«Μαραμπού» – Ο Βασίλης Προδρόμου ερμηνεύει Νίκο Καββαδία
Στη συγκυρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από τον θάνατο του Νίκου Καββαδία, το Ogdoo Music Group παρουσιάζει μια ξεχωριστή κυκλοφορία: μια νέα προσέγγιση σε ένα από τα πλέον αγαπημένα και εμβληματικά έργα του ποιητή, το θρυλικό «Μαραμπού».
Στη συγκυρία της συμπλήρωσης 50 χρόνων από τον θάνατο του Νίκου Καββαδία, το Ogdoo Music Group παρουσιάζει μια ξεχωριστή κυκλοφορία: μια νέα προσέγγιση σε ένα από τα πλέον αγαπημένα και εμβληματικά έργα του ποιητή, το θρυλικό «Μαραμπού».
Τις μελωδίες που ζωντανεύουν το ποίημα στην πλήρη του έκταση υπογράφει ο ταλαντούχος νέος τραγουδοποιός Δημήτρης Καπούτσης. Γύρω από αυτές, ο καταξιωμένος σπουδαίος συνθέτης και μαέστρος Γιώργος Καζαντζής ενορχηστρώνει έναν συμφωνικό κόσμο που «χωράει» και στηρίζει αριστοτεχνικά όλο το συναισθηματικό ταξίδι του καββαδιακού ήρωα. Τον ήρωα καθαυτόν ερμηνεύει με τη γνωστή του εκφραστικότητα ένας από τους πιο αξιόλογους ερμηνευτές της νεότερης γενιάς, ο Βασίλης Προδρόμου.
Ως πρώτο ποίημα στην πρώτη, ιστορική, και ομώνυμη ποιητική συλλογή του Καββαδία από το 1933,
το «Μαραμπού» είναι το έργο που σύστησε στο κοινό τον ιδιαίτερο, εξωτικό, αλλά και βαθιά ανθρώπινο κόσμο του ποιητή. Οι στίχοι του ξεδιπλώνουν μια πικρή ιστορία χαμένης αθωότητας και σκληρού ρεαλισμού, στο τέλος της οποίας ο αφηγητής ναύτης, παραληρώντας από τον πυρετό, καταλήγει
να ταυτίζει την ύπαρξή του με το μοναχικό και άχαρο πουλί των τροπικών.
Προηγούμενες μελοποιήσεις στην δισκογραφία, με γνωστότερη αυτήν της Μαρίζας Κωχ από το 1977, χρησιμοποίησαν τμήματα μόνο του μακροσκελούς ποιήματος ή επέλεξαν εναλλακτικές φόρμες παρουσίασης (ραπ, χιπ-χοπ, απαγγελία). Στην παρούσα προσέγγιση, ο στόχος των δημιουργών είναι
να φέρουν στα χείλη του κοινού το πλήρες έργο στη γνώριμη κλασική φόρμα.
Το single «Μαραμπού» είναι ήδη διαθέσιμο σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες, ενώ θα κυκλοφορήσει προσεχώς και σε συλλεκτικό βινύλιο 10 ιντσών από το Ogdoo Music Group
Ακούστε το τραγούδι «ΜΑΡΑΜΠΟΥ» εδώ:
YouTube: https://youtu.be/nO85dBg2QwQ
Spotify: https://bit.ly/
iTunes/ Apple music: https://apple.co/
Deezer: https://bit.ly/4q7tRWH
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
λόγια · Νίκος Καββαδίας
νότες · Δημήτρης Καπούτσης
ενορχήστρωση · Γιώργος Καζαντζής
φωνή · Βασίλης Προδρόμου
βιολί α’ · Στέφανος Σεκέρογλου
βιολί β’ · Τίμος Αναστασιάδης
βιόλα · Ρενάτο Δαμονίτσα
τσέλο · Εύη Καζαντζή
κοντραμπάσο · Κωνσταντίνος Μάνος
άρπα · Κατερίνα Κίτσου
φαγκότο · Κώστας Βαβάλας
όμποε · Γιάννης Τσόγιας-Ραζάκοβ
κλαρινέτο · Χρήστος Ελ. Παπαδόπουλος
φλάουτο · Λυδία Κοκόρια
τρομπόνι · Μιχάλης Καρανίκος
κόρνο α’ · Ορέστης Βραδέλης
κόρνο β’ · Λευτέρης Γκρούνης
τρομπέτα · Γιάννης Οικονομίδης
μπουζούκια · Γιώργος Καραμφίλλης
κιθάρες · Άρης Αλβανός
πιάνο · Σπύρος Ρασσιάς
τύμπανα, κρουστά · Θάνος Καζαντζής
programming · Γιώργος Τζιαφέττας
Οι ηχογραφήσεις έγιναν στα Polytropon Recording Studios από τους Θάνο Καζαντζή, Λεωνίδα Μπεϊλή, Κάρολο Γκακίδη, και Άρη Αλβανό.
παραγωγή, μείξη, mastering · Άρης Αλβανός
εικονογράφηση · Γιώργος Γανίδης
ΣΤΙΧΟΙ
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐζήσαμε μαζὶ
πὼς εἶμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πὼς τὶς γυναῖκες μ᾿ ἕνα τρόπον ὕπουλο μισῶ
κι ὅτι μ᾿ αὐτὲς νὰ κοιμηθῶ ποτέ μου δὲν πηγαίνω.
Ἀκόμα, λένε πὼς τραβῶ χασίσι καὶ κοκό,
πὼς κάποιο πάθος μὲ κρατεῖ φριχτὸ καὶ σιχαμένο,
κι ὁλόκληρο ἔχω τὸ κορμὶ μὲ ζωγραφιὲς αἰσχρές,
σιχαμερὰ παράξενες, βαθιὰ στιγματισμένο.
Ἀκόμα, λένε πράματα φριχτὰ πάρα πολύ,
ποὺ εἶν᾿ ὅμως ψέματα χοντρὰ καὶ κατασκευασμένα,
κι αὐτὸ ποὺ ἐστοίχισε σὲ μὲ πληγὲς θανατερὲς
κανεὶς δὲν τό ᾿μαθε, γιατὶ δὲν τό ᾿πα σὲ κανένα.
Μ᾿ ἀπόψε, τώρα ποὺ ἔπεσεν ἡ τροπικὴ βραδιά,
καὶ φεύγουν πρὸς τὰ δυτικὰ τῶν Μαραμποὺ τὰ σμήνη,
κάτι μὲ σπρώχνει ἐπίμονα νὰ γράψω στὸ χαρτί,
ἐκεῖνο, ποὺ παντοτινὴ κρυφὴ πληγὴ μοῦ ἐγίνη.
Ἤμουνα τότε δόκιμος σ᾿ ἕνα λαμπρὸ ποστὰλ
καὶ ταξιδεύαμε Αἴγυπτο γραμμὴ Νότιο Γαλλία.
Τότε τὴ γνώρισα —σὰν ἄνθος ἔμοιαζε ἀλπικὸ—
καὶ μιὰ στενὴ μᾶς ἔδεσεν ἀδελφικὴ φιλία.
Ἀριστοκρατική, λεπτὴ καὶ μελαγχολική,
κόρη ἑνὸς πλούσιου Αἰγύπτιου ὁπού ᾿χε αὐτοκτονήσει,
ταξίδευε τὴ λύπη της σὲ χῶρες μακρινές,
μήπως ἐκεῖ γινότανε νὰ τηνε λησμονήσει.
Πάντα σχεδὸν τῆς Μπασκιρτσὲφ κρατοῦσε τὸ Ζουρνάλ,
καὶ τὴν Ἁγία τῆς Ἄβιλας παράφορα ἀγαποῦσε,
συχνὰ στίχους ἀπάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ὧρες πολλὲς πρὸς τὴ γαλάζιαν ἔκταση ἐκοιτοῦσε.
Κι ἐγώ, ποὺ μόνον ἑταιρῶν ἐγνώριζα κορμιά,
κι εἶχα μιὰν ἄβουλη ψυχὴ δαρμένη ἀπ᾿ τὰ πελάη,
μπροστά της ἐξανάβρισκα τὴν παιδικὴ χαρὰ
καί, σὰν προφήτη, ἐκστατικὸς τὴν ἄκουα νὰ μιλάει.
Ἕνα μικρὸ τῆς πέρασα σταυρὸν ἀπ᾿ τὸ λαιμὸ
κι ἐκείνη ἕνα μοῦ χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ἤμουν ὁ πιὸ δυστυχισμένος ἄνθρωπος τῆς γῆς,
ὅταν ἐφθάσαμε σ᾿ αὐτὴν ποὺ θά ᾿φευγε, τὴν πόλη.
Τὴν ἐσκεφτόμουνα πολλὲς φορὲς στὰ φορτηγά,
ὡς ἕνα παραστάτη μου κι ἄγγελο φύλακά μου,
καὶ μιὰ φωτογραφία της στὴν πλώρη ἦταν γιὰ μὲ
ὄαση, ποὺ ἕνας συναντᾶ μὲς στὴν καρδιὰ τῆς Ἄμμου.
Νομίζω πὼς θὲ νά ᾿πρεπε νὰ σταματήσω ἐδῶ.
Τρέμει τὸ χέρι μου, ὁ θερμὸς ἀγέρας μὲ φλογίζει.
Κάτι ἄνθη ἐξαίσια τροπικὰ τοῦ ποταμοῦ βρωμοῦν,
κι ἕνα βλακῶδες Μαραμποὺ παράμερα γρυλίζει.
Θὰ προχωρήσω!… Μιὰ βραδιὰ σὲ πόρτο ξενικὸ
εἶχα μεθύσει τρομερὰ μὲ οὐίσκυ, τζὶν καὶ μπύρα,
καὶ κατὰ τὰ μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
τὸ δρόμο πρὸς τὰ βρωμερά, χαμένα σπίτια ἐπῆρα.
Αἰσχρὲς γυναῖκες τράβαγαν ἐκεῖ τοὺς ναυτικούς,
κάποια μ᾿ ἅρπαξ᾿ ἀπότομα, γελώντας, τὸ καπέλο
(παλιὰ συνήθεια γαλλικὴ τοῦ δρόμου τῶν πορνῶν)
κι ἐγὼ τὴν ἀκολούθησα σχεδὸν χωρὶς νὰ θέλω.
Μιὰ κάμαρα στενή, μικρή, σὰν ὅλες βρωμερή,
οἱ ἀσβέστες ἀπ᾿ τοὺς τοίχους της ἐπέφτανε κομμάτια,
κι αὐτὴ ράκος ἀνθρώπινο ποὺ ἐμίλαγε βραχνά,
μὲ σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.
Τῆς εἶπα κι ἔσβησε τὸ φῶς. Ἐπέσαμε μαζί.
Τὰ δάχτυλά μου καθαρὰ μέτρααν τὰ κόκαλά της.
Βρωμοῦσε ἀψέντι. Ἐξύπνησα, ὡς λένε οἱ ποιητές,
«μόλις ἐσκόρπιζεν ἡ αὐγὴ τὰ ροδοπέταλά της».
Ὅταν τὴν εἶδα καὶ στὸ φῶς τ᾿ ἀχνὸ τὸ πρωινό,
μοῦ φάνηκε λυπητερή, μὰ κολασμένη τόσο,
ποὺ μ᾿ ἕνα δέος ἀλλόκοτο, σὰ νά ᾿χα φοβηθεῖ,
τὸ πορτοφόλι μου ἔβγαλα γοργὰ νὰ τὴν πληρώσω.
Δώδεκα φράγκα γαλλικά… Μὰ ἔβγαλε μιὰ φωνή,
κι εἶδα μιὰ ἐμένα νὰ κοιτᾶ μὲ μάτι ἀγριεμένο,
καὶ μιὰ τὸ πορτοφόλι μου… Μ᾿ ἀπόμεινα κι ἐγὼ
ἕνα σταυρὸν ἀπάνω της σὰν εἶδα κρεμασμένο.
Ξεχνώντας τὸ καπέλο μου βγῆκα σὰν τὸν τρελό,
σὰν τὸν τρελὸ ποὺ ἀδιάκοπα τρικλίζει καὶ χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στὸ αἷμα μου μιὰ ἀρρώστια τρομερή,
ποὺ ἀκόμα βασανιστικὰ τὸ σῶμα μου παιδεύει.
Λένε γιὰ μένα οἱ ναυτικοὶ ποὺ ἐκάμαμε μαζὶ
πὼς χρόνια τώρα μὲ γυναίκα ἐγὼ δὲν ἔχω πέσει,
πὼς εἶμαι παλιοτόμαρο καὶ πὼς τραβάω κοκό.
Μ᾿ ἂν ἤξεραν οἱ δύστυχοι, θὰ μ᾿ εἶχαν συχωρέσει…
Τὸ χέρι τρέμει… Ὁ πυρετός… Ξεχάστηκα πολύ,
ἀσάλευτο ἕνα Μαραμποὺ στὴν ὄχθη νὰ κοιτάζω.
Κι ἔτσι καθὼς ἐπίμονα κι ἐκεῖνο μὲ κοιτᾶ,
νομίζω πὼς στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ βλακεία τοῦ μοιάζω…
