«Πρώτα γνώρισα τη μάνα μου και μετά το μπουζούκι» – Το φαινόμενο Μανώλης Καραντίνης

Από τους χωματόδρομους του Κορυδαλλού με μια πλαστική κιθάρα – παιχνίδι, δίπλα στον ημίθεο Καζαντζίδη και στους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού, πρωταγωνιστής επί δεκαετίες στη δισκογραφία και στα πάλκα. Το όνομα Μανώλης Καραντίνης έχει ταυτιστεί με την έννοια του δεξιοτέχνη και είναι σήμερα συνώνυμο του μπουζουκιού.

Ξεκίνησε από τους χωματόδρομους του Κορυδαλλού με μια πλαστική κιθάρα – παιχνίδι, έπαιξε δίπλα στον ημίθεο Καζαντζίδη, συνεργάστηκε με τους περισσότερους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού, με σπουδαίους καλλιτέχνες και ορχήστρες του εξωτερικού, πρωταγωνιστεί επί δεκαετίες στη δισκογραφία και στα πάλκα. Το όνομα Μανώλης Καραντίνης έχει ταυτιστεί με την έννοια του δεξιοτέχνη και είναι σήμερα συνώνυμο του μπουζουκιού.

Η πολύχρονη διαδρομή του Μανώλη Καραντίνη (στην απίθανη περίπτωση που δεν τον έχεις δει κάπου να παίζει), σε προϊδεάζει για κάποιον στην ηλικία συνταξιούχο, που θυμάται με νοσταλγία και διηγείται τα παλιά «για να μαθαίνουν οι νέοι». Καμία σχέση και πόνταρε αλλού καλύτερα γιατί θα χάσεις… Ξεκινώντας να παίζει επαγγελματικά μόλις στα 11 του χρόνια (!) ο Καραντίνης σήμερα βρίσκεται στο ολάνθισμά του ως παίχτης και ως δημιουργός. Παιδί – θαύμα, φαινόμενο, θα πουν κάποιοι με θαυμασμό και θα έχουν δίκιο. Όμως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια μια διαδρομή σαν του Μανώλη Καραντίνη δεν χτίζεται με θαύματα, ούτε μόνο με ταλέντο.

Ο Μανώλης Καραντίνης γεννήθηκε στις 20 του Γενάρη 1966 στον Κορυδαλλό. Εκεί, στους χωματόδρομους της γειτονιάς του θα επιχειρήσει σαν το πρωτόβγαλτο πουλί να κάνει τα πρώτα του βήματα και ν’ ανοίξει τα φτερά του στη μουσική. Πάνω στις ψεύτικες χορδές μιας μικρής πλαστικής κιθάρας που του αγόρασε ο παππούς σε κάποιο πανηγύρι, θ’ αναζητήσει τη δική του αλήθεια στο μαγικό κόσμο του πενταγράμμου. Αρχικά, ψαχουλεύοντας με τα παιδικά του δάχτυλα θα «βγάλει» τη Φραγκοσυριανή του μέγιστου Μάρκου. Αυτά τ’ ακούσματα έφταναν στ’ αυτιά και πλημμύριζαν την ψυχή του μικρού γιου του οικοδόμου, στην εργατοσυνοικία του Κορυδαλλού, μια εποχή που η αύρα του λαϊκού τραγουδιού αναδυόταν από τα ραδιόφωνα και τα λιγοστά πικάπ και σκέπαζε σαν πέπλο με τη μοσκοβολιά της τις γειτονιές, μαζί με τ’ αρώματα του βασιλικού και του ασβεστωμένου τσιμέντου.

Δεν θα χρειαστεί να περάσει πολύς χρόνος για να συνειδητοποιήσει ο Μανώλης ότι το μέλλον του θα δεθεί άρρηκτα με τις χορδές. Το μεγαλύτερο ερέθισμα που θα σπρώξει το μικρό παιδί να πάρει αυτή την απόφαση, θα είναι η «συνάντησή» του μπροστά στην οθόνη μιας μαυρόασπρης τηλεόρασης με ένα λαϊκό είδωλο της εποχής, τον Τόλη Βοσκόπουλο. Σε μια μάζωξη της μισής γειτονιάς μπροστά στη μια από τις δυο νιόφερτες τότε ασπρόμαυρες τηλεοπτικές συσκευές (η άλλη μισή γειτονιά μπροστά στην άλλη ασπρόμαυρη βρίσκονταν) θα δει μια ταινία στην οποία τραγουδούν ο Τόλης Βοσκόπουλος με τη Δούκισσα. Η εικόνα του Βοσκόπουλου που τραγουδώντας παίζει μπουζούκι, θα μαγέψει τον μικρό Μανώλη, που μόλις επιστρέψει στο σπίτι θα πει στον πατέρα του: «θέλω να γίνω αυτός!».

Ο εργάτης στις οικοδομές πατέρας Καραντίνης, είναι ίσως ο πρώτος που διαισθάνεται τους «δαίμονες» που αρχίζουν να καταλαμβάνουν και να εγκαθίστανται στον εσωτερικό κόσμο του γιου του. Γυρνώντας ένα απόγευμα από το γιαπί θα του φέρει ένα μπουζούκι. Η ανάμνηση παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα στον Μανώλη Καραντίνη. Παίζοντας με τους φίλους του στο χωματόδρομο βλέπει το μπουζούκι πάνω στο τιμόνι της μηχανής ανάμεσα στα ανοιχτά χέρια του πατέρα του. Ένα κανονικό μπουζούκι! Τρέχει με λαχτάρα και το παίρνει στα χέρια κι από τότε… τον χάνει η γειτονιά και οι φίλοι του και τον κερδίζει για πάντα το μπουζούκι και όλοι όσοι έχουμε την τύχη να κοινωνούμε το «κελάϊδισμα»  που μας χαρίζουν τα μαγικά του δάχτυλα.

Ο Μανώλης Καραντίνης μπορεί να «ζωντανέψει» το παίξιμο πολλών μεγάλων παλιών δεξιοτεχνών του μπουζουκιού (ο ίδιος προτιμάει να χρησιμοποιεί τη λέξη παίχτης). Μπορεί επίσης να μιμηθεί με απίστευτη άνεση με το μπουζούκι του τον ήχο άλλων μουσικών οργάνων. Όμως ξεχώρισε και έγινε μεγάλος για το δικό του στιλ. Το παίξιμό του αληθινό κομψοτέχνημα, θυμίζει τον αριστοτεχνικό τρόπο κεντήματος ενός ακριβού εργόχειρου. Κάθε «κέντημα» της πένας στις χορδές του μπουζουκιού του Καραντίνη μοιάζει με μια μοναδική τέτοια βελονιά. Κάθε γλίστρημα των δακτύλων του στα τάστα, με το συνταίριασμα όλων εκείνων των πολύχρωμων, πολύτιμων κλωστών που δίνουν μορφή σ’ ένα αληθινό έργο τέχνης. Το παίξιμο του Καραντίνη είναι ταυτόχρονα πληθωρικό, σαν το ταλέντο του, χειμαρρώδες, παρασέρνει τον ακροατή-θεατή, χωρίς όμως να παρασύρεται ο ίδιος. Εδώ ξεχωρίζει η στόφα του αληθινού τεχνίτη, που αποφεύγει την ευκολία του εντυπωσιασμού και δεν  φορτώνει το παίξιμό του με περιττά «στολίσματα». Εδώ φαίνεται η καθοριστική επίδραση της και με  βιωματικό τρόπο, δίπλα σε μεγάλους παίχτες, γνώσης, η μελέτη και η σκληρή δουλειά. Φαίνονται οι τεχνικές του μπουζουξή που δεν σπουδάζονται, αλλά, όπως συμβαίνει με όλες τις τέχνες, μεταφέρονται από τεχνίτη σε τεχνίτη. Όλα αυτά συνιστούν τη  δύναμη που τιθασεύει την ορμή του ταλέντου του και την οδηγεί στη σωστή κοίτη. Διόλου τυχαίο που όλοι οι τραγουδιστές, και οι πιο μεγάλοι, εμπιστεύονται με κλειστά μάτια τον Μανώλη Καραντίνη, νοιώθουν μαζί του απόλυτη σιγουριά στο πάλκο, τη σκηνή, την πίστα.

Στα οχτώ του χρόνια ξεκινάει σπουδές στην κλασική κιθάρα, παράλληλα με το μπουζούκι. Την ώρα που τα περισσότερα παιδιά έβγαιναν στους δρόμους για να παίξουν, ο Μανώλης γύριζε στο σπίτι από το συνεργείο αυτοκινήτων όπου δούλευε, έριχνε την κιθάρα στην πλάτη και τραβούσε για το Ωδείο. Έχοντας την αμέριστη συμπαράσταση του πατέρα του θα μαθητεύσει στη Σχολή Λαϊκής Μουσικής που διατηρούσε ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης-δημιουργός και δάσκαλος του λαϊκού τραγουδιού Θόδωρος Δερβενιώτης. Πολλά χρόνια μετά αναγνωρίζει την καθοριστική συμβολή στη διαμόρφωση της καλλιτεχνικής του οντότητας των δασκάλων του. Μιλάει με θαυμασμό και αγάπη για τον Θόδωρο Δερβενιώτη, τον λίγα χρόνια μεγαλύτερό του Δημήτρη Κορδατζή, τον Δημήτρη Πατουσιά, τον Θέμη Παπαβασιλείου.

Η σεμνότητα, τα προσγειωμένα βήματα, η ανθρωπιά, είναι από τα χαρακτηριστικά που θα τα διέθετε όποιο δρόμο κι αν ακολουθούσε στη ζωή του, όποια δουλειά κι αν έκανε. Ο Μανώλης Καραντίνης φτασμένος πια και από χρόνια στην κορυφή, δεν τσιγκουνεύεται τα καλά λόγια για συναδέλφους του. Τους σπουδαίους παλιότερους αλλά και τους επίσης σπουδαίους σύγχρονούς του παίχτες. Για έναν από τους μεγάλους παλιούς, τον Στέλιο Ζαφειρίου, θα πει: «Αν θέλεις ν’ ακούσεις τι είναι μπουζούκι, τότε ν’ ακούσεις τον Ζαφειρίου να παίζει». Υποκλίνεται στον σύγχρονό του μεγάλο παίχτη Παναγιώτη Στεργίου λέγοντας:  «Ό,τι έχω κάνει το χρωστάω στον Παναγιώτη. Του χρωστάω τη ζωή μου σ’ αυτή τη δουλειά».  Έχετε ακούσει από πολλούς μεγάλους τέτοια λόγια; Ο ίδιος λέει πως δεν θα ξεχάσει όσο ζει ότι ο Στεργίου ήταν αυτός που για να τον βάλει στη δισκογραφία μοιραζόταν μαζί του στα δυο το μεροκάματό του. Ξέρετε πολλούς που θα το έκαναν;

Ξεκινάει να παίζει επαγγελματικά από τα 11 του χρόνια. Θα συνεργαστεί με μερικούς από τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες όπως τον Απόστολο Καλδάρα, τον Μίμη Πλέσσα, τον Γιάννη Σπανό, τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Τάκη Σούκα και άλλους. Έχει συνοδεύσει με το μπουζούκι του, τους μεγαλύτερους Έλληνες τραγουδιστές και τραγουδίστριες όπως τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Τόλη Βοσκόπουλο, την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέυ, τον Βαγγέλη Περπινιάδη, την Μαρινέλλα, τον Γιάννη Πουλόπουλο, τη Χαρούλα Αλεξίου, τη Γιώτα Λύδια, τον Γιώργο Νταλάρα, την  Ελένη Βιτάλη, τη Δήμητρα Γαλάνη, την Γλυκερία, τον Γιάννη Πάριο και άλλους, αλλά και με νεότερους αξιόλογους που δεν διστάζει να τους δώσει δικά του τραγούδια.

Ο Μανώλης Καραντίνης δεν είναι μόνο μεγάλος παίχτης, γράφει και καλά τραγούδια. Πλησιάζουν τα 100 τα τραγούδια του που έχουν τραγουδήσει μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα, αλλά και άλλοι λιγότερο γνωστοί τραγουδιστές. Ο ίδιος έχει παίξει μπουζούκι και άλλα όργανα σε πολλές εκατοντάδες δίσκους. Θεωρεί ότι η δισκογραφία είναι η καλύτερη εξάσκηση για τον μουσικό, επειδή, όπως λέει, εκεί δεν συγχωρούνται λάθη. Τέσσερις είναι οι προσωπικοί του δίσκοι, με δικές του ορχηστρικές συνθέσεις και μουσικές από τραγούδια του Άκη Πάνου.

Εκτός από μεγάλος παίχτης του μπουζουκιού, ο Μανώλης Καραντίνης παίζει εκπληκτικά κιθάρα και άλλα έγχορδα. Όλοι μιλάνε για το παροιμιώδες χιούμορ του που τον κάνει ακόμα πιο αγαπητό σε όποιον τον γνωρίσει ή συνεργαστεί μαζί του. Σε μια συνέντευξη μπόρεσε να εκφράσει με μερικές λέξεις τη σχέση του με το μπουζούκι λέγοντας: «Πρώτα γνώρισα τη μάνα μου και μετά το μπουζούκι». Έχει ένα γιο, τον Ανδρέα Καραντίνη, έναν ταλαντούχο δεξιοτέχνη του μπουζουκιού με τη δική του αξιόλογη κιόλας (παρά το νεαρό της ηλικίας του) πορεία.

Αντί επιλόγου, Μανώλης και Αντρέας Καραντίνης στα μπουζούκια και Μανόλης Ανδρουλιδάκης στην κιθάρα. Υποκλινόμαστε σε μια μαγική συνεύρεση:

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: