Γκι Μπιρζέλ: «Να σώσουμε τον πλανήτη πόλη – Σκέψεις και όνειρα για μια βιώσιμη πόλη»

“Όχι οι πόλεις δεν είναι τόποι θανάτου: οι άνθρωποι ζουν πιο πολύ και πιο καλά από ότι στην ύπαιθρο με τον καθαρό αέρα αλλά χωρίς εξασφαλισμένη ιατρική περίθαλψη. Όχι, οι πόλεις δεν είναι μόνο παράγωγα του νεοφιλελευθερισμού που δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες και κοινωνικούς διαχωρισμούς.”

Για την κυκλοφορία ενός νέου, ενδιαφέροντος βιβλίου μας ενημερώνει η φίλη του περιοδικού Ιωάννα ΚΩΤΣΙΑΒΡΑ και μας στέλνει την εισαγωγή του.

Τίτλος του βιβλίου «Να σώσουμε τον πλανήτη πόλη – Σκέψεις και όνειρα για μια βιώσιμη πόλη» και συγγραφέας ο Γάλλος Γκι Μπιρζέλ (Guy Burgel), καθηγητής του Πανεπιστημίου Ναντέρ του Παρισιού, ο οποίος, μεταξύ άλλων επιστημονικών δραστηριοτήτων, είναι πρόεδρος της Εθνικής Γαλλικής Επιτροπής για τη «Διεθνή Ένωση Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης» (ΑIESEE – Paris). Τη μετάφραση του βιβλίου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαζήση, υπογράφει η Μάρη Λαυρεντιάδου.

Όπως σημειώνει μεταξύ άλλων η Ιωάννα ΚΩΤΣΙΑΒΡΑ, που μας το προτείνει, πρόκειται για «μια εξαιρετική προσέγγιση του στρατηγικού ρόλου της “Πόλης” απέναντι στις επίκαιρες κοινωνικοοικονομικές κρίσεις, κλιματικές, διεθνείς προκλήσεις,  πολεμικές απειλές,  ζητήματα δεμένα με τις κοινωνικές ανισότητες, το δημογραφικό, την μετανάστευση …που δυστυχώς οι φιλελεύθερες Κυβερνήσεις – των αστικών χωρών  της ΕΕ , ΝΑΤΟ – δεν προτείνουν εφικτές πολιτικές διεξόδου,  ούτε  ανοίγουν τον δρόμο για μια καλύτερη και ειρηνική ζωή».

Ακολουθεί η εισαγωγή του βιβλίου:

Η πόλη αποτελεί ένα από τα πιο προφανή παράδοξα της σύγχρονης εποχής. Ποτέ πριν ο αστικός πληθυσμός δεν ήταν τόσο μεγάλος σε παγκόσμιο επίπεδο, διατηρώντας μεγάλες τάσεις αύξησης. Ολόκληροι ήπειροι, όπως η Αφρική, η Ασία και η Λατινική Αμερική αστικοποιούνται ταχύτητα και αφήνουν πίσω τους τη γερασμένη Ευρώπη και το Νέο Κόσμο.

Και παντού κυριαρχεί το μοντέλο των μεγαλουπόλεων, γιγάντιες στην επέκτασή τους και εντυπωσιακές στην πολεοδομία και την αρχιτεκτονική τους. Παράλληλα, όμως, ποτέ η πόλη δεν δημιούργησε τόσους ατομικούς και συλλογικούς φόβους και αγωνίες. Πριν λίγο καιρό είχαμε το φόβο για την παγκόσμια πανδημία του COVID-19 που ακολούθησε τον πανικό των οικονομικών και χρηματιστηριακών κρίσεων οι οποίοι όξυναν τις κοινωνικές ανισότητες, αλλά και το φόβο για την άνοδο της τρομοκρατίας. Σήμερα, έχουμε τον καταστροφικό πόλεμο στην Ουκρανία και την όλο και μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της κλιματικής αλλαγής. Οι πόλεις, με τη δημογραφική τους οντότητα, τη χωρική τους πυκνότητα και το συσσωρευμένο πλούτο τους φαίνονται να απειλούνται, προκαλώντας υπερβολικές απέχθειες ή φαντασιακές αστικές εξόδους. Συνυπάρχουν και ο φόβος και η έλξη της πόλης. 

Λόγω της ιστορίας και της γεωγραφία της, η Ελλάδα έχει έντονα αυτά τα παγκόσμια χαρακτηριστικά. Δύο μητροπολιτικές περιοχές, η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη, συγκεντρώνουν πάνω από το μισό πληθυσμό της χώρας, αλλά χάνουν και οι δύο όπως και όλες οι γεωγραφικές περιοχές της χώρας, μέρος του πληθυσμού τους τη δεκαετία μεταξύ των δύο τελευταίων απογραφών (2011-2021): οικολογική κρίση (το αθηναϊκό νέφος), μετανάστευση των διπλωματούχων και κακοπληρωμένων νέων στο εξωτερικό αφορούν και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Και το σύστημα πολύ συχνά χτυπιέται στην καρδιά του: εξασθένηση της εμπορικής και διοικητικής επιρροής του κέντρου της Αθήνας που δοκιμάζεται από την κυκλοφοριακή συμφόρηση, τη μόλυνση, τις συνεχόμενες διαδηλώσεις, τη φτωχοποίηση γειτονιών του κέντρου, τη μετανάστευση και την κάθε είδους διακίνηση (Εξάρχεια). Και αυτό σε όφελος των προαστίων που έχουν έξοδο στη θάλασσα (Γλυφάδα) ή στο βουνό (Κηφισιά). Το ίδιο συμβαίνει και στη Θεσσαλονίκη με τη στροφή των κατοίκων προς τη Χαλκιδική.

Και στην Ελλάδα, πιο πολύ από αλλού, λόγω παράδοσης και λόγω του μεγέθους της χώρας, η επιστροφή στο χωριό είναι κάτι σαν μύθος που επανέρχεται αλλά δεν είναι και απίθανη. Γενικά, όμως, αυτό που ισχύει είναι ότι όταν κάποιος φεύγει από την Ελλάδα πηγαίνει στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες ή στη Ζυρίχη και όχι στο χωριό του για να κάνει το μελισσοκόμο ή να εκτρέφει κατσίκια στον ορεινό τόπο καταγωγής των προγόνων του!

Αυτό το βιβλίο φιλοδοξεί να δώσει μια έντονη απάντηση στις ψευδείς φήμες και στους αληθείς μύθους για την πόλη. Όχι οι πόλεις δεν είναι τόποι θανάτου: οι άνθρωποι ζουν πιο πολύ και πιο καλά από ότι στην ύπαιθρο με τον καθαρό αέρα αλλά χωρίς εξασφαλισμένη ιατρική περίθαλψη. Όχι, οι πόλεις δεν είναι μόνο παράγωγα του νεοφιλελευθερισμού που δημιουργεί κοινωνικές ανισότητες και κοινωνικούς διαχωρισμούς. Είναι ζωντανοί τόποι που λόγω της ποικιλομορφίας τους είναι γεμάτοι με φαντασία και δημιουργικότητα. Είναι οι κατεξοχήν χώροι επιστημονικών, πολιτιστικών και τεχνολογικών καινοτομιών που συμβάλλουν στην πρόοδο της ανθρωπότητας. Όχι, οι πόλεις δεν είναι μόνο τόποι παραγωγής αερίων που εντείνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ούτε τόποι υπερκατανάλωσης ρυπογόνων προϊόντων. Καλύτερα κατασκευασμένες και καλύτερα διοικούμενες, με έξυπνες κινητικότητες, με δραστηριότητες προσαρμοσμένες στο τρόπο ζωής και στις ανάγκες, μπορούν να γίνουν η κινητήρια δύναμη της οικονομίας, του χώρου, της ενέργειας και των τεχνητών εδαφών. Όπως συνέβαινε πάντα στην ιστορία των πολιτισμών, η πόλη μπορεί να αποτελέσει τον κύριο παράγοντα ξεπεράσματος των αντιθέσεων ώστε να είναι και πιο επιθυμητή και πιο αειφόρα: να σώσουμε την πόλη για να σώσουμε τον πλανήτη!

Αυτή η πρόκληση απαιτεί πλήρη σαφήνεια των διακυβευμάτων, είτε αφορούν τη βελτίωση των υποδομών (κατοικία, δίκτυα, αρχιτεκτονική κληρονομιά), είτε την αποκατάσταση των κοινωνικών ανισοτήτων (πρόσβαση στο σχολείο, την υγεία, την εργασία, τον πολιτισμό). Και πρέπει να σκιαγραφηθούν οι πιθανές λύσεις που δεν είναι ποτέ μονοδιάστατες αλλά εξαρτώνται από τον τόπο, την ιστορία και τις υφιστάμενες δυνάμεις. Πολύ συχνά, μέσα στον ατομισμό της κοινωνίας, αυτές οι δυνάμεις φαίνεται να ταλαντεύονται μεταξύ τεχνολογικής καινοτομίας (έξυπνη πόλη, «uberisation»), λαϊκών και τοπικών πρωτοβουλιών και μεγάλων αρχιτεκτονικών έργων που στοχεύουν να κυριαρχήσουν στο χώρο και να δώσουν μια ταυτότητα στην πόλη. Αυτό που λείπει είναι ένα γενικότερο στρατηγικό όραμα που να είναι κατανοητό και αποδεκτό από όλους αυτούς που από την αρχαιότητα αποτελούν την Πόλη. Πολύ περισσότερο από την επιθετικότητα του καπιταλισμού και την κλιματική απειλή, είναι η αδυναμία στην πολιτική σφαίρα που αποτελεί την αχίλλειο πτέρνα της σύγχρονης πόλης. Η «εναλλακτική αστικοποίηση» (altermétropolisation) έχει μια έννοια στο βαθμό που αναζητούμε μια άλλη αστική δομή. Δεν πρόκειται για μια εναλλακτική αστικοποίηση αυτάρκη και σε ύφεση σε σχέση με αυτήν που ξέρουμε , αλλά μια άλλη μορφή αστικοποίησης πιο δίκαιη στην κατανομή των κερδών και πιο αποτελεσματική στο σεβασμό της ισορροπίας της φύσης. Μια επανάσταση από τη σκοπιά του Σόλωνα.

Γιατί για πολλούς λόγους, η ελληνική πόλη, πρώτα και κύρια η Αθήνα, είναι μια καρικατούρα των σύγχρονων αδιεξόδων: ιστορική απουσία των φορέων του γενικού καλού (res publica), υποκατάσταση των κοινωνικών δρώντων από ιδιώτες (ο ρόλος της αντιπαροχής στην ανανέωση του αστικού ιστού, η θέση των συλλόγων ή της Εκκλησίας στην αντιμετώπιση της φτώχειας), σημασία ενός εξωτερικού γεγονότος στις στρατηγικές επιλογές (οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004 με τη δημιουργία του μετρό, τη διάνοιξη της Αττικού οδού και τη μεταφορά του αεροδρομίου στα Σπάτα), χώρος υλοποίησης μεγάλων αρχιτεκτονικών έργων. Έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα. Από το Μάριο Μπότα, που ενώνει με τολμηρό τρόπο το νεοκλασικό κτίριο της Εθνικής Τράπεζας με τα αρχαιολογικά ευρήματα (2002) και το Bernard Tschumi, που ανταγωνίζεται με το ύψος των μπαλκονιών του νέου Μουσείου της Ακρόπολης τις ζωοφόρους του Παρθενώνα (2009), στο Renzo Piano, με το φανταστικό παλάτι του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στον όρμο του Φαλήρου που φιλοδοξεί να στρέψει την πρωτεύουσα προς τη θάλασσα (2016). Αρκούν αυτά τα παραδείγματα σύγχρονης αρχιτεκτονικής για να προσδώσουν ένα πολιτικό πνεύμα σε ένα έθνος και να το προστατέψουν από τους δαίμονές του; Η τραγική πυρκαγιά στο Μάτι, το καλοκαίρι του 2018, η πολύνεκρη σύγκρουση των τρένων στα βόρεια της Λάρισας, δεν οφείλονται στην τύχη ή σε ανθρώπινο λάθος, αλλά στην υποχώρηση της ευθύνης της Πολιτείας που οδηγεί στην εγκατάλειψη και στην υποστελέχωση τα οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα, αλλά και όλο το δημόσιο τομέα.

Το μεγάλο μάθημα που μας δίνει η Ελλάδα είναι το εξής: όταν η Civitas είναι ελλειμματική, η Urbs δεν μπορεί να επιβιώσει.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στις Εκδόσεις Παπαζήση που με φιλοξενούν για δεύτερη φορά μετά το βιβλίο μου Η Επιστροφή της πόλης (2008) και στη μεταφράστρια μου, Μάρη Λαυρεντιάδου : μιας ιδιαίτερης έμπνευσης μαθήτρια μου όπως φάνηκε και στη διδακτορική της διατριβή πάνω στους Έλληνες Πόντιους (Η εγκατάσταση των Ελλήνων Πόντιων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης στη Θράκη και στην Αθήνα: ταξίδι και διαδικασίες ενρίζωσης-Université Paris X)-Nanterre, 2002, Να φεύγεις και να ριζώνεις, Εκδόσεις Παπαζήση, 2006). Πρόκειται για μια εξαιρετική και άξια συνεργάτιδα μου στη διάδοση ιδεών. Γιατί, στέλνοντας σήμερα στην ελληνική κοινή γνώμη ένα μήνυμα συμπόρευσης και πίστης στην πόλη δεν αποτελεί μόνο ένα καθήκον για κάθε πολίτη, για μένα είναι η επιστροφή ενός χρέους που οφείλω στην Ελλάδα που με γαλούχησε σε αυτές τις ιδέες (Αθήνα, η ανάπτυξη μιας μεσογειακής πρωτεύουσας, Εκδόσεις Εξάντας, 1978).

Guy Burgel, Μάιος 2023

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: