Τα απομνημονεύματα της πριγκίπισσας Μαρίας Νικολάγεβνα Βαλκόνσκαγια

Στις 13 Ιουλίου 1826 οι επικεφαλής στρατιωτικοί Δεκεμβριστές απαγχονίστηκαν στην αυλή του φρουρίου Πετροπαβλόφσκ, ενώ οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού της Ρωσίας εξορίστηκαν. Πολλές γυναίκες που ασπάζονταν την ιδεολογία των ανδρών τους πήραν και αυτές τον δρόμο της εξορίας. Μία από αυτές, η πολύ νεαρή τότε Μαρία Βαλκόνσκαγια κράτησε σημειώσεις.

Στις 13 Ιουλίου 1826 οι επικεφαλής στρατιωτικοί Δεκεμβριστές απαγχονίστηκαν στην αυλή του φρουρίου Πετροπαβλόφσκ, ενώ οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στην προσπάθεια εκδημοκρατισμού της Ρωσίας εξορίστηκαν. Πολλές γυναίκες που ασπάζονταν την ιδεολογία των ανδρών τους πήραν και αυτές τον δρόμο της εξορίας. Μία από αυτές, η πολύ νεαρή τότε Μαρία Βαλκόνσκαγια κράτησε σημειώσεις.

Η καθαίρεση έγινε ως εξής: στις 13 Ιουλίου, με την ανατολή, τους συγκέντρωσαν όλους και τους τακτοποίησαν σε κατηγορίες (ανάλογα με το αδίκημα) στο ανάχωμα μπροστά από πέντε κρεμάλες. Ο Σεργκέι μόλις πλησίασε έβγαλε τη στρατιωτική του χλαίνη και την πέταξε στη φωτιά: δεν ήθελε να του την πάρουν. Υπήρχαν μερικές φωτιές αναμμένες για το κάψιμο των χλαινών και των παρασήμων των καταδικασμένων. Μετά τους διέταξαν να γονατίσουν, ενώ τους πλησίαζαν οι αστυνομικοί και έσπαζαν πάνω από το κεφάλι τους τα ξίφη, ως σημείο υποβιβασμού. Αυτό το έκαναν τόσο αδέξια, που μερικά κεφάλια τραυματίστηκαν.

Με την επιστροφή τους στη φυλακή σταμάτησε το δικό τους συσσίτιο και άρχισε αυτό των καταδίκων. Έλαβαν επίσης τον ρουχισμό τους, που ήταν σακάκια και παντελόνια από άγρια γκρίζα τσόχα.

Μετά από αυτή τη σκηνή ακολούθησε μια άλλη πολύ σοβαρότερη. Έφεραν τους πέντε καταδικασμένους σε θάνατο. Ο Πέστελ, ο Σεργκέι Μουραβιόφ, ο Ριλέγεφ, ο Μπεστούζεν-Ρούμιν (Μιχαήλ) και ο Καχόφσκι απαγχονίστηκαν, αλλά με τόσο φρικιαστική αδεξιότητα που οι τρεις έπεσαν από την κρεμάλα και τους ξανακρέμασαν.

Ο Σεργκέι Μουραβιόφ δεν ήθελε να τον στηρίζουν.

Έναν χρόνο αργότερα έμαθα για τον θάνατο του πατέρα μου. Ταράχτηκα πολύ γιατί αυτό δεν το περίμενα, μου φάνηκε ότι με πλάκωσε ο ουρανός. Αρρώστησα, ο διοικητής επέτρεψε στον Βολφ, τον γιατρό και σύντροφο του συζύγου μου, να με επισκέπτεται συνοδευόμενος από απόσπασμα στρατιωτών και αξιωματικών.

Εκείνη την εποχή κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο διοικητής χτίζει, σε απόσταση εξακοσίων χιλιομέτρων από εδώ, μια τεράστια φυλακή με κελιά χωρίς παράθυρα. Αυτό μας αναστάτωσε πολύ. Ξέχασα να σας πω τι μας ανησυχούσε περισσότερο: έναν χρόνο πριν, είχαν περάσει από την Τσιτά κατάδικοι που ανάμεσά τους ήταν και τρεις δικοί μας εξόριστοι. Ο Σουχίνιν, ο βαρόνος Σαλαβιόφ και ο Μοζγκαλέφσκι. Και οι τρεις ανήκαν στο σύνταγμα Τσερνίγκοφσκι, ήταν σύντροφοι του μακαρίτη Σεργκέι Μουραβιόφ και έκαναν περπατώντας όλον τον δρόμο για τη Σιβηρία μαζί με τους ποινικούς εγκληματίες. Μας ενημέρωσαν για την άφιξή τους. Ο σύζυγός μου μου έδωσε εντολή να πάω να τους βοηθήσω, να προσπαθήσω να καθησυχάσω τον Σουχίνιν, ο οποίος ήταν πολύ αναστατωμένος και να τον προ-τρέψω να κάνει υπομονή. Η φυλακή, όπου εγκαταστάθηκαν οι κατάδικοι, ήταν πίσω από το χωριό, τρία χιλιόμετρα από το σπίτι μου.

(σελ. 27-28 του βιβλίου)

Στοιχεία έκδοσης
Αριθμός σελίδων 100
Χρονολογία Έκδοσης Φεβρουάριος 2019
Μετάφραση Ελένη Κατσιώλη
Επιμέλεια Παλατιανού Πηνελόπη
Εκδότης ΛΕΜΒΟΣ

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: