεια λόγου και πράξεων. Ωστόσο κανείς δεν οφείλει να υιοθετεί τον ρόλο που του επιβάλλουν ή του υποβάλλουν οι άλλοι. Η ίδια η πράξη της γραφής είναι μια πράξη ζωής κι επομένως μια πολιτική πράξη. Αν είμαστε ανέτοιμοι σαν αναγνώστες να αφουγκραστούμε το έργο ενός δημιουργού, είναι δική μας ευθύνη. Ο συγγραφέας γράφει ιστορίες, σκαρώνει μύθους και κόσμους, είναι απλοϊκό κι αφελές να του ζητάμε τσιτάτα ή συνθήματα. Αν οφείλει κάτι, ξαναλέω, είναι συνέπεια, κι αυτήν ακόμα την οφείλει πριν απ’ όλους στον εαυτό του.

Στην Ελλάδα, στις πρόσφατες εκλογές, κέρδισε με αυτοδυναμία ένα δεξιό κόμμα, η ΝΔ, αφού προηγουμένως ένα κόμμα που προσδιοριζόταν ως αριστερό, ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε εφαρμόσει αντιλαϊκά μέτρα. Τι είναι τελικά αριστερό σήμερα και τι πρέπει να κάνει η Αριστερά για να εκπροσωπήσει μεγαλύτερη μερίδα του κόσμου;

Συχνά κάνουμε το λάθος να ταυτίζουμε μια θεωρία ή μια ιδέα με τις απόπειρες ή τις ψευδοαπόπειρες εφαρμογής της. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ορίσω σε δυο γραμμές τι είναι τελικά αριστερό σήμερα, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι δεν εξαντλείται σε μια ακαθόριστη προοδευτικότητα, ούτε σε μια φιλολαϊκή πολιτική.

Θέλω να πιστεύω ότι πρόκειται για ένα σύστημα αξιών που στο κέντρο του έχει τον σεβασμό για τον άνθρωπο και μια διάθεση για διαρκή αγώνα με στόχο μια κοινωνία δίκαιη και αλληλέγγυα. Όσο όμως όλα αυτά μένουν άρρητα, ασαφή και ακαθόριστα, δεν βρίσκουν απήχηση σε ένα ευρύτερο κοινό που αναζητά  σήμερα ρητές απαντήσεις κι εφαρμόσιμες λύσεις παραγνωρίζοντας την δική του ευθύνη στη διαμόρφωση της πραγματικότητας.

Ποιο βιβλίο θα αφιέρωνες στη ΝΔ και ποιο στον ΣΥΡΙΖΑ;

Θα μπορούσα αστειευόμενος να αφιερώσω ένα βιβλίο, για παράδειγμα το «Μεγάλες προσδοκίες» σε οποιονδήποτε από τους δύο, νομίζω όμως ότι κάτι τέτοιο δεν θα είχε καμιά σημασία. Το αστείο θα ξέφτιζε αμέσως και οι τίτλοι θα διαβάζονταν παραφρασμένοι κι αποκομμένοι από τα σώματα των βιβλίων.

Αντί για αφιερώσεις θα προτιμούσα μια απλή παραίνεση. Θα τους πρότεινα να διαβάσουν ή να ξαναδιαβάσουν τη «Γυναίκα της Ζάκυθος» του Σολωμού, τον «Μπιντέ» του Χάκκα, «Το κιβώτιο» του Αλεξάνδρου. Δεν νομίζω πάντως ότι η παραίνεσή μου θα πιάσει τόπο.

Χρησιμοποιείς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Κι αν ναι, πιστεύεις πως βοηθούν ή δυσχεραίνουν τη διαδικασία της γραφής;

Τα χρησιμοποιώ, αλλά δεν τους αφιερώνω πολύ χρόνο, σπάνια σχολιάζω την επικαιρότητα κι αποφεύγω να καταγράφω τις σκέψεις μου. Προσπαθώ να αξιοποιώ διαφορετικά τον χρόνο μου. Καμιά φορά ανησυχώ μήπως έγινα τσιγκούνης με τις λέξεις και δεν τις χαλαλίζω στο Facebook ή στο Twitter. Οι φίλοι μου βέβαια θα σε διαβεβαίωναν ότι δεν είμαι καθόλου φειδωλός στα λόγια, αλλά συχνά μας ταλαιπωρούν όλους τέτοιες ανόητες αγωνίες.

Αν σου έλεγα να καλέσεις έναν συγγραφέα σε δείπνο, ποιον θα διάλεγες και γιατί;

Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που θα ήθελα να συναντήσω και αδυνατώ να διαλέξω κάποιον. Δεν ξέρω ωστόσο αν ο αναγνώστης κερδίζει ή χάνει γνωρίζοντας τους συγγραφείς των αγαπημένων του βιβλίων. Ξεχνάμε συχνά ότι το διάβασμα δεν είναι μια παθητική, αλλά μια ενεργητική πράξη, κι ότι εντέλει καθένας συνδιαμορφώνει την τελική εντύπωση που λαμβάνει διαβάζοντας. Ίσως γι’ αυτό φορτώνουμε τους συγγραφείς με προσδοκίες που θα αφήσουν μάλλον αδικαίωτες κι έτσι κάθε γνωριμία μαζί τους είναι συχνά εκ προοιμίου καταδικασμένη.

Ναυαγείς σε ένα νησί και σου δίνεται η δυνατότητα να πάρεις μόνο ένα βιβλίο μαζί σου. Ποιο επιλέγεις και γιατί;

Δεν ξέρω πως θα ήταν η ζωή μου χωρίς βιβλία. Αν και συνηθίζω να διαβάζω ξανά και ξανά τα βιβλία που αγαπώ δεν νομίζω πως θα άντεχα να ζήσω μ’ ένα μόνο βιβλίο. Ίσως έφευγα με μια αυτοσχέδια σχεδία αναζητώντας την κοντινότερη βιβλιοθήκη. Αν δεν κατάφερνα να την προσεγγίσω, τουλάχιστον θα είχα σκαρώσει μια διαφορετική εκδοχή της «Οδύσσειας».

Μπορεί να έχεις γράψει δύο βιβλία και να έχεις ακόμα πολύ συγγραφικό δρόμο μπροστά σου, αλλά έχεις σκεφτεί ποτέ πώς θα ήθελες να σε θυμάται ο κόσμος όταν πεις ότι αποσύρεσαι;

Αποφεύγω τέτοιες μελαγχολικές σκέψεις. Με συγκινεί πάντα η «Υστεροφημία» του Καρυωτάκη, όχι μόνο γιατί κουβαλά ατόφια την υπαρξιακή μελαγχολία από τον πρώτο κιόλας στίχο, αλλά γιατί μας υπενθυμίζει ότι ακόμα κι αν καταφέρουμε τελικά να σκαρώσουμε λίγους αξιομνημόνευτους στίχους, θα μοιάζουν κι αυτοί με «τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη, / κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός».

Ετοιμάζεις καινούργιο βιβλίο ή κάνεις διάλειμμα αυτή την περίοδο από τη συγγραφή;

Σχεδιάζω ένα καινούργιο μυθιστόρημα. Διαβάζω, κρατώ σημειώσεις, δοκιμάζω τα πρόσωπα και τα προσωπεία των ηρώων, χαρτογραφώ τον μυθιστορηματικό τόπο. Άλλοτε είμαι ενθουσιασμένος, άλλοτε αισθάνομαι διστακτικός, ανέτοιμος, ανεπαρκής, κι έπειτα λέω, παραφράζοντας έναν από τους χαρακτήρες του βιβλίου μου, να, «ένα καινούργιο παραμύθι, νέοι ήρωες, αστεία και θλιμμένα επεισόδια και η ζωή δεν είναι πια μονάχα αυτό το ρυπαρό και κολλώδες που νιώθω να καλύπτει τα χέρια μου, είναι και τούτο το φασματικό, ζωντανεύει κι ας μην το αγγίζω, είναι εδώ κι ας μην ήταν πριν ορατό».

Τέτοια σκέφτομαι κι επιστρέφω στις αφηγήσεις μου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: