Νόπη Ταχματζίδου – Για τη γυναίκα: σκέψεις, στοχασμοί και συναισθήματα

Κριτική παρουσίαση του ποιητικού έργου του Νίκου Παπάνα “Σε ανακηρύσσω νικήτρια” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός

Ένα παλαιότερο κείμενο της Νόπης Ταχματζίδου, που μας το έστειλε με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας

Τη μακρά παράδοση των θετικών επιστημόνων που διακονούν την ποίηση ως αποκούμπι ψυχής έρχεται να συνεχίσει ο Νίκος Παπάνας με τη συλλογή «Σε ανακηρύσσω νικήτρια», εκδόσεις Ιωλκός, Οκτώβριος 2021. Η συλλογή αποτελείται από τρεις  ανισομεγέθεις ποιητικές ενότητες: η πρώτη, «Το ρολόι μου»,  περιλαμβάνει 14 ποιήματα και συγκεντρώνει το κύριο μέρος των ποιητικών στοχεύσεων, η δεύτερη, «Μια ιστορία σε θραύσματα», περιλαμβάνει 17 χαικού , που λειτουργούν στην ίδια κατεύθυνση, και η τρίτη ενότητα, ο «Επίλογος», αποτελείται από ένα μόνο ποίημα, που επιβεβαιώνει τις προηγούμενες ποιητικές τοποθετήσεις. Εκτός από τη δεύτερη ποιητική ενότητα, όπου ακολουθείται η απολύτως συγκεκριμένη τεχνοτροπία των χαικού ποιημάτων, τα υπόλοιπα ποιήματα είναι γραμμένα με τη μοντέρνα ποιητική τεχνοτροπία, χωρίς μέτρο και ρίμα, με ευδιάκριτες όμως τις ποιητικές στοχεύσεις όχι μόνο στο σύνολο του ποιήματος αλλά και στις επιμέρους ποιητικές ενότητες . Θα παρουσιάσω την ποιητική συλλογή με άξονα  τη συζήτηση του ποιητικού υποκειμένου με τη γυναίκα, ως παρουσία αλλά και ως ιδέα, η οποία φαίνεται ότι αποτελεί τον πυρήνα του περιεχομένου των ποιημάτων, καθώς παρουσιάζεται και στις τρεις ποιητικές ενότητες και κινητοποιεί την ευαισθησία του ποιητή.

Ο διάλογος του ποιητή με τη γυναίκα χαρακτηρίζει την ποιητική συλλογή στο σύνολό της και αναδεικνύει  την τοποθέτησή του απέναντι σ’ αυτήν: το ποιητικό υποκείμενο αποκαλύπτει μέσα από τους στίχους την ανάγκη της γυναικείας παρουσίας και τη δύναμη που αντλεί από αυτήν. Η γυναικεία μορφή δεν ονοματίζεται ούτε περιγράφεται με τρόπους συγκεκριμένους κι έτσι προσλαμβάνει μορφή συμβόλου: είναι η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η δημιουργία, η δύναμη που κινητοποιεί τη ζωή και τις εκφάνσεις της. Είναι μια μορφή  απολύτως κυρίαρχη και διαμορφώνει μεγάλο μέρος της καθημερινότητας  του ποιητικού υποκειμένου σε πρακτικό, ψυχοσυναισθηματικό  αλλά και σε πνευματικό επίπεδο.

Όταν ακούω τη φωνή σου,
στην αρχή αντιστέκομαι.
Είμαι το νέο θαύμα
της αυτοκυριαρχίας.

Μπορώ και σου απαντώ
εύγλωττες φράσεις μουσικές:
Ο διάλογός μας βήματα για δύο
σε αστραφτερό παρκέ.

(Από το «Σε ανακηρύσσω νικήτρια»)

Αυτός ο συμβολισμός που επιχειρείται περιλαμβάνει πολλά συναισθήματα, τα οποία κατατίθενται με τρόπο άμεσο και απολύτως κατανοητό από τον δέκτη, αλλά και προβληματισμούς, που προκύπτουν από τη διάψευση των ονείρων ή των προσδοκιών του ποιητή. Η πραγματικότητα παρουσιάζεται πολλές φορές λυπηρή και αποκαρδιωτική αφού περιλαμβάνει τις προσωπικές ακυρώσεις και τα αποτελέσματά τους στην ψυχολογία του ποιητικού υποκειμένου δεν οδηγεί όμως σε κραυγαλέες ρίξεις ή σε ισοπεδωτικές τοποθετήσεις. Ο ποιητής τις αντιμετωπίζει με λόγο και συναίσθημα, εμβαθύνοντας σ’ αυτές, κατανοώντας τις συνθήκες της σύγχρονης ζωής και εμμένοντας στα αποτελέσματά τους στον ίδιο.

Έμαθα μαζί σου πώς είναι να περιφέρεται, φορώντας ένα φριχτό κουρελιασμένο σεντόνι, σ’ όλες τις κάμαρες της ψυχής μου, να μου τρίζει τα κίτρινα δόντια του, κι ασταμάτητα να με τρυπά με χιλιάδες καρφίτσες το ανομολόγητο δίλημμα.

Έμαθα μαζί σου να κρατώ ευλαβικά σ’ ένα σκαλιστό παλιό πειρατικό σεντούκι τα λάφυρα της προσμονής.

Έμαθα μαζί σου πως τα λόγια που δεν είπαμε δε χάνονται, πεισμώνουν, και μεταμορφώνονται στα πιο αγκαθωτά, μα και πιο κόκκινα, τριαντάφυλλα.

(Από το «Έμαθα μαζί σου»)

Στην κατεύθυνση αυτή λειτουργεί η συχνότατη εναλλαγή του πρώτου και του δευτέρου προσώπου, που αφ’ ενός  αποτελεί το κύριο εκφραστικό μέσο της συλλογής αφ’ ετέρου αναδεικνύει την πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου να αποκαλύψει βαθύτερες σκέψεις και διαθέσεις που τον καθορίζουν. Το σύνολο των ποιημάτων αφιερώνεται σε ένα γυναικείο εσύ ισχυρό και κυρίαρχο, το οποίο διαμορφώνει μεγάλο μέρος της αυτοαναφορικότητας ως προς την έκφραση, όχι με τον υπαινικτικό ή κρυπτικό τρόπο που χαρακτηρίζει παλαιότερες ποιητικές δημιουργίες, τη λεγόμενη γενιά του ’70 παραδείγματος χάριν, αλλά με αμεσότητα και ζωντάνια, στοιχεία που συμβάλλουν στην κατανόηση της ποιητικής στόχευσης και επιτείνουν τη συγκίνηση, κυρίως επειδή η γλώσσα δεν υπονοεί αλλά εννοεί, δεν εντυπωσιάζει με ασυνήθιστους λογιοτατισμούς αλλά με την εύστοχη γνησιότητά της. 

Ανεξημέρωτο φιλί, σπαθάτο βλέμμα,
ευγενικός κεραυνός.
Πάλι κερδίζεις και με κερδίζεις.
Πάλι χάνω και τα χάνω.

(Από το Ανεξημέρωτο φιλί)

Ο ιδιότυπος διάλογος μεταξύ του ποιητικού υποκειμένου και της  γυναίκας   χαρακτηρίζει και τα χαικού της δεύτερης ενότητας. Η συμπύκνωση των νοημάτων επιτυγχάνεται, παράλληλα όμως εντοπίζονται παραδοσιακά στολίδια της ποιητικής τέχνης, όπως οι αντιθέσεις  ή οι  επιλογές επιθέτων ,που αποκαλύπτουν θάρρος στη διατύπωση και ευνοούν ακόμη και τους συνειρμούς κυρίως επειδή δημιουργούν πρωτότυπες  λεκτικές συνεκφορές, οι οποίες αφ’ ενός  λειτουργούν απελευθερωτικά για την φαντασία αφ’ ετέρου καλούν συνειδητά τον αναγνώστη να συμπληρώσει με βάση τη δική του πλέον εμπειρία την  ποιητική εικόνα.

Φωτεινό χέρι
από βαθύ πηγάδι
μ’ ελευθερώνει.

Τρυφερή μάχη:
Θέλω να με νικήσεις
ή να νικήσω;

Ο τόνος είναι γνήσια λυρικός, συγκινητικός, σε καμιά περίπτωση ειρωνικός ή σαρκαστικός: το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται ότι κατανοεί τη δυσκολία των σχέσεων σήμερα παράλληλα όμως αναγνωρίζει την αναγκαιότητά τους για την επίτευξη της εσωτερικής ισορροπίας του ανθρώπου γι’ αυτό και απευθύνεται νοερά στη γυναικεία μορφή, ακόμη και όταν είναι απούσα. Προκαλεί εντύπωση ότι η ανάγκη της γυναικείας παρουσίας, έστω ως ιδέας και νοερής  συντρόφου του μυαλού, δίνεται με συνέχεια σε όλη τη συλλογή και δεν αμφισβητείται ούτε από την άποψη του περιεχομένου ούτε από την άποψη των εκφραστικών μέσων.

Τουλάχιστον, όμως, μπορώ να σε σκέφτομαι,
να ξανακούω τις συζητήσεις μας,
ν’ ακούω κι άλλες νέες που δεν έγιναν
(κι ούτε θα γίνουν),
να σου μιλώ μ’ ένα χαζό χαμόγελο,
ποδοπατώντας την απουσία,
να σου μιλώ, μα όχι πια με λυρική φωνή ─
γυμνή η ψυχή μου να τυλίγεται
σ’ αυτήν τη λευκή σελίδα που όλο γεμίζει
τρεμάμενα γράμματα
στο χρώμα της νύχτας.

(Από το capre noctem)

Καμιά αντίθεση δεν έρχεται να  ταράξει την πλήρη αποδοχή της γυναικείας αναγκαιότητας, που αναδύεται ως αίσθηση από την ανάγνωση των ποιημάτων, κανένα καυστικό σχόλιο δεν έρχεται να ενσπείρει σκέψεις ικανές να κλονίσουν την αγάπη με την οποία περιβάλλεται η γυναικεία μορφή ακόμη και όταν δηλώνονται ρητά οι δυσκολίες της συνύπαρξης, όχι μόνο ερωτικής, μαζί της. Το ποιητικό υποκείμενο προσωποποιεί τα συναισθήματα που βιώνει 

καθιστώντας  έτσι τον λόγο του εύληπτο και κατανοητό με τη χρήση απλού, κοινού λεξιλογίου  και πάντως χωρίς μεγαλοστομίες. Η εικοποιία λειτουργεί στην ίδια κατεύθυνση προβάλλοντας το κυρίαρχο κοινό αίσθημα της σύγχρονης ζωής, που μονάζει και ασφυκτιά στη μοναξιά της, αφού χάνεται ή πάντως αλλοιώνεται το «κοινωνείν» και το μοίρασμα. ‘Ετσι ενισχύεται από τη μια μεριά  ο βιωματικός χαρακτήρας των ποιημάτων αλλά και τονίζεται η καθολικότητα των συναισθημάτων, τα οποία εγκολπώνει ο δημιουργός και τα εκφράζει με εύστοχη λακωνικότητα αυτοχαρακτηριζόμενος με την πλέον κοινή, αλλά ταυτόχρονα αιχμηρή, ιδιότητα του σύγχρονου ανθρώπου: την αγωνία.

Με στραβό σαρκαστικό χαμόγελο,
ιπτάμενη σκελετωμένη γριά,
με ματωμένα ρούχα,
η αγωνία. (…)
Ύστερα, ευτυχώς την παίρνει
ο άνεμος και χάνεται.

Πλένω το πρόσωπο, πηγαίνω στον καθρέφτη.
Όμως, το είδωλό μου με τρομάζει ─
εγώ είμ’ η αγωνία.

(Από την «Αυτοτιμωρία»)

Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργούν και οι εκμυστηρεύσεις, οι οποίες δίνονται με τόνους χαμηλούς, όπως πρέπει, και έχουν πολλούς αποδέκτες στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται μόνο η γυναίκα, ως μορφή, ιδέα ή σύμβολο, αλλά και οι αναγνώστες, οι οποίοι -παρ’ όλες τις διαφορές τους- καλούνται να τις συναισθανθούν και να προβληματιστούν πάνω σ’ αυτές.  Ακόμη και ο εαυτός δεν εξαιρείται από τη διαδικασία της εξομολόγησης αφού το ποιητικό υποκείμενο εκμυστηρεύεται στον εαυτό του όχι μόνο πράγματα που βίωσε αλλά και  όσα δεν θα βιώσει καταργώντας τα τυπικά όριά της, που παραδοσιακά αναφέρονται στο παρελθόν, και ανάγοντάς την σε άλλο επίπεδο, στο μέλλον, το οποίο όμως βιώνεται με δραματικότητα στο παρόν. Δημιουργείται έτσι  μια δημιουργική α-χρονία, μια σύμπλευση των χρόνων της ποιητικής έκφρασης,  η οποία ενισχύει την αίσθηση του παρόντος. Τα συναισθήματα δεν παρουσιάζονται ως μετέωρα αντικείμενα αλλά ως όροι ικανοί να λειτουργήσουν στο παρόν και  να  διαμορφώσουν συνθήκες  δημιουργίας και  στάσεις ζωής.  Η απουσία της γυναίκας ως όντος ικανού να συντροφεύσει τις εκφάνσεις της ζωής λόγω των  δυσκολιών που παρουσιάζει η σύγχρονη εποχή δημιουργεί μεν αίσθημα θλίψης και αγωνίας, αλλά δεν ακυρώνει  την ενεργητικότητα με την οποία την εναγκαλίζεται το ποιητικό υποκείμενο στο παρόν, ακόμη κι όταν το ποίημα αναφέρεται σε παρελθόντα χρόνο. Έτσι τα συναισθήματα βρίσκουν τρόπο και εκφράζονται με γνησιότητα, αυθεντικότητα, με ευκρινή εσωτερικότητα και πάντως όχι κραυγαλέα ούτε υπερβολικά.

Τι ευγενικό εκ μέρους σου.
Απότομα, βέβαια, αλλά τουλάχιστον
έγκαιρα μ’ άφησες να πέσω,
προτού ανέβω ακόμα πιο ψηλά,
παράτολμος κι αδέξιος μουσικός
σε νότες φευγαλέων αστεριών.
Πάλι καλά ─ χτύπησα λίγο μόνο.
Σηκώθηκα γρήγορα κι αναγνωρίζω
ότι έτσι γίνεται συνήθως. Τελεία και παύλα.
Γιατί όμως, τόσους μήνες μετά,
να υποφέρω ακόμα από ιλίγγους;

(Από τον «Ίλιγγο»)

Η εστίαση στο παρόν απαλλάσσει την ποιητική εκφορά από τη νοσταλγική παρελθοντολογία, που πολλές φορές λειτουργεί εξιδανικευτικά, κυρίως  όταν το περιεχόμενο της αφήγησης  αφορά σχέσεις ανθρώπων και μάλιστα ερωτικές .Ο  ποιητικός λόγος παρουσιάζεται ζωηρός και σφριγηλός, ικανός να συγκινήσει όχι με την αναφορά των  τραυμάτων του παρελθόντος αλλά με την ικανότητά τους μέσω του αναστοχασμού στο παρόν  να παράγουν έργο. Γίνονται δηλαδή κινητήριοι μοχλοί για τη σκέψη και τη δημιουργία στη βάση της έλλογης αντιμετώπισής τους από την οποία δεν εξαιρείται η κατάθεση συναισθημάτων. Η επιλογή του ενεστώτα χρόνου στη διατύπωση με τα χαρακτηριστικά που ενέχει, διάρκεια αλλά και δραματικότητα, τονίζει το προσωπικά αδιέξοδα που δημιουργούνται σήμερα αλλά και τους τρόπους που βιώνονται από τα κοινωνικά υποκείμενα.  Ιδιαίτερα στα χαικού της δεύτερης ενότητας, τα λεγόμενα και «ακαριαία ποιήματα», η συνειδητή επιλογή του παρόντος συμβάλλει στην απόδοση της συναισθηματικής κατάστασης του ποιητικού υποκειμένου με τρόπο απολύτως συμπυκνωτικό και αναδεικνύει τη σημασία της στιγμής και των συναισθημάτων που βιώνονται στο παρόν ανεξάρτητα από τον χρόνο τέλεσης των πράξεων, που πολλές φορές υπονοούνται.

Τα ποιήματα κοσμούνται από εικόνες, κυρίως οπτικές, όπου η απουσία της αγαπημένης γυναίκας παίρνει τη μορφή υλικού αντικειμένου, ή ακουστικές, όπου το ποιητικό υποκείμενο επαναφέρει στο παρόν φωνές και ήχους χαρακτηριστικούς της μορφής αλλά και της καθημερινότητας τόσο του αντικειμένου του έρωτα όσο και του ιδίου. 

Το ρολόι μου
το κουρντίζω κάθε μέρα.
φοβάμαι μη σταματήσει.

Οι δείκτες του μου θυμίζουν τα χέρια σου
Εννέα και τέταρτο
Θέση μπαλέτου (…)
Το βγάζω πάλι,
το κρατώ και το κοιτώ:
Είναι πρόσωπο, είναι πράγμα, είναι πρόσωπο.

(Από το «Ρολόι μου»)

Ο λυρισμός  αποφεύγει τους εύκολους και συνήθεις  τρόπους αναγωγής στην φύση και εκφράζεται με λιτότητα: πρόκειται για έναν γνήσιο όσο και στιβαρό λυρισμό που επικεντρώνεται στο πνεύμα και στην ψυχή αποφεύγοντας τις επαναλήψεις  στο περιεχόμενο και τις κοινοτοπίες στην έκφραση. Οι μεταφορές αλλά και τα γλωσσικά ευρήματα, πολύ ευφάνταστα στη σύλληψή τους, διαμορφώνουν έναν λόγο μεστό από την άποψη των νοημάτων και φρέσκο από την άποψη της ποιητικής διατύπωσης ενισχύοντας την ανταποκρισιμότητα των δεκτών στην κατεύθυνση κυρίως  της συγκινητικής παρακίνησης χωρίς να ακυρώνεται η λογική κατανόηση, που χαρακτηρίζει συχνά  την εκφορά της μεταμοντέρνας ποίησης.

Η συλλογή επιτυγχάνει πλήρως τους στόχους της προσφέροντας στιγμές απόλαυσης στους λάτρεις της ποιήσεως αλλά και ευρύτερα στους φιλόμουσους. Σε μια εποχή που η γυναίκα κακοποιείται ποικιλοτρόπως ακούγεται μια φωνή ευαισθησίας και λογικής που την εξυμνεί χωρίς υπερβολές αλλά με κατάθεση έλλογου συναισθήματος και με αναγνώριση της σημασίας της στη διαμόρφωση του παρόντος ειδικά σήμερα που ο κοινωνικός αυτοματισμός φαίνεται ότι αναζητά θύματα ανάμεσα στους λιγότερο ισχυρούς ή στους περισσότερο τρωτούς. Παράλληλα οι επιλεγόμενοι τρόποι της εξύμνησης (στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο τίτλος «Σε ανακηρύσσω νικήτρια») έτσι όπως δίνονται από έναν πολυπράγμονα άνθρωπο (γιατρό, καθηγητή, ποιητή, μέλος της εταιρείας λογοτεχνών Θεσσαλονίκης) είναι ικανοί να κινητοποιήσουν τον αναγνώστη στην κατεύθυνση του προβληματισμού για τα  φαινόμενα της απαξίωσης και κακοποίησης της γυναίκας σήμερα αλλά και να δημιουργήσουν μέσω του αναστοχασμού του περιεχομένου των ποιημάτων όρους άρσης αυτής της λυπηρής κοινωνικής κατάστασης στο μέλλον, ιδιαίτερα εφ’ όσον δίνονται με καθαρότητα, ευθύτητα και  χωρίς διάθεση στείρου διδακτισμού.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: