«Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες» | Πόσο Μπρεχτ μπορεί να «χωρέσει» η “Στέγη” του Ιδρύματος Ωνάση;

Ο τίτλος, η ιστορική του αναφορά στη δικτατορία της Πορτογαλίας, η ξεκάθαρη έμπνευσή του από την κιθάρα και τους στίχους του Woody Guthrie μας έκανε να πάμε να το δούμε. Επίσης, το γεγονός ότι “ανέβαινε” στη «Στέγη», το “προοδευτικό” ίδρυμα της χώρας, που ανήκει στο ίδρυμα Ωνάση (ίσως του πιο γνωστού συνεργάτη της δικτατορίας στην Ελλάδα), μας εξίταρε…

Η παράσταση του Πορτογάλου σκηνοθέτη Tiago Rodriguez αντικειμενικά πετυχαίνει τον σκοπό της. Ο στόχος, όπως έχει ομολογηθεί από τον Rodriguez, υλοποιείται με τον θεατή να αναστατώνεται. Καλείται να πάρει θέση και να απαντήσει σε μια σειρά από ερωτήματα και στο τέλος στο πιο κρίσιμο που τίθεται: πώς και αν θα σιωπήσει ο φασίστας…

Είναι η εκδίκηση δικαιοσύνη; Υπάρχουν πλαίσια που μπορεί να γίνει αποδεκτή η βία; Τι είδους βία και τι αποτελέσματα μπορεί να έχει; Τι είναι φασισμός σήμερα και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί; Αυτά, δοσμένα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους, αλλά κι ακόμα περισσότερα, επιλέγονται από τον Rodriguez ως θέματα-διλήμματα.

Προφανώς και μόνο ο τίτλος σε κάνει να αναρωτηθείς “τι θέλει να πει ο ποιητής”… Η Catarina Eufémia ήταν σύμβολο αγώνα και αντίστασης του λαού της Πορτογαλίας την περίοδο της δικτατορίας, που διήρκησε στη χώρα από το 1933 έως το 1974. Δολοφονήθηκε στις 29 Μαΐου του 1954 από το καθεστώς του δικτάτορα Σαλαζάρ, επειδή διεκδικούσε καλύτερες συνθήκες ζωής και δουλειάς.

Ο τίτλος, λοιπόν, η ιστορική του αναφορά στη δικτατορία της Πορτογαλίας, η ξεκάθαρη έμπνευσή του από την κιθάρα και τους στίχους του Woody Guthrie μας έκανε να πάμε να το δούμε. Επίσης, το γεγονός ότι “ανέβαινε” στη «Στέγη», το “προοδευτικό” ίδρυμα της χώρας, που ανήκει στο ίδρυμα Ωνάση (ίσως του πιο γνωστού συνεργάτη της δικτατορίας στην Ελλάδα), μας εξίταρε…

Η παράσταση παίχτηκε για λίγες παραστάσεις μέχρι και τις 8 Δεκεμβρίου.

Η υπόθεση του έργου και τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Rodriguez

Μια οικογένεια μαζεύεται μια φορά το χρόνο σε ένα απομονωμένο μέρος, στο σπίτι ενός κτήματος, για μια ιεροτελεστία. Φοράνε γυναικείες-αγροτικές φορεσιές μιας άλλης εποχής, αποκαλούνται όλοι, ανεξαρτήτως φύλου, Catarina, τρώνε, τραγουδούν αντάρτικα τραγούδια, συνομιλούν και σκοτώνουν έναν φασίστα που έχουν προηγουμένως απαγάγει.

“Οδηγός” για τις πράξεις τους είναι η διαθήκη μιας γυναίκας με την οποία έχουν όλοι στην οικογένεια σχέση αίματος. Φίλη της Catarina, παρούσα στη δολοφονία της. Παρών ήταν και ο άντρας της, στρατιώτης τότε, που δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει τη δολοφονία. Δολοφόνησε τον άντρα της και από τότε “όρκισε” τους απογόνους της να μη διστάσουν να πληγώσουν, για να κάνουν καλό, να μη σιωπούν μπροστά στην αδικία, να τιμωρούν τους φασίστες.

Στις 29 Μαΐου του 2028 έχει έρθει η σειρά μιας 26χρονης “Catarina” της οικογένειας (αυτή ήταν η ηλικία της Eufémia όταν δολοφονήθηκε). Τη στιγμή που πρέπει να πυροβολήσει, τελικά το αρνείται. Ο “πυρήνας” όσων θέλει να θέσει η παράσταση έχουν αφετηρία αυτή την άρνηση.

Στη συνέχεια θα αναφερθούμε και θα σχολιάσουμε τη σχέση της πραγματικότητας με τα διλήμματα που ο θεατής πρέπει να απαντήσει με βάση την παράσταση, καθώς και άλλα στοιχεία του έργου. Αρχικά, όμως, θέλουμε να καταγράψουμε την εξαιρετικά καλοδουλεμένη μεθοδολογία που ακολουθεί ο Rodriguez.

Το κείμενο της παράστασης, που επίσης έχει επιμεληθεί ο Πορτογάλος, σε κατακλύζει με έννοιες και διλήμματα χωρίς να σε “φορτίζει” ανυπόφορα, παρότι έχει διάρκεια σχεδόν 2,5 ώρες.

Η γραφή είναι αναμφίβολα έξυπνη, έχει δυναμικά και λυρικά στοιχεία σε όλα τα ζητήματα που καταπιάνεται, που, αν και είναι πολλά, καταφέρνει να μην είναι φλύαρη.

Ο χαρακτήρας του κάθε ρόλου, με εξαίρεση τον φασίστα, βιώνει τις αντιφάσεις του με ξεχωριστό τρόπο.

Η κάθε πράξη, το κάθε στοιχείο έχει ένα αίτιο και ένα αποτέλεσμα, που δεν δίνεται “απλοϊκά”, συνεχώς υπάρχει μια αλληλεπίδραση.

Η διάταξη των σκηνικών που εναλλάσσονται από τους ίδιους τους ηθοποιούς, οι μουσικές «παύσεις», ένας ρόλος που σε αρκετά σημεία έχει τον χαρακτήρα του αφηγητή και ο τρόπος που εξελίσσονται οι διάλογοι μεταξύ των 7 ηθοποιών κινητοποιούν τη σκέψη, ώστε ο θεατής να απαντήσει και να πάρει θέση.

Από την αρχή της παράστασης γίνεται σαφές ότι το κοινό πρέπει να έχει ρόλο. Οι ηθοποιοί βρίσκονται στη σκηνή, συνομιλούν και κινούνται ενώ ακόμα δεν έχει ανοίξει η αυλαία. Ειδικά η κορύφωση, το τέλος της παράστασης, σκηνοθετικά γίνεται με “ανορθόδοξα” άρτιο τρόπο. Τα φώτα ανάβουν πριν τελειώσει. Το κοινό γίνεται μέρος του έργου. Αν δεν παρέμβει, η τελευταία πράξη, ο λόγος του φασίστα, φαίνεται πως δε θα τελειώσει ποτέ.

Τελικά -και εν συντομία- εκτός από τις αρκετές φορές που αναφέρονται γνωστές ρήσεις του Μπρεχτ κατά τη διάρκεια της παράστασης, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, ότι ο Πορτογάλος σκηνοθέτης και σεναριογράφος του έργου, οι ηθοποιοί και οι συντελεστές ακολουθούν μια «μπρεχτική» μεθοδολογία. Η αρχική αφήγηση με αλληγορικό τρόπο σε προϊδεάζει τι θα παρακολουθήσεις. Τα λιτά εκφραστικά μέσα, η υπογράμμιση ζητημάτων σε όλη την πορεία του έργου και η έμφαση στον λόγο των ηθοποιών. Να μην ταυτίζεται ο θεατής με κάποιον από τους ρόλους, να μη βιώνει κάποιο προσωπικό τους δράμα, αλλά σε κάθε έναν από αυτούς να βλέπει μια κοινωνική πράξη και κίνηση δίνει μια διάσταση του «επικού-διαλεκτικού» θεάτρου του Μπρεχτ.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν το δούμε αποσπασμένα, σίγουρα γίνεται πράξη ο επίλογος που έχει γράψει ο κομμουνιστής διανοητής στο έργο του «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν»: «Πώς αυτό το κακό θα τελειώσει, ψάξτε να βρείτε μοναχοί σας… Πήγαινε ψάξε, αγαπητό κοινό, μια κατάλληλη λύση πρέπει να υπάρχει. Πρέπει, πρέπει, πρέπει»!

Η ουσία της παράστασης

Θα εστιάσουμε σε τρία ζητήματα, που κατά τη γνώμη μας, ούτως ή άλλως επικεντρώνεται και η παράσταση. Τι είναι ο φασισμός και σε ποια βάση αυξάνει την επιρροή του. Ποιοι είναι αυτοί που θα τον αντιμετωπίσουν και με ποιο τρόπο.

Προφανώς, σε αυτό το κείμενο δε θα κάνουμε αναλυτική αναφορά στους λόγους για την άνοδο της ακροδεξιάς στις μέρες μας, τις ευθύνες γι’ αυτό, αλλά ακόμα και τις ιστορικά επιβεβαιωμένες σχέσεις αστικών πολιτικών δυνάμεων, που χαρακτηρίζονται ως “προοδευτικές”, με τις φασιστικές δυνάμεις.

Με το “δικαίωμα” που μας έδωσε ο ίδιος ο Rodriguez, λοιπόν, θα κάνουμε την κριτική μας σε ορισμένα ζητήματα, έχοντας κι εμείς ως “οδηγό” μας τον Μπρεχτ και στίχους του Woody Guthrie.

 

Ο φασισμός

Στο έργο γίνεται μια προσπάθεια ο φασισμός και το “αντίπαλο” σε αυτόν στρατόπεδο να παρουσιαστούν ανάλογα με την τοποθέτηση πάνω σε μια συγκεκριμένη “ατζέντα” ζητημάτων:

‣ Τον ρατσισμό απέναντι σε ανθρώπους διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού και τους μετανάστες.

‣ Την αναχρονιστική θέση για τον ρόλο της γυναίκας και την αποτρόπαια βία που αυτή γεννά σε αρκετές περιπτώσεις.

‣ Τον αυταρχισμό απέναντι στα συνδικάτα και τις διεκδικήσεις τους κ.λπ.

Κυρίως, παρουσιάζεται σαν μια γνώμη και αντίληψη που αυξάνει την επιρροή της στην κοινωνία αξιοποιώντας τις “δυνατότητες” που προσφέρει ένα αστικό κοινοβουλευτικό πολίτευμα.

Ο Rodriguez σε συνέντευξή του, αλλά και σε σημεία της παράστασης, αναφέρει πως αναγνωρίζει ότι αυτό που παρουσιάζει ως φασισμό στο έργο δεν είναι το ίδιο με το φασιστικό ρεύμα που υπήρχε σε άλλες ιστορικές φάσεις. Ισχυρίζεται πως χρησιμοποιεί “καταχρηστικά” τον όρο του φασισμού για να στιγματίσει την άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη, να ταρακουνήσει τη συνείδηση. Όμως, αυτή η “σύμβαση ειλικρίνειας” δεν καθιστά λιγότερο προβληματική την προσέγγιση που επιχειρείται.

Ο Μπρεχτ ασκούσε έντονη κριτική σε όσους έκαναν μια “ψευδοσυναισθηματική” προσέγγιση στον φασισμό. Αναφερόμενος στην άνοδο του φασισμού τη δεκαετία του 1930 έλεγε πως «αποτελεί την ύστατη προσπάθεια για τη διάσωση της ατομικής ιδιοκτησίας. Όχι επιστροφή στη βαρβαρότητα, αλλά σαν μια λογική και γιγάντια εφόρμηση εκείνης της βαρβαρότητας που προκύπτοντας από τη μορφή της γερμανικής οικονομίας σε όλη τη διάρκεια της αυτοκρατορίας και της δημοκρατίας της Βαϊμάρης εξελίχθηκε παραπέρα, για να καταλήξει με ορμή θύελλας στο τωρινό πιο βαθύ σημείο της».

Ο φασισμός για τον Μπρεχτ δεν είναι αντίθετο της αστικής δημοκρατίας, αλλά η αιχμή του δόρατος του καπιταλιστικού συστήματος. Ένα απαραίτητο συμπλήρωμα της αστικής δημοκρατίας κάτω από ορισμένες συνθήκες.

Το να επικεντρώνεται η κριτική στους αστούς πολιτικούς και τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις που ενσωματώνουν στη ρητορική τους μεθόδους και στοιχεία φασιστικού λόγου για τα παραπάνω ζητήματα, “απονευρώνει” την κριτική σε αυτό το αστικό πολιτικό προσωπικό και το τμήμα της αστικής τάξης που εκφράζει, αλλά και στον ίδιο τον φασισμό.

Δηλαδή η επιλογή να μη “φωτίζεται” πως η άνοδος αντιδραστικών πολιτικών δυνάμεων σχετίζεται με μια σειρά από αντιφάσεις και αδιέξοδα του καπιταλιστικού συστήματος, επιλογές και αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης με διαφορετικά συμφέροντα και επιδιώξεις οδηγεί, αντικειμενικά, στον “εξωραϊσμό” των πολιτικών δυνάμεων που απλώς τοποθετούνται διαφορετικά στη συγκεκριμένη “ατζέντα”. Πόσο δε μάλλον, όταν για παράδειγμα το “φασιστικό καθεστώς”, που υπάρχει στην Πορτογαλία σύμφωνα με το σενάριο το 2028, παρουσιάζεται ως κύριο αίτιο της ακρίβειας ή όταν δεν υπάρχει καμία αιχμή-αναφορά ότι για την παραπάνω “ατζέντα”, ανεξάρτητα από τις τοποθετήσεις, που και αυτές πολλές φορές είναι αντιδραστικές, τα έργα των “δημοκρατικών-προοδευτικών δυνάμεων” (αντιμεταναστευτική πολιτική, ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι, επίθεση στο συνδικαλιστικό κίνημα κ.λπ) είναι πλούσια…

Όλο το έργο βασίζεται στην προβολή μια αντίθεσης ανάμεσα στον φασισμό και την αστική δημοκρατία, ενώ ο φασισμός είναι γέννημα της ίδιας οικονομικής βάσης, του καπιταλισμού, θρέμμα της ίδιας πολιτικής εξουσίας, της αστικής τάξης.

Για να κάνουμε πιο ξεκάθαρη την κριτική μας θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα, που αντικειμενικά, αναγνωρίζουμε πως εμπεριέχει μια απλούστευση. Το έργο του Μπρεχτ «Ο τρόμος και η αθλιότητα του Γ’ Ράιχ» αποτελείται από 24 μονόπρακτα. Σε αυτά αποτυπώνεται πολύπλευρα και ολοκληρωμένα τι είναι φασισμός. Αν από τα 24 μονόπρακτα επιλέγει κανείς να βγάλει συμπέρασμα μόνο από το αναμφίβολα εξαιρετικό η «Εβραία», ας πούμε ότι στην καλύτερη περίπτωση θα «θολώσει» τη σκέψη του.

Ποιοι και πώς θα αντιμετωπίσουν τον φασισμό

Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, οι λόγοι των “αποφασισμένων Καταρίνων” της οικογένειας εκτιμάμε πως εκφράζουν μια κριτική προσέγγιση του Πορτογάλου σε πολιτικές δυνάμεις και κυρίως σε αυτό που ορισμένα τμήματα της αστικής σκέψης χαρακτηρίζουν ως “κρίση των προοδευτικών δυνάμεων και αμηχανία του προοδευτικού κόσμου”. Κυρίως αυτό αποτυπώνεται με εύστοχο-χιουμοριστικό τρόπο όταν καυτηριάζει ορισμένες πλευρές που σήμερα εκφράζονται με μια μικροαστική αντίληψη και στάση απέναντι στα πράγματα. Φανερώνονται τα αδιέξοδα, η αναποφασιστικότητα στην ανάγκη της σύγκρουσης και μια σειρά από άλλα ζητήματα σχετικά με την προφανώς αναποτελεσματική επιλογή της ατομικής τρομοκρατίας. Για παράδειγμα, παρουσιάζονται ως “βολεμένοι”, που μπορεί μια φορά το χρόνο να σκοτώνουν έναν φασίστα, αλλά τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου είναι “ενσωματωμένοι” στο σύστημα. Αξίζει, όμως, να αναφέρουμε ότι “αχνοφαίνεται” μια προσέγγιση που θέλει την “επιστροφή στη φύση” και την οικολογία να είναι μια συνεπής και προοδευτική στάση απέναντι στα αδιέξοδα και τον εκμαυλισμό που αναπαράγονται στην αστική κοινωνία.

Xωρίς να υποτιμάμε την αξία της σκηνοθετικής επιλογής-ικανότητας που σου αφήνει μια “ελευθερία επιλογής” ως προς το πώς και ποιοι θα είναι αυτοί που θα αντιμετωπίσουν τον φασισμό, αυτό που μένει ως “στίγμα” είναι πως πρέπει να κινητοποιηθεί γενικά και αόριστα ο “προοδευτικός” κόσμος-δυνάμεις με τα μέσα που προσφέρει η αστική δημοκρατία για να αποτραπεί η φασιστική απειλή.

Είναι ενδεικτικό πως στο τέλος όλα τα μέλη της οικογένειας σκοτώνονται, επειδή αδυνατούν να “συνεννοηθούν” και να συμφωνήσουν. Κάποιοι, μάλιστα, ουσιαστικά εκτελούνται από έναν ρόλο που κυρίως στην αρχή και το τέλος λειτουργεί ως αφηγητής. Αυτό που υπογραμμίζει η αφήγησή του είναι πως «αν αφήσεις την φωτιά να ανάψει, δεν μπορείς να προβλέψεις τις συνέπειες που αυτό θα έχει». Έτσι δίνεται η δυνατότητα στον φασίστα να βγάλει το λογύδριό του, με τον λόγο πλέον να περνά στους θεατές…

Ο Μπρεχτ για όσους δηλώνουν αηδιασμένοι με τον φασισμό, αλλά δεν έχουν καμία διάθεση να συγκρουστούν με την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής ανέφερε χαρακτηριστικά: «Από τους φασίστες αφαιρούν τον αστικό τους χαρακτήρα, τους παίρνουν ας πούμε την αστική τους ταυτότητα. Μια διακήρυξη ενάντια στον φασισμό δεν μπορεί να έχει ίχνος ειλικρίνειας όταν μένουν ανέπαφες οι κοινωνικές καταστάσεις που τον παράγουν σαν φυσική αναγκαιότητα. Όποιος δεν θέλει να εγκαταλείψει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής όχι μόνο δε θα απαλλαγεί από τον φασισμό, αλλά θα τον έχει και ανάγκη».

Σε ένα σημείο του διαλόγου της μητέρας και της κόρης που δε θέλει τελικά να σκοτώσει τον φασίστα, γίνεται αναφορά στο εξής (δεν σημειώσαμε δυστυχώς με ακρίβεια τον διάλογο, αλλά η ουσία είναι η ίδια): Η κόρη διερωτάται γιατί δε γίνεται επανάσταση, γιατί όλος ο λαός δεν παίρνει τα όπλα για να ανατρέψει το καθεστώς και απλώς η οικογένειά της αρκείται σε συμβολικές δολοφονίες που δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Η μαμά απαντά «πες μου πού και πότε θα γίνει αυτή η γιορτή για να πάω. Μέχρι τότε πρέπει να κάνουμε κάτι».

Εμείς, λοιπόν, αυτό που κάνουμε είναι να «γιορτάζουμε» καθημερινά αντιμετωπίζοντας τον φασισμό ως αυτό που πραγματικά είναι. Όχι χορεύοντας το “Βαλς των χαμένων ονείρων” αυταπατώμενοι πως μια «ενότητα των προοδευτικών δυνάμεων μπορεί να υψώσει τείχος στον φασισμό».

Επιλέγουμε να “χορεύουμε” με τους στίχους του Woody Guthrie από το τραγούδι «All you fascists»: «Οι άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο οργανώνονται, είναι βέβαιο ότι θα χάσετε, σίγουρα θα χάσετε».

Οδηγητής

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: