«Πλήρωσε πρώτα τα παιδιά και, αν φτάσουν, μετά εμένα…» – Από την Τζένη Βάνου περίσσευαν το ταλέντο και η ανθρωπιά

Η Τζένη Βάνου υπήρξε ερμηνεύτρια πρώτης γραμμής, με μεγάλες συνεργασίες και επιτυχίες που την έφεραν να μεσουρανεί επί σειρά ετών στο μουσικό στερέωμα. Κέρδισε την πλατιά αποδοχή και την αγάπη του κόσμου, ξεχωρίζοντας μπροστά στο μικρόφωνο αλλά και πίσω από τα φώτα, με το ήθος και την αξιοπρέπειά της.

Η Τζένη Βάνου διέθετε υπέροχη φωνή, ήταν σπουδαία ερμηνεύτρια και συνάμα μια προσωπικότητα που ανάβλυζε ανθρωπιά και σεμνότητα, γνωρίσματα διόλου κατακτημένα από μεγάλο αριθμό «ενοίκων» του λεγόμενου καλλιτεχνικού χώρου.

Ανήκε στις ερμηνεύτριες πρώτης γραμμής, με μεγάλες συνεργασίες και επιτυχίες που την έφεραν να μεσουρανεί για χρόνια στη δισκογραφία, στις συναυλίες και στις λαϊκές πίστες και πάλκα.

Με το ταλέντο της και πολλή δουλειά η Τζένη Βάνου κέρδισε την πλατιά αποδοχή και την αγάπη του κόσμου, που μπορεί να ξεχωρίζει και να εκτιμά το αληθινό γυρίζοντας την πλάτη σ’ αυτούς που θα προσπαθήσουν να τον κοροϊδέψουν. Ξεχώριζε μπροστά στο μικρόφωνο, αλλά και πίσω από τα φώτα με το ήθος και την αξιοπρέπειά της.

Γεννήθηκε στις 10 του Φλεβάρη 1939. Παιδί χωρισμένων γονιών και χωρίς να έχει να θυμάται αργότερα όμορφα παιδικά χρόνια, η Ευγενία Βραχνού, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, τραγούδησε για πρώτη φορά σε δισκογραφική εταιρία μόλις το 1945, ως μέλος της χορωδίας του Νίκου Γούναρη, από τα μεγαλύτερα ονόματα στο τραγούδι την εποχή εκείνη.

Το 1959 η Τζένη θα τραγουδήσει στα ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά» μπροστά στο «μύθο» Γιάννη Οικονομίδη και τους Μίμη Πλέσσα και Ρένα Ντορ. Ο Πλέσσας διακρίνει αμέσως το ταλέντο της και την παροτρύνει να περάσει ακρόαση στο κρατικό ρασιόφωνο, όπου ζητούν τραγουδίστρια. Κάνει τα χαρτιά της κρυφά από τον πατέρα της, περνάει ακρόαση και προσλαμβάνεται  ως τραγουδίστρια ελαφράς ορχήστρας στο ΕΙΡ. Το κοινό του ραδιοφώνου μαγεύεται από τη φωνή της. Όλοι αναρωτιούνται για το πρόσωπό της αφού δεν την έχουν δει ποτέ να τραγουδάει.

Το 1961 η Τζένη Βάνου θα συναντηθεί με τον Μίκη Θεοδωράκη και θα ερμηνεύσει στο στούντιο τα τραγούδια «Μη με ρωτάς» και «Αν μ’ αγαπάς αγάπη μου», που θα κυκλοφορήσουν μαζί σε ένα δισκάκι 45 στροφών. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Η αισθαντική ερμηνεία της βάζει υποθήκη και για επόμενη συνεργασία μεταξύ των δυο, όμως λόγοι που έχουν να κάνουν μάλλον με τις εταιρείες, πάντως  όχι με τη θέλησή τους, δεν θα επιτρέψουν στους δρόμους τους να ξανασμίξουν. Η ίδια η Βάνου χρόνια αργότερα θα πει ότι η συνεργασία της με τον Μίκη ήταν και ο λόγος που δεν κράτησε ανοιχτή τη δική του πόρτα ο Μάνος Χατζιδάκις, λόγω κάποιας «κόντρας» που υπήρχε μια εποχή μεταξύ των δυο μεγάλων συνθετών.

Η πρώτη μεγάλη επιτυχία της έρχεται το 1962 με το τραγούδι «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου». Το 1964 εμφανίζεται στη σκηνή με τον συνθέτη και μαέστρο Γιώργο Μουζάκη που θα τις γράψει τις επίσης πολύ μεγάλες επιτυχίες «Σκλάβα» και «Θέλω κοντά σου να μείνω». Την ίδια χρονιά θα μαγέψει με τη φωνή της κριτές και κοινό και θα κερδίσει το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Ελαφράς Μουσικής της Θεσσαλονίκης, ερμηνεύοντας το τραγούδι «Τώρα» του Μίμη Πλέσσα.

Η Τζένη Βάνου καθιερώνεται πια ως τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού, ερμηνεύοντας μεταξύ άλλων ντουέτα, κυρίως με τον Γιάννη Βογιατζή. Παντρεύεται και φεύγει οικογενειακώς για την Αμερική, όπου πραγματοποιεί εμφανίσεις με μεγάλη επιτυχία, χωρίς όμως να συναντάει την ευτυχία μόλις σβήσουν τα φώτα της σκηνής. Τα χρόνια που θα περάσουν μέχρι να καταφέρει να χωρίσει από τον άντρα της, την γεμίζουν με κάθε είδους τραύματα, πέφτοντας θύμα κακοποίησης από τον ίδιο.

Στο μεταξύ, το 1969 η φωνή της ακούγεται στην ταινία «Η λεωφόρος του μίσους» σε σκηνοθεσία Νίκου Φώσκολου και σημειώνει μια ακόμα μεγάλη επιτυχία, ερμηνεύοντας το εμβληματικό «Σ’ αγαπώ» («Ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου»).

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα αναλαμβάνει να πληρώσει τα χρέη του πρώην άντρα της για «να μη μείνουν τα δυο παιδιά μου με πατέρα στη φυλακή» όπως έχει πει η ίδια. Είναι μόνη με δυο παιδιά, άνεργη και χωρίς εταιρεία λόγω της απουσίας στην Αμερική, όταν συναντιέται με τον Τόλη Βοσκόπουλο.

Από τα μεγαλύτερα ονόματα, από τότε, του λαϊκού τραγουδιού ο Βοσκόπουλος της ανοίγει ξανά την πόρτα στη δισκογραφία και μαζί έναν δρόμο που την απομακρύνει από την τυποποίηση της «τραγουδίστριας του ελαφρού». Ο ίδιος της γράφει το «Αγόρι μου» και το «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε», που γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία, ενώ στη συνέχεια έρχονται το «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» του Μίμη Πλέσσα, το «Άκουσέ με» του Τάκη Μουσαφίρη και άλλες ακόμα επιτυχίες. Η Τζένη Βάνου επιστρέφει δυναμικά και στέκεται ξανά γερά στα πόδια της, δείχνοντας και στους πιο δύσπιστους ότι μια μεγάλη φωνή δεν κλείνεται σε καλούπια.

Το 1977 παίρνει μέρος για τελευταία φορά σε φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κερδίζοντας βραβείο ερμηνείας με το τραγούδι «Να μ’ αγαπάς» του Γιώργου Μανίκα, ενώ για τη δουλειά της θα βραβευτεί στη συνέχεια επίσης στην Ισπανία, την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση.

Η Τζένη Βάνου υπήρξε βασική ερμηνεύτρια πολλών συνθετών. Ερμήνευσε τραγούδια των Μίκη Θεοδωράκη, Μίμη Πλέσσα, Γιώργου Μουζάκη, Κώστα Γιαννίδη, Ζακ Ιακωβίδη, Αττίκ, Αλέκου Χρυσοβέργη, Γιώργου Κατσαρού, Γιώργου Κριμιζάκη, Τάκη Μουσαφίρη κ.ά. Οι δίσκοι της κάποτε μπήκαν στα περισσότερα ελληνικά σπίτια, οι κασέτες της ακούγονταν από τα αυτοκίνητα στους δρόμους και οι χώροι όπου εμφανιζόταν κατακλυζόταν από ένα κοινό που τη λάτρευε και την ακολουθούσε πιστά.

Τα τελευταία χρόνια της καλλιτεχνικής πορείας της τη βρίσκουν στο αγχωτικό κυνήγι της επιβίωσης. Κάποιο πρόβλημα που αρχίζει να επηρεάζει εμφανώς τη φωνή της, κάτι το τραγούδι που αρχίζει να αλλάζει, ίσως κάποιες μη επιτυχημένες επιλογές και κινήσεις στη διαχείριση της μεγάλης της επιτυχίας, την αναγκάζουν να εμφανίζεται σε «δεύτερα μαγαζιά». Ακόμα και όταν νοιώθει να την εκμεταλλεύονται, η ίδια αρνείται να παραχωρήσει έστω ένα εκατοστό από την αξιοπρέπειά της. Κάποτε θα πει ότι στη ζωή της βοήθεια έχει ζητήσει μόνο από τη μάνα της και από το θεό.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της θα καταστραφεί οικονομικά όταν θα αναγκαστεί να κλείσει μια μικρή επιχείρηση – μίνι μάρκετ – που διατηρούσε έχοντας επενδύσει όλα τα υπάρχοντά της. Στη συνέχεια έρχεται ο καρκίνος, τον οποίο θα αντιμετωπίσει με σθένος και αξιοπρέπεια. Θα φύγει από τη ζωή στις 5 του Φλεβάρη 2014, στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά.

Κρατώντας πάντα χαμηλό προφίλ, η Τζένη Βάνου απόφευγε την άσκοπη δημοσιότητα και επέλεγε η ίδια πότε θα μιλήσει. Στις λίγες συνεντεύξεις της δεν απόφευγε να αναφερθεί στα άσχημα παιδικά βιώματά της, αλλά και στην κακοποίηση που υπέστη στο γάμο της, για να ευαισθητοποιήσει τις άλλες γυναίκες. Ο χαρακτήρας της και οι αξίες της δεν της επέτρεψαν ποτέ να μιλήσει δημόσια για κάποιες πτυχές του χαρακτήρα της που δεν θα γίνονταν γνωστές αν κάποιοι συνάδελφοί της δεν τις ανέφεραν.

Τα πρώτα χρόνια της «ελεύθερης τηλεόρασης» εκπομπή του τηλεοπτικού ALTER παρουσιάζει αφιέρωμα στον Πασχάλη Τερζή. Η Τζένη Βάνου βρίσκεται ανάμεσα στους καλεσμένους που τιμούν με την παρουσία τους τον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή. Ο καθένας με τη σειρά του έλεγε μερικά λόγια, σαν αυτά που συνηθίζεται ν’ ακούγονται σ’ αυτές τις περιπτώσεις, που όμως ο θεατής μπορεί να καταλάβει πότε είναι αληθινά και να νοιώσει αν αγγίζουν αυτόν που τα λέει. Μόλις μίλησαν όλοι, ο Πασχάλης Τερζής ζήτησε να πει δυο λόγια για την «κυρία Τζένη Βάνου» όπως την αποκάλεσε με έμφαση. Χωρίς να ξεχνάω πως όσο μιλούσε ο αγαπημένος τραγουδιστής, η αξέχαστη Τζένη Βάνου δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, μεταφέρω τα λόγια του όπως τα συγκράτησα, τότε, πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί:

«Όταν ήμουνα  νεαρός και άσημος τραγουδιστής, είχα δεν είχα αφήσει ακόμα οριστικά το επάγγελμα του γυψαδόρου, τραγουδούσα σαν τρίτη-τέταρτη φωνή στο κέντρο όπου τραγουδούσε η κυρία Βάνου, η οποία τότε ήταν από τα πρώτα ονόματα στο τραγούδι και στα μαγαζιά. Δεν πληρωνόμασταν κάθε μέρα τότε. Υπήρχαν φορές που ο επιχειρηματίας  μας έλεγε πως δεν βγήκε το μεροκάματο και γυρίζαμε στο σπίτι  χωρίς μια στην τσέπη για την οικογένεια. Το πρωί, όταν ερχόταν η ώρα να πληρωθούμε μαζευόμασταν όλοι και το αφεντικό μας πλήρωνε έναν έναν στη σειρά. Πρώτους φώναζε τα μεγάλα ονόματα (ο Πασχάλης δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένα ονόματα), ακολουθούσαν οι πιο γνωστοί και τελευταίοι στη σειρά εμείς, που δεν μας ήξερε ούτε η μάνα μας. Η κυρία Βάνου ποτέ δεν πληρώθηκε πρώτη. Έλεγε στον μαγαζάτορα, δείχνοντας εμένα και τους άλλους “πλήρωσε πρώτα τα παιδιά και στο τέλος, άμα φτάσουν, πληρώνεις κι εμένα”. Και περνάγαμε εμείς από μπροστά για να πληρωθούμε κι αυτή περίμενε υπομονετικά μέχρι το τέλος, ενώ τα άλλα μεγάλα ονόματα είχαν πληρωθεί και είχαν φύγει από το μαγαζί. Αυτή είναι η κυρία Βάνου. Κυρία με το κ κεφαλαίο…»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: