Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι: «Για μια κόρη ξελογιάστρα»

«Τι να πρωτοθυμηθώ από κείνα που πέρασα τότε; Που έρχονταν εκείνοι, οι άλλοι, οι τέτοιοι…και μου ’λεγαν “δε θα τα τραγουδάς αυτά τα τραγούδια, Τσιτσάνη” ή που ειδοποιούσαν από τη Μακρόνησο οι φύλακες των εξόριστων…ότι “αυτός που γράφει αυτά τα τραγούδια θέλει ξεκοίλιασμα”! Άστα»…

“Στην εποχή της Κατοχής, το πολιτικό τραγούδι δεν εγγραφόταν σε δίσκους, αλλά απλώς τραγουδιόταν κρυφά και συνωμοτικά, σε μέρη που δεν είχε κατακτητές ή πληροφοριοδότες· γι’ αυτό εκφραζόταν άμεσα, χωρίς λογοκρισία, χωρίς μεταμφίεση. Ένας ακόμα παράγοντας που ευνοούσε την άμεση έκφραση ήταν και η άγνοια της ελληνικής γλώσσας από τους κατακτητές. Αντίθετα, στην εποχή του Εμφυλίου, το κράτος και το παρακράτος αποτελείται από Έλληνες που γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα στις λεπτότερές της αποχρώσεις. Εξάλλου, τώρα τα λαϊκά τραγούδια δημιουργούνται με σκοπό να εγγραφούν σε δίσκους. Και καθώς τα μέλη της επιτροπής λογοκρισίας διυλίζουν και ξεψαχνίζουν κάθε φράση, κάθε λέξη, για να βρουν και να συλλάβουν τα ύποπτα νοήματα, οι στιχουργοί και οι συνθέτες είναι υποχρεωμένοι να ξεγελάσουν τη λογοκρισία με διάφορους τρόπους. Ο Τσιτσάνης, κατά κανόνα, απόφευγε το αυτολογοκριτικό κουτσούρεμα και την παραμόρφωση των τραγουδούν του. Προτιμούσε να τα «περάσει» με άλλους τρόπους, χρησιμοποιώντας κρυπτογράφηση και αλληγορία, εμφανίζοντάς τα σαν ερωτικά, παρασιωπώντας μερικές λέξεις ή προσθέτοντας άλλες, παραπλανητικές. Παράλληλα, έδινε την ευκαιρία στον ακροατή να υποπτευθεί τον πολιτικό χαρακτήρα του τραγουδιού και να το ερμηνεύσει με τη βοήθεια ορισμένων άλλων σημαδιακών λέξεων ή με τα συμφραζόμενα της εποχής. Αυτές τις ενδείξεις, αυτά τα σημεία κι αυτούς τους κώδικες ακολουθούμε κι εμείς στην προσπάθεια ερμηνείας των τραγουδιών του.

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι: «Για μια κόρη ξελογιάστρα»

«Τι να πρωτοθυμηθώ από κείνα που πέρασα τότε; Που έρχονταν εκείνοι, οι άλλοι, οι τέτοιοι (δε θέλω να τους ονομάσω κιόλας) και μου ’λεγαν “δε θα τα τραγουδάς αυτά τα τραγούδια, Τσιτσάνη” ή που ειδοποιούσαν από τη Μακρόνησο οι φύλακες των εξόριστων (και μάλιστα το ’γραψαν και στην εφημερίδα που έβγαζαν εκεί) ότι “αυτός που γράφει αυτά τα τραγούδια θέλει ξεκοίλιασμα”! Άστα»…

Το τραγούδι «Για μια κόρη ξελογιάστρα» κρυπτογραφεί το πολιτικό του θέμα και το μεταμορφώνει σε ερωτικό. Έτσι, γίνεται μια αλληγορία, άλλα λέει και άλλα εννοεί: εκφράζεται ερωτικά και υπαινίσσεται πολιτικά μηνύματα. Ταυτόχρονα, τοποθετεί αυτή την υποτιθέμενη ερωτική ιστορία μέσα σ’ ένα περιβάλλον παραμυθιού με κάστρα και με μια πανέμορφη κόρη, για χάρη της οποίας συγκρούονται θανάσιμα δυο αντίπαλα μυθικά φουσάτα. Το παλικάρι θα προσπαθήσει να ελευθερώσει την ξελογιάστρα κόρη και να την παντρευτεί:

Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα σ’ ένα γλέντι φοβερό
για μία κόρη ξελογιάστρα κι αν χαθεί πού θα τη βρω;

Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω σε βουνά και σε γκρεμνό
κι όμως ζω να τυραννιέμαι στο δικό της τον καημό.

Μου την άρπαξε η μοίρα μια βραδιά στο χαλασμό,
θα τη βρω και θα την πάρω, το ’χω βάλει πια σκοπό.

Αλάθευτη απόδειξη ότι κάτω από τον ερωτικό-παραμυθιακό κώδικα του τραγουδιού κρύβονται πολιτικά μηνύματα είναι δήλωση του ίδιου του συνθέτη πως αυτό το τραγούδι «φαίνεται να εκφράζει τον ψυχικό σπαραγμό μιας τραγικής εποχής». Και σ’ άλλες δηλώσεις του λέει πως «είναι από εκείνα που έβαλα αλληγορικά λόγια, για να μπορέσει να περάσει απ’ τη λογοκρισία. Σ’ αυτό που μιλάω για μια κόρη ξελογιάστρα εννοώ την πατρίδα μας. Δεν είναι άλλη από την Ελλάδα αυτή η κόρη, που γι’ αυτήν γκρέμιζαν κάστρα στο φοβερό εκείνο χαλασμό του Εμφυλίου…»

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι: «Για μια κόρη ξελογιάστρα»

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι: «Για μια κόρη ξελογιάστρα» – Μαχήτρια και μαχητής του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ)

Τη λέξη «κάστρα» την είχε χρησιμοποιήσει μεταφορικά κι ο Δημοκρατικός Στρατός: τα βουνά που κατείχε (όπως ο Γράμμος, το Βίτσι, τ’ Άγραφα, η Μουργκάνα) τα ονόμαζε «άπαρτα κάστρα» και «ανταρτόκαστρα». Πολιορκία και άμυνα κάστρων θύμιζαν επίσης και σκληρές πολυαίμακτες μάχες για την κυριαρχία πόλεων. Το όργιο αδελφικής αλληλοσφαγής και αίματος ο Τσιτσάνης το ονομάζει «γλέντι φοβερό». Το παλικάρι που γυρεύει την ξελογιάστρα κόρη – την Ελλάδα, περιπλανιέται στα βουνά και στους γκρεμούς, που από τον καιρό της Κατοχής σημαίνουν το Αντάρτικο· και παρ’ όλο που επιβιώνει ακόμα από τις πολύνεκρες φοβερές μάχες, ωστόσο υποφέρει, γιατί στερείται την αγαπημένη του, βασανίζεται από το απραγματοποίητο όραμά του. Βέβαια, δεν πρόκειται για ένα άτομο, αφού ένα και μόνο πρόσωπο δεν μπορεί να πραγματοποιήσει έναν τόσο μεγάλο και δύσκολο στόχο, να ανακτήσει δηλαδή την Ελλάδα από τα χέρια κάποιων που του την έχουν στερήσει, κι ούτε έχει κανένα πολιτικό νόημα το να γυρίζει στα βουνά ένας μεμονωμένος ιδιώτης. Το παλικάρι αυτό που περιπλανιέται στα βουνά είναι ένα ομαδικό πρόσωπο, ο ίδιος ο Δημοκρατικός Στρατός. Πριν από λίγο καιρό το όραμα ήταν πολύ κοντά στην πραγματοποίηση. Ο αντάρτικος στρατός κατά την Απελευθέρωση ήταν τόσο κοντά στην ξελογιάστρα κόρη που ελευθέρωσε. Λίγο να έκλεινε τα χέρια του θα την έσφιγγε στην αγκαλιά του, ίσως για πάντα. Όμως «του την άρπαξε η μοίρα» – οι διάφορες ιστορικές συγκυρίες, ιδιαίτερα εκείνες που οδήγησαν στο Δεκέμβρη του 1944. Τώρα όμως ο αντάρτικος στρατός έχει βάλει σαν αποκλειστικό του σκοπό να ελευθερώσει για δεύτερη φορά την ξελογιάστρα Ελλάδα και να την κρατήσει δική του για πάντα.”

Κείμενο: Νέαρχος Γεωργιάδης (από το βιβλίο του ¨Ρεμπέτικο και πολιτική”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2017)

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… Τι κι αν γράφτηκαν πριν από πολλά χρόνια, κάποια τραγούδια συνεχίζουν να συγκινούν τους ανθρώπους ανεξαρτήτως ηλικίας, να τους συντροφεύουν στις μικρές και μεγάλες στιγμές της ζωής, να εκφράζουν τις αγωνίες, τον πόνο και τα όνειρά τους, να εμπνέουν τους αγώνες τους.

Η στήλη, χωρίς να διεκδικεί το αλάθητο ή τον τίτλο του «ειδικού», φιλοδοξεί να «παίξει» τραγούδια που γράφτηκαν για τον έρωτα, την αγάπη, το μεροκάματο, τη μετανάστευση, τον αγώνα για λευτεριά και για καλύτερη ζωή. Τραγούδια που γράφτηκαν από ποιητές, αλλά κι από δημιουργούς, που δεν διάβασαν ποτέ στη ζωή τους ποίηση… Ανασκαλεύοντας το παρελθόν και ψηλαφώντας την ιστορία τους, πότε γράφτηκαν, σε ποιες συνθήκες, από ποιους πρωτοτραγουδήθηκαν, ποιοι τα τραγουδούν στις μέρες μας.

Χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς αποκλεισμούς, τραγούδια ελληνικά και «ξένα», με γνώμονα ότι, εκτός από το να θυμίζουν εικόνες από το παρελθόν, συναρπάζουν τις αισθήσεις, γεννούν συναισθήματα, μας εμπνέουν και μας συγκινούν σήμερα.

Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι… Ακούστε τα όλα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: