Διονύσης Ελευθεράτος – “Ποτέ δεν είχαμε μία ενιαία Ελλάδα, μέσα στην Ελλάδα”

Με αφορμή το βιβλίο του “Μια λοξή ματιά στην ιστορία”, ο Διονύσης Ελευθεράτος απαντά αν η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει και γιατί δεν έγινε τελικά το Μονακό της Ανατολικής Μεσογείου.

Τελικά, η ιστορία μας διδάσκει; Υπήρξε ποτέ “χρυσή εποχή” της δημοσιογραφίας στην Ελλάδα; Ποια είναι η πιο διαχρονική κακοδαιμονία της δημόσιας ζωής στη χώρα μας; Και γιατί δεν έγινε ποτέ Μονακό; Αυτά, ανάμεσα σε πολλά ακόμα, μας απάντησε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, Διονύσης Ελευθεράτος, με αφορμή το νέο του βιβλίου, “Μια λοξή ματιά στην ιστορία”, που μέσα από ιλαρά και τραγικά (συνηθέστερα και τα δύο) περιστατικά, δίνει ένα πανόραμα 200 χρόνων “νεοελληνικού κλαυσίγελου”, όπως αναφέρει και στον υπότιτλο του έργου.

Ποιο είναι το πιο διαχρονικό και επίμονο στοιχείο του δημόσιου βίου στην Ελλάδα; 

Δύσκολο να ξεχωρίσεις μόνο ένα. Σίγουρα η τάση προς επανεμφάνιση χρεοκοπιών και πτωχεύσεων, είτε «κανονικών» είτε ανεπίσημων μεν, αλλά υπαρκτών. Διότι, πχ, αυτό που βιώσαμε από το 2010 και μετά ήταν μια καθαρή κοινωνική πτώχευση κι ας ονομάστηκε «λήψη μέτρων για την αποτροπή» της. Δεύτερο αιώνιο στοιχείο, ένα εκκρεμές: Η εναλλαγή των αντιλήψεων που … εκβάλλουν στην ιδέα ότι είμαστε «λαός περιούσιος», ξεχωριστά προικισμένος ή και «έθνος ανάδελφον», όπως έλεγε ο Σαρτζετάκης, με το φαινομενικό αντίποδα της συγκεκριμένης, αυτάρεσκης εμμονής. Δηλαδή με την ελεεινολογία, το  αυτομαστίγωμα και μια υποτέλεια που μερικές φορές φθάνει σε δυσθεώρητα επίπεδα. Θα σου πω, ως παράδειγμα, κάτι που μου προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, όταν κοιτούσα τον Τύπο του 1854.   

Επί Κριμαϊκού πολέμου;  

Ακριβώς. Τότε που ο Πειραιάς και η Αθήνα τελούσαν υπό αγγλογαλλική κατοχή. Είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της η χολέρα που έμελλε να σκοτώσει το 1/10 του πληθυσμού της πρωτεύουσας , αλλά επειδή τον ιό τον είχε «φέρει» γαλλικό πλοίο, μια εφημερίδα, η «Εβδομάς», η οποία προφανώς αγωνιούσε μην τυχόν αμαυρωνόταν η εικόνα των κατοχικών δυνάμεων, διατύπωσε το εξής αμίμητο «επιχείρημα»: Αφού χολέρα υπήρχε και σε άλλες χώρες, μη κατεχόμενες, τότε δεν είχε δα και μεγάλη σημασία πώς προήλθε αυτή που έπληξε εμάς. Να μην «γινόταν θέμα», δηλαδή! Η χολέρα… Υπάρχει όμως κάτι ακόμη, σχετικό μ’ αυτό που με ρωτάς…  

Δηλαδή;    

Κοιτάζοντας τα «ενδότερα» της κοινωνικής ζωής στην Ελλάδα, διαπιστώνει κανείς πόσο βαθιές ρίζες στο χρόνο έχουν ορισμένα φαινόμενα. Παράδειγμα: Ο Τύπος του 19ου αιώνα είναι γεμάτος από βίαια περιστατικά που δείχνουν την αστυνομία-  ή στρατιωτική αστυνομία-  να συμπεριφέρεται σαν πραγματική δύναμη κατοχής. Και εννοώ σε «κανονικές» περιόδους, στην καθημερινότητα. Και αρκετά, ακόμη

  Στον πρόλογο γράφεις ότι η ακαμουφλάριστη ιστορία χρειάζεται τον ιστορικό και τον ιστοριοδίφη. Υπάρχει διάλογος μεταξύ ακαδημαϊκής και εκλαϊκευμένης ιστοριογραφίας ή είναι δύο παράλληλα σύμπαντα;  

Δεν ξέρω αν μπορούμε να μιλήσουμε για διαδικασία διαλόγου, αλλά βλέπω, τα τελευταία χρόνια, αρκετά δραστήριο τον «πόλο» της σοβαρής, προσεκτικής ιστοριοδιφίας. Αυτό είναι καλό. Αρκεί να μην ξεχνάμε ποτέ ότι η ιστορική επιστήμη, ως επιστήμη, έχει τον πρώτο λόγο. Δεν μπορεί να υποκατασταθεί. Μπορεί και πρέπει, όμως, να υποβοηθηθεί από την ιστοριοδιφία. Και η εκλαϊκευση που αναφέρεις, όταν δεν γίνεται απλούστευση, είναι πολύτιμη. Φυσικά ο ιστοριοδίφης, είτε είναι δημοσιογράφος είτε εκπαιδευτικός είτε οτιδήποτε άλλο, πρέπει να  ξέρει τι… δεν ξέρει και τι του είναι απαραίτητο για να μάθει και να εμβαθύνει, στα θέματα που πραγματεύεται. Κι εννοείτε ότι οφείλει να είναι  προσεκτικότερος και σχολαστικότερος από έναν ιστορικό. Διότι οι πιθανότητες να υποπέσει σε λάθη ή να του «ξεφύγουν» σημαντικά στοιχεία, είναι απείρως περισσότερες. 

Τελικά η Ιστορία (μας) διδάσκει;  

Ασφαλώς, πολλά και ανεκτίμητα! Το ερώτημα είναι πόσοι θέλουν στα αλήθεια να διδαχτούν. Για αυτό, όπως είδες, έθεσα στον πρόλογο το βασικό δίλημμα, έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι. Αν θέλουμε την Ιστορία της αλήθειας, δηλαδή την Ιστορία «όπως είναι», ή την «Ιστορία» του… καθήκοντος, δηλαδή την «όπως πρέπει». Με το «πρέπει», βεβαίως, να το καθορίζουν προκατασκευασμένα αφηγήματα, στρογγυλοποιήσεις, εξιδανικεύσεις, αγιογραφίες.   

Δεδομένου ότι το βιβλίο βασίζεται πολύ στην έρευνα που έκανες στον Τύπο, θεωρείς ότι υπήρξε ποτέ «χρυσή εποχή» της δημοσιογραφίας, συγκριτικά με το πολυσυζητημενο χαμηλό της επίπεδο σήμερα;   

Αυτό είναι ωραίο ερώτημα, αλλά για να απαντηθεί ολοκληρωμένα χρειάζεται ο Τύπος στην Ελλάδα- στην εξέλιξή του-  να γίνει ο ίδιος αντικείμενο προσεκτικής έρευνας. Δεν τα καταλαβαίνεις όλα για τον ελληνικό Τύπο, όταν τον χρησιμοποιείς ως κιάλι και μικροσκόπιο, για να φωτιστούν και να αποκαλυφθούν πλευρές της Ιστορίας. Θα πρέπει να βάλεις αυτόν στο μικροσκόπιο… Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, οι παρατηρήσεις μου για τον Τύπο είναι κάπως αποσπασματικές. Υποψιάζομαι πως σε κάθε εποχή θα υπήρχαν καινοτόμα στοιχεία, που για πολλούς θα έμοιαζαν και με… επίχρυσα στοιχεία. Για παράδειγμα, στον 19ο αιώνα, όταν  οι εφημερίδες άρχιζαν να παραθέτουν πολλές ειδήσεις για γεγονότα του εξωτερικού και μάλιστα από αρκετές χώρες, πολλοί αναγνώστες θα νόμιζαν ότι έβλεπαν ένα νέο κόσμο, μπροστά τους. Από την άλλη πλευρά, στις παλιές εποχές έννοιες όπως «ρεπορτάζ», «διασταύρωση στοιχείων», κλπ, είχαν τόσο διαφορετικό περιεχόμενο, ώστε είναι πολύ δύσκολο να αξιολογηθούν με γνώμονες που εμείς έχουμε ή απαιτούμε. Σίγουρα, πάντως, το 1883, όταν εμφανίστηκε η «Ακρόπολις» του Βλάσση Γαβριηλίδη, που εν γένει θεωρείται «πατέρας της ελληνικής δημοσιογραφίας», ο πήχης ανέβηκε ψηλότερα, για όλους. Σε εποχές πολύ κοντινότερες σε εμάς, δηλαδή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κεντρώα «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα, που το 1965 συντάχθηκε με τους αποστάτες, ξεχώριζε για τη δημοσιογραφική αρτιότητα και το πλούσιο ρεπορτάζ της.

Επηρεάστηκες από τον Ραφαηλίδη; Επικοινωνεί το βιβλίο σου με την Κωμικοτραγική Ιστορία του;  

Ναι, επηρεάστηκα. Μου άρεσε αυτή η προσέγγιση που αναδεικνύει τη σύζευξη του κωμικού με το τραγικό. Υπό αυτήν την έννοια, ναι, υπάρχει επικοινωνία. Υπάρχουν όμως μια σημαντική διαφορά. Ο Βασίλης Ραφαηλίδης έκανε μια απολαυστική, «κινηματογραφική» διήγηση της νεοελληνικής ιστορίας, με ισοβαρή κατανομή ανάμεσα στις διαφορετικές περιόδους, που τις κοιτάζει στην αλληλουχία τους. Χωρίς κενά. Στο βιβλίο μου δεν φιλοδόξησα να κάνω αυτό, αλλά κάτι άλλο: Να επιλέξω ιστορίες και υποθέσεις, με «ζουμ» και μεγεθύνσεις. Πρόσεξα, φυσικά, η επιλογή να εξασφαλίζει μια αντιπροσωπευτικότητα εποχών, να παρακολουθεί την εξέλιξη, αλλά σε αδρές γραμμές. Χρειαζόμουν φυσικά ένα βασικό  γνώμονα για την επιλογή κι αυτός είναι η ιδέα του déjà vu. Δηλαδή ιστορίες που, καθεμία με τον τρόπο της, μας πιάνει από τον γιακά και μας φέρνει ενώπιον του αιώνιου ερωτήματος, αν «η Ιστορία επαναλαμβάνεται».

Ολόιδια φυσικά δεν ξανάρχεται η Ιστορία, αλλά παρουσιάζουν ενδιαφέρον και διαθέτουν κάποια διδακτική ιδιότητα όλα όσα δίνουν την εντύπωση ότι ζούμε ανακυκλώσεις. Άλλο κριτήριο για την επιλογή του υλικού ήταν να εξασφαλίζεται και κάποια αντιπροσωπευτικότητα, όχι μόνο εποχών, αλλά και τομέων ανθρώπινης και κοινωνικής δραστηριότητας. Έτσι, στο βιβλίο έχουν θέση υποθέσεις που αφορούν πολέμους, οικονομικούς πολέμους, σκάνδαλα, διαφθορά, κοινωνικές αντιθέσεις, ρατσισμό, αλλά και πολιτισμικά φαινόμενα. Ήθελα να κάνω ένα βιβλίο που θα έχει, από το κυνήγι της εξουσίας και του κέρδους, ως το κυνήγι του πολιτικού «ίματζ» μέσω παρασκηνιακών κινήσεων για το ποδόσφαιρο και το κυνήγι- με την έννοια της καταδίωξης- ενδυματολογικών επιλογών που κάποτε θεωρούνταν άσεμνες. Ήθελα να «ανοίξει η βεντάλια», δηλαδή. Όσο για τη συνύπαρξη του φαιδρού με το δραματικό, ε, δεν χρειάστηκε κάποια δική μου προσπάθεια για να φανεί. Ανέλαβαν να το δείξουν τα ίδια τα συμβάντα. Άλλο αν ορισμένες ιστορίες, όπως είναι φυσικό, ρέπουν περισσότερο προς το ένα και άλλες προς το δεύτερο.           

 

Μιλώντας για το δεύτερο συνθετικό του «κλαυσίγελου», ποιο είναι το αγαπημένο σου ευτράπελο, από όσα βρήκες στην έρευνά σου;  

Α, είδα πολλά, νομίζω πως οι αναγνώστες θα βρουν αρκετά εναύσματα για να καγχάσουν. Αλλά αν πρέπει να διαλέξω ένα, μόνο, «ψηφίζω» έναν ιππικό αγώνα που «στήθηκε», το φθινόπωρο του 1962, για να «θριαμβεύσει» ο Κωνσταντίνος, ο διάδοχος, τότε, του θρόνου. Το σπαρταριστό στοιχείο αρχίζει από τη δημοσιογραφική περιγραφή του «σικέ» –  που ήταν αναλυτική στις σελίδες της «Ελευθερίας» – και φθάνει ως τις απαντήσεις, της κακιάς ώρας, του αρμόδιου για τη διοργάνωση. Αλλά εκτός από τα επί μέρους ευτράπελα που αφορούν γεγονότα, αξιοπρόσεκτο είναι κι ένα φαινόμενο, το οποίο γεφυρώνει παρελθόν και παρόν, αλλά καταλήγει ευτράπελο. Είναι ο πανομοιότυπος τρόπος, με τον οποίο εκφέρονται καθεστωτικά κλισέ.              

Και αυτές τις γέφυρες στο χρόνο, πόσο μεγάλες τις είδες;   

Πολύ μεγάλες… Ένα, μόνο, «δείγμα»: Στις ημέρες μας, έπειτα από το μαθητικό συλλαλητήριο, έβλεπες στα social media τον τετριμμένο αφορισμό πως ο μαθητόκοσμος είναι κακομαθημένος, διότι «θέλει να έχει δικαιώματα, αλλά όχι υποχρεώσεις». Άλλα αντ’ άλλων, φυσικά, χωρίς λογική, διότι όταν κάποιοι διεκδικούν τα στοιχειώδη – σχολεία με καθαρίστριες, με εκπαιδευτικούς, με τεστ, κλπ- από πουθενά δεν συνάγεται ότι αρνούνται κάποιες υποχρεώσεις. Να όμως που το ίδιο «άλλα αντ’ άλλων» επιστράτευσε κι ο Τρικούπης,  το φθινόπωρο του 1892. Τότε που οι φοιτητές του Πανεπιστημίου πάσχιζαν να αποτρέψουν την μεγάλη αύξηση των διδάκτρων, που θέσπιζε η κυβέρνησή του, κι ο ίδιος τους υπενθύμισε ότι «δεν είχαν μόνο δικαιώματα, αλλά και  υποχρεώσεις». Έπειτα από 128 χρόνια, η καθεστωτική απέχθεια για το νεανικό… θράσος, δηλαδή τη διεκδίκηση, δεν έχει βρει σοβαρότερα πράγματα να επικαλεστεί…         

Εκτός από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, που λες ότι μπορούν να δώσουν ξεχωριστό πόνημα, υπάρχουν και άλλα ιστορικά κεφάλαια που «κόπηκαν στο μοντάζ»;  

Στο «μοντάζ» θυσιάστηκε δεύτερο κεφάλαιο για τη μετανάστευση Ελλήνων στη ΗΠΑ. Για να εξοικονομηθεί χώρος για δεύτερο κεφάλαιο, στην υπόθεση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Διότι βρήκα σημαντικά έως και συγκλονιστικά πολλά απ’ όσα αφορούσαν τους πρόσφυγες του 1922 κι εντεύθεν. Και κυρίως την αντιμετώπιση που τους επιφυλάχθηκε. Έτσι, περιόρισα το υλικό για την ελληνική μετανάστευση προς την Αμερική. Άφησα «εκτός» πολλά που σχετίζονταν με τη ζωή τους εκεί, εστίασα κυρίως στη «δική μας»  μεταναστευτική πλημμυρίδα και στην αντίστοιχη βιομηχανία. Θα συνιστούσα να τα δουν αυτά όσοι διατείνονται, ενδεχομένως λόγω άγνοιας, πως εμείς σχεδόν πάντα «πηγαίναμε μετανάστες νόμιμοι, κανονικά». Το αντίθετο συνέβαινε. Αφθονούσαν οι «λαθραίοι», όπως τους αποκαλούν κάποιοι, ειδικά αφ’ ότου οι αρχές των ΗΠΑ δυσκόλεψαν την «κανονική», νόμιμη μετανάστευση, με νόμους του 1907, του 1921, του 1924.             

 Τι φταίει τελικά και η Ελλάδα δεν έγινε το «Μονακό της Ανατολικής Μεσογείου;»  

Α, είναι σαν να θέλεις σε 2 -3 λεπτά να κάνουμε μια συζήτηση για τα χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού! Κάπως δύσκολο… Σχηματικά, θα σου έλεγα πως η οικονομική ελίτ στην Ελλάδα και κατ’ επέκταση οι πολιτικοί εκπρόσωποί της αποδείχθηκαν κοντόφθαλμοι, σε πολλά. Δεν τα πήγαιναν καλά, ούτε με την έννοια του σχεδιασμού, ούτε καν με την ετοιμότητα να κάνουν τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις – κεφαλαιοκρατικές φυσικά, «δικές» τους- όποτε η συγκυρία το επέβαλλε. Βολεμένοι με τα λεφτά του σχεδίου Μάρσαλ και το χρήμα των «παγωμένων πιστώσεων» στην πρώιμη μεταπολεμική περίοδο, επαναπαυμένοι στα θαλασσοδάνεια, παραζαλισμένοι από το ωστικό κύμα της μεγάλης διεθνούς κρίσης του ’73, πολλά «τρανταχτά ονόματα» των κορυφών της «ελληνικής επιχειρηματικότητας» αποδείχθηκαν ανεπαρκέστατα. Νομίζω ότι θα καταλάβει αρκετά, ως προς αυτό, όποιος διαβάσει τι ακριβώς καταλόγιζε στην οικονομική «αφρόκρεμα» της χώρας, το 1947 και- μετά- το 1951, ο σημαντικότατος οικονομολόγος, Βαρβαρέσος. Αστός, συστημικός, όχι κανένας αριστερίζων…

Τουλάχιστον έχουμε πολλές επιλογές στα… βαρύγδουπα. Έχουμε το Μονακό της «Ανατολικής Μεσογείου», έχουμε τη «Δανία του Νότου», όπως έλεγε κι ο Γιώργος Παπανδρέου. Και θυμάμαι αμυδρά τον όρο «Σαουδική Αραβία των Βαλκανίων», στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970, με τις γεωτρήσεις για πετρέλαιο στη Θάσο. Άλλο… εθιμικό δίκαιο αυτό: Όταν φθάνει ή όταν πλησιάζει μια μεγάλη οικονομική κρίση, ξαφνικά ζωντανεύουν τα όνειρα και οι “προοπτικές” για μετατροπή της Ελλάδας σε ενεργειακό παράδεισο. Μόνιμη συνήθεια…       

Γιατί επέλεξες να αφήσεις μόνο ως ιστορικό φόντο τη δεκαετία του ’40;  

Η Κατοχή και ο Εμφύλιος αποτελούν ξεχωριστή Ιστορία, μέσα στην Ιστορία. Τόσο ξεχωριστή, που αποφάσισα να μην την αγγίξω, σε μια αναζήτηση των deja vu. Έχουν γραφεί άλλωστε πολλά – και πολλά εξαιρετικά- για την εποχή αυτή.    

 Πιστεύεις πως είναι ένα βιβλίο μόνο για το αριστερό και μυημένο κοινό;  

Είμαι βέβαιος ότι το κοινό αυτό θα αναγνωρίσει πολλές από τις σκέψεις και τις απόψεις του στη θεώρηση που κάνω εγώ, αλλά η θεώρηση των πραγμάτων απαιτεί, πριν από όλα, την καλή θέαση… Κι εδώ πιστεύω ότι το δυνάμει κοινό είναι ευρύ. Με άλλα λόγια: Ελπίζω ότι τα «πραγματολογικά» στοιχεία του βιβλίου, τα γεγονότα, οι καταγραφές του Τύπου, ενδιαφέρουν κάθε ανοιχτόμυαλο άνθρωπο, που νοιάζεται για την Ιστορία. Μπορεί κανείς να συμφωνήσει η να διαφωνήσει με κρίσεις και σχόλια του συγγραφέα, ή να ερμηνεύσει διαφορετικά, από εμένα, κάποια συμβάντα. Αλλά στον πυρήνα βρίσκεται πάντα το ερώτημα «τι και πώς ακριβώς έγινε;». Για αυτό επιχειρώ το «ζουμάρισμα», με αυτές τις ιστορίες. Και θέλω να πιστεύω πως όσα αυτό φανερώνει, παρουσιάζουν – αυτοτελώς- ενδιαφέρον.      

 Γιορτάζουμε σε λίγους μήνες 200 χρόνια ανεξαρτησίας. Επειδή υπάρχει μια αντίστοιχη συζήτηση ακόμα και σήμερα, θεωρείς ότι ήταν-είναι όντως ανεξάρτητη η Ελλάδα ή ότι ήταν εξαρτημένη, ως κράτος και οικονομία, από τις «Μεγάλες Δυνάμεις»; 

 Ενδεικτικά θα υπενθυμίσω τους όρους των λεγόμενων «δανείων της ανεξαρτησίας», που έκαναν τον ίδιο τον όρο, «ανεξαρτησία», να μοιάζει με ευφημισμό. Καλό είναι επίσης να λάβουμε υπόψη ότι,  ως το 1854 -55, τα κόμματα στην Ελλάδα ήταν το Αγγλικό, το Γαλλικό, το Ρωσικό. Αρκετά άρθρα, για σημαντικά θέματα, πχ του ρωσόφιλου «Αιώνα» ή της αγγλόφιλης «Αθηνάς», θα μπορούσαν να είναι ανακοινώσεις των αντίστοιχων πρεσβειών. Άντε, με ολίγη δημοσιογραφική προσαρμογή… Φυσικά, η εξάρτηση επί οθωνικής εποχής δεν ήταν η ίδια, πχ, με εκείνη της περιόδου Τρικούπη, ο οποίος το 1882 έστειλε και  πολεμικά πλοία να συνοδεύσουν τον αγγλικό στόλο, όταν αυτός βομβάρδισε την Αλεξάνδρεια – έτσι, για να συμβολιστεί η πρόσδεση της χώρας στον «βρετανικό λέοντα». Ούτε είναι, φυσικά,  ίδια τα χαρακτηριστικά της εξάρτησης, στο Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο –  από το 1898- , στην υπόθεση των απαιτήσεων των Αμερικανών ομολογιούχων το 1962 – 64, στα Μνημόνια του 2010 και εντεύθεν, κλπ. Άλλωστε και οι «απέναντι» είναι πολλοί, πλέον. Όχι μόνο ισχυρά κράτη, αλλά και οίκοι που ενσαρκώνουν την – υποτίθεται άυλη- αγορά. Και funds. Και πολυεθνικές που «δικαιούνται» πλέον να διεκδικούν από κράτη αποζημιώσεις, ακόμη και επειδή δεν θα έχουν αφεθεί να προκαλέσουν φρικτές περιβαλλοντικές καταστροφές. Αλλά γιατί τα λέω όλα αυτά; Μάλλον θα αρκούσε να θυμίσω ότι το ελληνικό κράτος έχει συμφωνήσει να τελεί υπό εποπτεία, ως το 2060…   

Αν η χούντα και η Δεξιά λάνσαραν το «Ελλάς-Ελλήνων-Χριστιανών», το «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» κ.ά., εσύ ποιο σύνθημα-τρίπτυχο θεωρείς ότι συμπυκνώνει καλύτερα την ιστορική διαδρομή της χώρας αυτά τα 200 χρόνια;  

Χμ… Θα σου πω το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό.  Τρία «Φι»… . «Φούσκοι – Φούσκες- Φουσκωμένοι». Φούσκοι είναι τα ραπίσματα, οι φούσκες παραπέμπουν, βεβαίως, στην οικονομία και τα… φουσκώματα κολλάνε σε πολλά. Στο υπερφίαλο και την αλαζονεία των «πάνω», στα χρέη τόσων ανθρώπων, από τους «κάτω», ή και στο «δεν αντέχω, θα σκάσω»… Αν μου αφήσεις χρόνο, ίσως βρω κάτι λιγότερο σουρεαλιστικό…           

Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει; Έχουμε μία και ενιαία Ελλάδα στον τόπο μας;  

Ποτέ δεν είχαμε μία ενιαία Ελλάδα, μέσα στην Ελλάδα. Μιλάμε, άλλωστε, για τη χώρα, που χαρακτηριζόταν από «χτυπητές» κοινωνικές αντιθέσεις, προτού καταφθάσουν η κρίση και η «δημοσιονομική προσαρμογή» του 2010 και μετά, Όχι, δεν θα πάμε πίσω, στο 19ο αιώνα, για να βρούμε τεκμήρια. Θα σου θυμίσω απλώς ένα στατιστικό στοιχείο, από την σχετικά πρόσφατη εποχή Σημίτη. «Ευημερία», «ανάπτυξη», ΟΝΕ και… Και το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού με εισοδήματα κατά 6,7 φορές μεγαλύτερα, από το φτωχότερο 20%. Ενδεικτικά, στη Γερμανία ο αντίστοιχος δείκτης ήταν 4,2.  

 Πώς θα είναι το αντίστοιχο βιβλίο σε 100 ή σε 200 χρόνια από σήμερα;  

Το μόνο που μπορώ να φανταστώ, είναι πως, όποιος φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο, εάν αποφασίσει να κλέψει την ιδέα που είχε ο Σολούπ για το «Μια Λοξή Ματιά στην Ιστορία», θα φτιάξει έναν τύπο, ο οποίος ως… παλαιολιθικά αντικείμενα θα κουβαλά laptop και smartphone. Τα τότε σύγχρονα, άντε βρες τα… Α, μπορεί επίσης να φορά και μάσκα, για προστασία από τον Covid 567…    

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: