“Το τρίγωνο της Θλίψης” – Ναυαγοί χωρίς διέξοδο σε ένα σύστημα που βουλιάζει

Το “Τρίγωνο της Θλίψης” περιγράφει τόσο γλαφυρά το ναυάγιο και την παρακμή του καπιταλισμού, που μπορείς να το δεις χωρίς να σταθείς στις αδυναμίες της και τις ίσως όχι και τόσο αθώες αμφισημίες της.

Μπορεί στο ευρύ ελληνικό κοινό το Τρίγωνο της Θλίψης να έγινε πιο γνωστή για τα γυρίσματα στις πανέμορφες παραλίες της Χιλιαδούς και το πλοίο του Ωνάση, και για τον αδόκητο θάνατο της 32χρονης πρωταγωνίστριας (της Τσάρλμπι Ντιν, που υποδύθηκε την Γιάγια), υπάρχουν όμως πολύ καλύτεροι λόγοι για να δει κανείς την ταινία και να ασχοληθεί με τα μηνύματά της.

Πρόκειται για μια άτυπη τριλογία σε συσκευασία ενός, σαν ταινία με τρεις πράξεις, κάτι που δικαιολογεί μεν τη διάρκεια των 147 λεπτών, σου αφήνει όμως την αίσθηση ότι θα μπορούσε να έχει πει τα ίδια πράγματα, έχοντας λίγο μικρότερη διάρκεια.

Μετά το “Τετράγωνο”, με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστός, ο Ρούμπεν Έστλουντ συνεχίζει στο ίδιο γεωμετρικό μοτίβο, με το Τρίγωνο της θλίψης, δηλαδή το σημείο ανάμεσα στα φρύδια, όπου συσσωρεύεται η πίεση ή αντιθέτως αντανακλάται η χαλαρή διάθεση ενός ατόμου. Παρά το σταθερό μοτίβο με τα σχήματα, δεν είναι καθόλου εύκολο να μιλήσεις σχηματικά για μια ταινία εξόχως αντιφατική, που ενδεχομένως να τονίζει σκόπιμα κάποια ασαφή σημεία και συμβολισμούς, ακολουθώντας τον χρυσό κανόνα του σύγχρονου κινηματογράφου που αποφεύγει ρητά τα Μανιφέστα με τα ρητά νοήματα και τις καθαρές δηλώσεις, αφήνοντας το περιεχόμενο ανοιχτό για ποικίλες αναγνώσεις και ερμηνείες.

Αυτό δε σημαίνει ωστόσο ότι δεν έχει κάτι να πει. Κι επειδή αναγκαστικά θα ακολουθήσουν κάποιες ειδικές αναφορές και ερμηνευτικές απόπειρες, όποιος ενδιαφέρεται να δει την ταινία και δε θέλει να μάθει στοιχεία από την πλοκή της, καλύτερα να σταματήσει εδώ την ανάγνωση.

Το πρώτο μέρος εστιάζει στη λαμπερή πριν επισφαλή καθημερινότητα των μοντέλων, στα αμφίβολα και εφήμερα -σαν τη νιότη και την ομορφιά- προνόμια των influencer, στην αποθέωση της επιφάνειας και του χρήματος και στο πώς η αγάπη για αυτό το τελευταίο δηλητηριάζει κάθε άλλο συναίσθημα για όσους μας περιβάλλουν.

Βουλιάζοντας στον ρηχό συναισθηματικό του κόσμο, ένα ζευγάρι μοντέλων κερδίζει μια δωρεάν πρόσκληση σε κρουαζιέρα (τα… καλά του επαγγέλματος) με εκπροσώπους της οικονομικής ελίτ. Πάνω στο γιοτ εκτυλίσσεται το δεύτερο μέρος, που εξελίσσεται σε μια καυστική σάτιρα του συστήματος, καθώς το ειδυλλιακό ταξίδι μετατρέπεται σε τραγωδία, με διάφορα γκροτέσκα σκηνικά (εμετούς και περιττώματα) και ευθείς συνειρμούς – έμμεσες αναφορές σε σκηνές από τον Τιτανικό, τα “Γόμορρα”, ταινίες του Μπουνιουέλ κ.ά.

Η τρικυμία είναι μια γλαφυρή απεικόνιση της οικονομικής κρίσης, όπου παρά τους κλυδωνισμούς, η κοινωνική αφρόκρεμα συνεχίζει να κάνει ό,τι ακριβώς και πριν, συσσωρεύοντας λίπος γιατί… “είναι καλύτερο να σε βρει η ναυτία με γεμάτο στομάχι”. Ο Ρώσος καπιταλιστής, που ανέβηκε στο κύμα της αντεπανάστασης για να αναδειχθεί επιχειρηματικά, προβάλλεται ως ο “βασιλιάς των σκατών” που εμπορεύεται λιπάσματα -αλλά κερδίζει τον τίτλο του λόγω χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το προϊόν του. Κι όταν αναπαράγει τα σαχλά ανέκδοτα του Ρίγκαν για τον κομμουνισμό, του απαντά κατάλληλα ο καπετάνιος του πλοίου, με ένα τσιτάτο που αποδίδεται στον Τουέιν: μην απαντάς στους ηλίθιους, γιατί πέφτεις στο επίπεδό τους, όπου σε νικάνε εκ πείρας

Μία από τις κορυφαίες στιγμές είναι η αμηχανία των υπαλλήλων του γιοτ, όταν καλούνται να… διασκεδάσουν ελεύθερα και να βουτήξουν στο νερό κατά παραγγελία των πελατών – αφεντικών τους, γιατί… “όλοι είμαστε ίσοι” και βασικά ελεύθεροι να κάνουμε ό,τι εγκρίνουν τα αφεντικά μας, σε μια απολαυστική παρωδία της σχετικής ελευθερίας και των ορίων της σε αυτό το σύστημα.

Στο τρίτο μέρος, οι ναυαγοί καλούνται να επιβιώσουν σε πρωτόγονες συνθήκες, που θυμίζουν reality, αλλά αναδεικνύουν εμφατικά την αξία της εργασίας και βασικά τι εννοεί το σύνθημα “χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά”, καθώς τα πλούσια παράσιτα έχουν μάθει μόνο να τους υπηρετούν οι άλλοι. Αυτοί που πετάνε ανόητα κλισέ, πχ ότι δε θέλουν να δώσουν στους φτωχούς ένα ψάρι, αλλά να τους μάθουν πώς να ψαρεύουν, αποδεικνύονται εντελώς ανίκανοι να επιβιώσουν χωρίς την τάξη που παράγει τα πάντα γύρω μας.

Η Φιλιππινέζα καθαρίστρια επιβάλλει τον δικό της νόμο στο νέο περιβάλλον, που βασίζεται στον καταλυτικό και αναντικατάστατο ρόλο της στην παραγωγή. Στη συνέχεια, ωστόσο, αναπαράγει τη διαφθορά, τις διακρίσεις και όσα στραβά γνώρισε στην προηγούμενη τάξη πραγμάτων, ενώ αντιδρά στην ανέλπιστη διαφαινόμενη διέξοδο για να μη χάσει τα προνόμιά της. Πολλοί μένουν με την απορία τι γίνεται στο τέλος, αλλά ο σκοπός του Έστλουντ δεν ήταν να μας δώσει ένα εύκολο τέλος, αλλά πιθανότατα να δείξει τον κίνδυνο η νέα εξουσία να γίνει αντίγραφο της παλιάς.

Κατά συνέπεια, δε στερούνται βάσης οι αναγνώσεις που ανακαλύπτουν πιθανές αντικομμουνιστικές αιχμές στη ματιά του σκηνοθέτη. Για παράδειγμα, ο εξισωτισμός του νησιού βασίζεται σε ειδικές πρωτόγονες συνθήκες σπάνης αγαθών, αποδεικνύεται ψευδεπίγραφος και πιθανόν να παραπέμπει συνειρμικά σε διάφορα ασιατικά επαναστατικά εγχειρήματα που λοξοδρόμησαν στην πορεία.

Μπορεί ο Έστλουντ να πιστεύει πως οι Κόκκινοι θα έκαναν μία από τα ίδια. Να ταυτίζεται με τον καπετάνιο του πλοίου, δηλώνοντας μαρξιστής αλλά όχι κομμουνιστής. Να σατιρίζει τα τσιτάτα ή τους βολεμένους μαρξιστές του δυτικού κόσμου. Και να μη βλέπει καμία διέξοδο από το ναυάγιο που τόσο γλαφυρά περιγράφει, ούτε καν έναν… “τρίτο δρόμο”, κατά τα ειωθότα της πατρίδας του.

Στην τελική όμως δεν περιμένουμε τη διέξοδο από μια ταινία. Και χωρίς να κλείνουμε τα μάτια στις όποιες αμφισημίες, μπορούμε να απολαύσουμε την αντικαπιταλιστική κριτική της ταινίας και προπαντός την υστερία πολλών συστημικών, προβεβλημένων κριτικών που βαριούνται αφόρητα όχι με την τεχνική και τις αμφίσημες σκηνές, αλλά με όσα καταγγέλλει ο σκηνοθέτης ρητά και εμφατικά, χωρίς να κρύβεται πίσω από το δάχτυλό του.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: