Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Ψαροπούλα» («Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος»)

Το διαχρονικό τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου που τραγουδούσαν οι πολιτικοί εξόριστοι, μετάλλαξε μουσικά τον Μίκη Θεοδωράκη και έκανε τον Βασιλιά Παύλο να σαστίσει. Γραμμένο για τον πλούσιο καραβοκύρη που στην Κατοχή έσωζε το λαό του Πειραιά από την πείνα και στα Δεκεμβριανά περιέθαλπε τραυματισμένους μαχητές του ΕΛΑΣ, για να πεθάνει πάμφτωχος και ξεχασμένος στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών…

Το 1947 ο Μίκης Θεοδωράκης είναι μόλις 22 χρονών. Μέχρι τότε έχει γράψει συμφωνική μουσική. Σε μια μεταγωγή του σε τόπο εξορίας θα λάβει χώρα ένα γεγονός που κυριολεκτικά θα τον μεταμορφώσει μουσικά. Τι ήταν αυτό εξηγεί ο ίδιος: «Μέσα στο καΐκι που μας πήγαινε στον Αγιο Κήρυκο – Εύδηλο – Αρμενιστή, μια παρέα Πειραιώτες τραγουδούσαν τον “Καπετάν Ανδρέα Ζέπο” το πρώτο λαϊκό που άκουσα στη ζωή μου και με μιας όλα άλλαξαν μέσα μου. Αργότερα, ακούγοντας τους συνεξόριστους από λαϊκές περιοχές κατέγραψα δεκάδες λαϊκά τραγούδια. Τα πρώτα αποθέματα λαϊκής μουσικής άρχισαν να στοιβάζονται μέσα μου. (…) Αργότερα, πρώτοι εμείς οι ”Ικαριώτες” μεταφέραμε στη Μακρόνησο τα λαϊκά τραγούδια και τους λαϊκούς χορούς. Ομως δεν ήξερα ακόμα ότι την εποχή εκείνη γίνονταν μέσα μου κοσμογονικές μεταλλάξεις. Από συμφωνιστής άλλαξα σε λαϊκό. Καινούργια, μυστηριώδη και άγνωστα μουσικά αποθέματα στοιβάζονταν μέσα μου, που με αφορμή τον ”Επιτάφιο” άρχισαν να βγαίνουν ορμητικά, παίρνοντας τη μορφή των τραγουδιών».

Ο Μίκης αναφέρεται βέβαια στο τραγούδι «Ψαροπούλα», γνωστό και ως «Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος», εμβληματικό, διαχρονικό και χιλιοτραγουδισμένο, του Γιάννη Παπαϊωάννου, που είχε κυκλοφορήσει στη δισκογραφία έναν χρόνο νωρίτερα, το 1946.

Ο Γιάννης Παπαϊωάννου γεννημένος το 1914 στην Kίο της Mικράς Aσίας, γλίτωσε από την καταστροφή του 1922 κι έφτασε στην Ελλάδα ορφανό από πατέρα προσφυγάκι. Κυνηγημένος και εδώ σαν «τουρκομερίτης» (έτσι τότε αποκαλούνταν πλατιά οι μικρασιάτες πρόσφυγες…) στον Πειραιά και στις Τζιτζιφιές όπου άπλωσε τις ρίζες του, με τη μάνα και τη γιαγιά του, ρίχτηκε με πείσμα και αυταπάρνηση στη βιοπάλη, στο καθημερινό μεροκάματο, παράλληλα με τις δυο μεγάλες αγάπες της μέχρι τότε ζωής του, τη μπάλα (ποδόσφαιρο) και τη μουσική (μπουζούκι). Δούλεψε σκληρά μέχρι να ορθοποδήσει ως μάστορας σοβατζής, σε ψαράδικο καΐκι πρώτα, μετά σε μαραγκούδικο, σε συνεργείο αυτοκινήτων, εργάτης στο γιαπί. «Ήμουνα σκληραγωγημένος, γιατί είχα τραβήξει τόσα πολλά. Αγώνας για τη φασολάδα. Είχα όρεξη να φάω 10 φασολάδες κι έτρωγα μία. Βλέπετε φτώχεια» έχει διηγηθεί ο ίδιος στον Κώστα Χατζηδουλή και έχει καταγραφεί στην βιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα» (εκδ. Κάκτος).

Ο Παπαϊωάννου μικρός δούλεψε για ένα διάστημα σε ένα από τα καΐκια του Αντρέα Ζέπου, ενός ξεχωριστού ανθρώπου, αυτοδημιούργητου επιχειρηματία με μεγάλη προσφορά στην κοινωνία και τον άνθρωπο, που πέρασε στην αθανασία μέσω του τραγουδιού που ο σπουδαίος λαϊκός δημιουργός έγραψε για να τον τιμήσει.

«Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος» αποτέλεσε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της εποχής του. Μαζί με την επίσης θρυλική «Φαληριώτισσα» (το πρώτο που φωνογράφησε ο Παπαϊωάννου, το 1935, πηγαίνοντας στο στούντιο απευθείας από την οικοδομή, με τα ρούχα της δουλειάς, γεμάτος ασβέστες) ήταν τα αγαπημένα του κοινού των ταβερνών και των λαϊκών κέντρων της εποχής που κατακλύζονταν κατά κανόνα από εργατόκοσμο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της τεράστιας απήχησης του τραγουδιού μάς μεταφέρει ο συνθέτης στη βιογραφία του: «Ένα βράδυ στου Χειλά το μαγαζί γινότανε χαλασμός από τον κόσμο, ήτανε μέχρι την πόρτα, κι απ’ έξω γεμάτο. Πέρναγε απ’ έξω ο Βασιλιάς Παύλος με συνοδεία μεγάλη. Είδε τον κόσμο και σταμάτησε να δει τι συμβαίνει. Ρώτησε και του είπαν ότι είναι τα μπουζούκια. Βγήκε έξω από το αυτοκίνητο και προχώρησε στο μαγαζί, έφτασε στην πόρτα και στάθηκε. Εκείνη την ώρα τραγουδάγαμε με τον Μοσχονά το «Ζέπο». Σουξέ αυτό τότες. Στάθηκε εκεί και άκουσε το τραγούδι μέχρι που τέλειωσε όλο και μετά έφυγε. Λαϊκό πρσκύνημα  κι εκεί στου Χειλά το μαγαζί, στην “Τριάνα”…».

«Ψαροπούλα» («Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος»): Δημήτρης Περδικόπουλος (β’ φωνή Γιάννης Παπαϊωάννου)

Μια ψαροπούλα είναι αραγμένη
Στο ακρογιάλι τον Ζέπο περιμένει
Καπετάν Αντρέα Ζέπο χαίρομαι όταν σε βλέπω
Χαίρομαι όταν σε βλέπω καπετάν Αντρέα Ζέπο

Όλοι καλάρουνε μα δεν πιάνουν ψάρια
Καλάρει ο Ζέπος και βγάζει καλαμάρια
Ε για μόλα ε για λέσα έχει ο σάκος ψάρια μέσα
Έχει ο σάκος ψάρια μέσα ε για μόλα ε για λέσα

Μέσα στο τσούρμο του ειναι όλοι ιππότες
Έξι απ’ την Κούλουρη και έξι Αϊβαλιώτες
Καπετάν Αντρέα Ζέπο χαίρομαι όταν σε βλέπω
Χαίρομαι όταν σε βλέπω καπετάν Αντρέα Ζέπο

Δουλεύοντας στο πλευρό του Ζέπου ο Παπαϊωάννου απόχτησε το πάθος για το ψάρεμα και αγάπησε τη θάλασσα «που την τραγούδησε με συνέπεια και μεράκι στις επόμενες δεκαετίες της μουσικής του καριέρας. “Στο ψάρεμα εγώ έχω τέχνη”, έλεγε. “Μεγάλωσα μέσα στη θάλασσα κι ειχα δάσκαλο το Ζέπο τον καλύτερο ψαρά του κόσμου!”» σημειώνει ο Γιώργος Ζαρκαδάκης στο εξαιρετικό βιβλίο-λέυκωμα «Μύθος Ρεμπέτικος – Γιάννης Παπαϊωάννου» των εκδόσεων «Τεγόπουλος – Μανιατέας» (Αθήνα 1997).

«Ψαροπούλα» («Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος»): Οδυσσέας Μοσχονάς (β’ φωνή Στελλάκης Περπινιάδης)

Όμως, ποιος ήταν αυτός ο χιλοτραγουδισμένος καραβοκύρης; Σημαντικές πληροφορίες για τον Αντρέα Ζέπο καταγράφονται στο βιβλίο του Ευάγγελου Ν. Αθηναίου, «”Ο Καπετάν Αντρέας Ζέπος”, ένας γλεντζές, φιλάνθρωπος και θυμόσοφος ψαράς στην παραλία του Φαλήρου» (εκδ. Μουρούσια, Πειραιάς 2012), αποσπάσματα του οποίου έχουν δημοσιευτεί στο Ρεμπέτικο Φόρουμ.

Ο Ζέπος, λοιπόν, ήταν γιος εμπόρου. Πρόσφυγας κι ο ίδιος, απ’ το Αϊβαλί, ξεκίνησε από μούτσος και κατάφερε να αποχτήσει δικά του καΐκια, μεγάλη φήμη και πολλά λεφτά. Ήταν άνθρωπος καλόκαρδος, γλεντζές, αλλά και μεγάλος πότης. Ο Ζέπος ήταν άνθρωπος με καρδιά, με καθαρή ψυχή, συμπονετικός, στήριγμα για όποιον είχε ανάγκη: «Πάντρεψε πολλές ορφανές κοπέλες που δεν είχαν κουμπάρο να τις στεφανώσει, βάφτισε πολλά αβάπτιστα που λόγω της φτώχειας δεν είχαν τα απαραίτητα για το μυστήριο, τάισε τη χήρα και το ορφανό· ακόμη και στις γάτες έδινε τα πατημένα ψάρια για να φάνε», σημειώνεται στο βιβλίο του Ευάγγελου Ν. Αθηναίου, «”Ο Καπετάν Αντρέας Ζέπος”, ένας γλεντζές, φιλάνθρωπος και θυμόσοφος ψαράς στην παραλία του Φαλήρου».

«Ψαροπούλα» («Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος»): Σωτηρία Μπέλλου

Αλλά και στην Κατοχή, και στη συνέχεια στα Δεκεμβριανά, η προσφορά του είναι συγκλονιστική. Στην Κατοχή έσωσε πολύ κόσμο από την πείνα, διαθέτοντας αλεύρι για ψωμί και βέβαια ψάρια. Στον βομβαρδισμό του Πειραιά (1941) συγκέντρωνε από τη θάλασσα τα νεκρά ψάρια από τις εκρήξεις και αντί να τα πουλήσει τα βράζει και τα μοιράζει συσσίτιο. Στο ίδιο βιβλίο διαβάζουμε: «Την παλάντζα και το καντάρι τα χρησιμοποιούσε μόνο όταν πουλούσε στους ψαρέμπορους της αγοράς και στους μανάβηδες – μεταπράτες. Όταν είχε εκεί στην αμμουδιά τις ατέλειωτες σειρές των πεινασμένων που είχαν στο χέρι τους ένα τσίγκινο πιάτο, μια κατσαρολίτσα ή ένα μαστραπά, ποτέ δεν ζύγιζε. Είχε μπροστά του το τελάρο και δίπλα του ένα καλάθι. Κανονισμένες δύο χούφτες διπλές έβαζε στο κάθε πιάτο, λες και ήταν συσσίτιο. Ο κόσμος έριχνε ό,τι κατοχικά λεφτά είχε, αν είχε, στο καλάθι…».

Τα χρόνια της Κατοχής, δίνοντας μάχη για να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη για τον ίδιο και τη μάνα του, ο Παπαϊωάννου θ’ ανοίξει μια μικρή μουσική ταβέρνα στο Μοσχάτο. Στο βιβλίο-λεύκωμα «Μύθος Ρεμπέτικος – Γιάννης Παπαϊωάννου» αναφέρεται: «Η ταβέρνα ανήκε σε κάποιον Τοτόμη, ο οποίος μη έχοντας τι να σερβίρει στους πελάτες του την είχε κλείσει. Ο Παπαϊωάννου τον έπεισε να την ανοίξει ξανά, συμφωνώντας ως ενοίκιο το αμύθητο για την εποχή αντάλλαγμα της μισής οκάς λάδι. Κάθε μεσημέρι, μέχρι τις 7 περίπου το απόγευμα, που απαγόρευαν την κυκλοφορία οι Γερμανοί, στα έξι-εφτά τραπεζάκια στο μικρό ταβερνάκι του Μοσχάτου μαζεύονταν κάποιοι φίλοι κι άκουγαν τον Παπαϊωάννου να τους παίζει παλιά και νέα τραγούδια. Ο καθένας έφερνε ό,τι είχε για να την περάσουν όσο δυνατόν πιο όμορφα, σε κείνα τα μαύρα χρόνια της πείνας και της ανέχειας. Ο καλύτερος όμως πελάτης του μαγαζιού ήταν ο Ζέπος. Χάρη στα ψαροκάικά του ο Ζέπος έκανε χρυσές δουλειές στην Κατοχή. Έτσι ο καπετάνιος ήταν συνεχώς φορτωμένος με λεφτά και, καθώς ήταν και μεγάλος γαλαντόμος, ερχόταν και τα χάλαγε στη μικρή ταβερνούλα του Παπαϊωάννου. Τότε ήταν που έγραψε ο μπαρμπα-Γιάννης το ομώνυμο τραγούδι, «έτσι για πλάκα», για να τον τιμήσει. Το τραγούδι θα ηχογραφηθεί κάμποσα χρόνια αργότερα, όταν θα ξανανοίξουν τα εργοστάσια δίσκων, μετά την Κατοχή, και θα γίνει μεγάλη εμπορική επιτυχία. Αλλά ο “Ζέπος” ήταν ήδη στα χείλη των ανθρώπων , όπως και μερικά χρόνια πριν η “Φαληριώτισσα”».  

Τον Δεκέμβρη του 1944, λίγες εβδομάδες μετά την απελευθέρωση από τον φασιστικό ζυγό, ο λαός της Αθήνας βρισκόταν αντιμέτωπος με την ωμή στρατιωτική επέμβαση των Άγγλων «συμμάχων», που είχαν βάλει σκοπό μεθοδικά να λυγίσουν και να υποτάξουν το ΕΑΜικό κίνημα – οργανωτής και καθοδηγητής του οποίου ήταν το ΚΚΕ – και το ένοπλο «χέρι» του, τον απελευθερωτή ΕΛΑΣ και να επιβάλλουν την εξουσία της μέχρι πριν τον πόλεμο κυρίαρχης τάξης κόντρα σε κάθε λαϊκή απαίτηση και λαϊκό συμφέρον. Στη μάχη της Αθήνας, όπως ονομάστηκε από τον λαό μας η περίοδος αυτή των 33 ημερών δυνάμεις του ΕΛΑΣ και λαός πολεμούν ηρωικά ενάντια σε χιλιάδες Άγγλους, αλλά και ιθαγενείς από την Ινδία και άλλες αγγλικές αποικίες.

Όπως αναφέρεται στο βιβλίο του Ευάγγελου Ν. Αθηναίου για τον Αντρέα Ζέπο, στο Νέο Φάληρο «κάθε μεσημέρι, που γινόταν μια άτυπη ανακωχή, ο καπετάν-Αντρέας μαζί με δύο-τρία παλικάρια μάζευαν τους τραυματίες Ελασίτες (οι Άγγλοι μάζευαν τους δικούς τους) και τους πήγαιναν σε ένα αυτοσχέδιο νοσοκομείο. Τους νεκρούς Άγγλους που έβρισκαν, τους πήγαιναν έξω από τον στρατώνα τους, και τους Ελασίτες στην παραλία όπου τους έθαβαν φτωχικά, αλλά αξιοπρεπώς». Και σε άλλο σημείο ο συγγραφέας τονίζει: «οι ευεργεσίες του καπετάνιου, δεν μπορούν να εξαντληθούν σε λίγες γραμμές ενώ το βασικότερο, ότι έδινε ελπίδα σε όλους τους δυστυχισμένους και πεινασμένους, δύσκολα περιγράφεται, και ακόμη δυσκολότερα ανταποδίδεται».

Από τα όσα προαναφέρθηκαν για τον Αντρέα Ζέπο (πολύ λίγα μέσα στα πλαίσια μιας στήλης) καταλαβαίνει κανείς γιατί ο Παπαϊωάννουν αναφερόταν πάντα με καλοσύνη και αισθήματα αγάπης και εκτίμησης για τον καπετάνιο και φίλο του. Και ίσως σε κάποιο βαθμό η προσωπικότητα του Ζέπου να επηρέασε τον Παπαϊωάννου στην καθοριστική παιδική ηλικία που διαμορφώνονται τα θεμέλεια της υπόστασης του κάθε ανθρώπου. Γιατί, πανθομολογουμένως, ο Γιάννης Παπαϊωάννου υπήρξε εκτός από σπουδαίος συνθέτης, υπέροχος άνθρωπος με καρδιά μάλαμα.

Τα χρόνια μετά τον πόλεμο οι συνθήκες και το πάθος του με το πιοτό έστρεψαν κατηφορικά την πορεία της ζωής του Αντρέα Ζέπου. Έφυγε πρόωρα από τη ζωή, το 1969, πάμφτωχος, στις Τζιτζιφιές.  Και ο Γιάννης Παπαϊωάννου ήταν ο μόνος που του συμπαραστάθηκε μέχρι το τέλος…

Ο σπουδαίος λαϊκός δημιουργός μετά τον θάνατο του Ζέπου, την ίδια χρονιά έγραψε για τον αγαπημένο του φίλο ένα ακόμα τραγούδι, με τίτλο «Ο Ζέπος εκουράστηκε» (στίχοι Ηλίας Λυμπερόπουλος). Ένα βαρύ, θλιμμένο ζεϊμπέκικο που ερμηνεύει μοναδικά ο Βαγγέλης Περπινιάδης.

«Ο Ζέπος εκουράστηκε»: Βαγγέλης Περπινιάδης

Παντέρημος στα κύματα
της θάλασσας ο βράχος,
ο Ζέπος εκουράστηκε
να περπατά μονάχος.

Καπετάν Αντρέα Ζέπο,
το καΐκι σου θα βλέπω
έρημο, τώρα, στο γιαλό
και το δάκρυ μου για σένα,
θα το βρέχει, το θολό.

Τα ταβερνάκια γύρισε
για υστερνή του τσάρκα
και καπετάνιος μπάρκαρε
στου χάροντα τη βάρκα.

Καπετάν Αντρέα Ζέπο,
το καΐκι σου θα βλέπω
έρημο, τώρα, στο γιαλό
και το δάκρυ μου για σένα,
θα το βρέχει, το θολό.

Το αφιέρωμα  της στήλης θα κλείσει όπως ξεκίνησε, με αναφορά στον Μίκη Θεοδωράκη. Ο Γιάννης Παπαϊωάννου δεν τσιγκουνευόταν να εκφράσει την εκτίμησή του προς το πρόσωπο του Μίκη. Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω λόγια του αείμνηστου «μπαρμπα Γιάννη» όπως καταγράφονται στη βιογραφία του «Ντόμπρα και σταράτα»: «Μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν βάζανε τα τραγούδια του Θεοδωράκη στο ραδιόφωνο. Το ραδιόφωνο κάνει φόνους (…) Μα μόνο ότι τον σαμποτάρανε και τα τραγούδια του ακουγόντουσαν και στην τελευταία άκρη της Ελλάδος, αυτό φτάνει. Δείχνει τι έχει μέσα του αυτός ο συνθέτης και τι μπορεί να κάνει».

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Ψαροπούλα» («Ο καπετάν Αντρέας Ζέπος») – Στην ένθετη φωτογραφία ο Γιάννης Παπαϊωάννου στη “Φαληριώτισσα” (1969) δείχνει ένα λιθρίνια που προορίζονταν για τους αξιωματικούς του γιου του Αντώνη, που τότε υπηρετούσε φαντάρος. «Πάρ’ τα φωτογραφία να δουν τι έχασαν που δεν ήρθαν» είπε του γιου του. (Πηγή φωτογραφίας: «Μύθος Ρεμπέτικος – Γιάννης Παπαϊωάννου» των εκδόσεων «Τεγόπουλος – Μανιατέας», Αθήνα 1997).

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… και από 26/10/2020 νέα ονομασία: Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Τι κι αν γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, κάποια τραγούδια συνεχίζουν να  συγκινούν, να συντροφεύουν τις μικρές και μεγάλες στιγμές των ανθρώπων, να εκφράζουν τις αγωνίες, τον πόνο και τα όνειρά τους, να εμπνέουν τους αγώνες τους.

Η στήλη, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο ή τον τίτλο του «ειδικού», «παίζει» τραγούδια που γράφτηκαν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για λευτεριά και για καλύτερη ζωή. Τραγούδια γραμμένα από ποιητές, αλλά κι από δημιουργούς που δεν διάβασαν ποτέ στη ζωή τους ποίηση… Ανασκαλεύοντας το παρελθόν και ψηλαφώντας την ιστορία τους, πότε γράφτηκαν, σε ποιες συνθήκες, από ποιους πρωτοτραγουδήθηκαν, ποιοι τα τραγουδούν στις μέρες μας.

Χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, τραγούδια ελληνικά και «ξένα», με γνώμονα ότι, εκτός από το να θυμίζουν εικόνες από το παρελθόν, συναρπάζουν τις αισθήσεις, γεννούν συναισθήματα, εμπνέουν και συγκινούν σήμερα.

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν… Ακούστε τα όλα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: