“Κυριακάτικα” και διαχρονικά – Όταν η δημοσιογραφία συναντά τη λογοτεχνία

Τι είναι και τι θέλουν τα “Κυριακάτικα”; Αν μη τι άλλο, είναι σπουδαία υπόθεση να έχεις γραπτά που αντέχουν στον χρόνο, έχουν κάτι να πουν στις μέρες μας και δε σε κάνουν να ντρέπεσαι για όσα έλεγες τότε.

Η πρώτη φορά που έπεσα πάνω στα «Κυριακάτικα» του Φώντα Λάδη δεν ήταν κάπου στον τύπο ή στο διαδίκτυο, αλλά δια ζώσης στο Φεστιβάλ, στον πάγκο της Σύγχρονης Εποχής. Μου κέντρισε τόσο το ενδιαφέρον ως βιβλίο, που το συγκράτησα ως μια από τις σημαντικές ψηφίδες στο νοερό άλμπουμ με τις αναμνήσεις ενός εντυπωσιακού τριημέρου. Μετά την έκδοση των τραγουδιών του Νόμου και της Τάξης, μετά από την εκδήλωση για το έργο του στο στέκι της ΚΝΕ, αλλά και από την παρουσία του ίδιου του Λάδη επί σκηνής -αν δεν κάνω λάθος- σε ένα σχετικό αφιέρωμα ενός λίγο παλιότερου Φεστιβάλ, η συνεργασία συνεχίζεται -αν θεωρήσουμε ότι διακόπηκε ποτέ- με μια συλλογή των δημοσιογραφικών του κειμένων στον Ριζοσπάστη, μιας από τις λιγότερο γνωστές πτυχές του πολύπλευρου έργου του.

Υπό άλλες συνθήκες, αυτή η… “επανένωση” -reunion θα την λέγαμε στην επικρατούσα διάλεκτο σήμερα-, θα ήταν ένα από τα σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα της περιόδου. Αλλά σε αυτές τις άλλες (αντικειμενικές) συνθήκες, θα είχαμε άλλα υποκείμενα και άλλα Μέσα (ΜΜΕ) που θα υπηρετούσαν διαφορετικούς σκοπούς -συνδέοντας διαλεκτικά τις δύο έννοιες. Τα ΜΜΕ δε θα προωθούσαν κατά παραγγελία συγκεκριμένους εκδοτικούς, δε θα έκαναν γαργάρα ό,τι κρίνουν ως μη εμπορικό με τα μέτρα της αγοράς, και θα έδιναν χώρο και χρόνο στις πραγματικά αξιόλογες εκδόσεις.

Όμως, τι είναι και τι θέλουν τα «Κυριακάτικα»;
Ό,τι ακριβώς λέει η σημείωση κάτω από τον τίτλο τους. Σελίδες μέσα στον χρόνο – δημοσιογραφικά κείμενα μιας πενταετίας (της περιόδου 1981-85). Επιφυλλίδες, (κάτι σαν) χρονογραφήματα και ρεπορτάζ άλλου τύπου, χωρισμένα σε ενότητες και σε διάφορες θεματικές. Κριτικά σχόλια για την επικαιρότητα, για τους νεολογισμούς στη γλώσσα μας, για την εισβολή πανκ και υπολογιστών στη ζωή μας, αναλύσεις για το χρήμα, τον θεσμό του δώρου και την έννοια των διακοπών, περιηγήσεις σε γειτονιές και διάφορες γωνιές της Αθήνας, νοσταλγικές ματιές στον μικρόκοσμο του Ιππόδρομου, κοινωνική παρατήρηση των φιλάθλων και των χούλιγκαν κ.ά.

Προκύπτει εύλογα το ερώτημα. Τι έχουν να πουν στον σημερινό αναγνώστη, μετά από τόσα χρόνια, αυτά τα κείμενα; Μήπως καλύπτον απλώς τη ματαιοδοξία του συγγραφέα να συγκεντρώσει τα θραύσματα της δημοσιογραφικής του δουλειάς σε έναν ενιαίο τόμο;
Όχι, είναι η σύντομη απάντηση. Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά το γιατί.

Καταρχάς τα κείμενα γράφτηκαν σε μια αρκετά ενδιαφέρουσα περίοδο, που κάποιοι νοσταλγούν και άλλοι υπολογισμένα προσπαθούν να καταγράψουν στη συλλογική μας μνήμη ως «τα ωραία χρόνια της Αλλαγής» -και μάλιστα της πρώτης τετραετίας, που κυβερνούσε το υποτιθέμενο «παλιό καλό ΠΑΣΟΚ». Μολονότι δεν είναι όλα τα κείμενα αμιγώς πολιτικά, μας δίνουν χρήσιμες πληροφορίες και υλικό για να δούμε αν και πόσο ωραία ήταν όντως εκείνα τα χρόνια ή αν τελικά υπάρχει μια τάση εξιδανίκευσης με το πέρασμα του χρόνου και όσα ακολούθησαν.

Είναι επίσης γραμμένα σε μια ενδιαφέρουσα περίοδο για αυτό καθαυτό το κομματικό όργανο, δηλαδή τον «Ριζοσπάστη», που επιχειρούσε να αναβαθμίσει την κυριακάτικη έκδοσή του. Μια προσπάθεια που πέρασε από πολλά κύματα, ακολουθώντας αναπόφευκτα την πορεία του ΚΚΕ, αλλά συνεχίστηκε μες στον χρόνο -πχ με το ένθετο «7 μέρες μαζί»- και φτάνει εν μέρει ως τις μέρες μας, με άλλο τρόπο και άλλα μέσα, σε μια πολύ διαφορετική πραγματικότητα, όπου οι εφημερίδες δεν έχουν πια τον ρόλο και τη σημασία που είχαν τότε στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης.

Πρόκειται για κείμενα που σηματοδοτούν μια στροφή του Λάδη σε ένα πιο προσωπικό στιλ γραφής. Το ευρύ κοινό τον έχει συνηθίσει σε ένα διαφορετικό ρόλο, ως στιχουργό, όπου η βασική λειτουργία του είναι να συμπυκνώνει νοήματα σε λίγες λέξεις. Εδώ τον βλέπουμε να ξεδιπλώνει μια άλλη πτυχή του ταλέντου του και να παίρνει το νυστέρι της ανάλυσης, με εξίσου επιτυχή τρόπο, αποδεικνύοντας ότι είναι πραγματικός τεχνίτης του λόγου. Αλλά χωρίς το αντίστοιχο περιεχόμενο δε θα υπήρχε ουσία στην ωραία πρόζα. Ουσία βασικά δεν είναι το περιεχόμενο νέτο-σκέτο, ούτε η ωραία μορφή που τέρπει τις αισθήσεις μας, αλλά η ενότητά των δύο πόλων. Η στρατευμένη τέχνη πχ δεν πρέπει να ξεχνά να είναι τέχνη με αισθητική αξία, αν θέλει να είναι άξια λόγου. Ενώ η τέχνη που αγνοεί ότι παίρνει έτσι κι αλλιώς θέση στην κοινωνία με το έργο της, μπορεί να καταντήσει απλή θεραπαινίδα του συστήματος.

Η δημοσιογραφία πάντως δεν είναι ολοκληρωμένη ανάλυση. Διατηρεί κάτι από τη δύναμη της συμπύκνωσης που έχει και ο στίχος. Κατά μία έννοια, ο δημοσιογράφος καλείται να γίνει ένα είδος στιχουργού του πεζού λόγου, για να αναδείξει την ουσία. Η οποία, ωστόσο, μπορεί κάποιες φορές να μην μπαίνει στον πρωτοσέλιδο τίτλο, αλλά να μένει στο βάθος, να διαφαίνεται για να την ανακαλύψει κριτικά ο αναγνώστης, όπως ακριβώς πρέπει να γίνεται στην τέχνη…

Πρόκειται επίσης για κείμενα που δεν είχαν ψηφιοποιηθεί και δεν ήταν άμεσα προσβάσιμα στο ευρύ κοινό. Αλλά το πιο ενδιαφέρον ίσως είναι ότι υπερβαίνουν -κι ετυμολογικά μιλώντας- τον χαρακτήρα μιας εφημερίδας, που καταπιάνεται κυρίως με εφήμερα θέματα της τρέχουσας επικαιρότητας. Ο Λάδης δανείζεται απλώς κάποιες αφορμές από τα γεγονότα της εποχής του, για να καταπιαστεί με μια θεματική, κάνοντας αναλύσεις που διατηρούν μέχρι σήμερα την επικαιρότητά τους.

(Σημειώνω παρενθετικά ότι η επικαιρότητα μιας άλλης εποχής μπορεί να φανεί πολύ χρήσιμη, για να καταλάβουμε το πνεύμα της και να βρούμε ομοιότητες με τη δική μας. Για παράδειγμα, τα προεκλογικά άρθρα του ’85, για το… «Σωματείο των Αντιστασιακών χωρίς μνήμη» και τα εκβιαστικά αντιδεξιά διλήμματα δείχνουν τον διαχρονικό ρόλο της εκάστοτε σοσιαλδημοκρατίας, που είναι ένα είδος ιστορικής σταθεράς -δηλαδή διαχρονική και σχεδόν «αν-ιστορική», αναλλοίωτη στον ιστορικό χρόνο. Ας το θυμόμαστε αυτό την επόμενη φορά που θα κουνήσει το επόμενο ΠΑΣΟΚ το δάχτυλό του στους κομμουνιστές για το «ιστορικό τους λάθος» και την «ανιστόρητη στάση» τους στις κάλπες.

Σημειωτέον, επίσης παρενθετικά, πως η παλιά επικαιρότητα μπορεί να είναι ακόμα και συναρπαστική. Έχω πιάσει πολλές φορές τον εαυτό μου να βυθίζεται σε παλιά φύλλα, πχ του ’91, για τη δραματική περίοδο των ανατροπών και της κρίσης στο ΚΚΕ, και να παρακολουθεί με ανοιχτό στόμα τις «εξελίξεις».
-Πω-πω! Είδες τι έγινε στο 13ο Συνέδριο;
Και την ίδια στιγμή να με αφήνουν σχετικά ασυγκίνητο τα τεκταινόμενα της σύγχρονης επικαιρότητας).

Κάποια από τα κείμενα του Λάδη έχουν ταυτόχρονα διαχρονικό και ιστορικό ενδιαφέρον, όπως αυτό που καταπιάνεται με τη διαδρομή της Ομόνοιας στον χρόνο και τα χαρακτηριστικά της που αλλοιώνονται, αφήνοντας ωστόσο αναλλοίωτο έναν μικρό, σκληρό πυρήνα. Και ίσως θα ήταν εξίσου ενδιαφέρον ένα δεύτερο μέρος, 40 χρόνια μετά, που να πιάνει τα τελευταία 40 χρόνια και όσα μεσολάβησαν έκτοτε. Να δείχνει πώς συνυπάρχουν αρμονικά ο τουρισμός κι η ανάπτυξη με την εξαθλίωση και το λούμπεν στοιχείο, υπό την υψηλή προστασία του γειτονικού Α.Τ. Μια βρώμικη και… «δυσκολοχώνευτη» γωνιά σε ένα διαχρονικό χωνευτήρι λαών και πολιτισμών.

Όλα τριγύρω αλλάζουνε, μένουν όμως τα ίδια;
Στον πρόλογό του, ο συγγραφέας λέει πως ξαναδιαβάζοντας τα γραπτά του, μετά από τόσα χρόνια, τα βρήκε «πολύ κοντά στον σημερινό εαυτό μου. Ή εγώ δεν άλλαξα ή τα πράγματα -στη βαθύτερη ουσία τους- έμειναν τα ίδια. Ή, τέλος, μπορεί τα πράγματα να άλλαξαν, αλλά εγώ να μην το έχω καταλάβει».

Το χιλιάρικο μπορεί να έγινε ευρώ, αλλά η διαδρομή του χρήματος εξακολουθεί να μας δίνει απλά μαθήματα Πολιτικής Οικονομίας. Η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία φλερτάρει πλέον ανοιχτά με τον αντικομμουνισμό, αλλά συνεχίζει να μιλάει για έναν “σοσιαλισμό” που θα είναι καπιταλισμός. Η Ομόνοια μπορεί να άλλαξε -προς το χειρότερο για μια μεγάλη περίοδο- αλλά συνεχίζει να είναι ένα χωνευτήρι, ανίκανο να κρύψει και να χωνέψει τις ταξικές διαφορές και τους αντίθετους κόσμους που συνωστίζονται στα όρια της πόλης. Το Ελληνικό μπορεί να μην έχει πια το αεροδρόμιο και τη Νατοϊκή βάση, αλλά οι περιγραφές του Λάδη θυμίζουν έντονα την περίπτωση της Σούδας, ενώ τα προβλήματα απλώς άλλαξαν συσκευασία, με τους εργολάβους να επιστατούν το δημόσιο για την κατασκευή ενός ουρανοξύστη ιδιωτικών συμφερόντων. Η οπτική μας για το πανκ και τους υπολογιστές μπορεί να έχει αλλάξει δραστικά, αλλά οι προβληματισμοί του Φώντα Λάδη, μπορεί να θυμίζουν κάπως τον στίχο «συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα κομπιούτερς και οι αριθμοί», αλλά διατηρούν τη διεισδυτικότητά τους και την αυτοτελή αξία τους, καθώς καταγράφουν το πρίσμα της εποχής. Εξάλλου ο ίδιος φροντίζει να το επισημάνει αυτό και να κάνει συνολικά την αυτοκριτική του στον πρόλογο για τα σημεία που σήμερα ίσως να τα έγραφε κάπως διαφορετικά, με τη στερνή του γνώση -πχ για την πορεία που είχαν λάβει τα πράγματα στη Σοβιετική Ένωση.

Δεν είναι όλες οι ψηφίδες αυτού του γραπτού κολάζ το ίδιο εύστοχες και αιχμηρές. Είναι όμως πολλές και άκρως ενδιαφέρουσες. Καλείται να τις ανακαλύψει μόνος του ο αναγνώστης, για να κρίνει καλύτερα. Και αν μη τι άλλο, είναι σπουδαία υπόθεση να έχεις γραπτά που αντέχουν στον χρόνο, έχουν κάτι να πουν στις μέρες μας και δε σε κάνουν να ντρέπεσαι για όσα έλεγες τότε. Κι αυτό, αν μη τι άλλο, δεν μπορεί παρά να πιστώνεται θετικά στον Λάδη και το πλούσιο έργο του.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: