«Δεν συμβιβάστηκα…Δεν απαρνήθηκα αυτό που είμαι» – Η μυθιστορηματική ζωή του Αντώνη Καλογιάννη

“Όλα έγιναν ξαφνικά από τη μία μέρα στην άλλη. Με βρήκε ο Θεοδωράκης, τραγουδούσα σε ένα υπόγειο μαγαζί, έφτιαχνα παπούτσια. Τσαγκάρης. Τέλος πάντων δεν μπορώ να μιλάω γι’ αυτά. Μου κάθονται στο στομάχι. Τα ’χω πει τόσες φορές. Ποιον απασχολεί;”

Εγώ εργαζόμουν σ’ ένα υπόγειο εργοστάσιο υποδημάτων, στη Δεξαμενή, στο Κολωνάκι. Καθόμασταν στον πάγκο που δουλεύαμε, και ήμασταν από τραγούδι σε τραγούδι. Περνούσε, λοιπόν, μια μέρα πάνω απ’ το υπόγειο ο Μίκης, κατέβηκε και μας άκουσε που τραγουδούσαμε. «Ποιος τραγουδάει;» «Αυτός».

Μου λέει, «Άκου να σου πω, εμείς φεύγουμε για τη Σοβιετική Ένωση, με τη Μαρία Φαραντούρη και τον Πουλόπουλο, για τριάντα συναυλίες, την άλλη βδομάδα. Όταν γυρίσουμε, θέλω να βρεθούμε. Μ’ αρέσει έτσι όπως τραγουδάς, άτσαλα, θέλω να μου κάνεις τα Γράμματα απ’ τη Γερμανία, του Φώντα Λάδη». «Ο Μήτσος απ’ τα Φάρσαλα» και όλα αυτά τα τραγούδια τότε. Εγώ του λέω, «εντάξει, δεν έχω καμία αντίρρηση». «Πού μένεις;», «Καισαριανή». «Πώς σε λένε;», «Αντώνη».

Δεν λέω «Καλογιάννης». Εγώ νόμιζα ότι ώσπου να γυρίσουν θα είχε ξεχαστεί η συνάντηση. Αλλά την άλλη μέρα το πρωί, όπως κοιμόμουν εγώ -πέντε η ώρα ήταν… πολύ πρωί- ο Μίκης με τον Διδίλη (διευθυντής ορχήστρας του Θεοδωράκη-ΣΣ) είχαν βγει παγανιά, γιατί ο Γιάννης Πουλόπουλος -δεν ξέρω για ποιους λόγους- είχε αθετήσει την υπόσχεσή του ότι θα πάει στη Σοβιετική Ένωση και αυτοί έψαχναν μέσα στα μεσάνυχτα να βρουν τον Αντώνη τον τσαγκάρη απ’ τη Καισαριανή. Με βρήκαν τελικά. Πετάχτηκα πάνω να δω τι συμβαίνει. Ο Μίκης και ο Διδίλης στο σπίτι μου!

Μου λέει ραντεβού για πρόβα στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Του λέω, «εγώ θέλω να πάω στο εργοστάσιο». «Ποιο εργοστάσιο;» λέει, «τι είναι αυτά που λες τώρα;» Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ήταν η ορχήστρα του Μίκη επάνω, -Διδίλης, Καρνέζης, Παπαδόπουλος, Παπαγγελίδης, Πέτσας – και ανέβαιναν διάφορα παιδιά και τραγουδούσαν. Εγώ κρύφτηκα, πίσω από μια κολόνα.

Κάποια στιγμή φωνάζει ο Μίκης, «Ο Αντώνης απ’ τη Καισαριανή ήρθε;». Ήταν περιττό να κρύβομαι και βγαίνω και λέω, «ήρθα». Ανεβαίνω επάνω στο πάλκο, τραγουδώ το πρώτο τραγούδι. «Ποια τραγούδια ξέρεις;», μου λέει. Εγώ τα ήξερα όλα. Όλα. Γιατί πήγαινα στις συναυλίες του Μίκη και είχα μάθει τα τραγούδια. Ήμουν θαυμαστής του μεγάλου Μπιθικώτση. Ανέβηκα επάνω. Είπα τους «Μοιραίους» του Βάρναλη. Είπα την «Μπαλάντα του Αντρίκου». Ήταν τα δυο πρώτα μου τραγούδια που είπα μπροστά σε μικρόφωνο.

Ο Μίκης, λοιπόν, καθόταν στη μέση της αίθουσας, το πάλκο απέναντι, και άκουγε. Από εκεί και πέρα άρχισε, «ξέρεις κι αυτό, ξέρεις κι εκείνο;». Κάποια στιγμή, μετά το τρίτο, πέμπτο τραγούδι, φεύγει απ’ τη θέση του και έρχεται πιο μπροστά. Συνεχίζω εγώ. Μου λέει «Από τη ’Ρωμιοσύνη’ ξέρεις κάτι;» «Πώς δεν την ξέρω;». «Ξέρεις τη ’Ρωμιοσύνη’; Αυτό δεν είναι ένα τραγούδι, χασάπικο ή ζεϊμπέκικο κ.λπ.». «Το ξέρω», του λέω. Αρχίζω, λοιπόν, και τραγουδάω. Τότε, ο Μίκης φεύγει, ανεβαίνει επάνω στο πάλκο και αρχίζει πλέον να με διευθύνει.

Αφού τελειώσαμε, μου λέει, «διαβατήριο έχεις;», Λέω, «τι είναι αυτό το διαβατήριο;» Εμένα η διαδρομή μου ήταν Καισαριανή – Ομόνοια. Το πιο μακρύ ταξίδι μου αυτό ήταν. Άντε μέχρι τον Πειραιά, που πήγαινα παιδί για να βλέπω τα πλοία ή τους σταθμούς των τρένων.

Έτσι, λοιπόν τρέχουν να μου βγάλουν διαβατήριο και βρίσκομαι, το Νοέμβρη του 1966 σ’ ένα πλοίο, το «Αρμενία» και ταξιδεύω για την Οδησσό. Πρώτη μου εμφάνιση, στη σάλα Τσαϊκόφσκι της Μόσχας. Έτσι άρχισε. Δώσαμε τριάντα συναυλίες. Να σκεφθεί κανείς ότι στις αφίσες δεν υπήρχε το όνομα «Καλογιάννης». Υπήρχε το όνομα του Πουλόπουλου. Οι γκομενίτσες που έπαιρναν τηλέφωνο τον σταρ, με λέγανε «Giannis..», οι συντρόφισσες ας πούμε.

Όταν εγώ τραγούδησα την πρώτη μου συναυλία στη σάλα Τσαϊκόφσκι, μέσα στον κόσμο ήταν προσωπικότητες που τις έμαθα την άλλη μέρα, όπως ο Νοβικόφ (Στρατάρχης της ΕΣΣΔ-ΣΣ), ο Καμπαλέφσκι (μεγάλη μορφή της ρωσικής μουσικής-ΣΣ), ο δικός μας, ο θαυμάσιος μαέστρος Οδυσσέας Δημητριάδης.

Στο τέλος, ήρθε κάποιος στα καμαρίνια και μου ζητούσε αυτόγραφο. Ήταν ένας κοντούλης, σαν παντοπώλης στην εμφάνιση, ωραιότατος, μάλιστα φορούσε και γραβάτα και του πεταγόταν το κολάρο. Κι ενώ ετοιμάζομαι να του υπογράψω ένα αυτόγραφο πάνω στο πρόγραμμα, ακούω μια φωνή, «Ιερόσυλε τσαγκάρη, σε ποιον πας να υπογράψεις;» Μου φώναζε ο Διδίλης.

Εκείνος στον οποίο πήγαινα να υπογράψω εγώ ήταν ο Χατσατουριάν. Είχα άγνοια.

Πού να τον ξέρω εγώ; (Αράμ Ιλίτς Χατσατουριάν, από τους μεγαλύτερους συνθέτες της Σοβιετικής Ένωσης-ΣΣ)

Αυτό έλεγε και ο Μίκης, «Μας έσωσε η άγνοιά σου». Μιλούσε δε και λίγα ελληνικά, κι έχω ένα δώρο απ’ αυτόν, ένα δίσκο του, τον «Χορό των σπαθιών», με αφιέρωση επάνω, σε παρτιτούρα.

Αυτά τα κειμήλια αγάπησα, αυτές είναι οι καταθέσεις μου στις τράπεζες. Βιβλία με υπογραφές… »

«Δεν πρόσβαλα τα αφτιά των άλλων»

Της Γιώτας Συκκά 14.10.2007

Τραγούδησε στα γενέθλια του Πάμπλο Πικάσο, γνωρίστηκε με τον Αράμ Χατζατουριάν, βρέθηκε στην ίδια σκηνή με τον Υβ Μοντάν στο Παρίσι, συναντήθηκε με τους Μπιτλς, γνώρισε τον Λουί Αραγκόν. Εκείνος άλλωστε ήταν που έγραψε στη Lettre Francaise: «Η φωνή του Αντώνη Καλογιάννη μου θυμίζει τα βουνά και τις θάλασσες της πατρίδας του». Ο νεαρός τσαγκάρης από την Καισαριανή είχε τύχη βουνό. Μια αδρή, καθαρή περήφανη φωνή που από μια σύμπτωση τον έκανε τραγουδιστή του Μίκη Θεοδωράκη σε δέκα ημέρες. Μαζί του γνώρισε τις πέντε ηπείρους τα χρόνια της χούντας, τότε που τραγούδησε τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές. Όμως, ακόμη κι όταν οι καιροί άλλαξαν, δεν πρόδωσε τις επιλογές του. Δεν ήταν άλλωστε ποτέ διασκεδαστής. Αύριο, ο Αντώνης Καλογιάννης ετοιμάζεται για μια γιορτή στο Μέγαρο Μουσικής. Γι’ αυτές τις τέσσερις δεκαετίες στο τραγούδι…

– Μέρα χαράς;

– Και λύπης. Περνάνε διάφορα από το μυαλό: μνήμες, νοσταλγία, μια επιθυμία. Θα ήθελα να μου ξανασυμβούν όλα αυτά. Είναι γοητευτικά και επώδυνα. Με την Μαρία (Φαραντούρη) ζήσαμε έντονες στιγμές. Εκατοντάδες εμφανίσεις στο εξωτερικό. Αγωνία και αμφιβολία για την επιστροφή στην Ελλάδα. Τι θα βρούμε, πώς θα ζήσουμε.

– Παιδί εργατικής οικογένειας πώς βγήκατε στο τραγούδι;

– Γεννήθηκα στην Καισαριανή, εδώ που μένω και δεν έφυγα ποτέ παρά μόνο στο διάστημα των πέντε χρόνων που έλειψα στο εξωτερικό. Εδώ γονείς, εδώ παιδιά, εδώ έφυγαν όλοι οι αγαπημένοι, από δω θα είναι και το τελευταίο ταξίδι. Δεν είμαι σούπερ ρεαλιστής όμως, ξέρω τι συμβαίνει γύρω μου.

Όλα έγιναν ξαφνικά από τη μία μέρα στην άλλη. Με βρήκε ο Θεοδωράκης, τραγουδούσα σε ένα υπόγειο μαγαζί, έφτιαχνα παπούτσια. Τσαγκάρης. Τέλος πάντων δεν μπορώ να μιλάω γι’ αυτά. Μου κάθονται στο στομάχι. Τα ’χω πει τόσες φορές. Ποιον απασχολεί;

– Με το που σας ανακάλυψε σας έριξε στα βαθιά. Σε μια εβδομάδα τραγουδήσατε στην αίθουσα Τσαϊκόφσκι στην Μόσχα.

– Τραγουδώντας τους «Μοιραίους» του Βάρναλη. Ήταν τέλος του 1966. Ακολούθησαν 30 συναυλίες σε όλη τη Σοβιετική Ένωση. Πήγα παντού. Ύστερα, το Μάιο του ’67 έφυγα στο Παρίσι. Έτσι άρχισαν οι συναυλίες σε πέντε ηπείρους.

Δύο Ελλάδες

– Ποιες ήταν οι πιο συγκινητικές στιγμές;

– Ήταν διαρκείς τότε. Ήμουν μέσα σε δύο μορφές ελληνισμού. Σε εκείνους που δεν μπορούσαν να γυρίσουν στην Ελλάδα εξαιτίας της χούντας και τους άλλους που ήταν ξεχασμένοι από τον εμφύλιο πόλεμο.

– Ταυτιστήκατε με αυτό το πολιτικό τραγούδι, όμως με την επιστροφή σας το 1972 εξαιτίας του θανάτου του πατέρα σας δοκιμαστήκατε και σε άλλα τραγούδια.

– Δεν μπορούσα να συνεχίσω τον προηγούμενο κύκλο. Ήταν απαγορευμένος. Είχα την τύχη να δουλέψω με τον Δήμο Μούτση, τον Μίμη Πλέσσα, τον Ηλία Ανδριόπουλο, τον Σπύρο Παπαβασιλείου που έγραψαν ειδικά για μένα. Τραγούδια ωραία, που δεν με πρόσβαλαν, με λόγο σοβαρό. Ακόμη και τώρα τον στίχο προσέχω πρώτα. Μου άρεσε η ποίηση -ακόμη διαβάζω- δεν μπορούσα λοιπόν να τραγουδήσω κάτι φτηνό. Όταν έχεις τραγουδήσει Σικελιανό, Σεφέρη, Ελευθερίου, Ρίτσο πώς να μιλήσεις διαφορετικά;

– Γνωρίσατε όμως και τους μεγάλους χώρους της νύχτας τη δεκαετία του ’80 όταν στραφήκατε στο ερωτικό τραγούδι.

– Δεν πρόσβαλα τα αφτιά των άλλων. Δεν πρόδωσα κανέναν. Δεν ζήτησα ποτέ από τον εκάστοτε συνθέτη της μόδας υλικό ανάλογα με το πνεύμα της εποχής. Ποτέ δεν είπα «sos παιδιά, θα τραγουδήσω στα μεγάλα μαγαζιά» γράψτε μου κάτι να ‘χει μεγάλη απόδοση. Πορεύτηκα στη νύχτα, τραγουδώντας Χριστοδούλου, Ελευθερίου, Σικελιανό.

– Γιατί φύγατε;

– Έκανα τον κύκλο μου. Άγριο ωράριο κι ανάλογες συμπεριφορές.

– Τώρα είναι καλύτερα τα πράγματα;

– Τώρα έχουν ένα μανδύα ευγένειας. Τραγουδάω πάντως, σε μαγαζιά συνοικιακά των εκατό ατόμων. Ταιριάζουν στις συνήθειές μου. Η συμπεριφορά του κόσμου εξαρτάται από τον χώρο που πηγαίνουν. Στα μεγάλα μαγαζιά επιβάλλεται να ‘ναι όλα δυνατά. Κάποτε έκανα παράπονα σε έναν καταστηματάρχη ότι δεν μπορώ να τραγουδήσω με τόσο θόρυβο. «Θέλω πιο σιγά». Μου απάντησε: «Αντώνη αν δεν ακούσουν στο χίλια δεν πίνουν. Πρέπει να γίνουν γκολ. Τότε θα αφήσουν και περισσότερα».

– Ποιες θεωρείτε νίκες σας;

– Ότι έμεινα ίδιος. Κάποτε πήγα στη Θεσσαλονίκη να βοηθήσω το μαγαζί ενός φίλου. Περνούσε δύσκολα. Είχε σκυλάδικο, σκυλάδικο. Πήγα λοιπόν εκεί και τραγουδούσα τους «Μοιραίους» του Βάρναλη, το «Στρώσε το στρώμα σου». Μερικοί φώναζαν «τι θα γίνει, θα ακούσουμε κι απ’ τα άλλα;». Κάποιοι άλλοι όμως έλεγαν: «πάψτε βρε, δεν ακούτε τον άνθρωπο τι μας λέει». Έμεινα 15 ημέρες με αυτό το ρεπερτόριο σε ένα μαγαζί που απ’ έξω ήταν γεμάτο ντάτσουν. Όμως μέσα, συμπεριφέρονταν σαν να ‘ταν σε εκκλησία. Από δέος, από άγνοια, όμως άκουγαν. Αυτή η νίκη είναι ουσιαστική.

– Σήμερα πολλά παιδιά πρέπει να περάσουν από ριάλιτι για να γίνουν τραγουδιστές. Πώς νιώθετε όταν τα βλέπετε;

– Αυτοί οι σπαραγμοί μετά μουσικής, κάνουν καλό στο κανάλι όχι όμως στους συμμετέχοντες. Για ένα παιδί από την επαρχία που κάνει ένα σουξεδάκι και αμοίβεται με χίλια ευρώ το βράδυ, είναι καταξίωση. Υπολόγισε: 16.000 ευρώ το μήνα! Τρελαίνεται. Πιάνει ένα σπίτι, παίρνει μια BMW και ξαφνικά βρίσκεται εκτός ριάλιτι, εκτός σουξέ, εκτός παρέας. Εκεί έρχονται τα άσχημα. Άντε λίγη κόκα, λίγο χασισάκι, λίγο ποτό παραπάνω και το παιδί καίγεται. Ξέρεις τι άγχος έχουν αυτά τα παιδιά; Αν υπήρχε ένα σχετικό μηχάνημα θα έσπαγε το κοντέρ. Το ζήτημα όμως είναι ότι το άγχος σχετίζεται με τη βραδιά όχι με το αύριο.

Διωγμοί και στερήσεις

– Η δική σας γενιά δηλαδή δεν είχε ανάλογο άγχος;

– Εμάς, μας έσωσαν τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα. Είχαμε διωγμούς, στερήσεις, οικογένειες σε εξορίες. Αγωνία για την επιβίωση όχι για το επιπλέον. Υπήρχε ένα κοινό όραμα. Ύστερα μπήκαν και οι μεγάλοι σ’ αυτό. Ποιητές και δημιουργοί. Ήταν οι αιμοδότες. Ο Μίκης, ο Χατζιδάκις.

Έτσι ακούσαμε Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο. Ο λαός αγαπούσε εξίσου τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και το «Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου».

– Ακούτε τα καινούργια τραγούδια;

– Αυτά που με κρατάνε είναι τα παλιά. Οι δισκογραφικές σήμερα δεν θέλουν περίπλοκα πράγματα. Γράφει ο στιχουργός ένα τραγούδι, φωνάζουν ένα νέο αγόρι με ωραίο βλέμμα και χωρίς τρίχες στο στήθος, παίρνουν ένα μεροκάματο ο καθένας και όλοι είναι ευχαριστημένοι. Κάποτε τα σύμβολα του σεξ ήταν δασύτριχα. Τώρα είναι ξυρισμένα κεφάλια και στήθος καθαρό.

Είναι θέμα μόδας, η εικόνα, μπορώ να το κατανοήσω. Το πρόβλημα είναι άλλο: η φωνή.

Αν βάλεις μπροστά από πέντε τραγουδίστριες ένα παραβάν και τις ακούσεις θα είναι όλες ίδιες. Ομοιόμορφες φωνές, ίδιες αναπνοές, ίδιοι ρυθμοί. Ζούμε την εποχή των τραγουδιστικών κλώνων.

– Για ποιο πράγμα είστε υπερήφανος;

– Δεν συμβιβάστηκα. Μου αρέσει να το επαναλαμβάνω. Δεν απαρνήθηκα αυτό που είμαι.

– Πάντα φορούσατε λευκά ρούχα. Σήμαινε κάτι;

– Στο μεσαίωνα το λευκό ήταν στοιχείο πένθους. Εγώ είχα πολλά να πενθήσω. Τη ζωή που φεύγει, αυτό που δεν πάει καλά, τους δικούς μου αγνοούμενους, τους άλλους στην εξορία. Λίγες ήταν οι χαρές.

– Πικραμένος;

– Όλοι είχαν μια πίκρα τότε. Από τις ανθρώπινες σχέσεις είμαι χορτασμένος. Ευχαριστημένος που προσπάθησα να μη μείνω αδαής. Που άνοιξα κάποια βιβλία, γνώρισα ανθρώπους ξεχωριστούς. Σαράντα χρόνια γεμάτα. Κάποιος με έφερε στον κόσμο, κάποιους έφερα, δεν χρωστάω τίποτα. Δεν οφείλω ούτε μια πεντάρα στη μάνα φύση.

– Εγγόνια έχετε;

– Είχα δυο παιδιά, τώρα έχω ένα. Έχασα πριν από οκτώ μήνες το γιο μου. Γι’ αυτό λέω: πήρα και μου πήρανε. Έχω τρεις υπέροχες εγγονές, ζούμε μαζί θαυμάσια και τώρα περιμένω και την τέταρτη από την κόρη μου. Ξέρεις, είμαι φίλος παρά παππούς. Αντώνη με φωνάζουν.

– Η ημέρα σας πώς είναι στην Καισαριανή;

– Κανένα ταβερνάκι, κανένα μπαράκι, πότε φωνάζουμε, πότε μιλάμε πιο πολιτισμένα. Στο καφενείο κάθε τόσο λείπει κι ένας. Η απάντηση στην ερώτηση «πού είναι;» παραμένει ίδια: «πέθανε».

Το αντιμετωπίζουμε στωικά. Χωρίς οδυρμούς. Είναι ο κύκλος της ζωής.

Παραμένω αριστερός

– Είστε πιστός στις ιδέες σας;

– Παραμένω αριστερός. Δεν έχω φόβο να αλλάξω. Κάποτε ο Δημήτρης Χριστοδούλου μου είπε να διαβάσω τον Μαρκήσιο ντε Σαντ. Ήμασταν στο Παρίσι. Συναντιόμαστε σε λίγες ημέρες και με ρωτάει: το διάβασες; Απάντησα ναι. Όλο; Ναι. Και δεν το πέταξες; Νιώθω ένοχος. Εγώ το πέταξα στη μέση. Φοβήθηκα μη βρω τον εαυτό μου μέσα. Θέλω να σου πω ότι εγώ δεν επηρεάζομαι για να αλλάξω τις θέσεις μου. Δεν είναι θέμα εγωισμού αλλά αρχών.

– Τι σας συνέδεε με τον Δ. Χριστοδούλου;

– Αυτός μου έφτιαξε τον χαρακτήρα μου. Μου έδινε συμβουλές τι να διαβάσω και του έδινα καθημερινά αναφορά. Σε αυτόν οφείλω τη γνωριμία μου με την ποίηση, τον Αριστοτέλη, τη λογοτεχνία.

Δεν είχα σχέση με τη μάθηση. Ήταν πνευματικός καθοδηγητής.

– Από τους τραγουδιστές με ποιον κάνατε καλύτερη παρέα;

– Με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ταιριάζαμε. Στην παρέα, τα τραγούδια -προσπαθούσα να τον μιμηθώ – στα χαρτιά που μας άρεσε να παίζουμε. Με βοήθησε σε θέματα ορθοφωνίας. Έκανε πολλά για μένα.

– Πιστεύετε στον Θεό;

– Δεν ασχολούμαι. Καμιά φορά όμως, όταν κάνουμε κάτι μας ξεφεύγει «βοήθα Παναγιά μου». Είναι και το άλλο που βρίζουμε τα Θεία. Δεν μπορείς να βρίζεις τον άλλον χωρίς να τον αγαπάς.

– Ο θάνατος σας φοβίζει;

– Εδώ στην Καισαριανή εξοικειωθήκαμε νωρίς με τον θάνατο. Δεν τον προκαλώ. Αλλά του λέω περήφανα: «δε σε φοβάμαι, έλα να φύγουμε και να τα πούμε στο δρόμο».

Πηγή: mikisradio.com

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: