Ο Ζαμπέτας ανοίγει το στόμα του

Τι να σου πω, ρε μάγκα… Μόνον όταν έχεις ακούσει συναυλία αηδονιών με βατράχους, καταλαβαίνεις. Παθαίνεις κάτι ΨΥΧΙΚΟ, σου λέω. Εγώ τ’ άκουγα με την ΨΥΧΗ, δεν τ’ άκουγα με τα ΑΥΤΙΑ. Κι αυτή τη μουσική τη μετακόμιζα στο μπουζούκι.

Στις 25 του Γενάρη 1925 γεννήθηκε ο λαϊκός συνθέτης και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού Γιώργος Ζαμπέτας, δημιουργός πολλών γνωστών κι αγαπημένων τραγουδιών που τραγουδιούνται στις μέρες μας.

Με αφορμή την επέτειο μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από την αυτοβιογραφική έκδοση που επιμελήθηκε ο Γιάννης Ξύδης: «Ο Ζαμπέτας ανοίγει το στόμα του!» (εκδ. Σμυρνιωτάκης, Αθήνα 1989).

Ο Γιώργος Ζαμπέτας ανατρέχει στο παρελθόν, στα παιδικά του χρόνια και θυμάται με συγκίνηση τα πρώτα ερεθίσματα και ακούσματά του.

***

Είχα ΨΩΝΙΟ με το μπουζούκι του γέρου μου…

ΕΓΩ, γουστάριζα να μάθω γράμματα, αλλά ταυτόχρονα έπρεπε να βοηθήσω και τον πατέρα μου, ο οποίος στο μεταξύ από αμαξάς είχε γίνει κουρέας.

Ο γέρος μου ήτανε ωραίος, ήτανε ξηγημένος, ήταν μπεσαλής, μάγκας με τα όλα του…

Στο ΜΑΓΑΖΙ, είχε κρεμασμένο ένα μπουζούκι και μια κιθάρα.

Έπαιζε καλό μπουζούκι ο πατέρας μου, και τι μπουζούκι, όχι σαν το σημερινό και παραμύθια… Ευρωπαϊκό το λέγανε τότε. Με τέσσερις χορδές, όχι ανατολίτικο. Καμμιά σχέση με τους αμανέδες, με τα αμανετζίδικα, με τα τσιφτετέλια κι έτσι.

Σαν ΜΑΘΗΤΗΣ, δεν μπορώ να πω πως ήμουν αριστούχος. Αυτό το λέω τ’ ομολογώ, δεν κάνω προβοκάτα… Δε γουστάριζα να ’μαι αριστούχος. Ήμουν μέτριος, προς το καλός. Χα! Χα! Χα!

ΠΗΓΑΙΝΑ λοιπόν κι εγώ στο μπαρμπέρικο και ξεσκόνιζα τους πελάτες, μου δίνανε τίποτα ψιλααά, τα ’βαζα στο κουμπαρά κι έκανα όνειρα και υπολογισμούς, τι θα κάνω μόλις συγκεντρώσω ένα μεγάλο ποσόν. Αλλά το ποσόν, δεν το συγκέντρωσα ΠΟΤΕ, διότι κατά κανονικά διαστήματα το περιεχόμενο του κουμπαρά ενίσχυε τα οικονομικά της φαμίλιας.

ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ εκείνη, ναι μεν το σχολείο και τα παιδιά λέγανε ΠΟΙΗΜΑΤΑ, αλλά εγώ είχα ΨΩΝΙΟ με το μπουζούκι του γέρου μου.

Καμιά φορά, τύχαινε για τον γάμα ή δέλτα λόγο, να μην είναι στο μαγαζί, έπαιρνα μια καρέκλα, σκαρφάλωνα, κατέβαζα το μπουζούκι, κι έπαιζα!

Κάνα δυο φορές με είχε κάνει ΤΣΑΚΩΤΟ, πάνω που χαϊδολογούσα τις χορδές του.

  • Ρε, τι κάνεις εκεί;

Εγώ, γινόμουν κόκκινος σαν την παπαρούνα.

  • Μη σε ξαναδώ να το πιάσεις στα χέρια σου, γιατί θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα. Εντάξει, ξηγηθήκαμε;

– Ξηγηθήκαμε…

ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ευκαιρία, που θα μ’ άφηνε μόνο μου στο μπαρμπέρικο, ξανά μανά τα ίδια.

Ήμουν δεν ήμουν τότε οχτώ χρονώνε… Καμιά φορά, μαζευόντουσαν και τίποτα άλλοι πιτσιρικάδες φίλοι μου έξω από το μαγαζί και μ’ ακούγανε, κι ήτανε να πούμε το πρώτο μου ακροατήριο… Μετά, παράταγα το μπουζούκι και τρέχαμε όλοι μαζί στις ΑΛΑΝΕΣ…

 

Άκουγα ΣΥΝΑΥΛΙΑ αηδόνια με βατράχια,. και… τρελαινόμουνα!

ΤΗ ΜΕΤΑΚΟΜΙΖΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ

Έτσι το λοιπόν, μεγαλώναμε εμείς τα παιδιά στις φτωχογειτονιές. Μέσα στις αλάνες και μέσα στη φύση. Φτιάχναμε και τίποτα μπάλες από κουρελόπανα, παίζαμε ποδόσφαιρο και κυλιόμαστε στο χώμα και φωνάζανε οι μανάδες μας που κοψομεσιαζόντουσαν πλένοντας στη ΣΚΑΦΗ, καθ’ ότι εκείνο τον καιρό, δεν είχαμε τα ηλεκτρικά πλυντήρια και τα ΣΟΥΠΑ και τα ΜΟΥΠΕΣ…

Με μένα όμως συνέβαινε, το ότι ο ΜΙΣΟΣ ήμουνα στις αλάνες με τα παιδιά κι ο άλλος ΜΙΣΟΣ στο κουρείο του πατέρα μου, με το ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ…

Με είχε ΜΑΓΕΨΕΙ, σου λέω.

Με παρακολουθείς; Το πιάνεις, αυτό που σου λέω;…

ΞΕΡΕΙΣ ποιοι ήτανε οι πρώτοι μου δάσκαλοι στο μπουζούκι; Ο βάτραχος και τ’ αηδόνι!…

ΝΑ σου πω, το πώς και το γιατί ο βάτραχος και το αηδόνι ήτανε εκείνα που προτιμούσα για δασκάλους…

ΔΟΥΛΕΥΑ σ’ ένα εργοστάσιο καλωδίων στην οδό Πειραιώς, νυχτερινή βάρδια, κι έτσι σχόλαγα πάνω στο ΧΑΡΑΜΑ που ο ουρανός έπαιρνε ένα ροζ-πορτοκαλί και ήταν και άνοιξη.

Έκανα τη διαδρομή ποδαρόδρομο, διότι πού να βρεθεί αυτοκίνητο. Άντε στη χάση και στη φέξη να πέρναγε κανένα γκαζοζέ, ή τίποτα γερμανοϊταλικό…

ΠΟΔΑΡΟΔΡΟΜΟ λοιπόν, αλλά όταν έφτανα στο Βοτανικό κήπο, τη ΨΩΝΙΖΑ… Άκουγα συναυλία αηδόνια με βατράχια και ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΟΥΝΑ… Να σκεφτείς, ότι έφευγα από το εργοστάσιο πιο νωρίς για να πάω ν’ ακούσω τη ΣΥΝΑΥΛΙΑ της φύσης.

Στο μεταξύ, εγώ γιατί ΤΡΕΛΑΙΝΟΜΟΥΝΑ: Γιατί ερχόμουνα ολοταχώς στο σπίτι, να πάρω τους ήχους αυτούς, να τους βάλω απάνω στο μπουζούκι…

Τι να σου πω, ρε μάγκα… Μόνον όταν έχεις ακούσει συναυλία αηδονιών με βατράχους, καταλαβαίνεις. Παθαίνεις κάτι ΨΥΧΙΚΟ, σου λέω. Εγώ τ’ άκουγα με την ΨΥΧΗ, δεν τ’ άκουγα με τα ΑΥΤΙΑ. Κι αυτή τη μουσική τη μετακόμιζα στο μπουζούκι.

 

Το ’κανα για τη ψυχούλα μου…

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ και Άνοιξη, που φεύγουν τα πουλιά ή που έρχονται τα πουλιά, πιο πάνω από το σπίτι μου, στην οδό Σαλαμίνος 50. ήτανε δάσος με διάφορα δέντρα, πεύκα και σούπα, μούπες. Εκεί μέσα, ήτανε η ΜΑΓΕΙΑ, η καλύτερη και ωραιότερη συναυλία…

ΩΡΕΣ ολόκληρες αφιερωνόμουνα σ’ αυτά τα ακούσματα, κι όπως ήταν η ΒΙΟΜΑ μου το μπουζούκι, το ’παιρνα κι έκανα τη μουσική μου ΑΝΑΠΤΥΞΗ, σ’ αυτό πού ’χαν πιάσει τ’ ΑΥΤΙΑ μου από τη φύση, τη πιάνεις τη δουλειά;…

Ήμουνα πώς να σου δώσω να καταλάβεις, πολύ ΨΩΝΙΣΜΕΝΟΣ… Δεν σου το κρύβω, μπορεί να ’μουνα και… τρελός.

Τ’ ΑΚΟΥΓΑ, τα γουστάριζα, ψόφαγα… Εν τελευταία αναλύσει όλα αυτά, στο διάβα του χρόνου, τα άκουσα από κάτι Μπετόβεν, κι από κάτι τέτοιους που θεωρούνται ας πούμε κλασικοί, με συμφωνία άλφα, ενάτη συμφωνία, εβδόμη συμφωνία, πεντακόσα συμφωνία και τα παρόμοια…

ΡΕ ΠΑΙΔΑΚΙ μου, οι βατράχοι είναι μια πραγματική χορωδία κι όλοι τους ΚΑΛΛΙΦΩΝΟΙ… Ν’ ακούσεις τον ΨΗΛΟΝΙ που κάνει την αδύνατη φωνή, τον ΜΠΑΣΟ, τον ΤΕΝΟΡΟ, κι εκείνη την ώρα τσαντιζότανε τ’ αηδόνια κι αρχίναγαν και μένα μού ΣΗΚΩΝΟΤΑΝΕ η τρίχα μου…

Από κει μέσα, όλη την ύλη αυτή, τη μετακόμισα να πούμε στα χέρια μου, στο μπουζούκι μου και στη κιθάρα μου.

Τα πέρασα, όχι γιατί θα ’κανα εμπόριο με το μπουζούκι, να βγάλω λεφτά. ΟΧΙ, το ’κανα για τη ψυχούλα μου, αυτήνε ήθελα να ικανοποιήσω…

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: